Ἡ ἔνδοξη Ἀνάληψη τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ ἀποτελεῖ τό πλήρωμα καί τό κόσμημα ὅλων τῶν Δεσποτικῶν ἑορτῶν. Εἶναι τό πλήρωμα τῆς θείας Οἰκονομίας, ἡ ὁλοκλήρωση τοῦ σχεδίου τῆς σωτηρίας μας πού πραγματοποίησε ὁ ἐνσαρκωθείς Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ Ἰησοῦς Χριστός.
Τά περί τῆς θείας Ἀναλήψεως τοῦ Κυρίου ὡς ἱστορικοῦ γεγονότος πληροφορούμαστε ἀπό τήν Καινή Διαθήκη καί συγκεκριμένα ἀπό τήν ἀναφορά στό τέλος τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Λουκᾶ καί στήν ἀρχή τοῦ βιβλίου τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων.1 Ὑπάρχει ὡστόσο καί σύντομη ἀναφορά στό Εὐαγγέλιο τοῦ Μᾶρκου. Σύμφωνα λοιπόν μέ τή Γραφή, ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, σαράντα ἡμέρες μετά τήν ἔνδοξη Ἀνάστασή Του, ἀφοῦ ἐμφανίστηκε πολλές φορές στούς Μαθητές Του, πραματοποίησε τήν τελευταία ἐμφάνιση στό Ὄρος τῶν Ἐλαιῶν, ὅπου, κατά τήν εὐαγγελική διήγηση «μετά τό λαλῆσαι αὐτοῖς ἀνελήφθη εἰς τόν οὐρανόν καί ἐκάθισεν έκ δεξιῶν τοῦ Θεοῦ»2. Οἱ Μαθητές τοῦ ἀναληφθέντος Κυρίου, παρά τόν ἀποχωρισμό τους ἀπό Ἐκεῖνον καί τόν ἀπορφανισμό τους, ἐπέστρεψαν στην Ἱερουσαλήμ «μετά χαρᾶς μεγάλης». Ἡ χαρά τῶν Ἀποστόλων ὀφείλεται στήν ὑπόσχεση τοῦ Κυρίου περί τῆς παροχῆς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στήν Ἐκκλησία. Τό διατυπώνει τό Ἀπολυτίκιο τῆς Ἐορτῆς: «χαροποιήσας τούς Μαθητάς, τῇ ἐπαγγελία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Καί στίς Πράξεις τονίζεται ἡ ἐνίσχυση τῶν Ἀποστόλων ἀπό τόν Παράκλητο πού θά ἔρθει κατά τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς: «ἀλλά λήψεσθε δύναμιν ἐπελθόντος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐφ᾿ ὑμᾶς».3 Ἡ δέ ἐσχατολογική προσδοκία τῆς ἐνδόξου ἐλεύσεως τοῦ Κυρίου, γιά τήν ὁποία ἄκουσαν ἀπό τούς ἀγγέλους οἱ Ἀπόστολοι («ὅν τρόπον ἐθεάσασθε αὐτόν, πορευόμενον εἰς οὐρανόν»4), ὑπῆρξε ἀκόμη μία ἀφορμή χαρᾶς, παρά τόν κατά τά φαινόμενα χωρισμό τους ἀπό τόν Διδάσκαλο Χριστό.
Τά περί τῆς θείας Ἀναλήψεως τοῦ Κυρίου ὡς ἱστορικοῦ γεγονότος πληροφορούμαστε ἀπό τήν Καινή Διαθήκη καί συγκεκριμένα ἀπό τήν ἀναφορά στό τέλος τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Λουκᾶ καί στήν ἀρχή τοῦ βιβλίου τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων.1 Ὑπάρχει ὡστόσο καί σύντομη ἀναφορά στό Εὐαγγέλιο τοῦ Μᾶρκου. Σύμφωνα λοιπόν μέ τή Γραφή, ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, σαράντα ἡμέρες μετά τήν ἔνδοξη Ἀνάστασή Του, ἀφοῦ ἐμφανίστηκε πολλές φορές στούς Μαθητές Του, πραματοποίησε τήν τελευταία ἐμφάνιση στό Ὄρος τῶν Ἐλαιῶν, ὅπου, κατά τήν εὐαγγελική διήγηση «μετά τό λαλῆσαι αὐτοῖς ἀνελήφθη εἰς τόν οὐρανόν καί ἐκάθισεν έκ δεξιῶν τοῦ Θεοῦ»2. Οἱ Μαθητές τοῦ ἀναληφθέντος Κυρίου, παρά τόν ἀποχωρισμό τους ἀπό Ἐκεῖνον καί τόν ἀπορφανισμό τους, ἐπέστρεψαν στην Ἱερουσαλήμ «μετά χαρᾶς μεγάλης». Ἡ χαρά τῶν Ἀποστόλων ὀφείλεται στήν ὑπόσχεση τοῦ Κυρίου περί τῆς παροχῆς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στήν Ἐκκλησία. Τό διατυπώνει τό Ἀπολυτίκιο τῆς Ἐορτῆς: «χαροποιήσας τούς Μαθητάς, τῇ ἐπαγγελία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Καί στίς Πράξεις τονίζεται ἡ ἐνίσχυση τῶν Ἀποστόλων ἀπό τόν Παράκλητο πού θά ἔρθει κατά τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς: «ἀλλά λήψεσθε δύναμιν ἐπελθόντος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐφ᾿ ὑμᾶς».3 Ἡ δέ ἐσχατολογική προσδοκία τῆς ἐνδόξου ἐλεύσεως τοῦ Κυρίου, γιά τήν ὁποία ἄκουσαν ἀπό τούς ἀγγέλους οἱ Ἀπόστολοι («ὅν τρόπον ἐθεάσασθε αὐτόν, πορευόμενον εἰς οὐρανόν»4), ὑπῆρξε ἀκόμη μία ἀφορμή χαρᾶς, παρά τόν κατά τά φαινόμενα χωρισμό τους ἀπό τόν Διδάσκαλο Χριστό.