εφημέριος του Ιερού Ναού Γενεθλίου του Τιμίου Προδρόμου Βόλου
Μέσα στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας, ἔχουμε τήν εὐκαιρία καί τή δυνατότητα ―μέσῳ ἀναλογιῶν, μεταφορῶν, ἀναγωγῶν, συμβολισμῶν, εἰκόνων καί παραστάσεων― νά «ἀνιχνεύσουμε» κάπως τίς ἐπουράνιες καὶ πνευματικὲς πραγματικότητες, νά ψηλαφήσουμε τὸ Ἐπέκεινα, ἀλλά καὶ νά κατανοήσουμε, στὰ μέτρα, βεβαίως, τῆς κτιστότητάς μας «ἐν εἰκόνι», τά «ὑπέρ νοῦν καί αἴσθησιν», ἀφοῦ καὶ ἡ γλῶσσα τῆς Ἁγ. Γραφῆς καὶ ὅλης τῆς χριστιανικῆς Θεολογίας εἶναι εἰκονολογική καί, ἑπομένως, αὐτές οἱ μεταφυσικὲς καὶ ὑπερβατικὲς «εἰκόνες», ὅπως και ἀλλοῦ ἐπισημάναμε, ἐκφράζουν τὸ βαθύ καὶ ἀποφατικὸ θεολογικὰ περιεχόμενο τῆς Ὀρθοδόξου διδασκαλίας μας. Ἀλλά, καί γεγονότα καί περιστατικά, τά ὁποῖα μᾶς διηγεῖται ἡ Πατερική Γραμματεία τῆς Ἐκκλησίας μας, συντελοῦν στὴν ἔτι περαιτέρω ἐμβάθυνσή μας στὰ περί τῆς «ἄλλης ζωῆς», ὑπό τήν διπλῆ της ὄψη, ὡς Παραδείσου καί Κολάσεως.
Στὴ συνέχεια, θὰ ἔχουμε τὴν εὐκαιρία νὰ ἐξετάσουμε πῶς αὐτὲς οἱ δύο αἰώνιες καταστάσεις, ὁ Παράδεισος καὶ ἡ Κόλαση, ἑρμηνεύονται ἀπὸ τοὺς ἁγίους καὶ θεοπνεύστους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, οἱ ὁποῖοι, ὅσο τοὺς ἀξίωσε ὁ Θεός, κατὰ τὸ μέτρο τῆς ἀρετῆς τους, ἀλλὰ καὶ κατὰ τὰ φυσικὰ ὅρια τῆς κτιστότητας, εἰσῆλθαν στὸν Θεῖο «γνόφο» καὶ μᾶς εἶπαν ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα τοὺς ἀποκαλύφθησαν, ἄν καὶ ὄχι, βεβαίως, ὅλα, ἀλλὰ μερικά, καὶ τοῦτο, διότι ὅλα τὰ τοῦ «ἄλλου κόσμου» δὲν εἶναι δυνατὸν ἀπὸ πεπερασμένους θνητούς, ἀκόμη καὶ Ἁγίους, νὰ γίνουν γνωστά καί ἀντιληπτά.
Οἱ δύο αὐτὲς αἰώνιες, μετὰ θάνατον, καταστάσεις δὲν μπορεῖ νὰ συλληφθοῦν λογικά, οὔτε ἐπακριβῶς νὰ περιγραφοῦν, ἀλλ᾿ οὔτε καί νὰ ἀντικειμενοποιηθοῦν μὲ βάση τὰ ἀνθρώπινα κριτήρια, ἀφοῦ ἀποτελοῦν ὑπερβατικές πραγματικότητες, ποὺ ξεπερνοῦν κάθε ἀνθρωπίνως νοητό ὁρισμό. Οἱ διάφορες εἰκόνες, ποὺ χρησιμοποιοῦνται στὴ Γραφή σχετικὰ μὲ τὸν Παράδεισο καὶ τὴν Κόλαση, καὶ οἱ ὁποῖες συμβαίνει νὰ φαίνονται, κάποιες ἴσως φορὲς, ἀκόμα καὶ ἀντιφατικὲς μεταξύ τους, δὲν μπορεῖ νὰ παρουσιάσουν τὴν ἀκρίβεια τῶν πραγμάτων, ἀλλὰ τὸ πῶς περίπου μπορεῖ νὰ (δι)αἰσθανθεῖ ἀμυδρὰ ὁ ἄνθρωπος τὸν ἐπουράνιο ἐκεῖνο κόσμο, τὸν πνευματικό.
Ἡ ἀντιφατικότητα (παραδοξότητα) ἤ καί ἡ ἀσάφεια[1] τῶν εἰκονισμῶν αὐτῶν περὶ τοῦ Παραδείσου καὶ τῆς Κολάσεως ὑπηρετεῖ, σύμφωνα πάντα μὲ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, κάποια σκοπιμότητα. Οἱ θεόπνευστοι ἑρμηνευτές ἐξηγοῦν ὅτι αὐτὲς ὑφίστανται, ἀκριβῶς γιὰ νὰ μὴν προσκολληθεῖ ὁ ἄνθρωπος σ᾿ αὐτήν καθ᾿ ἑαυτήν τὴν «εἰκόνα» καὶ τὴν παρομοίωση, ἀλλ᾿ «ἀναγωγικά» νὰ ὑπερβεῖ ὅλες αὐτὲς τὶς ἐγκοσμιοκρατικὲς καὶ ἀνθρώπινες γενικὰ παραστάσεις, καὶ νὰ νοήσει «ὑπέρ λόγον» τὴν ἐπουράνια πραγματικότητα ὡς τελείως διαφορετικὴ ἀπὸ τὰ παριστάμενα σχήματα· καὶ αὐτὸ, βέβαια, θὰ γίνει μὲ τὴ βασικὴ θεολογικὴ ἀρχὴ τῆς «ὀντολογικῆς διαφορᾶς» μεταξὺ κτιστοῦ καὶ ἀκτίστου, ὅτι δηλαδὴ μεταξὺ κτιστῶν καὶ ἀκτίστων πραγματικοτήτων δὲν ὑφίσταται ὀντολογικῶς καμία ὁμοιότητα καὶ καμία ἀναλογία! Ὁ ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος θὰ ἐρωτήσει χαρακτηριστικά: «Τῷ ἀκτίστῳ τὸ κτιστόν γάρ, πῶς ποτέ ἐξισωθείῃ»; Καί ὁ Μέγας Ὁμολογητής, Μάξιμος, θὰ συμπληρώσει ὅτι «ἀκτίστου καὶ κτιστοῦ ἄπειρον τὸ μέσον ἐστι καὶ διάφορον»! Τὸ ἄκτιστο δὲν ὑπάρχει τρόπος νὰ χωρέσει στὸ κτιστό· καὶ τὸ ἄπειρο δὲν ὑπάρχει τρόπος νὰ νοηθεῖ ἀπὸ τὸ πεπερασμένο καὶ ἀτελές. Θὰ πρέπει δὲ ἐν προκειμένῳ νὰ γνωρίζουμε ὅτι ἡ διάκριση κτιστοῦ καὶ ἀκτίστου εἶναι πρωτεύουσα καὶ θεμελιώδης στὴν Ὀρθόδοξη Θεολογία, ὅλες δὲ οἱ ἄλλες διακρίσεις, ποὺ υἱοθετοῦνται, δηλ. αἰσθητοῦ―νοητοῦ, ὕλης―πνεύματος, σώματος―ψυχῆς κ.λπ., εἶναι δευτερεύουσες[2]. Ἐντούτοις, ἡ Ὀρθόδοξη Πατερικὴ Θεολογία δὲν ἀπορρίπτει παντελῶς τὴ φυσικὴ Ἀποκάλυψη, μέσα ἀπὸ τὰ «ἴχνη» καὶ τοὺς «τύπους» τῆς ὁποίας γνωρίζουμε τὰ Θεῖα προσόντα τοῦ (Θείου) ἐκ-τυπωτῆ, κατὰ μία θεοπρεπῆ ἀναλογία καὶ ὁμοιότητα.
Ἀφοῦ, λοιπόν, δὲν ὑφίσταται καμία «φυσικὴ» ὁμοιότητα μεταξὺ ἀκτίστου καὶ κτιστοῦ, Θεοῦ καὶ κόσμου, ἐπουρανίων καταστάσεων καὶ ἐπιγείων, εἶναι αὐτονόητο ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει καὶ καμία ἀπόλυτη καὶ ἀκριβὴς (φωτογραφικὴ) περιγραφή τοῦ ἀκτίστου (βλ. Ἀποφατισμό). Ἔτσι, ὅ,τι ἀπὸ τὸν ὁρατὸ/αἰσθητὸ κόσμο χρησιμοποιεῖται πρὸς περιγραφὴ τῶν Ἐπέκεινα εἶναι συμβολικό. Ὁ Παράδεισος καὶ ἡ Κόλαση, ὡς δύο αἰώνιες καταστάσεις, βλέπουμε νὰ παρουσιάζονται καὶ σὲ διάφορα ἐνύπνια καὶ ὁράματα, ἀλλὰ πάλι εἰκονικά, διότι δὲν ἐξηγεῖται κατὰ διαφορετικὸ τρόπο ἡ διπλῆ ὄψη τῆς αἰωνίου καταστάσεως καὶ ζωῆς· βλέπει λ.χ. κάποιος σὲ ὄνειρο τὸν κεκοιμημένο οἰκεῖο του μέσα σὲ ἕνα τόπο πάγκαλο-αἰσθητό, ἕνα καταπράσινο κῆπο μὲ πολύχρωμα ἄνθη κ.λπ., ἤ, ἀντίθετα, μπορεῖ νὰ τὸν δεῖ (ὡς ἔνδειξη κολασμοῦ) μέσα σὲ ἕνα πυκνὸ σκοτάδι, περιστοιχισμένο ἀπό φλόγες πυρός, τιμωρούμενον μὲ διάφορα ὑλικὰ εἴδη βασάνων. Δὲν εἶναι, ὅμως, ἔτσι στὴν πραγματικότητα ὁ Παράδεισος καὶ ἡ Κόλαση (ὡς πρόγευση, βέβαια, μέχρι τὴ Β’ Παρουσία, ἀλλ᾿ οὔτε καὶ μελλοντικά), ἀφοῦ αὐτὰ ὅλα, ὡς εἰκόνες ἐκ τῆς ἐδῶ πραγματικότητας, δὲν μποροῦν νὰ περιγράψουν, ὅπως εἴπαμε, ἐπακριβῶς τὴν ὑπερβατικότητα τῆς «ἄλλης ζωῆς»· ἁπλῶς ἐμφανίζονται στὸν αἰσθητὸ ἄνθρωπο ἔτσι, διότι μὲ αὐτὲς μόνο τὶς (αἰσθητὲς) κατηγορίες σκέψεις τῆς ἐδῶ ζωῆς, τὶς ὁποῖες, ἀναγκαστικὰ ὡς αἰσθητὸς ὀργανισμός, ἔχει προσλάβει ἀπὸ τὸ οἰκεῖο του (φυσικὸ καὶ κοινωνικὸ) περιβάλλον, μπορεῖ νὰ αἰσθάνεται καὶ ἀντιλαμβάνεται.
Ὅταν, λοιπόν, θεολογικῶς ἀναφερόμαστε στὸν ἐσχατολογικό Παράδεισο, δὲν τὸν ἐννοοῦμε ὡς ἕνα αἰσθητό τόπο, ὅπως κάποιοι ἀρχαῖοι ἑρμηνευτές. Δὲν εἶναι τόπος ὁ Παράδεισος, οὔτε ἡ Κόλαση, ἀλλὰ τρόπος ζωῆς∙ εἶναι καταστάσεις πνευματικές. Τονίζουμε δὲ μὲ ἔμφαση ὅτι ἡ ἐκδοχὴ τοῦ Παραδείσου καὶ τῆς Κολάσεως ὡς τόπων αἰσθητῶν, ὅπως, γιὰ παράδειγμα, ἀπαντοῦν στὸν Ἰσλαμισμό, εἶναι καθαρὰ εἰδωλολατρική, λ.χ. μὲ τὶς γνωστές φωτιὲς (Inferno) τοῦ Δάντη κ.λπ., ὅπως δυστυχῶς ἀκόμα πιστεύουν ἤδη ἀπὸ τὸν Μεσαίωνα οἱ Φράγκοι, ποὺ ἔπλασαν τὸ σχετικό μύθο. Ἀφοῦ, λοιπὸν, δὲν πρόκειται περὶ τόπου, ἀλλὰ τρόπου ζωῆς αἰωνίου, ἂς δοῦμε πῶς περιγράφεται ἀπὸ τοὺς ἁγίους Πατέρες ὁ τρόπος αὐτός, δηλ. ἡ διπλῆ ὄψη τῆς αἰωνιότητας, τὴν ὁποία θὰ ἀντιμετωπίσουμε ὑποχρεωτικὰ κάποτε ὅλοι οἱ θνητοί.
Τόσο ἡ Ἁγία Γραφὴ, ὅσο καὶ οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, τονίζουν ὅτι κατὰ τὴν ἔνδοξη Β’ Παρουσία θὰ ἐμφανισθεῖ ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς Χριστὸς «ἐν τῇ δόξῃ Αὐτοῦ», δηλ. μέσα σὲ ὅλη Του τὴ Θεία Δόξα, ἤτοι λουσμένος μέσα στὸ ἄκτιστο Φῶς τῆς θεότητάς Του, τὸ ὁποῖο Φῶς ὁ ἴδιος «ὡς ἱμάτιον περιβάλλεται». Αὐτὴ ἡ μετοχὴ (κοινωνία) καὶ ἡ θέα (θεωρία) τοῦ Θεοῦ ἐκ μέρους τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ὁ Παράδεισος, ἀνάλογα, βεβαίως, μὲ τὸν βαθμὸ ἀσκητικῆς προπαρασκευῆς καὶ βουλητικῆς δεκτικότητας τοῦ κάθε ἀνθρώπου.
Ἄς ἀναφέρουμε, ὅμως, κάποιες γνῶμες ἁγίων Πατέρων, οἱ ὁποῖοι μέσα ἀπὸ τὶς ἀποκαλυπτικές ἐμπειρίες τους μᾶς διαφωτίζουν μὲ σχετικὲς εἰκόνες γιὰ γεγονότα καὶ πραγματικότητες, σχετικὰ μὲ τὸ τόσο σημαντικὸ αὐτὸ ζήτημα τῆς μετὰ θάνατο καταστάσεώς μας, τὸ ὁποῖο ἀποτελεῖ ὄντως «Λυδία λίθο» τοῦ Χριστιανισμοῦ[3]. Ἀρχίζουμε ἀπὸ τὸν Μέγα Βασίλειο, τὸν φωστήρα τῆς Καισαρείας καὶ συμπάσης τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸς ὁ πνευματέμφορος Πατήρ ἑρμηνεύει ἕνα στίχο τοῦ ἱεροῦ Ψαλτῆρος τοῦ Δαβίδ καὶ μᾶς ὁμιλεῖ γιὰ πῦρ αἰώνιο καὶ ἄκαυστο, ποὺ ὑπάρχει καὶ ἐνέχει διπλῆ ἰδιότητα: φωτιστικὴ καὶ καυστική. Τὸ σχετικὸ Ψαλμικὸ (28) αὐτὸ χωρίο γράφει: «Φωνὴ Κυρίου διακόπτοντος φλόγα πυρὸς». Ὁ πεφωτισμένος ἱεράρχης παρατηρεῖ ὅτι, ἐπειδὴ ἀκριβῶς τὸ πῦρ ἔχει δύο ἰδιότητες, ὅπως εἴπαμε, τὴ φωτιστικὴ καὶ τὴν καυστική, ἡ φωνὴ τοῦ Κύριου θὰ διακόψει τὸ πῦρ αὐτὸ «ὡς ἀλαμπὲς μὲν εἶναι τὸ πῦρ τῆς κολάσεως, ἄκαυστον δὲ τὸ φῶς τῆς ἀναπαύσεως διαμεῖναι»[4], δηλαδή τὸ πῦρ τῆς Κολάσεως θὰ εἶναι ἀλαμπές, ἐνῶ τὸ φῶς τῆς ἀναπαύσεως (Σαββατικό), στὸ ὁποῖο θὰ μετέχουν οἱ δίκαιοι, θὰ παραμένει ἄκαυστο, δηλαδὴ δὲν θὰ καίει[5]. Μὲ ἄλλα λόγια, αὐτὸ τὸ Φῶς ἔχει διπλῆ ἰδιότητα: φωτίζει καὶ καίει· εἶναι φωτιστικό, ἀλλὰ καὶ καυστικὸ (κολαστικό). Ὅσοι, λοιπόν, ἔχουν καταλλήλως πνευματικὰ ἑτοιμασθεῖ ἀπὸ τὸν παρόντα κόσμο, θὰ βιώνουν καὶ θὰ βλέπουν αἰωνίως τὸ Φῶς εὐεργετικὰ καὶ θὰ δέχονται τὴ φωτιστική του Χάρη. Ὅσοι, ἀντίθετα, δὲν ἑτοιμάσθηκαν πνευματικά, ἀλλὰ παρέμειναν ἀναίσθητοι καὶ ἀμετανόητοι ἕως θανάτου, θὰ βλέπουν (μετέχουν) ἀναγκαστικὰ καὶ αὐτοὶ μὲν τὸ ἴδιο Φῶς, ἀλλ᾿ ὡς πῦρ, «καιόμενοι» αἰωνίως· καὶ αὐτὸ συνιστᾶ τὴ λεγόμενη Κόλαση. Εἶναι, νομίζουμε, κατανοητὰ τὰ ἀνωτέρω. Μποροῦμε νὰ τὰ φανταστοῦμε, χρησιμοποιώντας ―τηρουμένων πάντοτε τῶν ἀναλογιῶν καὶ τῆς «ὀντολογικῆς διαφορᾶς»― παραδείγματα ἀπὸ τὴ ζωὴ αὐτή, ὅπως θὰ δοῦμε στὴ συνέχεια.
Μετὰ τὸν Μ. Βασίλειο, καὶ ὁ ἄλλος «φωστὴρ τῆς Τρισηλίου Θεότητος» καὶ τῆς Θεολογίας ἐπώνυμος, ἅγιος Γρηγόριος, ὁμιλεῖ καὶ αὐτὸς περὶ τῆς διπλῆς καταστάσεως, δηλ. τῆς διπλῆς μετοχῆς τοῦ ἀνθρώπου στὶς Θεῖες ἐνέργειες, χρησιμοποιώντας τὸ παράδειγμα τοῦ Ἡλίου, γιὰ νὰ δείξει ὅτι, ὅπως ὁ αἰσθητὸς Ἥλιος φωτίζει ἀλλὰ καὶ συγχρόνως καίει, ἔτσι θὰ ἐνεργήσει καὶ ὁ νοητός τῆς «Δικαιοσύνης Ἥλιος» Χριστὸς στὸν μέλλοντα αἰώνα, τηρουμένων, βεβαίως, πάντοτε, ὅπως εἴπαμε, τῶν ἀναλογιῶν. Ὁ Ἥλιος εἶναι ἕνας, τονίζει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ἀλλὰ τοὺς μὲν ὑγιεῖς ὀφθαλμοὺς φωτίζει, τοὺς δὲ ἀσθενεῖς τυφλώνει: «Εἷς ἥλιος, ἀλλὰ φωτίζει μὲν τὴν ὑγιαίνουσαν ὄψιν, ἀμαυροῖ δὲ τὴν ἀσθενοῦσαν»[6]. Ὅπως, λοιπόν, ὁ Ἥλιος εἶναι ἕνας, ἀλλά ἐνεργεῖ διαφόρως, ἔτσι καὶ ὁ Ἕνας Κύριος τοῦ παντός, διὰ τῆς παρουσίας Του προκαλεῖ σὲ ἄλλους μὲν τὴν ὀδύνη, σὲ ἄλλους δὲ τὴν ἡδονὴ[7] (καταστάσεις, ποὺ ἀρχίζουν, ὅπως ἀναφέραμε, ἀπὸ αὐτὴν ἐδῶ τὴ ζωή), ἀνάλογα μὲ τὴ στάση τοῦ κάθε ἀνθρώπου ἀπέναντί Του: «Εἷς Χριστός, ἀλλ᾿ εἰς πτῶσιν κεῖται καὶ ἀνάστασιν. Πτῶσιν μὲν τοῖς ἀπίστοις, ἀνάστασιν δὲ τοῖς πιστεύουσι»[8].
Τὸ αὐτὸ θὰ διδάξει καὶ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, γράφοντας ὅτι ὁ Ἥλιος τῆς Ἀληθείας καὶ τῆς Δικαιοσύνης, Χριστὸς, «οὐ φύσιν μόνον ἔχων καὶ φυσικὴν λαμπρότητα καὶ δόξαν, ἀλλὰ καὶ θέλησιν κατάλληλον, οἷς ἄν ἐθέλῃ μόνοις, καὶ ἐφ᾿ ὅσον θέλῃ, προμηθῶς καὶ σωτηρίως ἐπιλάμπει»[9].
Πέραν, ὅμως, τῶν Πατερικῶν αὐτῶν ἀναφορῶν, τίς ὁποῖες πλούσια μᾶς παρέχει ἡ Φιλοκαλία τῶν ἱερῶν Νηπτικῶν, πού ἀποτελεῖ, θά λέγαμε, τὸ Πανεπιστήμιο τῆς πνευματικῆς πολιτείας τῶν Χριστιανῶν, ἄν θελήσουμε νά προσβλέψουμε στήν ἐκκλησιαστική μας Εἰκονογραφία, θά δοῦμε ἕναν Ὀρθόδοξο τρόπο ἐξεικονισμοῦ τοῦ Παραδείσου καί τῆς Κολάσεως. Οἱ δύο μετά θάνατον αἰώνιες αὐτὲς καταστάσεις ἀποτυπώνονται στὴ γνωστή Βυζαντινὴ εἰκόνα τῆς Δευτέρας Παρουσίας, ἡ ὁποία ὑπάρχει στοὺς ἱεροὺς ναούς, στούς νάρθηκες πολλῶν ἱερῶν Μονῶν καί στίς οἰκίες τῶν Χριστιανῶν. Στήν ἀνωτέρω ἀπεικόνιση παρουσιάζεται ἕνας (ἄλλος, ἀντίστοιχος τῆς ἐπίγειας Ἐδὲμ) «ποταμὸς πυρὸς» (μιὰ καυτὴ λάβα), ὁ ὁποῖος, κατὰ τὸν ἱ. Χρυσόστομο, κατ’ ἀκρίβεια δὲν πηγάζει (ὅπως ἐσφαλμένα νομίζουν πολλοί)[10] ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Θρόνο τοῦ Θεοῦ (διότι τότε θὰ σήμαινε ὅτι καὶ τὸ κακὸ προέρχεται ἀπό τὸν Θεό, ὅπως πρέσβευε ὁ Ζωροαστρισμός καὶ κάθε διαρχικὸ σύστημα), ἀλλὰ διέρχεται ἔμπροσθεν τοῦ Θρόνου, φλογίζοντας (ὡς ἄλλα πυριφλεγῆ Χερουβείμ, ἡ «φλογίνη» ρομφαία[11] τῶν ὁποίων στὴν Ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννη φαίνεται νὰ βγαίνει ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Χριστοῦ) τοὺς ἐχθροὺς (ἁμαρτωλοὺς) τοῦ Θεοῦ καὶ συμπαρασύροντάς τους, προκειμένου νὰ κριθοῦν[12]. Ἀνθρωποπαθῶς, τὴν Κόλαση (πύρινη λάβα), λοιπόν, τὴν «ἀνάβει» μὲν ἡ «πνοὴ τοῦ Κυρίου»[13] ―ὄντας πολὺ «θυμωμένος» μὲ τὶς ἁμαρτίες τῶν ἀνθρώπων[14], ὅπως ὁ (πυρίπνευστος) ταῦρος ἤ δράκων[15]―, ἀλλ’ αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι καὶ ἡ Κόλαση (ἀρνητικὴ Θεία ἐνέργεια) συνιστᾶ μέρος τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ (ὅπως καὶ ἡ ἀνθρώπινη ψυχὴ, ποὺ κτίζεται ἀπὸ τὴν πνοὴ τοῦ Θεοῦ, χωρὶς νὰ ἀποτελεῖ μέρος Του), ἀλλ’, ὁπωσδήποτε, ὅτι τὴν ἐνεργεῖ ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Οἱ ἅγιοι Πατέρες, ἀναφερόμενοι σ᾿ αὐτὸ τὸ κολαστικὸ πῦρ, δὲν ὁμιλοῦν θεοπρεπῶς, ὅπως θὰ ὁμιλοῦσαν γιὰ τὰ πρόσωπα τῆς Ἁγ. Τριάδας, ἀλλὰ μὲ εἰκόνες πιὸ ὑποδεέστερες καὶ ὑλικές. Ὁ καπνὸς (πύρινη πνοή), ποὺ συμβολίζει τὸν «θυμὸ» τοῦ Θεοῦ, πηγάζει ὄχι ἀπὸ τὴ φύση Του, ἀλλ’ ἀπὸ τὴν ἐνέργειά (δόξα) Του[16]. Μεταφορικά, ὅλος ὁ Θεῖος αὐτὸς θυμὸς περικλείεται στὶς χρυσὲς φιάλες τοῦ βιβλίου τῆς Ἀποκαλύψεως, ποὺ κρατοῦν στὰ χέρια τους κλεισμένες μέχρι τὴ Δευτέρα Παρουσία οἱ Ἄγγελοι[17]. Ὁ μὲν Μ. Βασίλειος γράφει ὅτι τὸ καυστικὸ πῦρ αὐτὸ τῆς Κολάσεως ἀναπνέουν οἱ δαίμονες «διὰ τὴν πικρίαν τῆς προαιρέσεως»[18], ὁ δὲ ἱερὸς Χρυσόστομος τὸ παρομοιάζει μὲ τὸ καυτὸ νερὸ τοῦ λουτροῦ[19] ἤ τὴ θέρμη τοῦ πυρετοῦ. Συνεπῶς, τὸ πῦρ τῆς Κολάσεως μπορεῖ μὲν νὰ ἐκληφθεῖ ὡς Θεία (ἄκτιστη) ἐνέργεια[20], ὄχι ὅμως τῆς ἴδιας φύσεως μὲ τὶς ὑπόλοιπες ἄκτιστες ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ, ἐφόσον οἱ ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ ποικίλουν[21]. Ἡ ἔκχυση τοῦ Θείου πνεύματος δὲν ταυτίζεται μὲ τὴν οὐσία αὐτοῦ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀλλὰ συνιστᾶ ἄκτιστη ἐνέργεια, ἡ ὁποία μερίζεται «ἀμερίστως»[22]. Τὸ δὲ «διέρχεται ἔμπροσθεν» σημαίνει ὅτι ἡ Κόλαση εἶναι ἐν γνώσει μὲν (κατὰ παραχώρηση) τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ δὲν ὀφείλεται στὸν Ἴδιο, ἀλλὰ στὴν ἀνθρώπινη βούληση, ἡ ὁποία μεταβάλλει τὴ Θεία Ἀγάπη σὲ κακία καὶ μῖσος. Ὁ ποταμός, λοιπόν, αὐτός χωρίζεται σὲ δύο μέρη: τὸ πάνω μέρος του εἶναι «χρυσίζον», λαμπερό, φωτεινό· ἐκεῖ βλέπουμε νὰ βρίσκονται ὅλοι οἱ ἀπ᾿ αἰῶνος Δίκαιοι καὶ Ἅγιοι· ὅλοι δηλ. οἱ δίκαιοι τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, αὐτοί οἱ ὁποῖοι διά τῆς θεωρίας τοῦ ἀσάρκου Λόγου θεώθηκαν· ἐκεῖ καὶ ὅλοι οἱ μετά ταῦτα Ἅγιοι τῆς καινῆς κτίσεως «ἐν Χριστῷ» καὶ οἱ σεσωσμένοι ὅλων τῶν αἰώνων, εὑρισκόμενοι μέσα στὸ Θεῖο, ἄκτιστο καὶ ἀΐδιο Φῶς τοῦ Σωτήρα Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἀντίθετα, τώρα, βλέπουμε ἀπό ἕνα σημεῖο καὶ μετά (πρός τά κάτω) αὐτόν τὸν ἴδιο ποταμό τῆς εἰκόνας νὰ γίνεται πύρινος, αἱματώδης καί φοβερός στή θέα! Ἐκεῖ μέσα βλέπουμε νὰ πέφτουν οἱ μισόκαλοι δαίμονες, ἀλλά … δυστυχῶς καί οἱ ἀμετανόητοι ἄνθρωποι, ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι ἀρνήθηκαν τὴν προσφερόμενη ἀπό τὴ ζωή αὐτή ἀγάπη καὶ λυτρωτικὴ Χάρη τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Κατὰ συνέπεια, ὁ ποταμός αὐτός μὲ τὸν συμβολισμό του, ὅπως παρουσιάζεται, ἀποτελεῖ μιὰ παραστατική καὶ πολύ ἐκφραστική εἰκόνα περί τοῦ Παραδείσου καὶ τῆς Κολάσεως. Ὅπως εἴπαμε, Παράδεισος καὶ Κόλαση (ὡς ποταμὸς, ἤτοι ὡς ἡ ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μὲ τὸν γνωστὸ ἀπὸ τὴν Καινὴ Διαθήκη συμβολισμό τοῦ ὕδατος) «μετέχονται» καὶ θεωροῦνται, δηλ. διέρχονται μπροστά, ἀλλὰ «χρωματίζονται» καὶ διαχωρίζονται (δηλ. λειτουργοῦν/ἐπενεργοῦν καὶ ἐκδηλώνονται διαφορετικά), ἀνάλογα μὲ τὶς πνευματικὲς προϋποθέσεις τοῦ κάθε ἀνθρώπου. Ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς Χριστός «κεῖται εἰς πτῶσιν καὶ ἀνάστασιν πολλῶν», ὅπως προφητικὰ ἀλλὰ καὶ πολὺ εὔστοχα εἶχε πεῖ ὁ ἅγιος Συμεών ὁ Θεοδόχος στήν Ὑπεραγία Θεοτόκο, κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Ὑπαπαντῆς. Εἶναι νομίζουμε κατανοητό· «κεῖται εἰς πτῶσιν καί ἀνάστασιν πολλῶν», ἀνάλογα μέ τόν τρόπο, πού προσπελάζει ὁ ἄνθρωπος τόν Ἰησοῦ Χριστό. Ὅποιος ἀντιτίθεται στὸν Χριστό (ἀντί-χριστος), «[ὁ πεσὼν ἐπὶ τὸν λίθον τοῦτον] συνθλασθήσεται· ἐφ᾿ ὅν δ᾿ ἄν πέσῃ λικμήσει αὐτόν»[23].
____________________________________________________________________________
[1] Ἰω. Χρυσ., Εἰς τήν ἀσάφειαν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, MPG 56, 175-270.
[2] Βλ. Ν. Ματσούκα, Δογματική και Συμβολική Θεολογία, σ. 108.
[3] Βλ. π. Γ. Μεταλληνοῦ, Δοκίμια Ορθόδοξης μαρτυρίας, σ. 178.
[4] Βλ. Μ. Βασιλείου, Ἔργα, ΕΠΕ 5, 120.
[5] Βλ. Ἱεροθέου, Μητρ. Ναυπάκτου, Ἡ ζωή μετά τόν θάνατο, σ. 190.
[6] Βλ. Γρηγορίου Θεολόγου, Ἔργα, ΕΠΕ 5, 382.
[7] Πρβλ. Ἀρχιμ. Ε Βίττη, Ἡδονὴ καὶ ὀδύνη. Ὁ διπλὸς καρπὸς τῆς αἰσθήσεως: Ὁ ὑπαρξιακὸς ἄξονας ἡδονῆς - ὀδύνης καὶ ἡ ὑπέρβασή του: Νηπτικὴ Ἁγιοπατερικὴ θεώρηση, ἐκδ. Ἀκρίτας, Ἀθήνα 1994.
[8] Ὅπ.π., σ. 382.
[9] Γρηγορίου Παλαμᾶ, Ὁμιλία ΛΕ’, 11.
[10] Βλ. καὶ σχετικὴ διαμάχη Καθηγητῶν Π. Χρήστου [«Μάξιμος Ομολογητής και Νικόλαος Ματσούκας», Κληρονομία 12, 1 (1980) 206-207] καὶ Ν. Ματσούκα (Μιὰ ἀπάντηση στὸν κ. Παναγιώτη Χρήστου, Θεσσαλονίκη 1981).
[11] Γεν. 3, 24.
[12] Ἰω. Χρυσ., Εἰς Ψαλμ. 6, 4, MPG 55, 77, Εἰς Ματθ. 54, 6, MPG 58, 540, Εἰς Φιλιπ. 7, MPG 62, 227, Εἰς Ἑβρ. 1, 4, MPG 63, 18. Πρβλ. Α’ Κορ. 3, 13.
[13] Ἡσ. 30, 33.
[14] Ἡσ. 30, 27.
[15] Πρβλ. εἰκονογραφικὲς παραστάσεις τῆς Κολάσεως στὴν Κοπτικὴ Ἐκκλησία [O. F. A. Meinardus, “An Inquiry: The Coptic Iconography of Hell”, Ἐκκλησία καὶ Θεολογία 6 (1985) 719].
[16] Ἡσ. 8, 11. 13.
[17] Ἀπ. 15, 7-8.
[18] Εἰς Ψαλμ. 33, MPG 30, 372A-B.
[19] Ἀνάλογα, ὁ ὅσιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης (Κλῖμαξ, Λόγ. Δ’, 17) παρομοιάζει τὴν ἐσχατολογικὴ φλόγα τῆς Κολάσεως μὲ τὴ φωτιὰ τῆς μαγειρικῆς ἑστίας.
[20] Βλ. π. Ἰ. Romanides, “Orthodox and Vatican Agreement Balamand, Lebanon, June 1993”, Θεολογία 64/4 (1993) 576, π. Ἰ. Ρωμανίδου, «Ἐκκλησιαστικαὶ Σύνοδοι καὶ Πολιτισμός», Θεολογία 66/4 (1995) 646-680.
[21] Μ. Ἀθανασίου, Ἐπιστολὴ περὶ τῶν γενομένων ἐν τῇ Ἀριμίνῳ τῆς Ἰταλίας, καὶ ἐν Σελευκείᾳ τῆς Ἰσαυρίας συνόδων, ΜPG 26, 753, Μ. Βασιλείου, Ἐπιστολὴ 234 Ἀμφιλοχίῳ Ἰκονίου, ΜPG 32, 869: «αἱ μὲν ἐνέργειαι τοῦ Θεοῦ ποικίλαι, ἡ δὲ οὐσία ἁπλῆ»).
[22] Γρηγορίου Παλαμᾶ, «Κεφάλαια φυσικά, θεολογικά, ἠθικά τε καὶ πρακτικά», Φιλοκαλία τῶν ἱερῶν Νηπτικῶν, τ. Δ’, σ. 161. Πρβλ. Ἰωὴλ 3, 1.
[23] Ματθ. 21, 44.