ὑπό π.Νικηφόρου Νάσσου
Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ἑορτάζει κατ᾿ ἔτος στίς 12 Μαρτίου ἕναν μεγάλο Πατέρα, πνευματέμφορο ἱεράρχη καί σοφό Διδάσκαλο, τόν Γρηγόριο, πάπα Ρώμης, τόν ἐπονομαζόμενο Μέγα, ἤ Διάλογο. Αὐτός ὁ Πατήρ ἔζησε στήν πρό τοῦ σχίσματος τοῦ παπισμοῦ ἐποχή καί ἀνεδείχθη μεταξύ τῶν μεγάλων Ἁγίων τῆς Δυτικῆς Εὐρώπης.
Σημειώνοντας κάποια βιογραφικά στοιχεῖα θά ποῦμε ὅτι ὁ ἅγιος Γρηγόριος, γόνος ἀρχαίας ἐπιγφανοῦς συγκλητικῆς οἰκογενείας, εἶδε τό φῶς τῆς ζωῆς αὐτῆς στή Ρώμη τό ἔτος 540 μ.Χ. Οἱ γονεῖς του Γορδιανός καί Συλβία ἀνῆκαν στήν ὑψηλή κοινωνία τῆς πόλεως, διακρινόμενοι για την ὑλική εὐμάρεια ἀλλά καί γιά τήν κατά Θεόν ἀρετή. Ὁ ὑψίνους καί χαρισματικῶς ἐκ νεότητος αὐτοῦ Γρηγόριος σπούδασε νομικά και ἔγινε ἀστυδίκης (praetor urbanus). Ὅμως, τά πλούτη καί τά ὑψηλά κατά κόσμον ἀξιώματα δέν μαγνήτισαν τήν θεοΐκελο καρδία του, ἡ ὁποία ἀναπαυόταν στήν ἀναζήτηση τοῦ ἀκτίστου «ἐν αἰσθήσει ψυχῆς» καί ἐπιζητοῦσε τήν εἴσοδο στό θεῖο γνόφο τῆς Θεολογίας ἐν Πνεύματι. Γι᾿ αὐτό καί ἐπεδόθη στήν πρακτική ἀρετή γιά νά φθάσει στήν ὑψοποιό ταπείνωση καί τήν ἐσωτερική ἡσυχία, αὐτήν πού ὁ Ἀββᾶς Ἰωάννης ὁ συγγραφέας τῆς Κλίμακος ἀποκαλεῖ «ἐπιστήμην τῶν λογισμῶν». Αὐτήν τήν πρακτική καί τή θεωρητική ἀρετή καί τήν βιουμένη θεία ἕνωση καί ἀνάκραση δίδαξε ὁ Γρηγόριος ἀργότερα μέσα ἀπό τά πλούσια θεολογικῶς ἔργα του
Ὁ θεῖος πόθος καί ἡ ἔφεση πρός τήν ψυχοσωματική ἀφιέρωση τόν ὁδήγησε στό νά ἀνεγείρει ἱερές Μονές καί ἀκόμη στό νά μετατρέψει καί τήν ἴδια τήν οἰκία του σέ μοναστῆρι, ἀφιερώνοντάς το στόν ἅγιο ἀπόστολο Ἀνδρέα τόν Πρωτόκλητο καί καλώντας ἕναν Γέροντα ὀνόματι Βαλεντίωνα νά ἀναλάβει ὡς ἡγούμενος ἐκεῖ, ἐνῶ συγχρόνως ἐκάρη καί ὁ Γρηγόριος μοναχός, ἐπιλέγοντας συνειδητά νά ζεῖ τήν ζωή τοῦ ὑποτακτικοῦ μέσα στήν ἴδια τήν οἰκία του! Μετά ἀπό τρία χρόνια ἐχειροτονήθη διάκονος. Ἀπεστάλη δέ στήν Κωνσταντινούπολη ὡς ἀποκρησάριος, ὅπου παρέμεινε ἐπί ἐπτά ἔτη. Τό ἀξιωσημείωτο ὅμως εἶναι πώς ἐκεῖ βρισκόμενος, ἐνῶ εἶχε τήν εὐκαιρία, δέν θέλησε νά μάθει τήν ἐλληνική γλώσσα.
Μετέπειτα, ὅταν τό ἔτος 590 ἀσθένησε ἀπό λοιμό καί ἀπέθανε ὁ πάπας Πελάγιος Β΄, ὁ κλῆρος καί ὁ λαός τῆς πόλεως ἐστράφη στόν Γρηγόριο καί παρά τήν θέλησή του κατέστη διάδοχος τοῦ Πελαγίου, ἤτοι πάπας/ἐπίσκοπος Ρώμης. Ὅ Ἅγιος ἔζησε στήν ὀρθόδοξη τότε Δύση, τήν ἐποχή πού ὑπῆρχε καί ἐβιώνετο ἡ κοινή Παράδοση δόγματος καί ἦθους, θεολογίας καί θεογνωσίας καί στά δύο τμήματα τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας, κάτι πού χάθηκε στά μετέπειτα χρόνια στό δυτικό τμῆμα, μετά ἀπό τήν κατάληψή του ἀπό τούς Φράγγους καί τήν εἰσαγωγή τοῦ σχολαστικοῦ πνεύματος.
Ὁ ἐπαξίως κληθείς ὡς Μέγας Γρηγόριος, ἀπό τήν ὑψηλή ἀρχιπισκοπική καθέδρα ἐπί δεκατρία περίπου ἔτη ἀνεδείχθη δεξιοτέχνης καί μεγαλοφυής1. Ἐποίμανε δέ ἀνύστακτα, συνετά, πεφωτισμένα καί μέ πολλήν σοφία τόν λαό τοῦ Θεοῦ, καθιστάμενος παράδειγμα ἀρίστου οἰακοστρόφου καί καλοῦ ποιμένος, «στόμα γρήγορον τῆς Ἐκκλησίας καί νομεύς ἄριστος τοῦ θείου λόγου» ὅπως λεγει τό Ἀπολυτίκιό του. Ποιμαντικῶς δέ καί θεολογικῶς ὠφέλισε πολύ τήν Ἐκκλησία. Πολέμισε πλάνες καί ἐκτροπές, ὅπως λ.χ. τήν Συνοδικῶς καταδικασμένη σιμωνία καί ἀντιμετώπισε ἐπιτυχῶς κάποιους αἱρετικούς, ὅπως λ.χ. τούς Δονατιστές στή Βόρεια Ἀφρική κ.ἄ. Ἀκόμη, ἀναδιοργάνωσε τήν ἐκκλησιαστική ζωή, ἐκλαΐκευσε τήν δογματική Διδασκαλία ὥστε νά εἶναι κατανοητή ἀπό τόν ἁπλό πιστό, καί ἀναθεώρησε τήν λατινική λειτουργία, εἰσάγοντας τό γρηγοριανό μέλος καί ἱδρύοντας Σχολή ἱεροψαλτών (Schola cantorum). Ἐνήργησε πολλά κατά Θεόν ἔργα, πλήν ὅμως δέν ὑψηλοφρόνησε, ἀλλ᾿ ἀντιθέτως, ἡ ἁγία του ψυχή εἶχε μόνιμον «σύνοικον» τήν ὑψοποιό ταπείνωση!
Χρακτηριστικό παράδειγμα βαθυτάτης ταπεινοφροσύνης τοῦ ἁγίου Γρηγορίου ἀποτελεῖ μεταξύ ἄλλων καί τό γεγονός ὅτι ὑπέγραφε ὄχι ὡς ἀρχιεπίσκοπος ἀλλά ὡς δούλος τῶν δούλων τοῦ Θεοῦ (servus servorum Dei) καί τόν τίτλο αὐτόν εἰσήγαγε ὁ ἴδιος γιά τούς πάπες, σέ ἀντίθεση μέ τόν τίτλο τοῦ «Οἰκουμενικοῦ» πού ἀποδόθηκε στόν Ἰωάννη Δ΄ τόν Νιστευτή, Πατριάρχη Κων/πόλεως τό 588 μ. Χ. (βλ. Βιβλία Δ΄ Διαλόγων περί τοῦ βίου καί τῶν θαυμάτων Ἰταλιωτῶν πατέρων καί περί τῆς αἰωνιότητος τῶν ψυχῶν2). Ὅμως, κατά τούς ἱστορικούς, ἡ συγκεκριμένη φράση καί ἐπιθυμία τοῦ Ἁγίου νά ὀνομάζεται ὁ ἐπίσκοπος Ρώμης δοῦλος τῶν δούλων τοῦ Θεοῦ, δέν ἐμπεριέχει μόνο ταπεινοφροσύνη, ἀλλά καί ἔμμεση διαμαρτυρία γιά τόν τίτλο Οἰκουμενικός πού ἀποδώθηκε στόν πατριάρχη Κων/πόλεως, ἐνῶ ὁ Γρηγόριος θεωροῦσε ὑπεροχικό τόν θρόνο τῆς Ρώμης. Ἐντούτοις, στά κείμενά του πρόβαλε τό πρωτεῖο τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου (βλ. Βιβλίο Ποιμαντικοῦ κανονισμοῦ).3
Ὁ Γρηγόριος εἶχε διαφοροποιηθεῖ ἀπό τούς Βυζαντινούς καί στήν ἀντίληψη περί τῶν σχέσεων τῆς Ἐκκλησίας μέ τό κράτος. Πεποίθησή του ἐπί τοῦ θέματος αὐτοῦ ἦταν ὅτι ὁ πάπας εἶναι πάνω ἀπό τον ἔξαρχο, σέ ἀντίθεση μέ τούς διαδόχους τοῦ Ἰουστινιανοῦ οἱ ὁποῖοι ἔλεγαν πώς ἡ Ἰταλία ὑπαγόταν στόν αὐτοκράτορα ὅπως καί ἄλλες ἐπαρχίες τῆς αύτοκρατορίας, ἀφοῦ το κράτος δέν εἶναι μέσα στην Εκκλησία, ἀλλά ἡ Ἐκκλησία εἶναι μέσα στό κράτος. Ὁ Γρηγόριος φαίνεται ὅτι φρονοῦσε τό ἀντίθετο.
Ὁ Μέγας ἱεράρχης τῆς Δύσεως καί πρῶτος πάπας τοῦ μεσαίωνα, ὅπως σημειώνουν οἱ ἱστορικοί, ὑπῆρξε δεξιοτέχνης καθώς προελέχθη καί χειρίστηκε καταστάσεις σέ ὅλα τά ἐπίπεδα, πολιτικό καί ἐκκλησιαστικό, ἀρκετά διπλωματικά, προκειμένου νά ἐπιτύχει τό καλύτερο. Εἶχε βεβαίως μεγάλο χάρισμα διοικητικό. Θεωρήθηκε μάλιστα κυβερνήτης τῆς πόλεως λόγῳ τῶν ἔργων πού μέ δικά του ἔξοδα ἔπραξε, ὅπως λ.χ. ἀπελευθέρωση αἰχμαλώτων, συντήρηση νοσοκομείων, παροχή βοηθείας σέ κατεστραμμένους Ναούς ἀπό τούς Λογγοβάρδους κ.ἄ., διότι ὁ βυζαντινός ἔξαρχος τῆς Ραβέννας δέν μποροῦσε νά βοηθήσει τή Ρώμη. Χαρακτηριστικό τοῦ κῦρους τοῦ πάπα Γρηγορίου ἦταν ὅτι αὐτός πλήρωνε τόν μισθό τῶν στρατιωτῶν στίς ἐπιδρομές τῶν Λογγοβάρδων.4 Ἤρθε δέ καί ὁ ἴδιος σέ ἐπαφή μέ τούς Λογγοβάρδους καί ἔκανε διαπραγματεύσεις, ὄχι μόνο ὡς ἐκπρόσωπος τοῦ αὐτοκράτορα τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀλλά καί για δικό του λογαριασμό.5
Μεταξύ ἄλλων δραστηριοτήτων του, πρέπει να σημειωθεῖ ὅτι στήν δική του ποιμανική μέριμνα ὀφείλεται ὁ ἐκχριστιανισμός τῶν Ἀγγλοσαξώνων κατοίκων τῆς Μ. Βρεταννίας, διά τῆς ἀποστολῆς ἱεραποστολικῆς ὁμάδος ὑπό τόν Αὐγουστίνο.6 Ἐπίσης, ὅπως ἀναφέρει ὁ πατρολόγος Π. Χρήστου, ὁ Μέγας Γρηγόριος γεφύρωσε μέ πολύ κόπο τό σχίσμα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Β. Ἰταλίας ἀπό τή Ρώμη πού εἶχε προκληθεῖ ἀπό τό γεγονός ὅτι ἡ Ἐκκλησία αὐτή ἀπέριπτε τήν καταδίκη τῶν λεγομένων Τριῶν Κεφαλαίων, ἐκχριστιάνισε Γερμανούς ἐπιδρομεῖς τῆς Βρεταννίας καί εἵλκυσε σταδιακά στήν ὀρθόδοξο Πίστη τούς Λογγοβάρδους οἱ ὁποῖοι ἦσαν οἱ μισοί εἰδωλολάτρες καί οἱ ἄλλοι μισοί ἀρειανοί.7
Ἐπιπλέον, νά σημειώσουμε ἀπό ἱστορικῆς πλευρᾶς ὅτι ὁ Γρηγόριος ἐπανίδρυσε τό Βικαριάτο τῆς Ἀρελάτης, γιά νά μπορεῖ νά ἐπιδρᾶ στή χώρα.8
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος πέραν τῶν ἄλλων ἀνεδείχθη καί συγγραφεύς περισπουδάστων ἔργων, τά ὁποῖα κοσμοῦν την πατερική μας Γραμματολογία καί ἀποδίδουν τό ἄρωμα τῆς θεολογικῆς, λιπαρᾶς γνώσεώς του καί τῆς ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ἠγιασμένης βιοτῆς του. Ἡ ἐργογραφία του Γρηγορίου εἶναι πλούσια καί πολυειδής καί χαρακτηρίζεται ἀπό τήν ἁπλότητα του λόγου, τήν σαφήνεια, τόν καλό χειρισμό τῆς γλώσσης καί τήν θεολογική ἐμβρίθεια.
Μεταξύ τῶν λαμπρῶν κειμένων του ξεχωρίζει τό ἔργο πού ἐπιγράφεται «Διάλογοι», ἐξ᾿ οὗ καί ἡ δοθεῖσα ἐκ τῶν Ἀνατολικῶν προσωνυμία του.
Τό ἔργο αὐτό χωρίζεται ἀπό τόν Ἅγιο συγγραφέα σέ 150 κεφάλαια, καί αὐτά διαμοιράζονται σε 4 βιβλία ὡς ἑξῆς: 12 στό Ι, 38 στό II, 38 στό ΙΙΙ καί 62 στό IV. Σ᾿ αὐτό τό ἔργο, ὑπό μορφήν διαλόγου πρός διάκονο Πέτρο, ὁ Γρηγόριος ἐκθέτει θαυμαστούς βίους Ἰταλῶν Ἁγίων (καί διεξοδικῶς ἀναφέρεται στόν Ὅσιο Βενέδικτο), ἐμφανίσεις κεκοιμημένων πρός ἀπόδειξιν τῆς ἀθανασίας τῆς ψυχῆς (κατά χάριν), ὅπως ἐπίσης καί λειτουργικό ὑλικό. Γενικά, τό περιεχόμενο τῶν κεφαλαίων τῶν «Διαλόγων» εἶναι διηγήσεις, ἀλλά καί ἀναπτύξεις θεωρητικές καί θεολογικές. Οἱ διηγήσεις περιέχει πλῆθος θαυμαστῶν γεγονότων πού ἐνήργησαν Χάριτι θείᾳ Ἅγιοι ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ, ὁράματα καί ἄλλες θεῖες ἐνέργειες ἐπ᾿ ἀγαθῷ σκοπῷ.
Τό βιβλίο τῶν Διαλόγων ἀγαπήθηκε πολύ ἀπό τούς Ὀρθοδόξους λόγῳ τοῦ πνευματικοῦ και τα μέγιστα διδακτικοῦ περιεχομένου του καί στήριξε πολλές ψυχές. Ὡστόσο, πέραν τοῦ θεολογικοῦ βάθους τῶν «Διαλόγων», ὑπάρχουν καί πολλές ἀναφορές σέ ἱστορικά γεγονότα πού ἀφοροῦν τίς βαρβαρικές ἐπιδρομές στό Ἀνατολικό τμῆμα τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας καί τήν κατάληψή του ἀπό μέρους τῶν Φράγγων, Λομβαρδῶν, Γότθων, Βανδάλων κ.ἄ.
Τόν ὄγδοο αἰῶνα ὁ πάπας Ζαχαρίας μετέφρασε τούς «Διαλόγους» στήν ἑλληνική γλώσσα.9 Τό ἔργο αὐτό συμπεριλαμβάνεται στήν πατρολογία τοῦ Migne (MPG) στόν 77Ο Τόμο. Ἀξίζει νά σημειωθεῖ ὅτι κυκλοφορεῖται ἀπό τό ἔτος 1988 τό βιβλίο «Βίοι ἀγνώστων Ἀσκητῶν», τοῦ ἁγίου Γρηγορίου, σέ μετάφραση ἀπό τά Λατινικά πού ἔγινε ἀπό τόν Ἁγιορείτη ἱερομόναχο Ἰωάννη, Ἁγιαννανίτη καί ἐξεδόθη ὑπό τῆς Μοναστικῆς ἀδελφότητος τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου Ἁγίας Ἄννης.
Καί ἄλλα ἔργα τοῦ Γρηγορίου πάπα Ρώμης τοῦ Διαλόγου κοσμοῦν καί καλύνουν τήν πατερική Γραμματεία τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅπως λ.χ. τό κυριώτερο θεολογικό του ἔργο, τά «Ἠθικά στόν Ἰώβ»10, οἱ 40 ὁμιλίες του στά Εὐαγγέλια, οἱ ἐπιστολές του, το βιβλίο τοῦ ποιμαντικός κανονισμοῦ (Liber regoule pastoralis), ἡ ἑρμηνεία στό Ἆσμα τῶν Ἀσμάτων κ.ἄ.11
Ὁ Μέγας Γρηγόριος τῆς Ρώμης συνέγραψε ἐπίσης καί τήν θεία Λειτουργία τῶν Προηγιαμένων Δώρων, ἡ ὁποία τελεῖται στήν ὀρθόδοξη Ἀνατολή κατά τήν πένθιμη περίοδο τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς (κατά κανόνα Τετάρτη καί Παρασκευή) καί τήν Μ. Ἐβδομάδα.
Πρίν κλείσουμε τήν ἀναφορά μας αὐτή στόν ἱερό Πατέρα τῆς Ἐκκλησίας, Γρηγόριο τόν Διάλογο, θά παραθέσουμε ἕνα πολύ διδακτικό ἀπόσπασμα μέσα ἀπό τά θεολογικώτατα κείμενά του, στό ὁποῖο παρουσιάζει ἐκφαντικά τήν τραγικότητα τῆς ἁμαρτίας τοῦ ἀνθρώπου διά τῆς ἀπωλείας τῆς Χάριτος καί θεωρίας τοῦ Θεοῦ μετά τήν πτώση καί ἔξοδό του ἀπό τόν ἐπίγειο Παράδεισο.
«Ὅταν ὁ προπάτορας τοῦ ἀνθρωπίνου γένους ἐξαιτίας τοῦ ἁμαρτήματος ἀποδιώχτηκε ἀπό τίς χαρές τοῦ Παραδείσου, ἦρθε σέ αὐτήν τήν ταλαιπωρία τῆς ἐξορίας καί τῆς τυφλότητας πού τώρα ὑποφέρουμε, γιατί μέ τήν ἁμαρτία ὁ ἴδιος σκορπίστηκε ἔξω ἀπό τόν ἑαυτό του καί δέν μποροῦσε πιά νά βλέπει τίς χαρές ἐκεῖνες τῆς οὐράνιας πατρίδας, πού προηγουμένως θεωροῦσε. Στόν Παράδεισο ὁ ἄνθρωπος εἶχε συνηθίσει νά ἐντρυφᾶ στους λόγους τοῦ Θεοῦ καί χάρις στήν καθαρότητα τῆς καρδίας καί τό ὕψος τῆς θεωρίας νά παρευρίσκεται ἀνάμεσα στά πνεύματα τῶν μακαρίων ἀγγέλων. Ἀλλά ὅταν ἔπεσε ἀπό ἐκεῖ, ἔφυγε ἀπό ἐκεῖνο τό νοερό φῶς, μέ τό ὁποῖο ἦταν γεμᾶτος. Ἀπό ἐκείνου τήν σάρκα γεννημένοι κι ἐμεῖς, μέσα στήν τυφλότητα αὐτῆς τῆς ἐξορίας, ἀκοῦμε βέβαια πώς ὑπάρχει οὐράνια πατρίδα, ἀκοῦμε πώς πολίτες της εἶναι οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ, ἀκοῦμε πώς σύντροφοι αὐτῶν τῶν ἀγγέλων εἶναι τά πνεύματα τῶν τελείων δικαίων».12
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Διάλογος ἐκοιμήθη στίς 12 Μαρτίου τοῦ ἔτους 604 καί κατ᾿ αὐτήν τήν τιμᾶται ἀπό τήν Ἀνατολή καί τή Δύση ἡ ἱερά μνήμη του. Στή Δύση ἀναγνωρίστηκε ὡς ἕνας ἐκ τῶν τεσσάρων μεγάλων Διδασκάλων της. Αὐτοί εἶναι: Ὁ ἅγιος Ἱερώνυμος, ὁ ἅγιος Αμβρόσιος ἐπίσκοπος Μεδιολάνων, ὁ ἱερός Αὐγουστῖνος ἐπίσκοπος Ἱππῶνος καί ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Μέγας, ὁ Διάλογος.
Μάρτιος 2015.
___________________________________________________
1 Π. Χρήστου, Ἐκκλησιαστική Γραμματολογία, τόμ. Α΄, σελ. 386.
2 ὅπου π.
3 «Petrus namgve auctore Deo sanctae Ecclesiae principatum tenens…» Liber Regulae Pastoralis II,6, 88-89.
4 Ἰ. Ἀναστασίου, Ἐκκλησιαστική ἱστορία,ἐκδ. Ἐπίκεντρο,Θεσσαλονίκη, Τόμ. Α΄, σελ. 461-462.
5 ὅπου π. σελ. 462.
6 Θρησκευτική καί Ἠθική Ἐγκυκλοπαίδεια , τόμ. 4, σελ. 820.
7 Π. Χρήστου, Ἐκκλησιαστική Γραμματολογία, τόμος Α΄, σελ. 386.
8 Ἰ. Ἀναστασίου, Ἐκκλησιαστική ἱστορία, σελ. 462.
9 ΘΗΕ, 4, 821
10 ὅπου π. Ἐκκ. Γραμματολογία, σελ. 387.
11 ΘΗΕ, 4, 821.
12 Βλ. Βίοι ἀγνώστων ἀσκητῶν, ἔκδοσις Ἀδελφότητος ἱερομ. Ἰωάννου, Κελλίον «Κοίμησις τῆς Θεοτόκου», Ἁγία Ἄννα, Ἅγιον Ὄρος, 1988, σελ. 278 -279.
Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ἑορτάζει κατ᾿ ἔτος στίς 12 Μαρτίου ἕναν μεγάλο Πατέρα, πνευματέμφορο ἱεράρχη καί σοφό Διδάσκαλο, τόν Γρηγόριο, πάπα Ρώμης, τόν ἐπονομαζόμενο Μέγα, ἤ Διάλογο. Αὐτός ὁ Πατήρ ἔζησε στήν πρό τοῦ σχίσματος τοῦ παπισμοῦ ἐποχή καί ἀνεδείχθη μεταξύ τῶν μεγάλων Ἁγίων τῆς Δυτικῆς Εὐρώπης.
Σημειώνοντας κάποια βιογραφικά στοιχεῖα θά ποῦμε ὅτι ὁ ἅγιος Γρηγόριος, γόνος ἀρχαίας ἐπιγφανοῦς συγκλητικῆς οἰκογενείας, εἶδε τό φῶς τῆς ζωῆς αὐτῆς στή Ρώμη τό ἔτος 540 μ.Χ. Οἱ γονεῖς του Γορδιανός καί Συλβία ἀνῆκαν στήν ὑψηλή κοινωνία τῆς πόλεως, διακρινόμενοι για την ὑλική εὐμάρεια ἀλλά καί γιά τήν κατά Θεόν ἀρετή. Ὁ ὑψίνους καί χαρισματικῶς ἐκ νεότητος αὐτοῦ Γρηγόριος σπούδασε νομικά και ἔγινε ἀστυδίκης (praetor urbanus). Ὅμως, τά πλούτη καί τά ὑψηλά κατά κόσμον ἀξιώματα δέν μαγνήτισαν τήν θεοΐκελο καρδία του, ἡ ὁποία ἀναπαυόταν στήν ἀναζήτηση τοῦ ἀκτίστου «ἐν αἰσθήσει ψυχῆς» καί ἐπιζητοῦσε τήν εἴσοδο στό θεῖο γνόφο τῆς Θεολογίας ἐν Πνεύματι. Γι᾿ αὐτό καί ἐπεδόθη στήν πρακτική ἀρετή γιά νά φθάσει στήν ὑψοποιό ταπείνωση καί τήν ἐσωτερική ἡσυχία, αὐτήν πού ὁ Ἀββᾶς Ἰωάννης ὁ συγγραφέας τῆς Κλίμακος ἀποκαλεῖ «ἐπιστήμην τῶν λογισμῶν». Αὐτήν τήν πρακτική καί τή θεωρητική ἀρετή καί τήν βιουμένη θεία ἕνωση καί ἀνάκραση δίδαξε ὁ Γρηγόριος ἀργότερα μέσα ἀπό τά πλούσια θεολογικῶς ἔργα του
Ὁ θεῖος πόθος καί ἡ ἔφεση πρός τήν ψυχοσωματική ἀφιέρωση τόν ὁδήγησε στό νά ἀνεγείρει ἱερές Μονές καί ἀκόμη στό νά μετατρέψει καί τήν ἴδια τήν οἰκία του σέ μοναστῆρι, ἀφιερώνοντάς το στόν ἅγιο ἀπόστολο Ἀνδρέα τόν Πρωτόκλητο καί καλώντας ἕναν Γέροντα ὀνόματι Βαλεντίωνα νά ἀναλάβει ὡς ἡγούμενος ἐκεῖ, ἐνῶ συγχρόνως ἐκάρη καί ὁ Γρηγόριος μοναχός, ἐπιλέγοντας συνειδητά νά ζεῖ τήν ζωή τοῦ ὑποτακτικοῦ μέσα στήν ἴδια τήν οἰκία του! Μετά ἀπό τρία χρόνια ἐχειροτονήθη διάκονος. Ἀπεστάλη δέ στήν Κωνσταντινούπολη ὡς ἀποκρησάριος, ὅπου παρέμεινε ἐπί ἐπτά ἔτη. Τό ἀξιωσημείωτο ὅμως εἶναι πώς ἐκεῖ βρισκόμενος, ἐνῶ εἶχε τήν εὐκαιρία, δέν θέλησε νά μάθει τήν ἐλληνική γλώσσα.
Μετέπειτα, ὅταν τό ἔτος 590 ἀσθένησε ἀπό λοιμό καί ἀπέθανε ὁ πάπας Πελάγιος Β΄, ὁ κλῆρος καί ὁ λαός τῆς πόλεως ἐστράφη στόν Γρηγόριο καί παρά τήν θέλησή του κατέστη διάδοχος τοῦ Πελαγίου, ἤτοι πάπας/ἐπίσκοπος Ρώμης. Ὅ Ἅγιος ἔζησε στήν ὀρθόδοξη τότε Δύση, τήν ἐποχή πού ὑπῆρχε καί ἐβιώνετο ἡ κοινή Παράδοση δόγματος καί ἦθους, θεολογίας καί θεογνωσίας καί στά δύο τμήματα τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας, κάτι πού χάθηκε στά μετέπειτα χρόνια στό δυτικό τμῆμα, μετά ἀπό τήν κατάληψή του ἀπό τούς Φράγγους καί τήν εἰσαγωγή τοῦ σχολαστικοῦ πνεύματος.
Ὁ ἐπαξίως κληθείς ὡς Μέγας Γρηγόριος, ἀπό τήν ὑψηλή ἀρχιπισκοπική καθέδρα ἐπί δεκατρία περίπου ἔτη ἀνεδείχθη δεξιοτέχνης καί μεγαλοφυής1. Ἐποίμανε δέ ἀνύστακτα, συνετά, πεφωτισμένα καί μέ πολλήν σοφία τόν λαό τοῦ Θεοῦ, καθιστάμενος παράδειγμα ἀρίστου οἰακοστρόφου καί καλοῦ ποιμένος, «στόμα γρήγορον τῆς Ἐκκλησίας καί νομεύς ἄριστος τοῦ θείου λόγου» ὅπως λεγει τό Ἀπολυτίκιό του. Ποιμαντικῶς δέ καί θεολογικῶς ὠφέλισε πολύ τήν Ἐκκλησία. Πολέμισε πλάνες καί ἐκτροπές, ὅπως λ.χ. τήν Συνοδικῶς καταδικασμένη σιμωνία καί ἀντιμετώπισε ἐπιτυχῶς κάποιους αἱρετικούς, ὅπως λ.χ. τούς Δονατιστές στή Βόρεια Ἀφρική κ.ἄ. Ἀκόμη, ἀναδιοργάνωσε τήν ἐκκλησιαστική ζωή, ἐκλαΐκευσε τήν δογματική Διδασκαλία ὥστε νά εἶναι κατανοητή ἀπό τόν ἁπλό πιστό, καί ἀναθεώρησε τήν λατινική λειτουργία, εἰσάγοντας τό γρηγοριανό μέλος καί ἱδρύοντας Σχολή ἱεροψαλτών (Schola cantorum). Ἐνήργησε πολλά κατά Θεόν ἔργα, πλήν ὅμως δέν ὑψηλοφρόνησε, ἀλλ᾿ ἀντιθέτως, ἡ ἁγία του ψυχή εἶχε μόνιμον «σύνοικον» τήν ὑψοποιό ταπείνωση!
Χρακτηριστικό παράδειγμα βαθυτάτης ταπεινοφροσύνης τοῦ ἁγίου Γρηγορίου ἀποτελεῖ μεταξύ ἄλλων καί τό γεγονός ὅτι ὑπέγραφε ὄχι ὡς ἀρχιεπίσκοπος ἀλλά ὡς δούλος τῶν δούλων τοῦ Θεοῦ (servus servorum Dei) καί τόν τίτλο αὐτόν εἰσήγαγε ὁ ἴδιος γιά τούς πάπες, σέ ἀντίθεση μέ τόν τίτλο τοῦ «Οἰκουμενικοῦ» πού ἀποδόθηκε στόν Ἰωάννη Δ΄ τόν Νιστευτή, Πατριάρχη Κων/πόλεως τό 588 μ. Χ. (βλ. Βιβλία Δ΄ Διαλόγων περί τοῦ βίου καί τῶν θαυμάτων Ἰταλιωτῶν πατέρων καί περί τῆς αἰωνιότητος τῶν ψυχῶν2). Ὅμως, κατά τούς ἱστορικούς, ἡ συγκεκριμένη φράση καί ἐπιθυμία τοῦ Ἁγίου νά ὀνομάζεται ὁ ἐπίσκοπος Ρώμης δοῦλος τῶν δούλων τοῦ Θεοῦ, δέν ἐμπεριέχει μόνο ταπεινοφροσύνη, ἀλλά καί ἔμμεση διαμαρτυρία γιά τόν τίτλο Οἰκουμενικός πού ἀποδώθηκε στόν πατριάρχη Κων/πόλεως, ἐνῶ ὁ Γρηγόριος θεωροῦσε ὑπεροχικό τόν θρόνο τῆς Ρώμης. Ἐντούτοις, στά κείμενά του πρόβαλε τό πρωτεῖο τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου (βλ. Βιβλίο Ποιμαντικοῦ κανονισμοῦ).3
Ὁ Γρηγόριος εἶχε διαφοροποιηθεῖ ἀπό τούς Βυζαντινούς καί στήν ἀντίληψη περί τῶν σχέσεων τῆς Ἐκκλησίας μέ τό κράτος. Πεποίθησή του ἐπί τοῦ θέματος αὐτοῦ ἦταν ὅτι ὁ πάπας εἶναι πάνω ἀπό τον ἔξαρχο, σέ ἀντίθεση μέ τούς διαδόχους τοῦ Ἰουστινιανοῦ οἱ ὁποῖοι ἔλεγαν πώς ἡ Ἰταλία ὑπαγόταν στόν αὐτοκράτορα ὅπως καί ἄλλες ἐπαρχίες τῆς αύτοκρατορίας, ἀφοῦ το κράτος δέν εἶναι μέσα στην Εκκλησία, ἀλλά ἡ Ἐκκλησία εἶναι μέσα στό κράτος. Ὁ Γρηγόριος φαίνεται ὅτι φρονοῦσε τό ἀντίθετο.
Ὁ Μέγας ἱεράρχης τῆς Δύσεως καί πρῶτος πάπας τοῦ μεσαίωνα, ὅπως σημειώνουν οἱ ἱστορικοί, ὑπῆρξε δεξιοτέχνης καθώς προελέχθη καί χειρίστηκε καταστάσεις σέ ὅλα τά ἐπίπεδα, πολιτικό καί ἐκκλησιαστικό, ἀρκετά διπλωματικά, προκειμένου νά ἐπιτύχει τό καλύτερο. Εἶχε βεβαίως μεγάλο χάρισμα διοικητικό. Θεωρήθηκε μάλιστα κυβερνήτης τῆς πόλεως λόγῳ τῶν ἔργων πού μέ δικά του ἔξοδα ἔπραξε, ὅπως λ.χ. ἀπελευθέρωση αἰχμαλώτων, συντήρηση νοσοκομείων, παροχή βοηθείας σέ κατεστραμμένους Ναούς ἀπό τούς Λογγοβάρδους κ.ἄ., διότι ὁ βυζαντινός ἔξαρχος τῆς Ραβέννας δέν μποροῦσε νά βοηθήσει τή Ρώμη. Χαρακτηριστικό τοῦ κῦρους τοῦ πάπα Γρηγορίου ἦταν ὅτι αὐτός πλήρωνε τόν μισθό τῶν στρατιωτῶν στίς ἐπιδρομές τῶν Λογγοβάρδων.4 Ἤρθε δέ καί ὁ ἴδιος σέ ἐπαφή μέ τούς Λογγοβάρδους καί ἔκανε διαπραγματεύσεις, ὄχι μόνο ὡς ἐκπρόσωπος τοῦ αὐτοκράτορα τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀλλά καί για δικό του λογαριασμό.5
Μεταξύ ἄλλων δραστηριοτήτων του, πρέπει να σημειωθεῖ ὅτι στήν δική του ποιμανική μέριμνα ὀφείλεται ὁ ἐκχριστιανισμός τῶν Ἀγγλοσαξώνων κατοίκων τῆς Μ. Βρεταννίας, διά τῆς ἀποστολῆς ἱεραποστολικῆς ὁμάδος ὑπό τόν Αὐγουστίνο.6 Ἐπίσης, ὅπως ἀναφέρει ὁ πατρολόγος Π. Χρήστου, ὁ Μέγας Γρηγόριος γεφύρωσε μέ πολύ κόπο τό σχίσμα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Β. Ἰταλίας ἀπό τή Ρώμη πού εἶχε προκληθεῖ ἀπό τό γεγονός ὅτι ἡ Ἐκκλησία αὐτή ἀπέριπτε τήν καταδίκη τῶν λεγομένων Τριῶν Κεφαλαίων, ἐκχριστιάνισε Γερμανούς ἐπιδρομεῖς τῆς Βρεταννίας καί εἵλκυσε σταδιακά στήν ὀρθόδοξο Πίστη τούς Λογγοβάρδους οἱ ὁποῖοι ἦσαν οἱ μισοί εἰδωλολάτρες καί οἱ ἄλλοι μισοί ἀρειανοί.7
Ἐπιπλέον, νά σημειώσουμε ἀπό ἱστορικῆς πλευρᾶς ὅτι ὁ Γρηγόριος ἐπανίδρυσε τό Βικαριάτο τῆς Ἀρελάτης, γιά νά μπορεῖ νά ἐπιδρᾶ στή χώρα.8
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος πέραν τῶν ἄλλων ἀνεδείχθη καί συγγραφεύς περισπουδάστων ἔργων, τά ὁποῖα κοσμοῦν την πατερική μας Γραμματολογία καί ἀποδίδουν τό ἄρωμα τῆς θεολογικῆς, λιπαρᾶς γνώσεώς του καί τῆς ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ἠγιασμένης βιοτῆς του. Ἡ ἐργογραφία του Γρηγορίου εἶναι πλούσια καί πολυειδής καί χαρακτηρίζεται ἀπό τήν ἁπλότητα του λόγου, τήν σαφήνεια, τόν καλό χειρισμό τῆς γλώσσης καί τήν θεολογική ἐμβρίθεια.
Μεταξύ τῶν λαμπρῶν κειμένων του ξεχωρίζει τό ἔργο πού ἐπιγράφεται «Διάλογοι», ἐξ᾿ οὗ καί ἡ δοθεῖσα ἐκ τῶν Ἀνατολικῶν προσωνυμία του.
Τό ἔργο αὐτό χωρίζεται ἀπό τόν Ἅγιο συγγραφέα σέ 150 κεφάλαια, καί αὐτά διαμοιράζονται σε 4 βιβλία ὡς ἑξῆς: 12 στό Ι, 38 στό II, 38 στό ΙΙΙ καί 62 στό IV. Σ᾿ αὐτό τό ἔργο, ὑπό μορφήν διαλόγου πρός διάκονο Πέτρο, ὁ Γρηγόριος ἐκθέτει θαυμαστούς βίους Ἰταλῶν Ἁγίων (καί διεξοδικῶς ἀναφέρεται στόν Ὅσιο Βενέδικτο), ἐμφανίσεις κεκοιμημένων πρός ἀπόδειξιν τῆς ἀθανασίας τῆς ψυχῆς (κατά χάριν), ὅπως ἐπίσης καί λειτουργικό ὑλικό. Γενικά, τό περιεχόμενο τῶν κεφαλαίων τῶν «Διαλόγων» εἶναι διηγήσεις, ἀλλά καί ἀναπτύξεις θεωρητικές καί θεολογικές. Οἱ διηγήσεις περιέχει πλῆθος θαυμαστῶν γεγονότων πού ἐνήργησαν Χάριτι θείᾳ Ἅγιοι ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ, ὁράματα καί ἄλλες θεῖες ἐνέργειες ἐπ᾿ ἀγαθῷ σκοπῷ.
Τό βιβλίο τῶν Διαλόγων ἀγαπήθηκε πολύ ἀπό τούς Ὀρθοδόξους λόγῳ τοῦ πνευματικοῦ και τα μέγιστα διδακτικοῦ περιεχομένου του καί στήριξε πολλές ψυχές. Ὡστόσο, πέραν τοῦ θεολογικοῦ βάθους τῶν «Διαλόγων», ὑπάρχουν καί πολλές ἀναφορές σέ ἱστορικά γεγονότα πού ἀφοροῦν τίς βαρβαρικές ἐπιδρομές στό Ἀνατολικό τμῆμα τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας καί τήν κατάληψή του ἀπό μέρους τῶν Φράγγων, Λομβαρδῶν, Γότθων, Βανδάλων κ.ἄ.
Τόν ὄγδοο αἰῶνα ὁ πάπας Ζαχαρίας μετέφρασε τούς «Διαλόγους» στήν ἑλληνική γλώσσα.9 Τό ἔργο αὐτό συμπεριλαμβάνεται στήν πατρολογία τοῦ Migne (MPG) στόν 77Ο Τόμο. Ἀξίζει νά σημειωθεῖ ὅτι κυκλοφορεῖται ἀπό τό ἔτος 1988 τό βιβλίο «Βίοι ἀγνώστων Ἀσκητῶν», τοῦ ἁγίου Γρηγορίου, σέ μετάφραση ἀπό τά Λατινικά πού ἔγινε ἀπό τόν Ἁγιορείτη ἱερομόναχο Ἰωάννη, Ἁγιαννανίτη καί ἐξεδόθη ὑπό τῆς Μοναστικῆς ἀδελφότητος τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου Ἁγίας Ἄννης.
Καί ἄλλα ἔργα τοῦ Γρηγορίου πάπα Ρώμης τοῦ Διαλόγου κοσμοῦν καί καλύνουν τήν πατερική Γραμματεία τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅπως λ.χ. τό κυριώτερο θεολογικό του ἔργο, τά «Ἠθικά στόν Ἰώβ»10, οἱ 40 ὁμιλίες του στά Εὐαγγέλια, οἱ ἐπιστολές του, το βιβλίο τοῦ ποιμαντικός κανονισμοῦ (Liber regoule pastoralis), ἡ ἑρμηνεία στό Ἆσμα τῶν Ἀσμάτων κ.ἄ.11
Ὁ Μέγας Γρηγόριος τῆς Ρώμης συνέγραψε ἐπίσης καί τήν θεία Λειτουργία τῶν Προηγιαμένων Δώρων, ἡ ὁποία τελεῖται στήν ὀρθόδοξη Ἀνατολή κατά τήν πένθιμη περίοδο τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς (κατά κανόνα Τετάρτη καί Παρασκευή) καί τήν Μ. Ἐβδομάδα.
Πρίν κλείσουμε τήν ἀναφορά μας αὐτή στόν ἱερό Πατέρα τῆς Ἐκκλησίας, Γρηγόριο τόν Διάλογο, θά παραθέσουμε ἕνα πολύ διδακτικό ἀπόσπασμα μέσα ἀπό τά θεολογικώτατα κείμενά του, στό ὁποῖο παρουσιάζει ἐκφαντικά τήν τραγικότητα τῆς ἁμαρτίας τοῦ ἀνθρώπου διά τῆς ἀπωλείας τῆς Χάριτος καί θεωρίας τοῦ Θεοῦ μετά τήν πτώση καί ἔξοδό του ἀπό τόν ἐπίγειο Παράδεισο.
«Ὅταν ὁ προπάτορας τοῦ ἀνθρωπίνου γένους ἐξαιτίας τοῦ ἁμαρτήματος ἀποδιώχτηκε ἀπό τίς χαρές τοῦ Παραδείσου, ἦρθε σέ αὐτήν τήν ταλαιπωρία τῆς ἐξορίας καί τῆς τυφλότητας πού τώρα ὑποφέρουμε, γιατί μέ τήν ἁμαρτία ὁ ἴδιος σκορπίστηκε ἔξω ἀπό τόν ἑαυτό του καί δέν μποροῦσε πιά νά βλέπει τίς χαρές ἐκεῖνες τῆς οὐράνιας πατρίδας, πού προηγουμένως θεωροῦσε. Στόν Παράδεισο ὁ ἄνθρωπος εἶχε συνηθίσει νά ἐντρυφᾶ στους λόγους τοῦ Θεοῦ καί χάρις στήν καθαρότητα τῆς καρδίας καί τό ὕψος τῆς θεωρίας νά παρευρίσκεται ἀνάμεσα στά πνεύματα τῶν μακαρίων ἀγγέλων. Ἀλλά ὅταν ἔπεσε ἀπό ἐκεῖ, ἔφυγε ἀπό ἐκεῖνο τό νοερό φῶς, μέ τό ὁποῖο ἦταν γεμᾶτος. Ἀπό ἐκείνου τήν σάρκα γεννημένοι κι ἐμεῖς, μέσα στήν τυφλότητα αὐτῆς τῆς ἐξορίας, ἀκοῦμε βέβαια πώς ὑπάρχει οὐράνια πατρίδα, ἀκοῦμε πώς πολίτες της εἶναι οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ, ἀκοῦμε πώς σύντροφοι αὐτῶν τῶν ἀγγέλων εἶναι τά πνεύματα τῶν τελείων δικαίων».12
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Διάλογος ἐκοιμήθη στίς 12 Μαρτίου τοῦ ἔτους 604 καί κατ᾿ αὐτήν τήν τιμᾶται ἀπό τήν Ἀνατολή καί τή Δύση ἡ ἱερά μνήμη του. Στή Δύση ἀναγνωρίστηκε ὡς ἕνας ἐκ τῶν τεσσάρων μεγάλων Διδασκάλων της. Αὐτοί εἶναι: Ὁ ἅγιος Ἱερώνυμος, ὁ ἅγιος Αμβρόσιος ἐπίσκοπος Μεδιολάνων, ὁ ἱερός Αὐγουστῖνος ἐπίσκοπος Ἱππῶνος καί ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Μέγας, ὁ Διάλογος.
Μάρτιος 2015.
___________________________________________________
1 Π. Χρήστου, Ἐκκλησιαστική Γραμματολογία, τόμ. Α΄, σελ. 386.
2 ὅπου π.
3 «Petrus namgve auctore Deo sanctae Ecclesiae principatum tenens…» Liber Regulae Pastoralis II,6, 88-89.
4 Ἰ. Ἀναστασίου, Ἐκκλησιαστική ἱστορία,ἐκδ. Ἐπίκεντρο,Θεσσαλονίκη, Τόμ. Α΄, σελ. 461-462.
5 ὅπου π. σελ. 462.
6 Θρησκευτική καί Ἠθική Ἐγκυκλοπαίδεια , τόμ. 4, σελ. 820.
7 Π. Χρήστου, Ἐκκλησιαστική Γραμματολογία, τόμος Α΄, σελ. 386.
8 Ἰ. Ἀναστασίου, Ἐκκλησιαστική ἱστορία, σελ. 462.
9 ΘΗΕ, 4, 821
10 ὅπου π. Ἐκκ. Γραμματολογία, σελ. 387.
11 ΘΗΕ, 4, 821.
12 Βλ. Βίοι ἀγνώστων ἀσκητῶν, ἔκδοσις Ἀδελφότητος ἱερομ. Ἰωάννου, Κελλίον «Κοίμησις τῆς Θεοτόκου», Ἁγία Ἄννα, Ἅγιον Ὄρος, 1988, σελ. 278 -279.