Ι.Ν. Τιμίου Προδρόμου
  • Αρχική
  • Ο Επίσκοπος
  • Ιερός Ναός
  • Ειδήσεις
  • Ανακοινώσεις
  • Κήρυγμα
  • Αρθρογραφία
    • Ιστορικά
    • Αντιαιρετικά
    • Θεολογικά
    • Διάφορα
  • Εορτολόγιο
  • Radio
  • Επικοινωνία

῾Η χριστοειδὴς μεταμόρφωση τοῦ νοῦ*

11/27/2014

0 Comments

 
Τοῦ Καθηγητοῦ κ. Γεωργίου Μαντζαρίδου τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης «᾿Ασκητικοῖς ἀγωνίσμασι καθαγνίσας τὸν νοῦν ἐν τῷ ῎Αθῳ, Γρηγόριε, ἀγγελικῶς ἐπολιτεύσω»1
http://www.hsir.org/Theology_el/3e3012GrhgorPal.pdf
.
Щἱ ἀγῶνες γιὰ τὸν ἐξαγνισμὸ τοῦ νοῦ καὶ οἱ προσπάθειες γιὰ τὸ
σωστὸ προσανατολισμὸ του παραμένουν συνήθως ἄγνωστα στὴν
ἐποχή μας ἤ θεωροῦνται περιττὲς πολυτέλειες, ποὺ δὲν ἀφοροῦν
τὸν ἁπλὸ Χριστιανό.
῞Οσοι μάλιστα ἐμφοροῦνται ἀπὸ τὸ πνεῦμα κάποιου πρακτικοῦ,
ὅπως νομίζουν, Χριστιανισμοῦ, ἀντιμετωπίζουν τὰ πράγματα αὐτὰ ὡς
παραπλανητικὲς θεωρίες, ποὺ μᾶλλον ἐκτρέπουν τὸν πιστὸ ἀπὸ τὸ
κύριο ἔργο του.
Μόνο ἡ πρακτικὴ θρησκευτικότητα, ποὺ περιορίζεται στὶς ὀφθαλ-
μοφανεῖς ἀνάγκες καὶ ἀναζητεῖ τὴν ἄμεση ἀντιμετώπισή τους, θεω-
ρεῖται ὡς αὐθεντικὸς Χριστιανισμὸς ἤ πραγματικὴ ᾿Ορθοδοξία.
Αὐτὸ ἄλλωστε συνδυάζεται καὶ μὲ τὴν ἀνυπόμονη διάθεση τοῦ
ἀνθρώπου νὰ δεῖ καὶ νὰ θαυμάσει ἀμέσως τὰ ἀποτελέσματα τῶν
ἐνεργειῶν του, καὶ σ᾿ αὐτὸ τὸν συνήθισαν οἱ μηχανές, ποὺ ἐξυπηρε-
τοῦν, ἀλλὰ καὶ ἐπηρεάζουν τόσο τὴ ζωή του.
Μοχθοῦμε γιὰ ν᾿ ἀποκτήσουμε μηχανές, κινούμαστε μὲ τὶς μηχα-
νές, σκεπτόμαστε μὲ τὶς μηχανὲς καὶ τελικὰ γινόμαστε καὶ οἱ ἴδιοι
μηχανὲς «κατ᾿ εἰκόνα καὶ καθ᾿ ὁμοίωσιν» τῶν μηχανῶν ποὺ κατα-– 2 –
σκευάζουμε. Δὲν ἔχουν νοῦν οἱ μηχανές, γιὰ νὰ τὸν ἐξαγνίσουν καὶ
νὰ τὸν προσανατολίσουν σωστά.
Ξεχνοῦμε κι ἐμεῖς ὅτι ὀφείλουμε νὰ ἐξαγνίσουμε καὶ νὰ προσανα-
τολίσουμε σωστὰ τὸ νοῦ μας. ᾿Αλλὰ οἱ μηχανὲς χρειάζονται τὸ νοῦ
μας ἐξαγνισμένο καὶ σωστὰ προσανατολισμένο, γιὰ νὰ λειτουργή-
σουν σωστὰ καὶ νὰ μὴ στραφοῦν ἐναντίον μας.
Κι ἐπειδὴ σήμερα, περισσότερο ἀπὸ ὅσο ὁποτεδήποτε ἄλλοτε,
κυριαρχεῖ στὴ ζωή μας ἡ μηχανή, ἡ ἀνάγκη νὰ ἐξαγνίσουμε καὶ νὰ
προσανατολίσουμε σωστὰ τὸ νοῦ μας προβάλλει ἐπιτακτικότερα.
***
Ολο τὸ κακὸ στὸν κόσμο ξεκινάει ἀπὸ τὸ νοῦ μας. Αὐτὸς ἄλλω-
στε ἀποτελεῖ τὸ ὑψηλότερο στοιχεῖο τῆς ὑπάρξεώς μας. ῾Η «κατ᾿
εἰκόνα» Θεοῦ δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου ἀποτυπώνεται πρωτίστως
στὸ νοῦ. Αὐτὸς εἶναι τὸ «ἔσοπτρον», δηλαδὴ ὁ καθρέφτης, ποὺ ἀντι-
κατοπτρίζει τὸ Δημιουργό του.
῞Οταν ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου εἶναι στραμμένος πρὸς τὸ Θεό, δέχε-
ται τὸ θεῖο φῶς καὶ γίνεται φῶς ὁ ἴδιος. ῞Οταν ὅμως ἀποστρέφεται
τὸ Θεό, χάνει τὸ φῶς του, σκοτίζεται καὶ κινεῖται στὸ σκοτάδι. ῾Υπο-
δουλώνεται στὶς μέριμνες καὶ τὶς φροντίδες τοῦ κόσμου, ἀλλοτριώ-
νεται ἀπὸ τὸ θόρυβο καὶ τὴν ταραχή του καὶ λησμονεῖ τὸ Θεὸ καὶ τὸν
ἑαυτό του.
«Σχολάσατε καὶ γνῶτε ὅτι ἐγώ εἰμι ὁ Θεός» 2
, λέει τὸ Πνεῦμα τοῦ
Θεοῦ μὲ τὸ στόμα τοῦ ψαλμωδοῦ. ῞Οταν γνωρίζουμε ποιὸς εἶναι ὁ
Θεός, τότε μαθαίνουμε καὶ ποιὸς εἶναι ὁ ἀληθινὸς ἄνθρωπος.
῞Οπως ὁ Θεός, λέει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ἔτσι καὶ ὁ νοῦς
τοῦ «κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ» δημιουργημένου ἀνθρώπου, ἔχει οὐσία καὶ
ἐνέργεια.
᾿Ενέργεια τοῦ νοῦ εἶναι ἡ σκέψη. ῞Οταν ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου
σκοτισθεῖ, ἡ σκέψη του, ποὺ κινεῖται στὸ σκοτάδι, αἰχμαλωτίζεται
στὶς αἰσθήσεις καὶ τὰ πάθη καὶ γίνεται κτηνώδης ἤ δαιμονιώδης.
«Νοῦς γὰρ ἀποστὰς τοῦ Θεοῦ ἤ κτηνώδης γίνεται ἤ δαιμονιώδης, καὶ
τῶν ὅρων ἀποστατήσας τῆς φύσεως... ταῖς σαρκικαῖς ἐπιθυμίαις ἔκ-
δοτον ἑαυτὸν ποιεῖ, καὶ μέτρον ἡδονῆς οὐ γινώσκει» 3
.
Αὐτὸ συνέβη μὲ τὴν πτώση τοῦ ἀνθρώπου. Καὶ αὐτὸ ἐξακολουθεῖ
νὰ συμβαίνει μὲ ὅλους τοὺς ἀπόγονους τοῦ ᾿Αδάμ. ῾Η πτώση τοῦ
πρώτου ἀνθρώπου συμπαρέσυρε ὁλόκληρη τὴν ἀνθρωπότητα.
Γι᾿ αὐτὸ χρειάστηκε νὰ ἔρθει ὁ νέος ᾿Αδάμ, ὁ Χριστός, γιὰ νὰ
καταστεῖ ἡ ἀπαρχὴ τῆς καινῆς κτίσεως, τῆς ᾿Εκκλησίας. Καὶ ἔδωσε– 3 –
τὶς ἐντολές του, οἱ ὁποῖες εἶναι τὸ φῶς τῆς νέας ζωῆς, ποὺ καλοῦν-
ται νὰ ζήσουν οἱ πιστοί.
***
Дὲ τὰ Μυστήρια τῆς ᾿Εκκλησίας, τὸ Βάπτισμα, τὸ Χρίσμα, τὴ θεία
Εὐχαριστία κατοικεῖ στὸν ἄνθρωπο ὁ Χριστός. Αὐτὸ δὲν σημαί-
νει ὅτι ὁ Χριστὸς μεταβάλλει αὐτομάτως τὸν ἄνθρωπο μὲ κάποιο
μηχανικὸ τρόπο. ῾Ο ἄνθρωπος ἐξακολουθεῖ νὰ διατηρεῖ τὴ φύση του.
῾Ο Χριστὸς ἀνοίγει τὸ δρόμο τῆς ἀνακαινίσεως καὶ προσφέρει τὴ
Χάρη του, γιὰ νὰ τὸν ἀκολουθήσει ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴν ἐλεύθερη
βούλησή του. ῎Αν αὐτὸς δὲν θελήσει νὰ οἰκειωθεῖ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ,
ἄν δὲν προσπαθήσει νὰ συντονίσει τὸ θέλημά του μὲ τὸ θέλημα τοῦ
Θεοῦ καὶ νὰ ρυθμίσει τὴ ζωή του σύμφωνα μὲ τὶς ἐντολές του, ἡ
Χάρη παραμένει ἄκαρπη.
᾿Εμεῖς, λέει ὁ ᾿Απόστολος Παῦλος «νοῦν Χριστοῦ ἔχομεν» 4
. ῾Ο Χριστιανὸς δηλαδὴ ἔχει τὸ νοῦ καὶ τὶς σκέψεις τοῦ Χριστοῦ.
῞Οπως ὁ καθρέφτης, λέει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ὅταν
δεχθεῖ τὴν ἡλιακὴ ἀκτίνα, δημιουργεῖ καὶ τὴ δική του ἀκτίνα, ἔτσι καὶ
ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου, ὅταν δεχθεῖ τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ, γίνεται φῶς
καὶ ὁ ἴδιος, καὶ ἀκτινοβολεῖ τὸ φῶς αὐτὸ καὶ στοὺς ἄλλους.
Γιὰ ν᾿ ἀκτινοβολήσει ὅμως ὁ καθρέφτης τὸ ἡλιακὸ φῶς, πρέπει νὰ
εἶναι καθαρός. ῎Αν εἶναι λασπωμένος ἤ μαυρισμένος, ὅσο φῶς καὶ ἄν
πέσει ἐπάνω του, δὲν ἀνακλᾶται.
Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ τὸ νοῦ τοῦ ἀνθρώπου. ῞Οταν εἶναι σκοτι-
σμένος ἤ λασπωμένος, τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ, ὁ νοῦς τοῦ Χριστοῦ, δὲν
καθρεφτίζεται ἐπάνω του.
῾Η ἁμαρτία σκοτίζει τὸ νοῦ τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὰ πάθη συσσω-
ρεύουν λάσπη ἐπάνω του. ῎Ετσι ὁ ἄνθρωπος ζεῖ ἐρήμην τοῦ Θεοῦ καὶ
τῆς χάριτός του. Γίνεται κτηνώδης ἤ δαιμονιώδης. Κτηνώδης μὲ τὸ
νὰ κυλιέται ὁ ἴδιος στὴ λάσπη, καὶ δαιμονιώδης μὲ τὸ νὰ παρασύρει
καὶ ἄλλους σ᾿ αὐτήν, καὶ νὰ γίνεται ἑστία μολύνσεως καὶ καταστροφῆς.
Πόσο δὲν ὑποφέρουμε ἰδιαίτερα σήμερα ἀπὸ τὶς καταστάσεις αὐ-
τές! Πόσο δὲν συλλαμβάνουμε καὶ τὸν ἑαυτό μας θύμα αὐτῶν τῶν
καταστάσεων!
῾Η διόρθωση ἀπὸ τὴ νοσηρὴ αὐτὴ πνευματικὴ κατάσταση ἀπαιτεῖ
τὴν κάθαρση, τὸν ἐξαγνισμὸ τοῦ νοῦ μας. «᾿Ασκητικοῖς ἀγωνίσμασι
καθαγνίσας τὸν νοῦν» ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἔγινε δέκτης καὶ κήρυκας
τοῦ Φωτὸς τῆς Χάριτος.
Κι ἐμεῖς, τὸ πρῶτο ποὺ ἔχουμε νὰ κάνουμε, εἶναι νὰ μιμηθοῦμε– 4 –
ἀνάλογα μὲ τὴ δύναμη καὶ τὸ φιλότιμό μας τὸν ῞Αγιο.
***
П διόρθωση τοῦ νοῦ, ὅπως διδάσκει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς,
 ἀρχίζει μὲ τὴν ἐπιστροφή του στὸν ἑαυτό του.
῎Αν δὲν ἀποκολλήσει ὁ ἄνθρωπος τὴν ἐνέργεια τοῦ νοῦ του, δηλα-
δὴ τὶς σκέψεις καὶ τοὺς συλλογισμούς του, ἀπὸ τὰ πάθη καὶ τὴν
ἁμαρτία, ἄν δὲν ἡσυχάσει καὶ δὲν ἐπιστρέψει ἐν μετανοίᾳ στὸν
ἑαυτό του καὶ τὸ Θεό, δὲν μπορεῖ νὰ βρεῖ τὸν πραγματικὸ πλοῦτο
ποὺ ἔλαβε.
῾Ερμηνεύοντας ὁ ἅγιος Γρηγόριος τὴν παραβολὴ τοῦ ᾿Ασώτου, λέει
ὅτι περιουσία τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ὁ νοῦς του. ῞Οταν ὁ ἄνθρωπος
ἐκτραπεῖ στὴν ἁμαρτωλὴ ζωή, ὁ νοῦς του διασκορπίζεται καὶ προσκολ-
λᾶται στὰ πάθη. Τότε ὁ ἄνθρωπος λιμοκτονεῖ πνευματικὰ καὶ δὲν
σώζεται, ἄν δὲν μετανοήσει καὶ δὲν ἐπιστρέψει στὸ Θεό.
῾Η μετάνοια καὶ ἡ ἐπιστροφὴ τοῦ νοῦ μας στὸ Θεὸ δὲν γίνεται μὲ
κάποια κίνηση πρὸς τὸ ἄπειρο. Δὲν γίνεται κἂν μὲ κάποια κίνηση
ποὺ στρέφεται ἔξω ἀπὸ ἐμᾶς.
Γίνεται μὲ τὴν ἐπιστροφὴ στὸν ἑαυτό μας. Γίνεται μὲ τὴν ἐπι-
στροφὴ τῆς ἐνέργειας τοῦ νοῦ μας, τῆς σκέψεως καὶ τῶν συλλογι-
σμῶν μας, στὸν «κρυπτὸν τῆς καρδίας ἄνθρωπον» 5
. Γίνεται μὲ τὴν
προσωπικὴ συνάντηση καὶ ἕνωση μὲ τὸ Θεό, ποὺ σκηνώνει μέσα
μας, γιὰ νὰ καθαρίσει τὸ νοῦ καὶ τὴν καρδιά μας καὶ νὰ τὰ λαμπρύνει
μὲ τὸ φῶς τῆς θείας δόξας του.
᾿Αφότου βαπτισθήκαμε στὸ ὄνομα τῆς ῾Αγίας Τριάδος καὶ ἐνταχθή-
καμε στὴν ᾿Εκκλησία τοῦ Χριστοῦ ἔχουμε τὸν ἴδιο τὸ Χριστὸ μέσα
μας. Γι᾿ αὐτὸ ἄλλωστε φέρουμε καὶ τὸ ὄνομά του, λεγόμαστε Χριστιανοί.
Αὐτὸ ὅμως συνεπάγεται καὶ ἀνάλογη συμπεριφορὰ ἀπέναντι στὸ
Χριστὸ καὶ στὶς εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶναι οἱ συνάνθρωποί μας.
***
Ыτὴν περικοπὴ τῆς κρίσεως ἐπισημαίνεται ὅτι ἡ κρίση τῶν ἀνθρώ-
πων ἀπὸ τὸ Χριστὸ θὰ πραγματοποιηθεῖ μὲ βάση τὴν ἀγάπη ποὺ
ἔδειξαν ἀπέναντί του.
Τότε θὰ πεῖ σ᾿ αὐτοὺς ποὺ βρίσκονται στὰ δεξιά του: «Δεῦτε οἱ
εὐλογημένοι τοῦ Πατρός μου, κληρονομήσατε τὴν ἡτοιμασμένην ὑμῖν
βασιλείαν ἀπὸ καταβολῆς κόσμου. ᾿Επείνασα γάρ, καὶ ἐδώκατέ μοι
φαγεῖν, ἐδίψησα, καὶ ἐποτίσατέ με, ξένος ἤμην, καὶ συνηγάγετέ με,
γυμνός, καὶ περιεβάλετέ με, ἠσθένησα καὶ ἐπεσκέψασθέ με, ἐν φυλα-
κῇ ἤμην, καὶ ἤλθετε πρός με».– 5 –
Καὶ στὴν ἀπορία τῶν δικαίων γιὰ τὸ πότε εἶδαν τὸ Χριστὸ πεινα-
σμένο καὶ τὸν ἔθρεψαν ἤ διψασμένο καὶ τὸν πότισαν ἤ ξένο καὶ τὸν
περιέθαλψαν, ἡ ἀπάντηση τοῦ Χριστοῦ θὰ εἶναι: «᾿Εφ᾿ ὅσον ἐποιήσα-
τε ἑνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοὶ ἐποιήσατε» 6
.
Στὸ πρόσωπο τοῦ πλησίον βρίσκεται ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Γι᾿ αὐτὸ καὶ
ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον, ποὺ εἶναι ἀγάπη πρὸς τὸν ἴδιο τὸ Χρι-
στό, ἔχει πρωταρχικὴ σπουδαιότητα στὴ χριστιανικὴ ζωή.
᾿Αλλὰ ὁ Χριστός, ποὺ βρίσκεται στὸ πρόσωπο τοῦ πλησίον μας,
βρίσκεται καὶ σὲ μᾶς· στὸν καθένα μας. Καὶ ὅταν ἐμεῖς τὸν λησμονοῦ-
με, κτυπάει τὴν πόρτα τῆς καρδιᾶς μας, γιὰ νὰ τοῦ ἀνοίξουμε νὰ
ἔρθει καὶ νὰ δειπνήσει μαζί μας7
.
῾Η τροφὴ τοῦ Χριστοῦ, ἡ πόση του, ἡ στέγη του, τὸ ἔνδυμά του, ἡ
ἀνάπαυσή του βρίσκονται στὴν καρδιά μας. Βρίσκονται ἐκεῖ, ὅπου
πρέπει νὰ συγκεντρώνεται ὁ νοῦς μας.
῞Οταν σκορπίζουμε τὸ νοῦ μας στά πάθη καὶ τὶς ἀπολαύσεις, ὅταν
τὸν ἐξαντλοῦμε στὶς βιοτικὲς μέριμνες καὶ τὸν ἀποξενώνουμε ἀπὸ
τὴν πνευματικὴ τροφή, ὅταν τὸν ἀφήνουμε νὰ περιπλανᾶται ἀνέ-
στιος στὴν ἀθλιότητα καὶ τὴν ταραχὴ τῆς ἁμαρτωλῆς ζωῆς, ἀφήνου-
με τὸ Χριστὸ μέσα μας πεινασμένο καὶ διψασμένο, ξένο, γυμνό, ἀ-
σθενὴ καὶ φυλακισμένο.
Καὶ ὅταν δὲν δείχνουμε ἀγάπη πρὸς τὸ Χριστὸ ποὺ κτυπάει τὴν
πόρτα τῆς καρδίας μας, εἶναι φυσικὸ νὰ μὴ δείχνουμε ἀγάπη καὶ
ὅταν μᾶς προσεγγίζει μὲ τὸ πρόσωπο τοῦ πλησίον μας.
***
П ἀγάπη τοῦ ἀνθρώπου γιὰ τὸ Θεὸ ἤ τὸν πλησίον γεννιέται ἤ
 πεθαίνει μέσα στὴν ἴδια τὴν καρδιά του: στὸν «κρυπτὸν τῆς
καρδίας ἄνθρωπον». ᾿Εκεῖ ποὺ συγκέντρωνε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ
Παλαμᾶς, ὅπως καὶ ὅλοι οἱ ἅγιοι τῆς ᾿Εκκλησίας μας, ἐξαγνισμένο τὸ
νοῦ του.
῞Οταν ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου ἀποσπᾶται ἀπὸ τὰ πάθη καὶ τὴν
ἁμαρτία, ὅταν ἡσυχάζει καὶ ἐπιστρέφει ἐν μετανοίᾳ καὶ προσευχῇ
στὴν καρδιά, συναντᾶ τὸ Χριστὸ καὶ φωτίζεται ἀπὸ τὸ φῶς του.
Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ προσευχὴ ποὺ συνδέεται μὲ τὴν περισυλλογὴ τοῦ
νοῦ περιορίζεται σὲ μία μόνο φράση, «Κύριε, ᾿Ιησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν
με», ὥστε νὰ μὴ διασπᾶται ὁ νοῦς, ἀλλὰ νὰ συγκεντρώνεται στὸ
ὄνομα τοῦ Χριστοῦ καὶ στὴν αἴτηση τοῦ ἐλέους του.
῎Ετσι ἀφανίζεται ἡ ἁμαρτία μέσα στὸν ἄνθρωπο καὶ καρποφορεῖ ἡ
χριστιανικὴ ζωή. ῎Ετσι πραγματοποιεῖται ἡ «ζωηφόρος νέκρωσις» τοῦ– 6 –
θελήματος καὶ τῶν σκέψεών του, καὶ ἡ ἔνταξή τους στοὺς ἀπεριόρι-
στους ὁρίζοντες τῆς θείας ἐλευθερίας. ῎Ετσι μπορεῖ νὰ λέει καὶ αὐ-
τὸς μαζὶ μὲ τὸν ᾿Απόστολο Παῦλο: «῾Ημεῖς δὲ νοῦν Χριστοῦ ἔχομεν».
᾿Απὸ τὸ σκοτισμένο νοῦ τοῦ ἀνθρώπου ἄρχισαν κι ἐξακολουθοῦν
νὰ δημιουργοῦνται ὅλα τὰ κακὰ μέσα στὸν κόσμο. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ
ἐξαφάνισή τους εἶναι δυνατὴ μόνο μὲ τὸ φωτισμὸ τοῦ νοῦ ἀπὸ τὸ
φῶς τοῦ Χριστοῦ· μὲ τὴ χριστοειδὴ μεταμόρφωσή του.
Αὐτὴ τὴν ἐσωτερικὴ μεταμόρφωση ἔζησε μὲ τὰ ἀσκητικὰ ἀγωνί-
σματα ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, καὶ σ᾿ αὐτὴν καλεῖ ὅλους μὲ τὴ
μνήμη του.
Οἱ ῞Αγιοι, λέει ὁ Μ. Βασίλειος, ὡς εἰκόνες «ἔμψυχοι τῆς κατὰ Θεὸν
πολιτείας, τῷ μιμήματι τῶν ἀγαθῶν ἔργων πρόκεινται» 8
.
῎Αν θέλουμε νὰ τιμήσουμε τὴ μνήμη τοῦ ῾Αγίου, καλούμαστε νὰ
μιμηθοῦμε, ὅσο μποροῦμε, τὰ ἔργα του.
Νὰ καθαρίσουμε, ὅσο εἶναι δυνατό, τὸ νοῦ μας καὶ νὰ τὸν ἀφήσου-
με, ὅπως τὸν ἄφησε κι ἐκεῖνος, νὰ ὁδηγηθεῖ πρὸς τὸ Θεὸ καὶ νὰ
φωτισθεῖ μὲ τὸ ἄκτιστο φῶς του.
Μέγιστος ἦταν ἐκεῖνος, ἐλάχιστοι ἐμεῖς. ῞Οταν ὅμως κι ἐμεῖς κά-
νουμε τὸ ἐλάχιστο ποὺ μποροῦμε, θὰ ἔχουμε τὸ δικαίωμα νὰ ἀπευ-
θυνθοῦμε πρὸς τὸν ῞Αγιο καὶ νὰ τοῦ ποῦμε:
«᾿Αλλ᾿ ὡς νοῦς Νοΐ τῷ πρώτῳ παριστάμενος,
Πρὸς Αὐτὸν τὸν νοῦν ἡμῶν, πάτερ, ὁδήγησον,
ἵνα κράζωμεν, χαῖρε κῆρυξ τῆς χάριτος»9
.
____________________________________________
(*) Περιοδ. «᾿Ορθόδοξη Μαρτυρία» Κύπρου, ἀρ. 45/Χειμώνας 1995, σελ. 21-25. ῾Ο
τίτλος καὶ ἡ τακτοποίησις τῆς δομῆς τοῦ ἄρθρου εἶναι ἰδικά μας.
1. ᾿Ιδιόμελον Λιτῆς.
2. Ψαλ. 45, 11.
3. ῾Ομιλία 51, 6, ἔκδ. Σ. Οἰκονόμου, σ. 114.
4. Αʹ Κορ. 2, 16.
5. Αʹ Πέτρ. 3, 4.
6. Ματθ. 25, 34-6.
7. ᾿Αποκ. 3, 20.
8. ᾿Επιστολὴ 1, 3 PG 32,
0 Comments

Ο ΑΓΙΟΣ ΤΗΣ ΑΙΓΙΝΗΣ ΚΑΙ ΤΑ ΠΕΡΙ ΑΥΤΟΥ ΑΜΦΙΛΕΓΟΜΕΝΑ  (ΑΝΑΙΡΕΣΗ ΑΝΤΙΡΡΗΤΙΚΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΩΝ - ΑΙΤΙΑΣΕΩΝ)

11/22/2014

0 Comments

 
Γράφει ο π. Νικηφόρος Νάσσος
Picture
ΠΡΟΟΙΜΙΟΝ

Στίς 9 Νοεμβρίου ἡ Ἐκκλησία μας τιμᾶ γηθοσύνως καί λαμπρῶς τόν λαοφιλέστατο Ἅγιο, τόν φωστῆρα τῆς Αἰγίνης καί θαυματουργό Πατέρα καί Ἱεράρχη, Νεκτάριο, Μητροπολίτη Πενταπόλεως τῆς Αἰγύπτου. Πολλοί κατά καιρούς διεζωγράφισαν τήν μορφή καί τήν φωτεινή προσωπικότητα τοῦ «ἐν ἐσχάτοις χρόνοις φανέντος» φίλου τῆς ἀρετῆς καί μιμητοῦ τοῦ Κυρίου, ἐκείνου ὁ ὁποῖος ἀνεδείχθη ὑπό Θεοῦ Μέγας, «τῶν πάλαι Ἁγίων χαρακτηρίσας τήν ζωήν ἐν ἡμέραις πονηραῖς», ὅπως ψάλλουμε στό δοξαστικό τῶν Ἐσπερίων, στήν Ἀσματική Ἀκολουθία του.

Ὑπάρχουν ὅμως καί αὐτοί (ἐλάχιστοι, εὐτυχῶς) οἱ ὁποῖοι δέν τόν τιμοῦν, ἀλλά τόν ἐπικρίνουν καί ἐπιχειροῦν νά ἀμαυρώσουν τή μνήμη του, εἴτε κρυφίως σέ στενούς κύκλους (φοβούμενοι τίς ἀντιδράσεις τοῦ λαοῦ), εἴτε φανερῶς, ἐκφράζοντας τίς ἀθεολόγητες καί ἕωλες αἰτιάσεις τους ἐναντίον του. Πρόκειται δηλαδή γιά ἀπόρριψη τῆς κεκυρωμένης ὑπό Θεοῦ Ἁγιότητος τοῦ προστάτου τῆς Αἰγίνης καί θαυματουργοῦ Ἁγίου. Στά παρακάτω θά γίνει μία σύντομη ἀναφορά στό ζήτημα αὐτό. Καί θά τονιστοῦν κάποια σημεῖα κάπως ἐπιγραμματικά, διότι ἐπ᾿ αὐτοῦ ἔχουμε καταθέσει διεξοδική ἀναίρεση ἐπιχειρημάτων τῶν ἀντιφρονούντων, στό ἐξαντληθέν πόνημά μας πού φέρει τόν τίτλο: «Σύν πᾶσι τοῖς Ἁγίοις» (Ἀθήνα 2009). Προσεχῶς δέ, τοῦ Θεοῦ συνεργοῦντος, θά κυκλοφορηθεῖ μελέτη εἰδική περί τῆς θεολογικῆς καί ποιμαντικῆς ἀντιμετωπίσεως συγγραφικῶν σφαλμάτων Ἁγίων ἀνδρῶν ἀπό τήν Ἐκκλησία, μέ εἰδική ἀναφορά στόν ἅγιο Νεκτάριο, στόν ἱερό Αὐγουστίνο τόν Ἅγιο ἱεράρχη τῆς Ἱππῶνος, τόν ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης καί σέ ἄλλους Ἁγίους, ἔχοντας σχέση μέ τά διαλαμβανόμενα.

Ὡστόσο, εἶναι ἀνάγκη νά κατανοηθεῖ ὅτι στό πλαίσιο τῆς Ἐκκλησίας δέν ἀποφασίζει κάποιος μόνος του, κατά τό δοκοῦν, γιά τό ποιός εἶναι Ἅγιος καί ποιός ὄχι! Μόνο ἡ Ἐκκλησία ἀποφαίνεται αὐθεντικῶς. Δέν μποροῦμε νά εἰσάγουμε αὐθαιρεσίες στήν περιοχή τῆς θεολογίας, τῆς ἐκκλησιολογίας καί τῆς δογματικῆς, ὅπου τά πάντα ἐν Ἀγίῳ Πνεύματι ἔχουν ἐπιλυθεῖ ἀπό τούς θεοφόρους Πατέρες μας, ὅπως ἔχουν λυθεῖ καί τά ἁγιολογικῆς φύσεως ζητήματα, δηλαδή ἡ ὑπό προϋποθέσεις ἀνάδειξη Ἁγίων, ἤ, ἡ ὑπό προϋποθέσεις ἀμφισβήτηση αὐτῶν κλπ. Κανένας στήν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία μας δέν «στήνει τό δικό του θέλημα» ὅπως λέμε, οὔτε ἀποφαίνεται παπιστικῶς, ἀμαρτύρως καί αὐθεντικῶς. Κανένα μέλος τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας δέν μπορεῖ νά ὑψώνει τήν ἀτομική του συνείδηση πάνω ἀπό τή συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας καί νά γίνεται κριτής καί τιμητής τῶν κρίσεων καί τῶν ἐκτιμήσεών της.

Στά ἑπόμενα θά παρουσιάσουμε τά ἐπιχειρήματα τῶν μή ἀποδεχομένων τήν Ἁγιότητα τοῦ φαεσφόρου καί θεουμένου ἐπισκόπου Πενταπόλεως Νεκταρίου, κοιμηθέντος Ὁσίως τό ἔτος 1920 καί θά ἀναιρέσουμε θεολογικῶς καί Πατερικῶς τά ἐπιχειρήματα αὐτά μέ κάθε δυνατή συντομία. Εἰρήσθω εἰσαγωγικῶς ὅτι κατά τόν λόγο καί τό πρότυπο τοῦ μεγάλου Δογματολόγου τῆς Ἐκκλησίας μας, ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, «ἐμόν ἐρῶ οὐδέν», δέν θά ποῦμε τίποτα δικό μας. Θά στηριχθοῦμε ὡς εἰς ἀσφαλήν βακτηρία, στήν Πατερική μας Γραμματεία, ἀφοῦ ὡς ὀρθόδοξοι θά πρέπει νά ἀποφαινόμαστε «κατά τάς τῶν Ἁγίων θεοπνεύστους θεολογίας καί τό τῆς Ἐκκλησίας εὐσεβές φρόνημα»1.

ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑ ΠΡΩΤΟ

ΟΙ ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΣΤΟΧΙΕΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ

Οἱ Ἅγιοι δέν ὑπῆρξαν τέλειοι εἰς ὅλα καί ἄπταιστοι, δηλ. ἀναμάρτητοι, διότι ὑπῆρξαν καί αὐτοί ἄνθρωποι θνητοί. Ὁ μόνος κατά φύσιν Τέλειος, καί Ἀναμάρτητος εἶναι ὁ Τριαδικός Θεός. Οἱ ἅγιοι ἦσαν ἀπλανεῖς, ὄχι ὅμως καί ἀλάθητοι! Ἡ πτώση καί ὁ μῶμος, ἡ ἀστοχία καί τό σφάλμα, ἡ παρέκκλιση καί παρεκτροπή εἶναι γνωρίσματα ἀκόμη καί Ἁγίων ἀνδρῶν, ὅπως δείχνει ἡ ἱστορία καί τό ἐπισημαίνει εὔστοχα ὁ τῆς Θεολογίας ἐπώνυμος, ἅγιος Γρηγόριος: «Ἅπτεται γάρ, οὐ τῶν πολλῶν μόνον, ἀλλά καί τῶν ἀρίστων ὁ μῶμος, ὡς μόνον ἄν εἶναι τοῦ Θεοῦ τό παντελῶς ἄπταιστον καί ἀνάλωτον πάθεσι».2 Πολλά εἶναι τά περιστατικά ἐκεῖνα ἀπό τήν ἐκκλησιαστική μας Ἱστορία, τά ὁποῖα ἀναφέρονται σέ ποικίλες πτώσεις Ἁγίων ἀνδρῶν, θεολογικές ἐκκλησιατικές, συγγραφικές κ.ἄ, ὅπου καταδεικνύεται ὅτι καί οἱ Ἅγιοι ὑπόκεινται στούς ὅρους τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως καί μποροῦν νά διαπράξουν σφάλματα καθώς ἀγωνίζονται μέ τή θεία ἀρρωγή καί Χάρη νά ὑπερβοῦν τά σύνορα μεταξύ οὐρανοῦ καί γῆς.

Στό πλαίσιο αὐτό μποροῦμε νά δοῦμε μέ ἀντικειμενικότητα τήν ὕπαρξη συγγραφικῶν ἀστοχιῶν σέ κάποιους Ἁγίους ἄνδρες τῆς Ἐκκλησίας μας, μή ἐξαιρουμένου καί τοῦ ἁγίου Νεκταρίου Αἰγίνης, οἱ ὁποῖοι διακρίθηκαν ὡς θεολόγοι καί συγγραφεῖς, πλήν ὅμως, ἡ ἀνθρώπινη ἀδυναμία παρήγαγε κάποιες ἀστοχίες πού ὀφείλονται εἴτε στήν ἄγνοια εἴτε σέ ἄλλους παράγοντες, τούς ὁποίους ἀναλύει ἡ Πατερική πεῖρα τῆς Ἐκκλησίας μας. Συγκεκριμένα, ὑπάρχει μία καταγραφή τοῦ φρονήματος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στό ζήτημα τῶν συγγραφικῶν ἀστοχιῶν Ἁγίων και ἱερῶν συγγραφέων. Αὐτή βρίσκεται σέ μία περισπούδαστη ἐπιστολή (ΚΔ΄) τοῦ Μεγάλου Φωτίου, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως πρός τόν ἐπίσκοπον Ἀκυληΐας Ἰωάννη3. Αὐτή εἶναι καταχωρισμένη στόν Τόμο Χαρᾶς τῆς ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας τοῦ Δοσιθέου Ἱεροσολύμων καί στήν Πατρολογία τοῦ Migne, τόμο 102. (Κατά τή διαπραγμάτευση τοῦ θέματός μας θά παραπέμψουμε καί στίς δύο πηγές, κατά περίστασιν). Ἡ ἐν λόγῳ ἐπιστολή τοῦ Μ. Φωτίου τά λέει ὅλα! Καί δέν ἀφήνει κανένα ἐρωτηματικό γιά τόν καλοπροαίρετο ἐρευνητη. Ἐκφράζει δέ τό πνεῦμα τῆς Ἐκκλησίας σχετικά μέ τά ζητήματα αὐτά, ὅπως ὑλοποιήθηκε στή διαχρονική πορεία τῆς Ἐκκλησίας καί καταγράφεται στά Πρακτικά τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Θά παρουσιάσουμε κάποια σημεῖα τῆς ἐπιστολῆς τοῦ Μ. Φωτίου, θά τά ἀναλύσουμε καί στή συνέχεια θά ἀναφερθοῦμε στήν περίπτωση τοῦ ἁγίου Νεκταρίου.

Σύμφωνα μέ τήν ἐν λόγῳ θεολογική ἐπιστολή τοῦ σοφωτάτου Πατρός, Μ. Φωτίου, ἡ Ἐκκλησία ἀντιμετωπίζει μέ πολλή σύνεση, διάκριση, ὑπευθυνότητα καί ποιναντική εὐαισθησία τίς περιπτώσεις τῶν ἐμφιλοχωρούντων λανθασμένων ἀπόψεων στά συγγράμματα Ἁγίων μελῶν της. Πολλές εἶναι ἐκεῖνες οἱ περιστάσεις οἱ ὁποῖες ἀνάγκασαν πολλούς ἐναρέτους ἀνθρώπους νά διολισθήσουν, νά «ξεφύγουν» ὅπως λέμε ἀπό τήν ὀρθόδοξη Διδασκαλία καί νά διατυπώσουν ἐφαλμένες ἀπόψεις ἀκόμη καί στό πεδίον τοῦ δόγματος! Αὐτό ἐπισυνέβη, εἴτε ἐπειδή παρεσύρθησαν ὡς ἄνθρωποι (ἴσως στόν πρό τῆς θεώσεώς τους καιρό), εἴτε ἐπειδή ἀπηύθυναν τό λόγο πρός αἱρετικούς, εἴτε γιά ἄλλες αἰτίες πού γνωρίζει ὁ Θεός. Ἰδού τά λόγια τοῦ Μ. Φωτίου: «Πόσαι περιστάσεις πραγμάτων πολλούς ἐξεβιάζοντο, τά μέν παραφθέγξασθαι, τά δέ πρός οἰκονομίαν εἰπεῖν, τά δέ καί τῶν ἀπειθούντων ἐπαναστάντων, τά δέ καί ἀγνοίᾳ οἷα δή περιολησθήσασιν ἀνθρώπινα»;4

Πῶς, ὅμως, ἡ Ἐκκλησία ἀντιμετωπίζει τίς περιπτώσεις αὐτές; Ἐρωτοῦν κάποιοι: μπορεῖ ὁ καθένας νά γράφει ἀνεγξέλεκτα ὅ,τι νομίζει ὡς ὀρθό καί νά διαφωνεῖ στά ὅσα φρονεῖ ἡ Ἐκκλησία; Ὄχι βεβαίως, ἀλλά ἄς δοῦμε τήν συνέχεια τῆς ἐπιστολῆς. Ὁ Μ. Φώτιος, ὅταν προκλήθηκε νά ἀπαντήσει (βλ. ὑποσ. 2) σχετικά μέ τό ἄν γνωρίζει ὅτι ὀρθόδοξοι Πατέρες τῆς Δύσεως διετύπωσαν γραπτῶς τήν λατινική κακοδοξία τοῦ Filiogve καί πῶς πρέπει ὀρθοδόξως αὐτό νά ἀντιμετωπιστεῖ, γράφει ὅτι εἶναι μέν καινοτομία, ἀλλά «δέν καταδικάζουμε» καί «δέν «ἀτιμάζουμε» τούς Πατέρες, πού ἴσως παρεξέκλιναν ἀπό ἄγνοια, ἤ ἀπό ἄλλες αἰτίες, ὅταν δέν τούς ἔχει ὑποδειχθεῖ τό σφάλμα καί ἀπέθαναν χωρίς νά ἐλεγχθοῦν (ὅπως ἐν προκειμένῳ τότε ὁ ἱερός Αὐγουστῖνος κ.ἄ. Πατέρες).

«…Ἀμβρόσιος ὁ μέγας καί Αὐγουστῖνος και Ἱερώνυμος καί τινες ἄλλοι ὁμοταγεῖς καί ἰσοστάσιοι, μέγα ὄνομα λαχόντες ἐπ᾿ ἀρετῇ καί βίου λαμπρότητι, τό Πνεῦμα ἐκ τοῦ Υἱοῦ ἐν πολλοῖς αὐτῶν λόγοις συνέταξαν ἐκπορεύεσθαι…καί μή ἀτιμάζειν τούς πατέρας».5

Εἶναι δέ σημαντικό νά τονιστεῖ ὅτι ὁ πολυμαθέστατος, πεφωτισμένος καί πρῶτος ἀντιπαπικός Ἱεράρχης τῆς Ἐκκλησίας μας Μ. Φώτιος δέν ἀποκρύπτει τήν ἀλήθεια τῶν γεγονότων, οὔτε ἐπιχειρεῖ νά καλύψει τούς παρεκτραπέντας Ἁγίους μέ διάφορα τεχνάσματα, ὅπως λ.χ. ὅτι μπορεῖ νά μήν τά ἔγραψαν αὐτά οἱ Πατέρες ἀλλά νά τά πρόσθεσαν ἄλλοι στά κείμενά τους μετά θάνατον κλπ., ἀλλά ὁμολογεῖ τήν ἀλήθεια ἡ ὁποία πάντοτε ἐλευθερώνει καί σώζει. Ναί, τά ἔγραψαν οἱ ἴδιοι, λέγει, ἔσφαλαν οἱ Πατέρες ὡς ἄνθρωποι, ἀλλά ὅπως γράφει παρακάτω «σιγῶντας καί μή παρόντας» δέν μποροῦμε νά τούς καταδικάσουμε. Δέν εἶναι δυνατόν νά καταδικαστεῖ αὐτός πού δέν ἐλέχθηκε γιά τό σφάλμα του, πού δέν τοῦ δόθηκε ἡ εὐκαιρία νά τό διορθώσει καί πού δέν ἐπέμενε σ᾿ αὐτό! «Τήν μέν καινοτομίαν ἀποστρεφόμεθα, τόν πατέρα δέ αὐτῆς (σ.σ. ἐδῶ ἐννοεῖ τόν ἱερό Αὐγουστίνο), σιγῶντα μάλιστα καί μή παρόντα, μή δ᾿ ἀντιλέγοντα, οὗ μέν οὖν, οὐ καταδικάζομεν».6

Κατά τήν Πατερική Θεολογία, ὅπως τήν ἐκφράζει δυναμικά τόν 9ο αἰῶνα ὁ ἱερός Φώτιος, τό πρόσωπο -ὁ συγγραφεύς - διαστέλλεται ἀπό τό σφάλμα /λανθασμένη διατύπωση, ἔτσι ὥστε τό μέν λάθος να μην υἱοθετεῖται και ναμήν προστίθεται στήν ὑπάρχουσα Διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, ὁ δέ συγγραφεύς νά ἐξακολουθεῖ νά ἀπολαμβανει τῆς τιμῆς τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι ἐν προκειμένῳ χαρακτηριστική καί λίαν διαφωτιστική ἡ φράση τοῦ Ἁγίου Πατριάρχου τῆς Κωνσταντινουπόλεως, Φωτίου: «Τό μέν παρενεχθέν (τό σφάλμα) οὐ προσθήκην δεχόμεθα, τούς δέ ἄνδρας ἁσπαζόμεθα».7

Στήν ἴδια μάλιστα συνάφεια ὁ Μ. Φώτιος, λαμβάνοντας ἀφορμή ἀπό γνωστή ὑπόθεση τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, γράφει θεοκινήτως ὅτι ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι καί «τρόφιμοι τῆς Ἐκκλησίας» γνωρίζουμε πώς πρέπει κατά τό παράδειγμα τῶν δύο σωφρόνων υἱῶν τοῦ παρεκτραπέντος Νῶε (Σήμ καί Ἰάφεθ) νά προστατεύουμε τόν πατέρα μας καί ὄχι νά τόν ἐκθέτουμε, ὅπως ἔπραξε ὁ ἀναιδῆς Χάμ! Ὀφείλουμε νά καλύπτουμε ὀπισθοφανῶς τόν παρεκτραπέντα πατέρα (ἐν προκειμένῳ τόν σφάλοντα συγγραφέα) καί ὄχι νά τόν διαπομπεύουμε ἀναιδῶς! «Οἱ τῆς Ἐκκλησίας τρόφιμοι καί τῶν ἱερῶν μαθημάτων οὐκ ἐπιλήσμονες, κατά τόν Σήμ καί Ἰάφεθ, καί τήν πατρικήν ἀσχημοσύνην ἐπικαλύπτειν ἐπίσταντανται καί τούς μιμητάς τοῦ Χάμ καταγινώσκοντες ἀποστρέφονται».8

Τρεῖς προϋποθέσεις, κατά τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία πρέπει νά συντρέχουν, ὥστε νά καταδικαστεῖ ἕνας ἱερός συγγραφεύς καί νά ἀποβληθεῖ ἀπό τή χορεία τῶν Ἁγίων προσώπων.

Ἡ πρώτη εἶναι ἡ ἐπιμονή τοῦ παρεκτραπέντος στό σφάλμα του, ὅταν τοῦ ὑπόδειχθεῖ καί κληθεῖ σέ διόρθωσή του. Καί τοῦτο διότι ἡ ἐπιμονή δηλώνει φρόνημα, ὄχι ἁπλό λάθος, ἀλλά συνειδητή τοποθέτηση, πρᾶγμα τό ὁποῖο εἶναι μεμπτό καί καταδικαστέο.Τό λάθος δέν κάνει τόν Ὀρθόδοξο αἱρετικό! Μόνο ἡ ἐπιμονή στό λάθος καταδικάζεται καί ἡ ἀμετανοησία, ὅταν αὐτό ὑποδεικνύεται.

Ἡ δεύτερη εἶναι ἡ φιλονικεία τοῦ σφάλοντος μέ τήν Ἐκκλησία καί ἡ ἀπείθειά του πρός αὐτήν. Ἡ διαχρονική Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καί ἡ ὀρθόδοξη Πατερική Θεολογία, ὡς γνωστόν, δέν πλανᾶται ποτέ καί ὅποιος διαφωνήσει καί ἐρίσει/φιλονικήσει μέ τήν Ἐκκλησία καί τήν Θεολογία της αὐτός δέν σώζεται9! Ἀντίθετα, ἐκπίπτει ἀπό κάθε τιμή πού εἶχε πρίν αὐτός πού θά ἀπειθείσει στή θεόπνευστη Πατερική Θεολογία, ὅπως τό γνωρίζουμε ἀπό πολλές αἱρέσεις καί ἑτεροδιδασκαλίες πού συνετάραξαν τήν Ἐκκλησία κατά τή δισχιλιετῆ πορεία της μέσα στον κόσμο.

Ἡ τρίτη εἶναι ὁ θάνατος τοῦ παρεκτραπέντος σέ κατάσταση ἀμετανοησίας, ἀφοῦ «ἐν τῷ Ἅδη οὐκ ἔστι μετάνοια», ὅπως ὅλοι γνωρίζουμε.10

Ὅταν, λοιπόν, λάβουν χώρα οἱ ἀνωτέρω προϋποθέσεις, τότε καταδικάζεται ὁ παρεκτραπείς καί δέν μπορεῖ νά θεωρηθεῖ Πατήρ γνήσιος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά εἶναι ἀνάγκη νά ἀποβληθεῖ καί αὐτός καί τά συγγράμματά του. Ἄς δοῦμε ὅμως πῶς ἀκριβῶς τό γράφει ὁ Μ. Φώτιος, τοῦ ὁποίου τό γλωσσικό ἰδίωμα εἶναι ἰδιαίτερα δύσκολο, ἀλλ᾿ ἐξίσου θαυμαστό. «Ἔτι δέ, εἰ μέν ὑπομνησθέντες περί τοῦ προκειμένου κεφαλαίου, τῶν εἰρημένων πατέρων ἀντεῖπε τό σύνταγμα καί πρός ἔνστασιν τινά καί ἀπείθειαν ἀπεθρασύνετο, διέτεινάν τε τῇ αὐτῇ παρατροπῇ τῆς δόξης καί ἐπ αὐτῇ τόν βίον μετά τούς ἐλέγχους κατέστρεψαν, ἀνάγκη τούτους συναποβάλλεσθαι τῷ φρονήματι».11

Τί ἔχουν νά ποῦν λοιπόν, περί τοῦ Ἁγίου Ἱεράρχου τῆς Αἰγίνης Νεκταρίου, ὅσοι τόν ἀμφισβητοῦν λόγῳ τῶν σφαλμάτων πού ἔχουν ἐμφιλοχωρήσει σέ κάποια κείμενά του; Πότε ἐλέχθηκε ἀπό τήν Ἐκκλησία; Πότε ἐπέμενε; Ποιά ἀπόδειξη ὑπάρχει ὅτι ἐκοιμήθη ἀμετανόητος καί πολεμώντας τήν Ἐκκλησία; Καί ἄν ἡ Ἐκκλησία ἔχει τέτοια ἀνεκτική καί σοφή ἀντιμετώπιση σέ ὅσους ἔχουν σφάλλει δογματικῶς, ὅπως ὁ ἱερός Αὐγουστῖνος12, τότε ἄς σκεφθοῦμε σέ πόσο ἀνεκτικώτερη θέση βρίσκεται ὁ ἅγιος Νεκτάριος, ὁ ὁποῖος δέν ἔσφαλε δογματικά, ἀλλά ἁπλῶς διατύπωσε κάποιες ἐπισφαλεῖς ἀπόψεις σέ ἐκκλησιαστικά ζητήματα πρακτικῆς φύσεως καί ἱστορικά. Θά μακρυγορήσουμε ἄν ἐξετάσουμε ἕνα πρός ἕνα τά ἀνθρώπινα συγγραφικά ὁλισθήματα τοῦ Ἁγίου ἐπισκόπου Πενταπόλεως.

Θά ἀναφερθοῦμε μόνο δι᾿ ὁλίγων στήν κυριώτερη ἀστοχία τοῦ Ἁγίου, ὡς συγγραφέως καί δή μάλιστα ἱστπρικοῦ. Αὐτή συνίσταται στό ὅτι ὁ ἱερός Νεκτάριος υἱοθέτησε μία λανθασμένη θεωρία τοῦ Κωνσταντίνου Παπαρηγοπούλου περί τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί τήν διατύπωσε στό σύγγραμμά του «Αἱ Οἰκουμενικαί Σύνοδοι τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας» (ἐκδ. Ρηγοπούλου, ἔτος 1882, μέ Εἰσαγωγή ἀρχ. Εἰρηναίου Δεληδήμου). Ὁ ἅγιος Πατήρ ἀντέγραψε ἀνεξετάστως τόν ἐθνικό μας ἱστορικό στήν μεροληπτική θέση του στό ζήτημα τῆς Εἰκονομαχίας, μέ ἀποτέλεσμα νά παρεκκλίνει ἱστορικά καί ἴσως κατά μία αὐστηρά κριτική καί θεολογικά.

Ὅμως τό λάθος αὐτό διόρθωσε ἐπισημότατα ὁ Ἅγιος Ἱεράρχης, μετά ἀπό μία ἀκριβῶςδεκαετία, ὅταν κυκλοφόρησε τό περίφημο πόνημά του «Μελέτη περί τῶν Ἁγίων εἰκόνων» (1902). Ἐκεῖ, ὄχι μόνο ξεκαθαρίζει τά πράγματα θεολογικῶς καί ἐκκλησιολογικῶς, ἀλλά μέσα ἀπό την ὅλη διαπραγμάτευση στό ἐν λόγῳ πόνημα ἀναδεικνύεται πλέον ὁ λιπαρῶς καταρτισμένος ἐρευνητής και κυρίως, ὁ πραγματικός εἰκονόφιλος Πατήρ καί ἀκόλουθος «ἐν πᾶσι» τῶν Ἁγίων Πατέρων, ἀφοῦ τεκμηριώνονει μέ πολλά χωρία δικά τους τήν ἐν λόγῳ σπουδαιότατη ἐργασία του. Παρουσιάζει μάλιστα μεταξύ ἄλλων καί τήν εὐλαβητική διάθεση τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης ἔναντι τῶν ἁγίων Εἰκόνων, μέ τό χωρίο στό ὁποῖο ὁ σοφώτατος αὐτάδελφος τοῦ Μ. Βασιλείου ἀποκαλύπτει ὅτι δέν συνέβη νά ἀντικρύσει μία εἰκόνα τοῦ θείου Πάθους χωρίς νά δακρύσει, ἐνθυμούμενος τό γεγονός πού παριστᾶ ἡ ἱερά τέχνη τῆς ἁγιογραφίας. «Εἶδον πολλάκις ἐπί γραφῆς εἰκόνα τοῦ πάθους καί οὐκ ἀδακρυτί τήν θέαν παρῆλθον, ἐναργῶς τῆς τέχνης ὑπ᾿ ὄψιν ἀγούσης τήν ἱστορίαν».13

Εἶναι ἐπίσης σημαντικό νά δοῦμε τήν συμπερασματική γνώμη τοῦ ἁγίου Νεκταρίου σχετικά μέ τήν ἀποκατάσταση τῶν ἁγίων Εἰκόνων ἀπό τήν Ἁγία Ζ΄Οἰκουμενική Σύνοδο. Γράφει ὁ Ἅγιος: «Σπουδαία καί ἀναγκαία ἦτο καί ἡ ἐβδόμη Οἰκουμενική Ἁγία Σύνοδος, διότι ἀπέδωκε τῇ Ἐκκλησία τον κόσμον αὐτῆς (σ.σ. τό κόσμημα, τίς ἅγιες Εἰκόνες), ὥρισε τόν χαρακτῆρα τῆς ὀφειλομένης προς τάς σεπτάς ἁγίας εἰκόνας τιμῆς, καί εἰρήνευσε τήν Ἐκκλησίαν, ἐπί αἰῶνα διατηρηθεῖσαν. Διά τῆς τῶν εἰκόνων ἀναστηλώσεως, καταπολεμήθη νεωτερισμός τις ὅλως ξένος τῇ Ἐκκλησίᾳ τοῦ Χριστοῦ καί φρόνημα ἐσφαλμένον, ὑπονομεῦον τήν τῆς Ἐκκλησίας Ὀρθοδοξίαν».14

Ἐρωτοῦμε, θά ἔγραφε ἔτσι ποτέ ἕνας εἰκονομάχος, ὅπως τόλμησαν τά πάντολμα καί ἀναιδῆ στόματα τῶν ἁγιομάχων νά παρουσιάσουν τόν σφόδρα εἰκονόφιλο Ἅγιο τῆς Αἰγίνης;; Αὐτά προξενεῖ ἡ ἔλλειψη θεολογικῆς παιδείας ὅταν συνδιάζεται καί με τήν κακή πρόθεση15…

Ὡστόσο, εἶναι ἀπαραίτητο νά ἀναφερθεῖ γιά τήν ἱστορία, ὅτι πέραν τῶν ὀλιγοστῶν ἐσφαλμένων διατυπώσεων τοῦ Ἁγίου τῆς Αἰγίνης, γιά τίς ὁποίες ἰσχύει ὅτι καί γιά ὅλους τούς ἄλλους Ἁγίους πού ἔσφαλαν, ὅπως τό εἶδαμε στήν καταγραφή τοῦ φρονήματος τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τόν Μ. Φώτιο, ὑπῆρξαν καί σκόπιμη πολεμική κατά τοῦ ἁγίου Νεκταρίου. Τά κείμενά του ὑπέστησαν ἀλλοιώσεις καί κολοβώσεις, παραχαράξεις καί προκρούστειες ἀφαιρέσεις, ὥστε νά ἐξαχθεῖ τό συμπέρασμα ὅτι ὁ Ἅγιος συνέγραψε πολλά κακόδοξα καί ἀντιεκκλησιαστικά καί ὅτι ὑπῆρξε και…φιλοπαπικός!. Μία μόνο περίπτωση διαστροφῆς ἀναφέρουμε ἐνδεικτικά ἀπό τίς πολλές, αὐτήν ὅπου ὁ Ἅγιος στό βιβλίο του «Περί τῶν αἰτιῶν τοῦ σχίσματος» ἀναφέρεται ὡς ἱστορικός στόν Πατριάρχη Μιχαήλ τόν Κηρουλάριο. Παραθέτει δέ γνώμες τῶν πρό αὐτοῦ συγγραφέων (καί εἶναι ὑποχρεωμένος νά τό πράξει, ἀφοῦ γράφει ἱστορία) τίς ὁποίες καί ἀξιολογεῖ. Γράφει, λοιπόν, ὁ ἅγιος Νεκτάριος, στό κεφάλαιο «Χαρακτῆρ τοῦ Πατριάρχου Μιχαήλ Κηρουλαρίου», παραπέμποντας στόν Κ. Παπαρηγόπουλο: «Ὁ Πατριάρχης Μιχαήλ, ἱστορεῖ ὁ Παπαρηγόπουλος, ἦτο ἄνθρωπος ὀξύς, πολυπράγμων, φίλαρχος και φιλόδοξος». Ἀπό τό ἀνωτέρω ἀπόσπασμα, ἐξηφανίσθη τεχνηέντως ἀπό τούς ἐπικριτάς τοῦ ἁγίου Νεκταρίου ἡ ὑπογραμμισμένη φράση: «ὅπως ἱστορεῖ ὁ Παπαρηγόπουλος», με ἀποτέλεσμα νά ἐξαχθεῖ τό συμπέρασμα ὅτι οἱ ταπεινωτικοί χαρακτηρισμοί πρός τόν Πατριάρχη Μιχαήλ εἶναι τοῦ ἁγίου Νεκταρίου, ένῶ εἶναι τοῦ Κ. Παπαρηγοπούλου! Καί πόσα ἄλλα παρόμοια ὑπάρχουν!16... Ἰδού οἱ «ἔντιμες» μέθοδοι τῶν κατηγόρων τοῦ Ἁγίου τῆς ἐποχῆς μας…

Ἀλλά ἄς προχωρήσουμε στό δεύτερο ἐπιχείρημα τῶν λεγομένων (ὅπως ἐπικράτησε) «ἀντινεκταριανῶν».

ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑ ΔΕΥΤΕΡΟ

Η «ΑΓΙΟΠΟΙΗΣΗ» ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΘΗΝΑΓΟΡΑ

Τό Πατερικῶς ἀβάσιμον τοῦ ἐν λόγῳ ἐπιχειρήματος μαρτυρεῖ ὁ πατερικῶς καί ὁ ὀρθοδόξως ἀδόκιμος ὅρος «ἁγιοποίηση»17, τόν ὁποῖο χρησιμοποιοῦν ὅσοι δέν γνωρίζουν τά ἁγιολογική κριτήρια τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ.

Δέν ὑπάρχει στήν Ὀρθοδοξία ἁγιοποίηση! Ἀντίθετα, αὐτό ὑπάρχει στόν παπισμό. Στήν καθ᾿ ἡμᾶς Ἀνατολή, ὅπου ἡ Χάρις καί ἡ ἀλήθεια ἐν Χριστῷ, ἁγιοποιεῖ μόνον ὁ Θεός! Ἡ ἀνάδειξη ἀπό θεσμικά ἐκκλησιαστικά ὄργανα ἑνός Ἁγίου ἔχει χαρακτῆρα διαπιστωτικό καί ἐξαγγελτικό, ὄχι άποφασιστικό! Ὁ Θεός ἀναδεικνύει τούς Ἁγίους καί τα θεσμικά ὄργανα (τό Πατριαρχεῖο ἤ ἡ Σύνοδος) διαπιστώνουν, ἐξαγγέλουν καί προβάλλουν τόν ἤδη ἀνακηρυχθέντα ὑπό Θεοῦ Ἅγιο. Δέν ὑπάρχει, ὀρθοδόξως, «ἀνακήρυξη» τῆς ἁγιότητος, ἀλλά ὑπάρχει «διαπίστωση» καί «διακήρυξη». Καί αὐτό γίνεται θεσμικά τούς τελευταίους αἰῶνες. Παλαιοί μεγάλοι Ἅγιοι καί ἐπιφανεῖς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, (Καππαδόκες κ.ἄ.) δέν διεκηρύχθησαν μέ πράξεις πατριαρχικές, ἤ συνοδικές. Τήν παλαιά ἐποχή γινόταν ἡ ἀναγνώριση τῶν Ἁγίων σέ τοπικό ἐπίπεδο, ἀπό τόν λαό18. Πολύ ἀργότερα ἐμφανίστηκε το φαινόμενο τῆς διακηρύξεως τῶν Ἀγίων μέ πράξεις πατριαρχικές. Ὁ καθηγητής Δ. Τσάμης γράφει σχετικά: «Στήν πρωτοχριστιανική Ἐκκλησία δέν χρειαζόταν κάποια ἐκκλησιαστική διαδικασία γιά τήν καθολική ἀναγνώριση τῶν ἁγίων καί ὁ λαός με δική του πρωτοβουλία προέβαινε στήν ἀναγνώριση τοῦ ἁγίου καί στήν ἀπόδωση τιμῆς πρός αὐτόν. Στούς ἑπόμενους αἰῶνες τό καθεστώς αὐτό σε γεννικές γραμμές διατηρεῖται, λαμβάνεται ὅμως ὑπόψη γιά τήν ἀνακήρυξη τοῦ ἁγίου ἀπό τήν ἐκκλησιαστική ἀρχή τό ὀρθόδοξο φρόνημα, ὁ μαρτυρικός ἤ ἅγιος βίος καί ἡ τέλεση θαυμάτων» .19

Ἀπό τόν 14ο αἰῶνα παρουσιάζεται μιά διαφορετικότητα στόν τρόπο διακηρύξεως τῶν Ἁγίων. Τρεῖς Ἅγιοι κατά τήν ἐποχή αὐτή, ὁ Ἀθανάσιος, πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ὁ Α΄, κάποιος Ἅγιος ὀνόματι Μελέτιος καί ὁ μεγάλος Θεολόγος πατήρ, Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ἀνακηρύσσονται ἐπίσημα μέ εἰδική διαδικασία. Γιά τόν ἅγιο Γρηγόριο εἰδικά, ὑπάρχει καί ἡ σχετική πράξη τοῦ πατριάρχου Φιλοθέου τοῦ Κοκκίνου, τοῦ καί βιογράφου του. Ὅμως ἡ διαδικασία αὐτή εἶχε τοπικό χαρακτῆρα ὅπως ὁ ἴδιος ὁ ἅγιος Φιλόθεος τονίζει. Καί σημειώνει ὅτι δέν εἶναι ἀπαραίτητες αὐτές οἱ συνοδικές πράξεις προκειμένου νά τιμηθεῖ κάποιος ὡς Ἅγιος, ὅταν τόν ἔχει ἀναδείξει ὁ Ἴδιος ὁ Θεός.20 Τελικά, στά χρόνια μας αὐτή ἡ πρακτική τῆς πανηγυρικῆς διακηρύξεως τῆς Ἁγιότητος προσώπων κατέστη ἔθος. Δέν εἶναι κακό, ὅταν γίνεται μέ θεολογικά κριτήρια, ἀλλά δέν εἶναι καί τό πᾶν, ἀφοῦ τούς Ἁγίους τούς άναδεικνύει ἀποκλειτικά ὁ Παράκλητος, τό Ἅγιο Πνεῦμα τούς ὁποίους ἁγίασε διά τῆς ἀκτίστου Χάριτός Του. Τά ἐκκλησιαστικά ὄργανα δέν ἁγιοποιοῦν, ὅπως προελέχθη, ἀλλ᾿ ἁπλῶς διαπιστώνουν, ἐξαγγέλουν καί δημοσιοποιοῦν τόν ἤδη ἀναδειχθέντα διά σημείων ἐκ Θεοῦ, Ἅγιο.
Ἑπομένως, δέν ἐξαρτᾶται καθόλου ἀπό τήν ἐκκλησιαστική καί πνευματική ποιότητα ἑνός Πατριάρχουν ἡ «διακήρυξη» τῆς ἁγιότητος. Ὁ οἱοσδήποτε Ἅγιος, μέ τήν συνοδική πράξη «ἀναδείξεως» δέν προάγεται! Δέν γίνεται ἁγιότερος, ἤ ὁσιότερος! Μένει τόσο Ἅγιος, ὅσο τόν ἀνέδειξε ὁ Πανάγιος Θεός.

Καί γιά νά ἔρθουμε στήν συγκεκριμένη αἰτίαση τῶν ἀμφισβητιῶν, ὁ Ἀθηναγόρας δέν προσέθεσε τίποτα στήν Ἁγιότητα τοῦ ὁσίου Νεκταρίου Αἰγίνης μέ τήν ἐκδοθεῖσα πατριαρχική πράξη ἀναγνωρίσεως τοῦ 1961, ὅπως δέν προσέθεσε τίποτα καί στούς ἁγίους Νικόδημο Ἁγιορείτη21 καί Κοσμᾶ Αἰτωλό22, μέ τήν ἴδια διαδικασία καί τίς πράξεις τῶν ἐτῶν 1955 καί 1961 ἀντίστοιχα. Δέν τούς ἔκανε Ἁγίους ὁ Ἀθηναγόρας ἀλλά ὁ Θεός! Εἶναι τόσο δύσκολο νά τό κατανοήσουν οἱ ἐλαχιστότατοι ἐν Ἑλλάδι «ἀντινεκταρινοί»;

ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑ ΤΡΙΤΟ

ΤΟ ΣΥΝΤΟΜΟ ΔΙΑΣΤΗΜΑ ΜΕΤΑΞΥ ΘΑΝΑΤΟΥ ΚΑΙ ΑΓΙΟΚΑΤΑΤΑΞΕΩΣ

«Γιατί ἔγινε τόσο σύντομα ἡ ἁγιοκατάταξη τοῦ ἐπισκόπου Πενταπόλεως Νεκταρίου, μόλις 40 ἔτη ἀπό τῆς κοιμήσεώς του; Δέν θά ἔπρεπε νά παρέλθουν 100 χρόνια»;

Αὐτή ἡ αἰτίαση, ὅπως καί οἱ προηγούμενες, δέν ἔχει ἔρεισμα Πατερικό. Ἡ ἄποψη αὐτή, οὔτε ἀπό τήν παράδοση μαρτυρεῖται23, οὔτε ὑπάρχει σχετικός Κανόνας Οἰκουμενικῆς ἤ τοπικῆς Συνόδου στήν Ὀρθοδοξία, πού νά καθορίζει ὥστε ἡ ἁγιοκατάταξη νά λαμβάνει χώρα ὁπωσδήποτε μετά ἀπό 100 χρόνια ἀπό τῆς κοιμήσεως τοῦ προσώπου τό ὁποῖο ἀναδυκνύεται. Καί ἐπειδή ἀκριβῶς δέν ὑπάρχει τέτοια δέσμευση, βλέπουμε Ἁγίους νά διακηρρύσονται πολύ νωρίτερα τῶν 100 ἐτῶν, λόγῳ θεοσημείων κλπ. καί εἶναι αὐτοί ἀρκετοί, ὅπως γνωρίζουμε ἀπό τήν ἐκκλησιασική Ἱστορία. Τρανό παράδειγμα ἡ περίπτωση τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, λόγῳ θαυμάτων καί τῆς ὑψηλῆς θεολογίας του. Ἡ διακήρυξη τῆς ἁγιότητός του ἔγινε μετά μόλις ἐννέα ἔτη ἄπό τῆς κοιμήσεώς του (1358)! Ὁ ὑπογράφων τήν πράξη διακηρύξεως τοῦ θεοφόρου καί θεόπτου Παλαμᾶ, ἅγιος Φιλόθεος ὁ Κόκκινος, ἀναφέρει μεταξύ ἄλλων:

«τιμῶ τοῦτον ὡς ἅγιον ἀπό τῶν θαυμάτων αὐτοῦ, ἅ μετά τήν ἐνθένδε πρός Θεόν ἐκδημίαν εἰργάσατο, ἰαμάτων πηγήν τόν ἴδιον ἀναδείξας τάφον».24

Ἀλλά τό ἴδιο δέν ἰσχύει καί γιά τόν ἅγιο Νεκτάριο; Δέν ἀνεδείχθη ὁ τάφος του πηγή ἰαμάτων; Δέν πραγματοποιοῦνται τόσα θαύματα παγκοσμίως στό ὄνομα τοῦ λαοφιλοῦς Ἁγίου, δεῖγμα τῶν σημάντρων τοῦ ἐπ᾿ αὐτοῦ ἐκχεομένου θείου ἐλέους καί Χάριτος; Δέν τά πληροφοροῦνται οἱ ἀμφισβητοῦντες; Γιά κάθε καλοπροαίρετο λοιπόν δέν ὑπάρχει οὔτε «ψιλός λογισμός» ἀντιθέσεως εἰς ὅσα ὁ Παράκλητος διά τῆς ἀκτίστου Ἐνεργείας Του νεύει ἀρρήτως καί ἐπιτελεῖ ἀλαθήτως! Ὅταν ὁ Θεός ἀποφασίζει, τίς ὁ ἀντιτασσόμενος;…

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

Ἔχουμε ἀνάγκη ἀπό τίς πρεσβείες καί ἱκεσίες τῶν Ἁγίων μας. Ἄν ἕνας Μέγας, οὐρανοφάντωρ Βασίλειος ἔγραφε σέ μιά ἐπιστολή του περί τῶν Ἁγίων ὅτι «τούτους ἐπικαλοῦμαι, τοῦ δι᾿ αὐτῶν, ἤγουν διά μεσιτείας αὐτῶν ἱλεών μοι γενέσθαι τόν φιλάνθρωπον Θεόν καί λύτρον μοι τῶν πταισμάτων γενέσθαι με καί δοθῆναι»25, τί θά πρέπει νά ποῦμε ἐμεῖς καί πόσο δέν θά πρέπει νά προστρέχουμε στούς Ἁγίους μας εὐλαβικῶς καί ἱκετευτικῶς; Ἡ ἀπόρριψη ἑνός Ἀγίου εἶναι πράξη στρεφομένη κατά τοῦ χαριτώσαντος αὐτόν Ἁγίου Πνεύματος καί αὐτή ἡ ἐνέργεια, ὅταν γίνεται ἐγνωσμένως, ἐπισύρει τίς ἐξαγγελόμενες εὐαγγελικῶς αἰώνιες συνέπειες…

Ὁ Πανάγιος Θεός, ὁ «ἐνδοξαζόμενος ἐν τοῖς Ἁγίοις αὐτοῦ» κίνησε τήν γραφίδα ἑνός Ἁγίου Πατριάρχουν τῆς Ἁγίας Πόλεως τῶν Ἱεροσολύμων, τοῦ Νεκταρίου, τόν 17ο αἰῶνα, ὥστε νά καταγράψει σέ λίγες γραμμές τά κριτήρια ἀναδείξεως τῶν Ἁγίων, σύμφωνα μέ τήν ἁγιοπνευματική ἐμπειρία τῆς ὀρθοδόξου Ἀνατολῆς: «Τρία θεωροῦνται μαρτυροῦντα τήν ἀληθῆ ἐν ἀνθρώποις ἁγιότητα· πρῶτον ὀρθοδοξία ἄμωμος· ἀρετῶν κατόρθωσις ἁπασῶν, ἐν αἷς ἕπεται, ἡ περί τήν πίστιν μέχρις αἵματος πρός τήν ἁμαρτίαν ἀντικατάστασις καί, τέλος, ἡ παρά Θεοῦ ἐπίδειξις σημείων ὑπερφυῶν καί θαυμάτων. Τό πρῶτον ἐστι καί εἰς σωτηρίαν ἀναγκαιότατον. Τό δεύτερον εἰς ἁγιωσύνης χαρακτῆρα. Ἀλλά καί τό τρίτον ἀναγκαιότατον καὐτόν εἰς ἀπόδειξιν».26

Ὅλες τίς ἀνωτέρω προϋποθέσεις, πλήν τοῦ μαρτυρίου, πληροῦσε ἡ ἁγιασμένη βιοτή τοῦ Ὀσίου τῆς Αἰγίνης Νεκταρίου, ὁ ὁποῖος με τα χαριτόβρυτα λείψανά του (σημεῖα θεώσεως) κοσμεῖ τή Νῆσο καί τήν Ἐκκλησία καί παρηγορεῖ τους πιστούς, μαζί μέ τόν ἄλλον Ὅσιο Πατέρα τῆς Αἰγίνης ἐκ τῶν νεωτέρων, τόν μακάριο Γέροντα Ἱερώνυμο τόν ἐκ Καρβάλης(+1966), ὁ ὁποῖος τιμοῦσε ὑπερβαλλόντως τόν πρό αὐτοῦ ἅγιο Νεκτάριο27. Ἑπομένως πέφτει στό κενό κάθε προσπάθεια ἀμαυρώσεως τῆς ἱερᾶς μνήμης καί τῆς πανιέρου προσωπικότητός του, καί ὅποιος ἐπιχειρεῖ κάτι τέτοιο, δηλαδή τήν καταφορά ἐναντίον τῶν ὑπό Θεοῦ ἀναδειχθέντων Ἁγίων, μιμεῖται τόν ἀναιδῆ Χάμ καί «καθ᾿ ἑαυτοῦ τό ὄνειδος περιτρέπει», δηλαδή τόν ἑαυτό του ἀτιμάζει, ὅπως παρατηρεῖ ὁ Μ. Φώτιος στήν περισπούδαστη ἐπιστολή, στήν ὁποία κατά τήν διαπραγμάτευση τοῦ ζητήματός μας ἀναφερθήκαμε ἀναλυτικῶς.28

____________________________________________________________
1 Βλ. Συνοδικόν τῆς Ὀρθοδοξίας.
2 Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, Ἐπιτάφιος εἰς τόν Μέγαν Βασίλειον, ΚΗ΄, MPG. 36, 533.
3 Τήν συγγραφή τῆς περιφήμου αὐτῆς ἐπιστολῆς τό ἔτος 880 μ.Χ, ἀμέσως μετά τήν μεγάλη Σύνοδο πού ἔχει ἀποκληθεῖ ὡς Ὀγδόη Οἰκουμενική, προκάλεσε ἐπιστολή τοῦ ἐπισκόπου Ἀκυηΐας Ἰωάννου πρός τόν Μ. Φώτιο. Ὁ ζηλωτής ἐπίσκοπος Ἰωάννης διαμαρτυρήθηκε στόν Μ. Φώτιο ὅτι οἱ παπικοί ἔχουν ἀποθρασυνθεῖ καί στήν προσπάθειά τους νά στηρίξουν τήν πλάνη τους καί τήν ἄθεσμη προσθήκη («καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ») πού ἔκαναν στό Σύμβολο τῆς Πίστεως (τό γνωστό Filiogve), αἰτιῶνται κάποιους δικούς μας Πατέρες καί ἐπιφανεῖς θεολόγους, στῶν ὁποίων τά κείμενα ἐμπεριέχεται ἡ ἐν λόγῳ κακόδοξη διδασκαλία. Ἀναφέρουν μάλιστα, λέγει, ὀνομαστικά τόν ἱερό Αὐγουστίνο, τόν ἅγιο Ἀμβρόσιο Μεδιολάνων, τόν Εἰρηναῖο ἐπίσκοπο Λουγδούνου, τόν Ὅσιο Ἱερώνυμο κ.ἄ. Αὐτή, λοιπόν, ἡ αἰτία καί ἡ ἀφορμή ὁδήγησε τόν Μ. Φώτιο στή συγγραφή αὐτῆς τῆς περισπούδαστης πραγματείας, μέσα στήν ὁποία καταγράφεται καί δηλοποιεῖται τό πνεῦμα τῆς Ἐκκλησίας καί ἡ ἀντιμετώπιση τέτοιων περιπτώσεων.
4 Μ. Φωτίου, Ἐπιστολή ΚΔ΄ Πρός Ἰωάννην Ἀκυληΐας, Τόμος Χαρᾶς, Δοσιθέου Ἱεροσολύμων, ἔκδ. Ρηγοπούλου, σελ. 252.
5 Μ. Φωτίου, Ἐπιστολή ΚΔ΄, MPG. 102, 809 Β.
6 ὅπου π. 816, Β.
7ὅπου π., Ἐπιστολή ΚΔ΄, Τ. Χαρᾶς, σελ. 252
8 ὅπου π. σελ. 251.
9 Αὐτός εἶναι ὁ λόγος γιά τόν ὁποῖο ὁ μεγάλος φιλόσοφος καί θεολόγος Βικέντιος Δαμοδός (18ος αἰ.), ἐπισημαίνει μέν τίς θεολογικές ἀποκλίσεις τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου, ὅπως, τό «Filiogve» καί τήν περί ἀπολύτου προορισμοῦ θεωρία («Praedestinatio»), ἀλλά διασαφηνίζει κατηγορηματικά ὅτι δέν ἦταν αἱρετικός ὁ Αὐγουστίνος, ἐπειδή ἀκριβῶς δέν φιλονίκησε μέ τήν Ἐκκλησία, ἀλλ᾿ ἁπλῶς νόμισε ὅτι αὐτά πού ἔγραφε ἀποτελοῦσαν φρόνημά της. «Οὐ διά τοῦτο ἦν αἱρετικός ὁ Αὐγουστῖνος, διότι οὐκ εἶπεν ἐκεῖνα ἀντιμαχόμενος τῇ Καθολικῇ Ἐκκλησία, ἀλλ᾿ ἐνόμισεν ὅτι τοῦτο ἐστι τό δόγμα τῆς Ἐκκλησίας, περί τοῦ ὁποίου οὐ γέγονε πρότερον ζήτημα καί φανερά ἀναίρεσις». Βλ. «Θεία καί Ἱερά Διδασκαλία» (Δογματική Θεολογία), πρωτοπρ. Γ. Μεταλληνοῦ, Παράδοση καί Ἀλλοτρίωση, Ἀθήνα 2001 (5), σελ. 57. Τό αὐτό ἰσχύει καί γιά τό ἄγιο Νεκτάριο πού δέν ἐπέμεινε στά λάθη του, συμπεριφερόμενος ἐριστικῶς πρός τήν Ἐκκλησία. Ἰσχύει ἐπίσης καί γιά τόν ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης, ὁ ὁποῖος παρέλαβε «ἀπεριέργως» ἀπό τήν διδασκαλία τοῦ Ὠριγένους τό περί ἀποκαταστάσεως φρόνημα καί τό διετύπωσε στά δικά του συγγράμματα, ὅπως ἐπίσης ἔγραψε καί περί προσωρινότητος τοῦ κακοῦ (Βλ. Βαρσανουφίου και Ἰωάννου Ἐρωταποκρίσεις, ΕΠΕ, Φιλοκαλία τῶν Νηπτικῶν καί Ἀσκητικῶν, 10 Γ΄, ἐρώτ. 604, σελ. 154 κ.ἑ καί ΕΠΕ, 1, 152, Περί κατασκευῆς τοῦ ἀνθρώπου). Ἐντούτοις ἡ Ἁγία ΣΤ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος τόν ἀποκαλεῖ «Πατέρα Πατέρων», παρασιωπώντας τίς συγγραφικές ἀστοχίες του, ἐπειδή ἀκριβῶς δέν φιλονίκησε μέ τήν Ἐκκλησία. Βλέπουμε, λοιπόν, ὅτι οἱ Ἅγιοι Πατέρες τῶν Συνόδων δέν ἔχουν τήν λογική κάποιων σημερινῶν…
10 Οἱ ἐλαχιστότατες καταδίκες ἐκκλησιαστικῶν συγγραμμάτων μετά θάνατον, ὅπως αὐτή τοῦ Ὠριγένους (240 ἔτη μετά τήν κοίμησή του), ἤ τοῦ Θεοδώρου Μοψουεστίας (428 μ.Χ.) ὁ ὁποῖος μάλιστα ἔθεσε τίς βάσεις τοῦ Νεστοριανισμοῦ (καί γι᾿ αὐτό προβλήθηκαν τά συγγράμματά του ἀπό τόν ἴδιο τόν Νεστόριο ὡς δόγμα πίστεως), ἔγιναν ἀπό τήν Ἐκκλησία γιά λόγους ποιμαντικούς. Τά κείμενα τῶν συγκεκριμένων προσώπων ἔγιναν αἰτία παρεκκλίσεως, παραπλανήσεως καί παραπτώσεως ἀνθρώπων ἀπό τήν ὀρθή πίστη καί ὅπου ὑπάρχει τέτοιος κίνδυνος ἀπωλείας ψυχῶν, ἐκεῖ ἡ Ἐκκλησία ἐπεμβαίνει ποιμαντικῶς γιά νά προστατέψει τούς πιστούς ἀπό τήν κακοδοξία. Σχετικά μέ αὐτή τή θέση, βλ. Στ. Παπαδοπούλου, Πατρολογία Γ΄, Ἀθήνα 2010, σελ. 337.
11 ὅπου π. Ἐπιστολή Μ. Φωτίου, Τόμος Χαρᾶς, σελ. 252.
12 Τόν πολυγραφώτατο ἐπίσκοπο Ἱππῶνος Αὐγουστίνο, παρά τίς θεολογικές ἀστοχίες του (λόγῳ ἀγνοίας τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης καί τῆς θεολογίας τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, εἰδικώτερα τῶν Καππαδοκῶν Πατέρων), τιμᾶ ὡς Ἅγιο ἡ Ὀρθόδοξη Έκκλησία μας, μάλιστα δέ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς τόν χαρακτηρίζει «σοφόν καί Ἀποστολικόν ἄνδρα». Εἶναι δέ γνωστή στούς μελετητές ἡ ταύτιση τοῦ θεοφόρου Παλαμᾶ μέ τόν Αὐγουστίνο σέ μία ψυχολογικῆς φύσεως ἑμηνεία τοῦ τελευταίου γιά τή σχέση τῶν προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος καί μάλιστα γιά τή θεώρηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὡς τῆς μεταξύ τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ ἀγάπης («ἔρως ἀπόρρητος»), μέ παράλληλες φράσεις. (βλ. ἄρθρο Γ. Μαρτζέλου, Ἡ Θεολογική σχολή τῆς Θεσσαλονίκης καί ὁ ἱερός Αὐγουστῖνος). Ὁ δέ Ὅσιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης καταχωρίζει τόν Αὐγουστίνο στόν ἐκδοθέντα ἐν ἔτει 1819 Συναξαριστή του. Τόν ἀποκαλεῖ μάλιστα «ἅγιο», «θεῖο», «ἱερό» καί «μακάριο».
13 Βλ. Ἁγίου Νεκταρίου, Περί τῶν ἁγίων εἰκόνων, ἐκδ. Ρηγοπούλου,σελ. 233
14 ὅπου π. σελ. 291.
15 Ἡ ἀναφορά κάποιων - πρός κάλυψιν τῆς ἁγιομαχίας των - σέ συγκεκριμένο πεπαιδευμένο ἱεράρχη τῆς δεκαετίας τοῦ 1970 ὁ ὁποῖος, ὅπως λέγεται, δέν τιμοῦσε τόν ἅγιο Νεκτάριο, δέν πείθει τόν λογικῶς σκεπτόμενο καί ἔχοντα γνώση Ὀρθόδοξο Χριστιανό, οὔτε ἀποτελεῖ παράδειγμα πρός μίμησιν. Καί τοῦτο κατά πρῶτο λόγο διότι, ὅπως εἴπαμε καί πεπαιδευμένοι μέσα στην ἱστορία ἔσφαλαν, άκόμη καί Ἅγιοι. Γνωρίζουμε ὅλοι τήν περίπτωση τοῦ ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, ὁ ὁποῖος γιά πολλά ἔτη δέν ἀνεγνώριζε τήν ἁγιότητα τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου. Κατά δεύτερο λόγο, ἡ παραπλάνηση πολλῶν σέ διάφορα ζητήματα τότε, ὀφείλετο στήν παραπληροφόρηση, λόγῳ ἐποχῆς, μέ ὅτι αὐτό σημαίνει, κυρίως τήν ὕπαρξη διαφόρων ρευμάτων καί τάσεων θεολογικῶν. Πολλές φορές δέν πταίουν οἱ ἄνθρωποι, ἀλλά οἱ ἐποχές, ὅπως εἶχε παρατηρήσει εὐστόχως ὁ πολυγραφότατος, ἱστοριοδίφης καί Μέγας Χαρτοφύλαξ τοῦ Πατριαρχείου, Μανουήλ Γεδεών. Κυρίως ὅμως ἡ ἐλλιπής θεολογική ἐνημέρωση δημιουργεῖ τήν ἐλλιπῆ θεολογική συγκρότηση. Μή λησμονοῦμε ὅτι τήν δεκαετία τοῦ ΄70, οὔτε ἐκδόσεις ὅλων τῶν Πατερικῶν κειμένων ὑπῆρχαν, οὔτε ἡ Πατρολογία τοῦ Migne ἦταν εὑρύτατα διαδεδομένη στήν Ἑλλάδα, οὔτε ἡ εὐκολία προσεγγίσεως τῶν πηγῶν μποροῦσε νά ἐξασφαλιστεῖ στόν καλοπροαίρετο ἐρευνητή. Σήμερα ὅμως εἶναι ὅλα λυμένα Χάριτι Θεοῦ καί δέν δικαιολογοῦνται λάθη θεολογικά...
16 Βλ. ἱερομ, Θεοδωρήτου, Ἀποκαλυπτήρια μιᾶς ἁγιομάχου μοναχῆς, Ἀθῆναι 1976, ὅπου παρουσιάζονται ὅλες οἱ ἀλχημεῖες καί κακοποιήσεις τῶν κειμένων τοῦ Ἁγίου.
17 Ὁ ὅρος «ἁγιοποίηση» προϋποθέτει δικανική διαδικασία ἡ ὁποία λμβάνει χώρα μόνο στόν παπισμό ὅπου ὁ ποντίφηκας «ἁγιοιποιεῖ» ὅσους θέλει μέ μία διαδικασία τήν ὁποία θεωροῦμε περιτό νά ἀναφέρουμε. Ἀπό πλευρᾶς ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τόν ὅρο «ἁγιοποίηση» υἱοθέτησαν ὁ Κ. Ράλλης («Περί τῆς τῶν ἁγίων ἀνακηρύξεως»), βλ. Ἐκατονταετηρίς Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, Ἀθήνα 1938, σελ. 305 -316) καί ὁ Μέγας Χαρτοφύλαξ τοῦ Πατριαρχείου Κων/πόλεως, Μανουήλ Γεδεών, στό γνωστό ἔργο του «Ἁγιοποιήσεις», Θεσσαλονίκη 1984.
18 Εἰδικά οἱ Μάρτυρες ἀνεγνωρίζοντο ἀμέσως μετά τήν κοίμησή τους, ὅπως εἶναι γνωστό.
19 Βλ. Δ. Τσάμη, Ἁγιολογία τῆς ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, ἐκδ. Πουρναρᾶ , Θεσσαλονίκη 1999, σελ. 128.
20 ὅπου π. σελ. 129.
21«Θεσπίζομεν συνοδικῶς, ὅπως ἀπό τοῦ νῦν…ὁ Νικόδημος Ἁγιορείτης συναριθμῆται τοῖς ὁσίοις καί ἁγίοις τῆς Ἐκκλησίας». Ὀρθοδοξία, 30, (1955), 391.
22 «…Διό θεσπίζομεν… Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός συναριθμῆται τοῖς ἁγίοις». Ἐκκλησία, 38, 191, 255 -256. Συναφής ἐννοιολογικά εἶναι και διατύπωση «καταλέγεται», τήν ὁποία χρησιμοποίησε ὁ Κύριλλος Λούκαρις (16221 -1638), γιά τόν ἅγιο Γεράσιμο Κεφαληνίας, γιά τόν ὁποῖο ὅρισε: «ἐν ἀριθμῷ τῶν ὁσίων καί ἁγίων ἀνδρῶν καταλέγοιτο ἀπό τοῦ νῦν καί εἰς τό ἑξῆς». βλ. Στ. Παπαδοπούλου, Διακήρυξη Ἀγιότητας Ἁγίου, Πρακτικά συνεδρίου Ἐκκλ. Ἑλλάδος, Ὁ Ἅγιος καί ὁ Μάρτυς στήν Ἐκκλησία, σελ. 173 -174.
23 Δ. Τσάμη, Ἁγιολογία, σελ. 136.
24 MPG. 151, 711 Β.
25 Μ. Βασιλείου Ἐπιστολή 360, MPG. 32, 1100 Β.
26 «Πρός τάς προσκομισθείσας θέσεις…», Ἰάσιον 1682, σελ. 209 ἑ., 209, ἑ. Βλ. Π. Πάσχου, Ἅγιοι, οἱ φίλοι τοῦ Θεοῦ,ἐκδ. Ἁρμός (3), σελ. 128. Πρβλ. πρωτ. Μεταλληνοῦ, Λόγος ὡς ἀντίλογος, ἐκδ. Ἁρμός, σελ. 54.
27 Στή γνωστές μονογραφίες τῶν, Πέτρου Μπότση καί Σωτηρίας Νούση περί τοῦ Γέροντος Ἱερωνύμου τῆς Αἰγίνης ἀναφέρεται καί μία προφητεία πλήρως ἐπαληθευομένη, σχετικά μέ τούς κατηγόρους τοῦ ἁγίου Νεκταρίου. Συγκεκριμένα, ὁ π. Ἱερώνυμος, ἕνα χρόνο πρό τῆς ὁσίας κοιμήσεώς του, συζητώντας μέ συγκεκριμένο πνευματικό του παιδί, τήν Νίκη Τούντα ἐκ Λαρίσης, εἶπε τά ἑξῆς: «Πρόσεξε κόρη, μετά ἀπό μερικά χρόνια ἀπό τόν θάνατό μου θά βγεῖ μιά μοναχή, ἡ ὁποῖα θά ἔχει πολλά χρήματα καί ἀφοῦ πλανηθεῖ, θά γράψει βιβλία ἐναντίον τοῦ ἁγίου Νεκταρίου καί θά πλανήσει ἀρκετούς. Ἐσύ νά μήν τά πιστέψεις καί νά τιμᾶς τόν ἅγιο Νεκτάριο». Ἡ προφητεία πλήρως ἔχει πραγματοποιηθεῖ, ἀφοῦ ὁ μέν Γέρων Ἱερώνυμος ἐκοιμήθη τό 1966, ἡ δέ μοναχή Μαγδαληνή, ἡγουμένη τῆς Ἱ. Μονῆς Ἀναλήψεως Κοζάνης τό 1974 συνέγραψε τό πρῶτο της βιβλίο ἐναντίον τοῦ ἁγίου Νεκταρίου…
28 Ἐπιστολή ΚΔ΄ Μ. Φωτίου: «ὁ τολμῶν ὑβρίζειν τόν ἔξω τούτων καθεστῶτα πασῶν τῶν περιστάσεων, οὐ κατ᾿ ἐκείνου μᾶλλον ἤ καθ᾿ ἑαυτοῦ περιτρέπει τόν ὄνειδον».


0 Comments

Η ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΑΓΓΕΛΩΝ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΜΑΣ

11/20/2014

0 Comments

 
Γράφει ο π. Νικηφόρος Νάσσος, εφημέριος του Ιερού Ναού Τιμίου Προδρόμου Βόλου
Picture
«Ἀγγέλων τήν μέν εἰς τό εἶναι πάροδον ὁ δημιουργός Λόγος ὁ ποιητής τῶν ὅλων παρείχετο. Τόν ἁγιασμόν δέ αὐτοῖς, τό Πνεῦμα τό Ἅγιον συνεπέφερεν».1

Ὅλοι ἔχουμε ἀκούσει ἀπό τή μικρή μας ἡλικία περί τῶν ἁγίων ἀγγέλων, εἴτε ἀπό κάποια διήγηση ἑνός θαυμαστοῦ γεγονότος πού εἶχε σχέση μέ ἐμφάνιση νοερῶν δυνάμεων, εἴτε ἀπό ὁμιλίες πού ἀναφέρονταν στόν κόσμο τῶν ἀσωμάτων, εἴτε συμμετέχοντας στίς λατρευτικές προσευχές τῆς Ἐκκλησίας, ὅπου φανερώνεται ἡ εὐεργεσία τοῦ Θεοῦ καί διά τῶν προστατῶν ἀγγέλων, ὅπως τό βλέπουμε στήν Ἀκολουθία τοῦ Ἀποδείπνου2

κλπ. Ὅλοι, λοιπόν, οἱ Ὀρθόδοξοι, ἔχουμε κάποια σχετική ἀντίληψη περί τῆς λεγομένης«πρεσβυτέρας κτίσεως», τῶν ἀγγέλων, τῶν ἀσωμάτων ὑπάρξεων τοῦ οὐρανίου κόσμου. Τί διδάσκει, ὅμως, ἀπό δογματικῆς πλευρᾶς, ἡ Ἐκκλησία, διά τῶν Πατέρων περί τῶν ἀγγέλων; Αὐτό θά ἐξετάσουμε στά ἑπόμενα, κάνοντας λόγο γιά τή μαρτυρία περί τῆς  ὑπάρξεως τῶν ἀγγέλων, γιά τή  δημιουργία τους, γιά τή φύση καί τίς ἰδιότητές τους, γιά τίς διακρίσεις τῶν οὐρανίων πνευμάτων, καθώς καί τό ὑψηλόν, παρά Θεοῦ ἀνατεθέν σ᾿ αὐτούς ἔργο καί τήν ἱερά ἀποστολή τους. Θά ἀναφερθοῦμε τέλος καί στήν φωνή τῶν ἀγγέλων.

Τήν ὕπαρξη τῶν νοερῶν δυνάμεων μαρτυρεῖ ἡ θεία Γραφή καί ἡ ἱερά Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἤδη, μετά τήν πτώση τῶν πρωτοπλάστων πολύ συνετελέσθη στόν ἀρχέγονο ἐπίγειο Παράδεισο τῆς Ἐδέμ καί τήν ἔξοδό τους ἀπό αὐτόν, βλέπουμε ἀγγέλους νά«φυλάσσουν τόν Παράδεισον».3

Στή συνέχεια βλέπουμε κατά τήν περίοδο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἀγγέλους νά ἐμφανίζονται στόν δίκαιο Ἀβραάμ4 , στόν ἀνεψιό του τόν Λώτ5,  στόν  Ἰακώβ6, στόν Ἰησοῦ τοῦ Ναυῆ7, καθώς καί κατά τήν ἔξοδο τῶν Ἰσραηλιτῶν ἀπό τήν Αἴγυπτο.8 Ἄγγελοι ἐμφανίζονται καί στούς Προφῆτες τοῦ Θεοῦ, ὅπως λ. χ. στόν Ἠσαΐα9, στόν Ἰεζεκιήλ10 κλπ.

Ἄν τώρα ἔρθουμε στήν περίοδο τῆς Χάριτος (Καινή Διαθήκη), ἐκεῖ θά ἀκούσουμε Αὐτόν τόν Σωτῆρα καί Λυτρωτή μας, τόν Θεάθρωπο Χριστό, νά κάνει συχνά λόγο περί τῶν ἁγίων ἀγγέλων, πού εἶναι καί αὐτοί«ποίημα τῶν χειρῶν Αὐτοῦ».11

Ὡστόσο, καί οἱ ἱεροί Εὐαγγελιστές μᾶς παρέχουν τήν πληροφορία ὅτι ἅγιοι ἄγγελοιδιακονοῦντόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό,  ἀπό τήν ἐπί γῆς Γέννησή Του μέχρι καί τήν εἰς οὐρανούς ἔνδοξο Ἀνάλήψή Του. Καί στίς ἐπιστολές τῶν Ἁγίων καί θεοκυρήκων Ἀποστόλων, πολύς εἶναι ὁ«περί ἀγγέλων λόγος», ἀλλά δέν θά ἐπεκταθοῦμε ἐδῶ σέ ἀναφορές, γιά νά προχωρήσουμε στά περί τῆς δημιουργίας τῶν ἐπουρανίων δυνάμεων.

Οἱ ἅγιοι ἄγγελοι, ἀνήκουν στήνἀόρατη κτίση, ὅπως ὁμολογοῦμε στό Σύμβολο τῆς Πίστεως. Εἶναι δημιουργημένοι ἀπό τόν ἄκτιστο καί ἀΐδιο Θεό, πρίν τή δημιουργία τοῦ ὁρατοῦ κόσμου καί τοῦ ἀνθρώπου. Ἕνα χωρίο τοῦ Ἰώβ, στήν Παλαιά Διαθήκη, ὁμιλεῖ γιά τήν ὕπαρξη τῶν ἀοράτων πνευμάτων πρό τῆς ὑλικῆς κτίσεως, ἀφοῦ ἐκφράζει τήν ἔξαρση καί ἔκρηξη τῆς χαρᾶς τῶν ἀγγέλων τοῦ Θεοῦ, ἀπό τό γεγονός τῆς δημιουργίας τῶν ἄστρων, τοῦ ὑλικοῦ στερεώματος:«Ὅτε ἐγεννήθησαν ἄστρα, ἤνεσάν με πάντες ἄγγελοί μου».12

Στήν πρός Κολασσαεῖς ἐπιστολή τοῦ ἀποστόλου Παῦλου, γίνεται λόγος μέ σαφῆ τρόπο  γιά τήν δημιουργία τῶν πάντων, ὁρατῶν και ἀοράτων ἀπό τόν ἄναρχο Λόγο τοῦ Θεοῦ:«Ἐν Αὐτῷ ἐκτίσθη τά πάντα ἐν τοῖς οὐρανοῖς καί ἐπί γῆς, τά ὁρατά καί τά ἀόρατα, εἴτε θρόνοι, εἴτε κυριότητες, εἴτε ἐξουσίαι, τά πάντα δι᾿ Αὐτοῦ καί εἰς Αὐτόν ἔκτισται».13

Οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ, εἶναιδεύτερα φῶτα νοερά, ὅπως τούς ὀνομάζει ὁ μεγάλος δογματολόγος τῆς Ἐκκλησίας, ἅγιος Ἰωαννης ὁ Δαμασκηνός. Ἔχουν, λέγει, τό φωτισμό ἀπό τό πρῶτο καί ἄναρχο Φῶς. Δέν χρειάζονται γλώσσα καί ἀκοή, ἀλλά χωρίς προφορικό λόγο μεταδίδουν μεταξύ τους τίς σκέψεις καί τίς θελήσεις τους.14

Ὁ χρόνος, ἀλλά καί ὁ τρόπος τῆς δημιουργίας τῶν ἀγγέλων μᾶς εἶναι ἄγνωστος. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς γράφει ὅτι ὁ Θεός ἔπλασε τούς ἀγγέλους πρίν ἀπό ἐμᾶς γιά χάρη μας, γιά νά ἀποστέλλονται ὡς διάκονοι ὅπως λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, στούς μέλλοντας νά κληρονομήσουν τή σωτηρία.15

Εἶναι νοερές δυνάμεις, καθαρές καί ὑπερκόσμιες καί ὀνομάζονται ἅγιοι, ἀφοῦ ἔχουν τόν ἁγιασμό ἀπό τή Χάρη πού τούς ἔδωσε τό Ἅγιο Πνεῦμα, διότι ὁ Λόγος τούς δημιούργησε καί τό Ἅγιο Πνεῦμα τούς ἁγίασε, ὅπως εἴδαμε στό χωρίο τοῦ Μ. Βασιλείου, πού θέσαμε στήν ἀρχή τοῦ κειμένου αὐτοῦ.

Ὁ δοτός ἁγιασμός τῶν ἀγγέλων προϋποθέτει τήν κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος (κατά τή δική τους βεβαίως πρόοδο καί τελειοποίηση), ὅπως πάλι σημειώνει ὁ οὐρανοφάντωρ Βασίλειος.16

Καί οἱ ἄγγελοι ἔχουν φύση μεταπτωτή, διότι ἄν δέν ἦταν ἔτσι, δέν θά εἶχε πέσει ὁ πρωτάγγελος, ὁ Ἑωσφόρος. Κατά τή διδασκαλία τῶν Πατέρων, μέ τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, καί εἰδικά μέ τήν ζωηφόρο Του Ἀνάσταση, χαρίστηκε στούς ἀγγέλους ἡἀτρεψία πρός τό κακό. Σύμφωνα μέ τούς Θεολόγους Πατέρες, πρίν τήν Ἀνασταση τοῦ Χριστοῦ, ὑπῆρχε στούς ἀγγέλους δυσκινησία πρός τό κακό (μετά τήν πτώση τοῦ Ἐωσφόρου).  Μέ τήν  Ἀνάσταση τοῦ Θεανθρώπου, οἱ νοερές φύσεις ἀποκτοῦν τό ἰδίωμα τῆς ἀτρεψίας - ἀμετακινησίας πρός τό κακό.17  Γι᾿ αὐτό καί ὁ ὑψίνους ἀετός τῆς Θεολογίας Γρηγόριος, σέ ὁμιλία του κατά τό Πάσχα γράφει:«Σήμερον σωτηρία τῷ κόσμῳ, ὅσος τε ὁρατός καί ὅσος ἀόρατος».18 Αὐτό γιά τούς ἀγγέλους ἦταν ἡ σωτηρία∙ ἡ ἀμετακίνητη στάση στό ἀγαθό, τό ὅτι μόνιμα καρποῦνται τίς  δωρεές τῆς τελειώσεως, μετέχοντας στή θεία Δόξα αὐξητικῶς καί ἀδιαλείπτως! Οἱ ἄγγελοι, ὡς οὐράνια πνεύματα, βρίσκονται κατά Χάριν πάνω ἀπό τούς  χωροχρονικούς - ὅπως λέμε – περιορισμούς, ἔχουν δέ τό ἀναλλοίωτο στή φύση τους. Ὑπάρχει μιά θεωρία, διατυπωθεῖσα ἀπό τόν    Ὠριγένη  (ἀπαράδεκτη βεβαίως στήν Ὀρθοδοξία), ἡ ὁποία λέγει ὅτι τά πνεύματα στόν οὐρανό, ἀνάλογα μέ τή στάση τους πρός τόν Θεό, διαφοροποιήθηκαν σέ τρεῖς κατηγορίες: Στήν πρώτη, ἀνήκουν τά ἀγαθά πνεύματα, τά ὁποῖα κατόρθωσαν καί ἔφθασαν στήν τελειότητα. Στή δεύτερη, ἀνήκουν ὅσα ἔμειναν στάσιμα στήν πρόοδο, ἀπό τόν κόρο τῆς θέας τοῦ Θεοῦ καί αὐτά ἔγιναν δαίμονες. Στήν τρίτη κατηγορία ἐντάσσει ὁ Ὠριγένης τίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων, πού κατ᾿ αὐτόν ἦταν προηγουμένως πνεύματα στόν οὐράνιο κόσμο, τά ὁποῖα κάποτε  «πάγωσαν», ἔχασαν τή θέρμη τῆς ἀγάπης καί ὡς ἐκ τούτου τιμωρήθηκαν μέ τό νά ἐκπέσουν καί νά ἐνδυθοῦν σώματα…19

Κατά τόν Ὠριγένη, λοιπόν, ὅλα τά πνεύματα εἶχαν ἁμαρτήσει καί ἀνάλογα μέ τή βαρύτητα τοῦ ἁμαρτήματός των, μετεβλήθησαν, εἴτε σέ δαίμονες, εἴτε σέ ἀγγέλους, εἴτε σέ ἀνθρώπινες ψυχές.

Ἡ Ὀρθόδοξη θεολογία πολύ διαφρετικά ὁμιλεῖ γιά τήν ἁμαρτία τῶν οὐρανίων νοερῶν ὄντων, ἑννοώντας την ὡς ἔκπτωση - λόγῳ Ὑπερηφανείας - κάποιων πνευμάτων ἀπό τή θεοποιό Χάρη καί Δόξα τοῦ Θεοῦ (βλ. Ἑωσφόρος).

Συμφωνεῖ ἡ Έκκλησία μόνο σέ ἕνα σημεῖο μέ τόν Ὠριγένη, στό ὅτι ὀρθοδόξως ἡ τρυφή στήν αἰωνία Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ὀνομάζεται καί θεωρεῖτα ὡςἀκόρεστη θέα, ὅπως τό βλέπουμε σέ πολλά Πατερικά κείμενα.

Θά ἀναφερθοῦμε, στή συνέχεια, στήνποσότητα τῶν ἐπουρανίων πνευμάτων. Πόσοι εἶναι οἱ ἅγιοι ἄγγελοι; Πλῆθος μεγάλο, ὅπως μᾶς λέγουν οἱ ἱεροί συγγραφεῖς. Ὁ Μέγας Βασίλειος ἀποφεύγει νά  ἀπαριθμήσει καί νά  κατονομάσει, διότι πιστεύει ὅτι πέραν τῶν παραδεδομένων ὀνομάτων πού γνωρίζουμε ἀπό τήν Παράδοση,«εἰσίν ἕτεραι λογικαί φύσεις ἀκατονόμαστοι».

Γνωρίζουμε ἀπό τά Βιβλικά καί Πατερικά κείμενα τά ὀνόματα τῶν Ἀνωτάτων οὐρανίων ταξιαρχῶν, Ἀρχιστρατήγων, Μιχαήλ, Γαβριήλ καί Ραφαήλ, τῶν ὁποίων τήν Σύναξη ἑορτάζει ἡ Ἐκκλησία κατ᾿ ἔτος, στίς 8 Νοεμβρίου.

Ἐπίσης γνωρίζουμε ὅτι ὁ ἅγιος Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης, στό ὑψηλό ἐκεῖνο σύγγραμμά του«Περί τῆς οὐρανίου ἱεραρχίας»,  συστηματοποιώντας τίς πληροφορίες ἀπό τήν Ἁγία Γραφή, ἀναφέρεται διεξοδικά  στήν ὕπαρξη καί τάξη τῶν ἀγγέλων καί τούς κατατάσσει σέτρεῖς τριάδες, πού ἀπαρτίζουν ἐννέα τάγματα ἀγγέλων:α) Θρόνοι, Χερουβίμ, Σεραφείμ,β)Ἐξουσίες, Κυριότητες, Δυνάμεις καίγ) Ἄγγελοι, Ἀρχάγγελοι, Ἀρχές.20

Τόν Διονύσιο ἀκολουθεῖ πιστά ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, ὁ ὁποῖος στό κλασικό δογματικό ἔργο του«Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως», καταγράφει ἀκριβῶς αὐτήν τή διακόσμηση τῶν ἐπουρανίων πνευμάτων. Νά σημειωθεῖ ὅτι Σεραφείμ σημαίνειπῦρ(φωτιά) καί Χερουβίμ τήνἔκχυση τῶν γνώσεων, ὅπως καί πάλι ἑρμηνεύει ὁ θεηγόρος καί «μυηθείς τά ὑπέρ ἕννοιαν», ἱερός  Διονύσιος.21 Ὁ ἴδιος, οὐρανοβάμων Πατήρ, θά τονίσει ὅτι τό ἔργο τῶν ἀγγέλων εἶναικατεξοχήν φωτοδοτικό.Μιά ἀεικίνητη ἱεραρχία μεταβιβάζει ἀπό  πάνω πρός τά κάτω - οἱ τοπικοί αὐτοί προσδιορισμοί εἶναι συμβατικοί -  τίς ἀδιάκοπες θεῖες ἐλλάμψεις.22

 Πρέπει, βεβαίως, νά ὑπογραμμίσουμε ὅτι καί αὐτή ἡ κίνηση τῶν οὐρανίων πνευμάτων γίνεται μέ τή θεία ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Ἑπομένως, κάθε ἀγγελοφάνεια, ἤ ἀποστολή δέν νοεῖται αὐτόνομα, ἐκτός τῆς θείας Χάριτος, διότι καί οἱ ἄγγελοι τοῦ οὐρανοῦ εἶναι κτιστοί καί«περιγραπτοί ἐν τόπῳ», ὅπως διδάσκει ἡ Δογματική Θεολογία τῆς Ἐκκλησίας μας, δηλαδή ὅταν βρίσκονται στόν οὐρανό δέν βρίσκονται στή γῆ.23 Ἀπό τόν Ἄγιο Θεό ἐξαρτᾶται κάθε κίνησή τους. Μέ τήν ἕννοια αὐτή, κάθε ἀγγελοφάνεια εἶναιΘεοφάνεια.24

Ἐπιπλέον, θά ἐπισημανθεῖ ὅτι οἱ ἄγγελοι εἶναι μέν ἀσώματοι καί ἄυλοι, ἀλλά σέ σύκριση μέ ἐμᾶς, μέ τή δική μας ὑλική παχύτητα, ὅπως λέγει ὁ ἱερός Δαμασκηνός. Κάθε τι ὅμως, πού συγκρίνεται μέ τόν ἀσύγκριτο  Θεό, ἔχει κάποια ὑλικότητα, βρίσκεται «παχύ τε  καί ὑλικόν», διότι «μόνον γάρ ὄντως ἄυλον τό θεῖον ἐστί καί ἀσώματον».25

Μόνον ὁ Θεός εἶναι ὁ«μόνος πάντῃ κατά φύσιν ἄυλος».

Προνόμοιο τῶν ἀγγέλων εἶναι ἡ ἀδιάκοπη θεωρία τοῦ Προσώπου τοῦ Θεοῦ.Αὐτό εἶναι ἡ καταξοχήν ζωή τους, ἀφοῦ«ἠξίωνται παρεστάναι Θεῷ καί ἀπολαύειν τοῦ ἀπορρήτου κάλλους τῆς δόξης τοῦ κτίσαντος ἡμᾶς», ὅπως τόσο ὄμορφα τό διαζωγραφίζει ὁ θεολογικώτατος κάλαμος τοῦ φωστῆρος τῆς Καισαρείας.26

Κατά τόν αὐτόν Πατέρα καί Οἰκουμενικό Διδάσκαλο, οἱ ἄγγελοι, ὡς πνεύματα λειτουργικά, ἔχουν ὡς κύριο ἔργο τουςνά δοξολογοῦν τόν Θεό καί νά φροντίζουν τίς ἀνθρώπινες ψυχές. Μάλιστα δέ, ἡ ἐνατένιση τοῦ κάλλους τοῦ Θεοῦ καί ἡ διηνεκής δοξολογία Του, εἶναι ἡ «προηγούμενη» ζωή τῶν ἀγγέλων. Ἡ ἐπιμέλεια γιά τούς ἀνθρώπους χαρακτηρίζεται ὡς«περιστατική τις ἐνέργεια».27

Οἱ ἅγιοι ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ παρίστανται κατά τήν τέλεση τῆς φρικτωτάτης Μυσταγωγίας, ἀοράτως διακονοῦντες, ὅπως τούς ἔβλεπαν Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας (αὐτό ἐκφράζεται στό ἀπολυτίκιον ἁγίου Σπυρίδωνος Τριμυθοῦντος:«καί ἐν τῷ μέλπειν τάς ἁγίας σου εὐχάς, ἀγγέλους ἔσχες συλλειτουργοῦντας σοι ἱερώτατε»), ἀλλά καί ἐνάρετοι λειτουργοί τῶν ἡμερῶν μας, καί ἀναφέρουμε ἐν προκειμένῳ τόν Ἅγιο Γέροντα τῆς Αἰγίνης, π. Ἱερώνυμο (+1966).  Αὐτός ὁ ἱερός Πατήρ, κεκοσμημένος μέ θεῖα χαρίσματα, θεωροῦσε τόσο φυσιολογικό αὐτό τό γεγονός τῆς θέας τῶν ἀγγέλων ἀπό τούς λειτουργούς - πρεσβυτέρους, ὥστε ἔλεγε πώς ἄν ὁ ἱερεύς δέν ἀντικρύσει μέσα στό ἱερό Θυσιαστήριο τόν παριστάμενο ἄγγελο, καλό εἶναι νά μήν λειτουργήσει(!), πρᾶγμα πού σημαίνει πώς ἐκεῖνος εἶχε ἀξιωθεῖ αὐτῆς τῆς θέας τῶν νοερῶν δυνάμεων ἐν τῇ Εὐχαριστίᾳ , λόγῳ τῆς μεγάλης του καθαρότητος καί ἁγιότητος…

Ἡδοθεῖσα ἐκ ΘεοῦΧάρις τῶν ἀγγέλωνθαυματουργεῖ, ὅπως γνωρίζουμε ἀπό τά ἱερά Συναξάρια, θεραπεύει ἀσθένειες, καί προπάντων ἐκδιώκει τά πονηρά πνεύματα, ἀφανίζοντας τήν ἰσχύ τους, ἐξοστρακίζοντας τή δύναμή τους! Τό ὡραιότατο δοξαστικό τῶν Αἴνων τῆς ἑορτῆς τῶν ἁγίων ἀγγέλων, ψαλλόμενο στόν πανηγυρικό ἦχο πλ. τοῦ Α΄, μᾶς δείχνει ἀκριβῶς αὐτήν τήν ἀόρατη ἐπισκίαση τῶν ἀγγέλων (ἐν προκειμένῳ τοῦ Ἄρχοντος Ταξιάρχου Μιχαήλ), ἡ ὁποία θεία ἐπισκίαση φυγαδεύει τοῦ ἀοράτου δαίμονος τήν δύναμη! Δέν ἀντέχει τήν ἔκχυσιν τοῦ  ἀγγελικοῦ φωτός, δέν μπορεῖ νά δεχτεῖ τό διαχεόμενον φάος ὁ ἐκπεσών ἀπό τήν Χάριν καί παναρμονίαν τοῦ οὐρανοῦ Ἑωσφόρος!«Ὅπου ἐπισκιάσει ἡ χάρις σου ἀρχάγγελε, ἐκεῖθεν τοῦ διαβόλου διώκεται ἡ δύναμις. Οὐ φέρει γάρ, τῷ φωτί σου προσμένειν, ὁ πεσών Ἐωσφόρος»…

Ἄρα λοιπόν, καί ἐμεῖς, θά πρέπει νά ἔχουμε ὑπόψη μας ὅτι οἱ ἄγγελοι μᾶς προστατεύουν καί μᾶς ἀγαποῦν! Καί ἐμεῖς θά πρέπει νά τούς ἀγαποῦμε καί νά τούς εὐλαβούμεθα, ἀφοῦ εἶναι σύνδουλοί μας!

Οἱ θεοφόροι Πατέρες τονίζουν τήν κατεξοχήν στενή σχέση καί ἐπικοινωνία πού ὑπάρχει ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους καί   τούς ἀγγέλους. Ὁ ἄνθρωπος ἔχει τή δυνατότητα μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ νά καταστεῖ ὁμότιμος μέ τούς ἀγγέλους, ἀφοῦ αὐτός εἶναι τό μόνο θεόπλαστο ὄν, γιατί κτίστηκε κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ καί ἔλαβε νοερά ψυχή μέ τήν ὁποῖα νοεῖ περί Θεοῦ καί«καθορᾷ» τή φύση τῶν ὄντων. Ἡ ὁμοτιμία τοῦ ἀνθρώπου μέ τούς ἀγγέλους ἀποτελεῖ βαθμίδα στήν ἀνοδική πορεία,  προκειμένου νά ἐπιτύχει τήν ὁμοίωση μέ τόν Θεό.28

 «Μέ τήν πτώση τοῦ ἀνθρώπου, ὁ Θεός στέλνει τούς ἀγγέλους στούς δικαίους γιά νά ἐπανορθώσουν, νά ἐπιμεληθοῦν καί νά διαφυλάξουν τήν ἀνθρώπινη φύση, νά παρηγορήσουν καί νά ἐνισχύσουν τούς ταλαιπωρημένους πιστούς καί νά ἀποκαλύψουν τά μέλλοντα. Ἀπό τή διαγωγή τοῦ ἀνθρώπου ἐξαρτᾶται ἄν θά διατηρήσει τήν ἐπικοινωνία του μέ τούς ἀγγέλους».29

Οἱἄγγελοι, ἄραγε, ἔχουν φωνή; Πῶς λέμε ὅτι ψάλλουν, ἀφοῦ εἶναι αἰθέρια πνεύματα καίδέν ἔχουν σῶμα καί στόμα ὥστε νά ἐκφωνοῦν λόγια καί νά παράγουν μουσική; Ἀλλά καί πῶς ἀκοῦνε τήν ψαλμωδία τῶν ἀγγέλων οἱ Ἅγιοι ἄνθρωποι στή γῆ, σύμφωνα μέ ἀποκαλύψεις πού καταγράφει ἡ Ἐκκλησία; Εἶναι ἕνα ἐρώτημα στό ὁποῖο τήν ἀπάντηση δίνει ἕνας Πατήρ τῆς Ἐκκλησίας, ὁ Ἅγιος Διάδοχος Φωτικῆς. Στό ἔργο τοῦ Ἁγίου αὐτοῦ πού λέγεται «ὅρασις», ἐξηγεῖ πώς κάποτε ἐμφανίστηκε σ᾿ αυτόν ὁ Τίμιος Πρόδρομος καί Βαπττιστής τοῦ Κυρίου. Μεταξύ ἄλλων ὁ ἅγιος Διάδοχος ρώτησε τόν Βαπτιστή Ἰωάννη διάφορα σχετικά μέ τούς ἀγγέλους. Ὁ Πρόδρομος τοῦ ἀπεκάλυψε ὅτι οἱ ἄγγελοι δέν ὑμνοῦν τόν Θεό μέ τόν ένδιάθετο λόγο, ἀλλά «φωνή τινι ἐξόχῳ»30

. Πῶς εἶναι αὐτή ἡ φωνή καί πῶς ἐκφράζεται, ἀφοῦ οἱ ἄγγελοι δέν ἔχουν οὔτε στόμα, οὔτε ἐνδιάθετο λόγο τῆς ψυχῆς ὅπως οἱ ἄνθρωποι; Ὁ ἅγιος ἐπίσκοπος Φωτικῆς  μᾶς πληροφορεῖ πώς τόἀερῶδες τῆς φύσεως τῶν ἀγγέλων καί ἡ ἀεικινησία τους ἀκούγεται ὡς φωνή ἀγγέλων ἀπό τούς Ἁγίους μας.«Τό ἀερῶδες αὐτῶν τῆς φύσεως λίαν φιλῳδόν τυγχάνον εἰς ἄπαυστον ἀεί αὐτούς προτρέπεται καί τρανοτάτην βοήν»31.

Πρίν κατακλείσουμε τήν ταπεινή μας αὐτή ἀναφορά στούς ἁγίους ἀγγέλους καί νοερούς δικόνους τοῦ Ὑψίστου Θεοῦ, θά παρουσιάσουμε ἕνα μικρό ἀπόσπασμα ἀπό μία ἐγκωμιαστική, ἐκπληκτική καί θεολογική ὁμιλία γιά τούς ἀγγέλους, τοῦ ὄντως ἰσαγγέλου στήν πολιτεία καί μελιρρύτου στόν λόγο,  Ὁσίου Πατρός τῆς Ἐκκλησίας καί κορυφαίου τῶν Κολλυβάδων Πατέρων τοῦ 18ου αἰῶνος, Νίκοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου. Στό παρατιθέμενο ἀπόσπασμα, ἐξαίρεται ἡ ὑπακοή καί ἡ διακονία τῶν Ἀρχαγγέλων Μιχαήλ καί Γαβριήλ καί ὁ ρόλος τους ὡς ἐκφραστῶν, θά λέγαμε, τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ, τῆς ἀγάπης καί τῆς δικαιοσύνης, ἑννοιῶν, βεβαίως, πού κατά τήν Θεολογία, διακρίνονται, ἀλλά δέν διαχωρίζονται∙ συνυφαίνονται δέ ὑπέρλογα  στόν  Ἕνα Θεό.

«…Θέλω ἀποδείξει μόνον εἰς τό παρόν ἐγκώμιον, ὅτι ὁ Θεῖος Μιχαήλ καί ὁ ἱερός Γαβριήλ, ἐστάθησαν ἐξαίρετοι ὑπηρέται τῶν ἐξαιρέτων ἐνεργειῶν καί ἔργων τοῦ Παντοδυνάμου Θεοῦ, καί προσέχετε διά νά τό καταλάβητε.

Δύο εἶναι κατά τούς Θεολόγους, αἱ κυριώτεραι ἐνέργειαι  καί τά ἐξαίρετα προσόντα καί ἰδιώματα τοῦ Ἁγίου Θεοῦ∙  τό ἕν, ἡ δικαιοσύνη, ἤτις και ἀπονομία, καί κρίσις ὀνομάζεται, καί τό ἄλλο, ἡ ἀγαθότης, ἤτις και χρηστότης καί εὐσπλαγχνία καί ἔλεος ὀνομάζεται∙ περί ὧν λέγει ὁ Δαυΐδ: «ἔλεον καί κρίσιν ἄσομαί σοι Κύριε». Μέ τήν δικαιοσύνην ὁ Θεός κρίνει καί παιδεύει τούς ἀνθρώπους ὅταν ἁμαρτάνωσι και δεν φυλάττωσι τάς ἐντολάς του∙ καί μέ τήν ἀγαθότητα πάλιν, τούς ἐλεῖ καί εὐσπλαγχνίζεται. Τώρα, ὁ Ἀρχάγγελος Μιχαήλ, ἔρχεται νά εἶναι ὁ ἐξαίρετος Ἄγγελος τῆς τοῦ Θεοῦ δικαιοσύνης, διότι αὐτόν βλέπομεν νά μεταχειρίζηται ὑπηρέτην, εἰς τό νά παιδεύῃ μέν καί σοφρωνῇ τούς κακούς∙ νά φυλάττῃ δέ καί νά ὑπερασπίζηται τούς καλούς, καθώς τοῦτο εἶναι φανερόν καί ἀπό πολλά ἄλλα μέρη τῆς θείας Γραφῆς, καί μάλιστα ἀπό τόν θάνατον μέν ὅπου ἔδωκεν ὁ Μιχαήλ εἰς τά πρωτότοκα τῶν Αἰγυπτίων, διαφύλαξιν δέ καί ζωήν εἰς τά πρωτότοκα τῶν Ἐβραίων. Ὁ δέ Ἀρχάγγελος Γαβριήλ, φαίνεται νά εἶναι ὁ ἐξαίρετος Ἄγγελος τῆς ἀγαθότητος καί εὐσπλαγχνίας τοῦ Θεοῦ∙ διότι αὐτόν βλέπομεν νά μεταχειρίζηται ὑπηρέτην, ὅταν ἔχει νά κάμῃ εἰς τινάς καμίαν ἐξαίρετον εὐσπλαγχνίαν, καί ἔλεος∙ καθώς καί τοῦτο ὁμοίως εἶναι φανερόν καί ἀπό ἄλλα πολλά, μάλιστα δέ ἀπό τά ἀγαθά εὐαγγέλια ὁποῦ ἔφερεν εἰς τόν κόσμον ὁ Γαβριήλ, τοῦ μεγάλου ἐλέους τῆς ἐλεύσεως τοῦ Χριστοῦ. Τρία εἶναι τά  ἐξαίρετα καί μεγαλύτερα ἔργα ὁποῦ ἔκαμεν ὁ Θεός∙ πρῶτον, ἡ δημιουργία τοῦ νοητοῦ κόσμου∙ δεύτερον ἡ δημιουργία τοῦ αἰσθητοῦ κόσμου∙ καί τρίτον, ἡ ἔνσαρκος οἰκονομία τοῦ Θεοῦ Λόγου∙ καί εἰς τά τρία ταῦτα, πρώτους κα ἐξαιρέτους ὑπηρέτας μεταχειρίζεται τόν Μιχαήλ καί τόν Γαβριήλ…»32

Σέ ἄλλο σημεῖο τοῦ ἐγκωμιαστικοῦ αὐτοῦ λόγου, ὁ Ὅσιος Νικόδημος, θά ἀφήσει νά ἐκχυλίσει ἡ μεγάλη του εὐλάβεια πρός τούς Ἁγίους πρωτοστάτας τῶν Ἀσωμάτων δυνάμεων, καί μέ συγκαταβατική, ἀνθρωποπρεπῆ ὁρολογία θά ἐκφραστεῖ ὡς ἑξῆς:

«Ὁ Μιχαήλ και ὁ Γαβριήλ, εἶναι οἱ δύο φωτεινότατοι ὀφθαλμοί τοῦ παντεπόπτου Θεοῦ, μέ τούς ὁποίους βλέπει καί φωτίζει ὅλον τόν ὁρατόν καί ἀόρατον κόσμον. Μιχαήλ καί Γαβριήλ, εἶναι αἱ δύο κραταιόταται χεῖρες τοῦ Παντοκράτορος, μέ τάς ὁποῖας διοικεῖ τά πάντα, οὐράνια καί ἐπίγεια. Μιχαήλ καί Γαβριήλ εἶναι οἱ δύο ταχύτατοι και μυριόπτεροι πόδες τοῦ πανταχοῦ παρόντος Κυρίου, μέ τούς ὁποίους περιέρχεται καί ἐμπεριπατεῖ ὄχι μόνον τήν οἰκουμένην ὅλην, ἀλλ᾿ ἕως καί αὐτάς τάς ἀΰλους ψυχάς τῶν ἀνθρώπων, ἕως καί αὐτάς τάς σκοτεινοτάτους ἀβύσσους∙ διά τοῦτο, εἰς μίαν στιγμήν βλέπεις αὐτούς να εὑρίσκονται εἰς τό ἕνα ἄκρον τοῦ κόσμου, καί εἰς τήν ἄλλην στιγμήν νά εὑρίσκονται εἰς το ἄλλο ἄκρον. Τώρα να θαυματουργοῦσιν εἰς τήν στερεάν, καί τώρα νά ἁρπάζωσιν ἀπό τά βάθη τῆς ἀβύσσου τούς καταβυθυσθέντας…».33

Αὐτά ὅλα, νομίζουμε, μποροῦν νά μᾶς πείσουν περί τῆς μεγάλης δυνάμεως, καθώς καί  προστασίας τῶν ἀγγέλων τοῦ Θεοῦ!

Ἄς τούς ἐπικαλούμαστε, λοιπόν καί ἐμεῖς καί ἄς στρέφουμε  τή σκέψη μας εἰδικῶς, εὐλαβικῶς, εὐγνωμόνως καί ἱκετευτικῶς, πρός τόν προσωπικό μας φύλακα ἄγγελο, αὐτόν ὁ ὁποῖος, κατά τή μαρτυρία τοῦ ἰδίου Κυρίου μας«διαπαντός βλέπει τό πρόσωπον τοῦ Πατρός  τοῦ ἐν τοῖς οὐρανοῖς».34

Αὐτός ὁ πλησίον μας νοερός φίλος, χαίρεται γιά τίς ἀρετές καί τή μετάνοιά μας35

καί λυπεῖται γιά τίς ἁμαρτίες μας, ἀφοῦ κατά τόν Μέγα Βασίλειο, ὅπως ὁ καπνός φυγαδεύει τις μέλισσες, ἔτσι και ἡ ἁμαρτία φυγαδεύει τον φύλακα ἄγγελο ἀπό τή ζωή τοῦ ἀνθρώπου! Ἄς φροντίζουμε, λοιπόν, νά τιμοῦμε, νά ἀναπαύουμε νά εὐχαριστοῦμε καί νά ἐπικαλούμαστε τούς «σύνοικους» καί «συνοδίτας» ἀγγέλους, ὡς περιτειχίζοντας, συμπαραστάτας καί ἐνισχύοντας στούς κατά Θεόν ἀγῶνες μας.

Ἄς δοξάζουμε δέ τόν Πανάγιο Κύριό μας, τόν«ἐξ οὔκ ὄντων» Δημιουργό καί τῶν νοερῶν φύσεων, λέγοντας μετά τοῦ ὑμνωδοῦ:«Ἰσχυΐ κατέστησας Ἀθάνατε,  δυνατούς ἐξανύοντας τό πανάγιόν σου θέλημα τους σοί ἐν τοῖς ὑψίστοις ἀεί παρεστῶτας».36

ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2014

_____________________________________________________________
  1. Μ. Βασιλείου, Εἰς 32 Ψαλμ. 4, MPG. 29, 333C
  2. Βλ. εὐχή: «Ἅγιε ἄγγελε, ὁ ἐφεστώς τῆς ἀθλίας μου ψυχῆς…»
  3. Γέν. 3, 24.
  4. Γέν. 18, 1 καί ἑξ.
  5. Γέν. 19, 1 καί ἑξ.
  6. Γέν. 28, 12.
  7. Ἰησ. Ν. 5, 13 -15.
  8. Ἐξ. 23, 20
  9. Ἠσ. 6, 2 καί ἑξ.
  10. Ἰεζ. 1, 4 καί ἑξ.
  11. Μεταξύ ἄλλων, οἱ κυριότερες ἀναφορές τοῦ Κυρίου περί τῶν ἀγγέλων ὑπάρχουν στά ἐδάφια: Ματθ.18, 10΄23, 30΄26, 53. Μάρκ. 13, 32. Λουκ. 16, 22. Ἰω. 1, 51. κλπ. βλ. Ν. Μητσοπούλου, Θέματα Ὀρθοδόξου Δογματικῆς Θεολογίας, Ἀθήνα 1981, σελ. 65.
  12. Ἰώβ, 38, 7.
  13. Κολ. 1, 16.
  14. Βλ. Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, ἐκδ. Πουρναρᾶ, σελ.101
  15. ΕΠΕ, 9, 80: «Πρό ἡμῶν ὑπέρ ἡμῶν τους ἀγγέλους ἐποίησε διακόνους ἀποστελλομένους, ὡς ὁ Παῦλος φησί, διά τούς μέλλοντας κληρονομεῖν σωτηρίαν».
  16. Περί Ἁγίου Πνεύματος, 16, 38, MPG. 32, 137Α.
  17. Βλ. Νικήτα Στηθάτου, σχολιασμός στήν ὁμιλία τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου Εἰς το Ἅγιον Πάσχα: «Οἱ δέ ἄγγελοι, ἐπεί δυσκίνητοι ὄντες πρός τό κακόν, ἀλλ᾿ οὐκ ἀκίνητοι, μετά τήν τοῦ Χριστοῦ Ἀνάστασιν ἐγένοντο λοιπόν καί ἀκίνητοι, οὐ φύσει, ἀλλά χάριτι, εἴη ἄν αὐτοῖς σωτηρία ἡ ἀτρεψία, μηκέτοι φοβουμένοις τήν ἐπί τό χεῖρον μεταβολήν, καί τήν ἐκ ταύτης ἀπώλειαν». (Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, Ἑρμηνεία εἰς τάς Ἑπτά Καθολικάς Ἐπιστολάς , Ἑνετίησιν, 1806, Εἰς το Β΄ Πέτρ. Α΄, 17).
  18. Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, λόγος ΜΕ΄ Εἰς το Ἅγιον Πάσχα, MPG. 36, 624A.
  19. Ὠριγένους, Περί ἀρχῶν, 1, 8, βλ.Ν. Ματσούκα Δογματική, Γ΄, σελ. 190
  20. ὅπου π. Ν. Ματσούκα Δογματική, Γ΄, 188.
  21. Περί τῆςοὐρανίου ἱεραρχίας, 6, 1. MPG. 3, 200D – 201A.
  22. ὅπου π. Ν. Ματσούκα, Δογματική.
  23. Ἔκδοσις, σελ. 100: «ὅτε εἰσίν ἐν τῷ οὐρανῷ, οὔκ εἰσιν ἐν τῇ γῇ».
  24. ὅπου π. Ν. Ματσούκα, Δογματική.
  25. Ἔκδοσις…σελ. 100
  26. Μ. Βασιλείου, Περί Εὐχαριστίας, 4, MPG. 31, 228A. Βλ. Δ. Τσάμη, Εἰσαγωγή στή σκέψη τῶν Πατέρων τῆς Ὀρόδοξης Ἐκκλησίας, ἐκδ. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 2005, σελ. 160.
  27. ὅπου π. Δ. Τσάμη, Εἰσαγωγή…σελ. 162.
  28. Δ. Τσάμη, Εἰσαγωγή…., σελ. 162-163.
  29. ὅπου π. σελ. 163
  30. Βλ. Ἱεροθέου, Μητροπολίτου Ναυπάκτου, Σύνοδος οὐρανοῦ καί γῆς, ἐκδ. ἱερᾶς Μονῆς Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου Πελαγίας, Λειβαδιά, σελ. 161.
  31. ὅπου π.
  32. Βλ. ἱερομονάχου Διονυσίου τοῦ ἐκ Σιατίστης, «Ἴχνος Χριστοῦ», ἐκδ. Ρηγοπούλου (2), 1993, σελ. 278.
  33. ὅπου π. σελ. 283.
  34. Ματθ. 18, 10.
  35. Λουκ. ΙΕ΄, 10: «Χαρά γίνεται ἐν οὐρανῷ, ἐπί ἑνί ἁμαρτωλῷ μετανοοῦντι».
  36. Τροπάριον Τρίτης Ὠδῆς, Ἀκολουθία τῶν Ἁγίων Ταξιαρχῶν, 11 Νοεμβρίου.     

0 Comments

Η ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΣΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΟ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΠΑΡΕΚΚΛΙΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΣΚΟΠΟ ΤΟΥ ΛΕΙΤΟΥΡΓΗΜΑΤΟΣ ΤΟΥ

11/11/2014

0 Comments

 
Picture
ὑπό π. Νικηφόρου Νάσσου

Στίς πονηρές ἡμέρες μας μπορεῖ νά ἀνιχνευθεῖ -πέραν τῶν ἄλλων κακῶν - ὅτι σέ ζητήματα ἐκκλησιαστικά, εἶναι εὔκολη ἡ παρέκκλιση,  ἡ πτώση, ἡ ἐκκοσμίκευση, ἡ ἀλλοίωση τοῦ πνεύματος τῆς Ἐκκλησίας, ἡ μέ ἄλλα λόγια δικαίωση τῶν λόγων τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ: «Τό μέν οὖν τοῦ ὀρθοῦ διαπεσεῖν κοινόν ἐγένετο ταῖς ἐκκλησίαις ἁπάσαις, ἄλλοτε ἄλλη διά τοῦ μακροῦ χρόνου λυμηναμένου τοῦ χείρονος».1
Σέ κάποιες περιπτώσεις διαπιστώνουμε δυστυχῶς ὅτι ὁ  παπισμός δέν κρατεῖ μόνο στή Δύση! Ἐκεῖ εἶναι θεσμικά, μέ ὅλα τά γνωστά, οἰκτρά ἐπακόλουθα. Ἐντούτοις,  δέν εἶναι λίγες οἱ περιπτώσεις ἐκεῖνες κατά τίς ὁποῖες συναντοῦμε τόν παπισμό καί στήν καθ᾿ ἡμᾶς Ἀνατολή. Νοοτροπίες πού παραπέμπουν στήν ἐκπεσοῦσα παπωσύνη, ὑπερβάσεις καί παρεκκλίσεις ἀπό τά καλῶς ὁριοθετημένα καί ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι νομοθετημένα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας σκανδαλίζουν τούς πιστούς καί βλάπτουν τό ποιμαντικό ἔργο τῆς σωτηρίας ψυχῶν. Παράδειγμα τρανό αὐτῶν τῶν νοσηρῶν παρεκτροπῶν δίδεται ἀπό ἐνίους ἐπισκόπους μέσα στήν δισχιλιετῆ  ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖοι γίνονται σφετερισταί τῆς ἐξουσίας – διακονίας πού ἔχουν λάβει ἀπό τήν Ἐκκλησία μέ τήν χειροτονία τους. Στό κείμενο αὐτό θά δοῦμε μέ κάθε δυνατή συντομία τί εἶναι ὁ ἐπίσκοπος στήν ὀρθόδοξο Παράδοσή μας, ποιά τά ὅρια τῆς ἐξουσίας του καί πῶς ἐνίοτε ἀλλοιώνεται «ἐν τοῖς πράγμασιν» ἡ διακονία τοῦ ἀρχιερατικοῦ ἀξιώματος στό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. 

Στήν ὑποσημείωση τοῦ Α΄ Ἀποστολικοῦ Κανόνος τοῦ «Πηδαλίου» τῆς Ἐκκλησίας μας διαβάζουμε ὅτι ὁ ἀρχιερεύς ὁ ὁποῖος διαποιμαίνει μία ἐπισκοπή καλεῖται «Μητροπολίτης». Λέγεται ἔτσι, διότι, ὅπως ἐξηγεῖ ὁ Φιλαδελφίας Γαβριήλ, εἶναι ὡσάν Μητέρα τῆς πόλεως ἐκείνης καί τῆς τῆς ἐπαρχίας πού τοῦ ἔλαχε. Καί ὀφείλει, λέγει, νά τρέφει τό ποίμνιό του μέ πνευματικές διδαχές καί τήν ἁγία ζωή του. Ἐπίσης ὀφείλει νά ἐπιμελεῖται τούς πτωχούς.2 Καί μόνο λοιπόν ἀπό τόν τίτλο «Μητροπολίτης» ἐννοοῦμε πόσο μεγάλο καί ἱερό, πόσον βαρύ καί ὑπεύθυνο εἶναι τό ἔργο τοῦ Ἐπισκόπου. Ὁ Μητροπολίτης ὁφείλει νά συμπεριφέρεται στήν ἐπαρχία του ὡς Μητέρα φιλόστοργη.
Τόν ἀρχιερέα τοῦ Ὑψίστου οἱ ἱεροί Κανόνες καί οἱ Πατέρες τόν ἀποκαλοῦν «Ἐπίσκοπο», ὅπως γνωρίζουμε. Γιατί ὅμως; Τί σημαίνει ἡ λέξη «Ἐπίσκοπος»; Σημαίνει αὐτόν πού φυλάει σκοπιά.  Δηλώνει αὐτόν πού ὁ Θεός ὅρισε νά εἶναι συνέχεια σέ σκοπιά. Ἐπί-σκοπός: Πάνω στήν σκοπιά. Ὁ Ἐπίσκοπος πρέπει νά «προκινδυνεύει τοῦ ποιμνίου», λέγει πάλι στήν ἴδια ὑποσημείωση τοῦ Κανόνος, καί τή λύπη τοῦ ποιμνίου του νά τήν κάνει δική του ὀδύνη, ὅπως ἕνας πατέρας πού συμπάσχει στόν πόνο τοῦ παιδιοῦ του. «Καί τήν ἐκείνων στενοχωρίαν οἰκείαν ὀδύνην ποιεῖσθαι». Αὐτός εἶναι ὁ ρόλος του! Ὄχι νά ἀδιαφορεῖ. Οὔτε νά ἐπαναπαύεται στίς τιμές, τίς φιλοφρονήσεις καί τίς ὑποκλίσεις, οὔτε νά εἶναι ψυχρός διοικητής, διότι αὐτά ὅλα προσιδιάζουν σέ ἄρχοντες κοσμικούς. 
Εἶναι ἀνάγκη νά κατανοηθεῖ καί νά διακηρυχθεῖ ὅτι οἱ ἐπίσκοποι δέν εἶναι σφετεριστές τῆς ἐξουσίας τους! Οὔτε ἡ ἐξουσία τους τυγχάνει ἀπεριόριστη, αὐθαίρετη καί ἀσύδοτη! Οὔτε πράττουν «ὅτι τούς ἀρέσει», ἐπαναστατικῷ δικαίῳ! Ὡς οἰκονόμοι τῶν μυστηρίων τοῦ Θεοῦ, οἱ ἐπίσκοποι, πρέπει νὰ ἔχουν βαθεία συνείδηση ὅτι δὲν ἀσκοῦν ἰδίαν ἐξουσίαν, ὅπως χαρακτηριστικά διδάσκει μεταξύ ἄλλων Πατέρων ὁ Οἰκουμενικός Διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας μας, ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος: 
       «Ὁ δὲ λοιπὸν ζητεῖται ἐν τοῖς οἰκονόμοις, ἵνα πιστός τις εὑρεθῇ. Τουτέστιν, ἵνα μὴ τὰ δεσποτικὰ σφετερίσηται, ἵνα μὴ ὡς δεσπότης ἑαυτῶ ἐκδικῇ, ἀλλ᾿ ὡς οἰκονόμος διοικῇ. Οἰκονόμου γὰρ τὸ διοικεῖν τὰ ἐγκεχειρισθέντα καλῶς· οὐχ αὐτῷ λέγειν εἶναι τὰ δεσποτικά, ἀλλὰ τουναντίον τοῦ δεσπότου τὰ ἑαυτοῦ». 
Εἶναι πολύ σημαντική ἡ φράση τοῦ χρυσορρήμονος: «ἵνα μή τά δεσποτικά σφετερίσηται»!!! Ἐξ᾿ ἄλλου, κατά τόν ἴδιο Πατέρα, δέν ὑπάρχει καί μεγάλη διαφορά μεταξύ ἐπισκόπων καί πρεσβυτέρων,ὅπως κάποιοι ἐπίσκοποι κομπάζοντας λέγουν, ἀναβιβάζοντας τόν ἐπίσκοπο σέ περιωπή Οἰκουμενικῆς Συνόδου!!! Ἄς ἀκούσουμε τόν ἱερό Χρυσόστομο: 
     «Οὐ πολύ τό μέσον τῶν πρεσβυτέρων καί τῶν ἐπισκόπων. Καί γάρ καί αὐτοί (οἱ πρεσβύτεροι) διδασκαλίαν εἰσίν ἀναδεδεγμένοι καί προστασίαν τῆς Ἐκκλησίας….Τῇ γάρ χειροτονίᾳ μόνῃ ὑπερβεβήκασι καί τούτῳ μόνον δοκοῦσι πλεονεκτεῖν τούς πρεσβυτέρους».3 
 Ἰδού λοιπόν, «οὐ πολύ τό μέσον τῶν πρεσβυτέρων καί τῶν ἐπισκόπων»! Μόνο στήν χειροτονία πλεονεκτεῖ ὁ ἐπίσκοπος τῶν πρεσβυτέρων, χαρισματικῶς καί ὄχι κατά τήν κοσμική ἀντίληψη τῆς ὑπεροχῆς. Ἀλλά ὁ ἐπίσκοπος  δέν εἶναι καί ὁ «ἄρχοντας» καί ὁ ἀρχηγός μέσα στήν Ἐκκλησία, μέ τήν κοσμική ἔννοια τοῦ ὅρου. «Ἀρχηγός καί τελειωτής τῆς πίστεως ἡμῶν» εἶναι μόνον ὁ Ἰησοῦς Χριστός! «Ἐν τούτοις - ὅπως εὔστοχα παρατηρεῖ ὁ καθηγητής - ἱστορικός π. Γεώργιος Μεταλληνός - μία παρα-παράδοση (καὶ οὐσιαστικὰ ἀντὶ-παράδοση) ἔχει παρασιτικὰ εἰσχωρήσει στὴ ζωή μας καὶ γι᾿ αὐτὸ ἐπικρατεῖ ἡ σφαλερὰ ἐντύπωση, ὅτι ἔχουμε μία τάξη ἀρχόντων (πριγκήπων) στὴν Ἐκκλησία καὶ μία τάξη ἀρχομένων. Περιττὸ νὰ ποῦμε, ὅτι τέτοιες ἀντιλήψεις φεουδαρχικοῦ χαρακτήρα εἶναι συνέπεια τῶν μακροχρονίων ἐπιρροῶν, ποὺ δεχθήκαμε ὡς ὑπόδουλη Ρωμηοσύνη ἀπὸ τὴ Φραγκιὰ καὶ τὴν Τουρκιὰ καὶ ἀπὸ τὶς ὁποῖες καταταλαιπωρούμεθα ἀκόμη».4 
Πάλι ὁ χρυσόρρειθρος ποταμός τῆς Ἐκκλησίας, Ἰωάννης, ἐλέγχοντας τήν ἀλαζονεία κάποιων ἐπισκόπων πού θεωροῦν δική τους δόξα τήν ἀρχιερατική τάξη, γράφει: «Ἐπί ἀξιώματος ἐγένου μεγάλου καί ἀρχῆς ἐπελάβου ποτέ ἐκκλησιαστικῆς; Μή μέγα φρόνει· οὐ σύ τήν δόξαν ἐκτήσω, ἀλλ᾿ ὁ Θεός σέ ἐνέδυσεν. Ὡς ἀλλοτρίας τοίνυν φείδου, μή καταχρώμενος αὐτῇ…μηδέ φυσώμενος, μηδέ σφετεριζόμενος».5 
Εἶναι φοβερό αὐτό πού λέγει τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ στήν Ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννου, ὅτι ὁ Χριστός καί μόνο εἶναι Αὐτός πού κρατάει στά «χέρια Του» τούς ἐπισκόπους (κατά ἀνθρωποπρεπῆ ἔκφραση), οἱ ὁποῖοι ἐκεῖ στήν Ἀποκάλυψη παρομοιάζονται μέ λυχνίες.   «Καί ἔχων ἐν τῇ δεξιᾷ χειρί αὐτοῦ ἀστέρας ἐπτά».6  Τί φοβερό, ἀλλά καί ἔνδοθεν παραμυθητικό γιά τόν εὐσυνείδητο ἱεράρχη τό νά σκέπτεται ὅτι τόν «κρατάει στήν παλάμη» Του ὁ Χριστός!

Ὡστόσο, ἡ λειτουργική Παράδοση τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας μας, ἀλλά καί αὐτή ἡ διάταξη τῆς Χοροστασίας τοῦ ἐπισκόπου δείχνει καθαρά τόν διακονικό χαρακτῆρα τῆς Ἀρχιερατικῆς τάξεως. Ὁ Ὀρθόδοξος ἐπίσκοπος, εἰσερχόμενος  στόν Ναό τοῦ Θεοῦ, γίνεται δεκτός ἀπό τόν Θεό. Τόν ὑποδέχεται ὄχι ὁ ἱερεύς, ὅπως ἐκ πρώτης ὄψεως φαίνεται, ἀλλ᾿ Αὐτός ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ἀφοῦ τό Εὐαγγέλιον Αὐτοῦ προσκυνεῖ! Αὐτός εἶναι ὁ «Ἰδιοκτήτης» τοῦ σπιτιοῦ! Ἀνερχόμενος δέ ὁ ἐπίσκοπος  στόν Δεσποτικό θρόνο προκειμένου νά χοροστατήσει, ἀσπάζεται τόν ὅπισθεν αὐτοῦ εὑρισκόμενο ἐν εἰκόνι Ἰησοῦ Χριστό! Ὁ ἐπίσκοπος εἶναι διάκονος Ἰησοῦ Χριστοῦ καί τοῦ λαοῦ, δέν εἶναι ἄρχοντας ἤ διοικητής, ἤ Καίσαρας, ἤ δικτάτορας.
 Οἱ ὀρθόδοξοι ἐπίσκοποι εἶναι διάκονοι Ἰησοῦ Χριστοῦ καί θά πρέπει νά εἶναι ἀπαλλαγμένοι ἀπό ἀλαζονίες, μικροψυχίες, ἐμπάθειες, τάσεις ἐπιβολῆς, ἐγωϊσμούς καί μικρότητες. Ἄν δέν βρίσκονται στόν βαθμό τῆς θεώσεως, ὅπου πρέπει κατά τούς Πατέρες νά βρίσκεται ὁ ἐπίσκοπος, ἤ τοῦ φωτισμοῦ, ἄς εἶναι τουλάχιστον κεκαθαρμένοι, ἤ ἀγωνιζόμενοι!    Ἄς ἀκολουθοῦν ἐπ᾿ αὐτοῦ, ταπεινοφρόνως, ἔστω λεκτικά, τό παράδειγμα τῶν Ἁγίων πού δέν ἐκόμπαζαν γιά τό ἀξίωμά τους! Ὁ Ἁγιώτατος Γρηγόριος, πάπας Ρώμης, ὁ Διάλογος, ἐπίσκοπος ἀληθινός καί ὄχι Δεσπότης, ἐρωτηθείς ἀπό κάποιους τί φρονεῖ ὅτι εἶναι, ἀπάντησε ὡς ἑξῆς: servus servorum dei = εἶμαι ὑπηρέτης τῶν ὑπηρετῶν τοῦ Θεοῦ. Ὄχι τύραννος λοιπόν, ἀλλά διάκονος. Καί αὐτό πρέπει να δείχνει συνεχῶς. Καί ὅπως ὀρθά γράφει π. Γεώργιος Καψάνης, ἑρμηνεύοντας τούς ἱερούς Κανόνες περί τῶν καθηκόντων τοῦ ἐπισκόπου «οὕτως ὁ ἐπίσκοπος εἶναι κυρίως καὶ προεχόντως ποιμὴν καὶ φιλόστοργος πατὴρ τῶν πρεσβυτέρων («οἰκεῖος πατήρ» ιγ´ ΑΒ´) καὶ πάντων τῶν ὑπ᾿ αὐτὸν κληρικῶν καὶ λαϊκῶν καὶ οὐχὶ διοικητής τις καὶ ἄρχων ἀσκῶν ἀπρόσωπον καὶ ψυχρᾶν διοίκησιν, μὴ ἑδραζομένην εἰς τὴν ἀγάπην καὶ μὴ προάγουσαν τὴν κοινωνίαν τῶν προσώπων»7. 
    Ὁ ἴδιος, ἐπίσης, σημειώνει: «Ἐν τῇ ἐνασκήσει τοῦ ποιμαντικοῦ ἔργου οἱ ποιμένες διατρέχουν τὸν κίνδυνον νὰ ἀσκοῦν τοῦτο ἀνθρωποκεντρικῶς, ἤτοι κατὰ τὴν ἰδίαν αὐτῶν κρίσιν καὶ ὄχι κατὰ τὸ φρόνημα τῆς Ἐκκλησίας. Πρὸς ἀποφυγὴν τοῦ κινδύνου τούτου οἱ ποιμένες ἐν τῇ διαχειρίσει τῶν ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων καὶ τῇ διακυβερνήσει τῶν ψυχῶν δέον ὅπως ἀκολουθοῦν τοὺς ἱεροὺς Κανόνας, οἱ ὁποῖοι ἐκφράζουν τὴν θεανθρωπίνην βούλησιν τῆς Ἐκκλησίας»8…
 Τά δέ λόγια τοῦ Ἀποστόλου τῶν ἐθνῶν Παύλου, πού λέγει ὅτι «….δεῖ τὸν ἐπίσκοπον ἀνέγκλητον (ἀκατηγόρητον) εἶναι ὡς Θεοῦ οἰκονόμον, μὴ αὐθάδη, μὴ ὀργίλον, μὴ πάροινον, μὴ πλήκτην, ἀλλὰ φιλόξενον, φιλάγαθον, σώφρονα, δίκαιον»9 θά πρέπει σέ ὅλη του τήν πολιτεία νά ἐφαρμόζει κάθε ἐπίσκοπος! Τεράστια εὐθύνη ἐνώπιον τοῦ Μεγάλου Ἀρχιερέως Ἰησοῦ Χριστοῦ ἔχουν οἱ ἐπίσκοποι ἄν συμβεῖ νά συντηροῦν προσωπολατρικές καταστάσεις μέσα στήν Ἐκκλησία, ἄν θέλουν, ἤ  ἀνέχονται νά τούς τιμοῦν ὡς ἁγίους καί ἀλαθήτους (ἰδού καί πάλι ὁ παπισμός). Ἐπίσης, τεράστια εὐθύνη ὑπέχουν οἱ ἐπίσκοποι ὅταν δέν μετέρχονται τά πάντα θυσιαστικῶς γιά τήν ἑνότητα ἐντός τῆς ἐπαρχίας των,  ὅταν δέν εἶναι ἀγαπητικοί μέ ἔργα καί ἔπειτα μέ λόγια πρός τούς κληρικούς, ὅταν μέ λίγα λόγια ἀποδεικνύονται μόνο στά λόγια «τύποι Χριστοῦ»… 

Κατά τόν ἅγιο Ἰγνάτιο τόν Θεοφόρο, οἱ σχέσεις τοῦ ἐπισκόπου μετά τῶν κληρικῶν καί τοῦ ποιμνίου, ὅπως διαγράφεται στίς ἐπιστολές του, εἶναι σχέσεις βαθύτατα πνευματικές καί δέν ἐκπίπτουν ποτέ σέ δομικές ἤ ἱδρυματικές ὑποκαταστάσεις, ὅπως συμβαίνει στόν παπισμόν (ἀλλά καί σέ μᾶς τους ὀρθοδόξους ὅταν στήν πράξη γινόμαστε παπικοί)! Ἄς προσέξουν οἱ ἐπίσκοποι τό πολύ σημαντικό χωρίο τοῦ Ἁγίου ἱερομάρτυρος:
    «Οἱ ἐπίσκοποι, ἐν Ἰησοῦ Χριστοῦ γνώμῃ εἰσίν»10!!! 
Ὁ ἐπίσκοπος, κατά τόν Θεοφόρο Ἰγνάτιο, εἶναι ὁ μαρτυρικῶς καί κενωτικῶς πρῶτος διάκονος τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινότητος, ὄχι ὡς κέντρο μιᾶς «δομῆς» διοικητικῶς, ἀλλά ὡς κενωτικός συσχηματισμός «ἐν γνώμῃ Ἰησοῦ Χριστοῦ», ὁ Ὁποῖος Χριστός μαρτυρικῶς ἐπίσης εὑρίσκεται «ἐν γνώμῃ Θεοῦ Πατρός». Τά διοικητικά καθήκοντα τοῦ ἐπισκόπου εἶναι ἀπόρροια τῶν πνευματικῶν του καί ὄχι τό ἀντίθετο! Τό πρωτεῖο τοῦ ἐπισκόπου, κατά τόν Θεολόγο τοῦ Εὐχαριστιακοῦ ρεαλισμοῦ ἅγιο  Ἰγνάτιο, εἶναι καθαρῶς ἐσχατολογικό καί κενωτικό, πρωτεῖο σταυρώσεως καί «λεντίῳ ζωννυμένης διακονίας», πρωτεῖο πού ἀποσκοπεῖ στήν θυσιαστική διασφάλιση τῆς ὑπαρκτικῆς ἀληθείας, τῆς ὁμονοίας καί συμφώνου ἀγάπης, διά τῆς ὁποίας «Ἰησοῦς Χριστός ἄδεται», ὅπως θά γράψει πάλι ὁ Θεοφόρος Πατήρ11! Ἐπίσης, πολλοί ἀγνοοῦν τό πνεῦμα ὑπό τό ὁποῖο νοοῦνται ὅλες οἱ ἀναφορές τοῦ ἁγίου Ἰγνατίου στήν ἀνάγκη ὁμοφωνία μέ τόν ἐπίσκοπο.  Αὐτό ἀναλύεται ἀπό τούς εἰδικούς, ἱστορικούς καί πατρολόγους, οἱ ὁποῖοι ἐπισημαίνουν ὡς αἰτίες, μεταξύ ἄλλων 1) τήν ἄρνηση κάποιων Χριστιανῶν τῆς ἐποχῆς του να συμμετέχουν στή θεία Εὐχαριστία πού τελοῦσαν τότε οἱ λίγοι ἐπίσκοποι τῶν ἀποστολικῶν χρόνων12, 2)τήν ὕπαρξη αἱρέσεων καί τήν ὡς ἐκ τούτου ἐπιτακτική ἀνάγκη συσπειρώσεως τῶν ὀρθοδόξων γύρω ἀπό τόν ἐπίσκοπο13. Ὅμως, ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος καί οἱ ἄλλοι Πατέρες, δέν ὁμιλοῦν μόνο, ὅπως εἴδαμε ἀνωτέρω περί ὑπακοῆς στόν ἐπίσκοπο, ἀλλά διαγράφουν ἐναργῶς καί διά πολλῶν «ὁποῖον δεῖ εἶναι τόν ἐπίσκοπον»!

Ἐπιπλέον, γίνεται λόγος καί γιά τούς πρεσβυτέρους μέσα στήν Ἐκκλησία, ὡς παρακαθημένους τοῦ ἐπισκόπου, πρᾶγμα πού κάποιες φορές ἀγνοεῖται ἤ παραβλέπεται. Οἱ Ἀποστολικές Διαταγές ἀποκαλοῦν τούς πρεσβυτέρους «συμβούλους τοῦ ἐπισκόπου»14. Σύμβουλοι τοῦ ἐπισκόπου οἱ πρεσβύτεροι νοοῦνται, ὡς οἱ παρακαθήμενοι καί συνδιοικοῦντες τῷ ἐπισκόπῳ. Δηλαδή ὁμιλεῖ γιά τήν ὕπαρξη Μητροπολιτικοῦ συμβουλίου -,μέ τήν σημερινή ὁρολογία -, ἤτοι, τήν ἐν τόπῳ πραγμάτωση τῆς συνοδικότητος τῆς Ἐκκλησίας. Ἄς τό δοῦν ὅσοι νομίζουν ὅτι ἕνας ἐπίσκοπος κάνει ὅτι θέλει μόνος του στήν ἐπαρχία του, χωρίς νά ρωτάει κανέναν, χωρίς νά ὑπολογίζει τίποτα! Στήν ὀρθόδοξη Ἀνατολή, κατά τό Κανονικό Δίκαιο καί τήν ὅλη Παράδοσή μας, οὔτε πατριάρχης, οὔτε ἀρχιεπίσκοπος, οὔτε ἐπίσκοπος, οὔτε ἡγούμενος Μονῆς πράττει κατά τό δοκοῦν, ἀλλά παντοῦ τηρεῖται ἡ συνοδικότητα, σέ ὅλες τίς ἐκφάνσεις τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ. Ναί μέν, στίς  ἀποστολικές καί κανονικές ἐπιταγές ὑπάρχουν ἀναφορές γιά τό ὅτι δέν πρέπει νά πράττουν  τίποτε ἐκκλησιαστικό οἱ πρεσβύτεροι λάθρα τοῦ ἐπισκόπου, ἀλλ᾿ ὅμως οἱ Πατέρες παρουσιάζουν καί τό ἄλλο, τό ὅτι καί ὁ ἐπίσκοπος δέν πρέπει νά πράττει τίποτε χωρίς ἄδεια τοῦ Θεοῦ, δηλαδή νά μήν πράττει κάτι πού δέν εἶναι κατά Θεόν. Ἰδού πόσον ἐναργῶς τό διατυπώνει ὁ  ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος, ὁ ὁποίος ὡς ἑξῆς συμβούλευε τόν ὁμότροπό του ἅγιο Πολύκαρπο: «Μηδέν ἄνευ γνώμης σου γινέσθω· μηδέ σύ ἄνευ γνώμης Θεοῦ τι πράσσε».15 
  Πρέπει νά γνωρίζουμε ὅτι στήν Ὀρθοδοξία δέν ὑπάρχουν αὐθεντίες! Μόνο ἡ Ἐκκλησία κατέχει τήν αὐθεντία, τό ἀλάθητο, τό διαχρονικόν κῦρος καί τήν ἀλήθεια! Οἱ ἄνθρωποι πολλές φορές σφάλλουν καί  πλανῶνται! Μήν λησμονοῦμε τό τρανταχτό παράδειγμα μέσα στό Εὐαγγέλιο, ὅταν ὁ Κύριός μας ἀπεκάλεσε στόμα διαβόλου τόν Πρωτοκορυφαῖο Ἀπόστολό του σέ μία δεδομένη στιγμή! Καί οἱ Ἅγιοι λανθάνουν! Μόνο ἡ Ἐκκλησία ἐν τῷ συνόλῳ της ἐκφραζομένη διά Οἰκουμενικῆς Συνόδου κατέχει τό ἀλάθητο. Δέν ἐδράζεται, ἑπομένως,  στήν Παράδοσή μας κανένα ἐπισκοπικό ἀλάθητο!
 Ὁ ἀληθής ἐπίσκοπος δέν καταφρονεῖ τούς ἱερούς Κανόνες! Δέν ἔχει τέτοιο δικαίωμα! Δέν δόθηκε στούς ἱεράρχες ἡ ἐξουσία να ἔχουν ἀσυδοσία καταφρονήσεως τῶν Κανόνων καί τῆς ὅλης Παραδόσεως, ἀλλά νά στοιχίζονται στά Ἀποστολικῶς καί Συνοδικῶς καί Πατερικῶς κατοχυρωμένα καί νά ἐπακολουθοῦν στούς προηγουμένους. Αὐτό ὑπογραμμίζει ὁ μέγας Ὁμολογητής τῆς Πίστεως, Θεόδωρος ὁ Στουδίτης: «Ἐξουσία τοῖς ἱεράρχαις ἐν οὐδενί δέδοται ἐπί πᾶσῃ παραβάσει κανόνος, ἤ μόνον στοιχεῖν τά δεδογμένα καί ἕπεσθαι τοῖς προλαβοῦσιν».16
Ὀφείλει δέ ὁ Ἀρχιερεύς τοῦ Ὑψίστου νά ἔχε ταπεινό φρόνημα καί νά μήν εἶναι ἐγωκεντρικός. Νά μήν εἶναι ὀργίλος, ἀλλά νά διαχειρίζεται τόν θυμό του! Συναφῶς ὁ ἱερός Χρυσόστομος γράφει: «Ἄν (ὁ ἐπίσκοπος) ᾖ πλήκτης ἤ καί πάροινος, ἄν ὠμός καί ἀνηλεής, κατηγόρει· ἀνάξια ταῦτα ἐπισκόπου».17 Μέ λίγα λόγια, ὁ ἐπίσκοπος θά πρέπει νά οἰκοδομεῖ καί νά μήν ἀποδομεῖ. Ὀφείλει ἐπίσης ὁ ἱεράρχης νά ἀγαπᾶ ἐμπράκτως ὅλους τούς κληρικούς του καί τόν λαό καί νά τό δείχνει χωρίς ἐξαιρέσεις. Τότε, ἄν ἔτσι πολιτεύεται μέ τά ὡς ἄνω διαγραφόμενα, θά ἐμπνεύσει βεβαίως τήν ὑπακοή, ἡ ὁποία πάντοτε ἐμπνέεται καί ποτέ δέν ἐπιβάλλεται. Καί τότε, ποιός δέν θά ὑπακούσει προθυμότατα σέ ἕναν τέτοιον κεκαθαρμένο ἀπό πάθη καί πνευματικό  ἐπίσκοπο;

Πέραν αὐτῶν, ἐπισημαίνουμε, ὅτι κατά τήν ἐκκλησιολογία, ὁ ἀληθής ἐπίσκοπος δέν καταπνίγει τά χαρίσματα τῶν ἄλλων μελῶν τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας ἀλλά τά ἀναδεικνύει μέσα στήν Ἐκκλησία! Δέν προβάλλει μόνο ὅσους τυχόν ἰδιατέρως ἀγαπᾶ, οὔτε προωθεῖ μόνο τούς «ἡμετέρους», ἀλλά  ἐργάζεται ὡς ποιμήν γιά ὅλους! Αὐτό εἶνα τό δικό του χάρισμα, ὁ συντονισμός καί ἡ ἀνάδειξις ὅλων τῶν ἄλλων χαρισμάτων ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ. 
Βλέπουμε, λοιπόν, τόν πραγματικό ρόλο τοῦ ἐπισκόπου καί διαπιστώνουμε ὅτι τά ἀνωτέρω θεῖα λόγια τῶν Πατέρων μας δίδουν  ἰσχυρότατη ἀπάντηση στούς κατά καιρούς ἐπικαλουμένους  τόν ἐπισκοποκεντρισμό τῆς Ἐκκλησίας (λ.χ. Ζηζιούλες κ.ἄ. ἀλλά καί κάποιους ἐπισκόπους τῶν ΓΟΧ πού τόν ἐφαρμόζουν στήν πράξη), τόν ὁποῖο ἐπισκοποκεντρισμό θεωροῦν κοσμικῶς καί διοικητικῶς καί ὄχι πνευματικῶς, κενωτικῶς καί ἐσχατολογικῶς, ὅπως ἡ Παράδοσή μας διαγράφει. 
 Ἄς γνωρίζουμε λοιπόν τά ἀνωτέρω Πατερικά λόγια ὅλοι καί κυρίως οἱ τίμιοι και σεβαστοί ἱεράρχες τῆς Ἐκκλησίας  (οἱ ὁποῖοι πιστεύουμε ὅτι τά γνωρίζουν και ἁγωνίζονται νά τά ἐφαρμόζουν Χάριτι Θεοῦ). Ἄς σκεπτόμεθα  τί σημαίνει ἐπίσκοπος «εἰς τύπον καί τόπον Χριστοῦ» μέ ἔργα καί λόγια καί ποιά  εἶναι ἡ θέση καί ἡ διακονία τοῦ ἐπισκόπου μέσα στήν Ἐκκλησία. Καί ἄς ὑπακούουμε ὅλοι, κλῆρος καί λαός μέ ἔνθεο ζῆλο, θερμή προαίρεση καί ἀγάπη υἱική τούς καλούς ἐπισκόπους, τούς πληροῦντας ὅσο εἶναι δυνατόν τίς ἀνωτέρω προϋποθέσεις, διότι αὐτή ἡ ὑπακοή ἀνάγεται στόν Μέγα Ἀρχιερέα, τόν Κύριό μας  Ἰησοῦ Χριστό.

 Ἄν δέ, συμβαίνει ἐνίοτε νά ἐμφανίζονται στήν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας καί κακά παραδείγματα ἱεραρχῶν, ἐπίσκοποι οἱ ὁποῖοι ἐπιθυμοῦν  νά εἶναι δεσποτάδες μέ τήν κακή ἔννοια τοῦ ὅρου καί ὄχι ἐπίσκοποι - διάκονοι, νά τυραννοῦν τούς πρεσβυτέρους μέ τόν δεσποτισμό τους καί νά ἐπιχειροῦν νά ἐπαναφέρουν τούς ἄλλους στήν τάξη χωρίς νά διορθώνουν πρῶτα αὐτοί τό «ἔσωθεν» τοῦ ποτηρίου τῆς καρδίας των, νά γνωρίζουν καλῶς ὅτι, κατά τήν  Γραφή, θά ἀποβληθοῦν ἐκ τοῦ θείου ἀμπελώνος τοῦ Ἀρχιποίμενος Κυρίου, ὅπως τόσο παραστατικά τό ἐξαγγέλει στό Βιβλίο τῆς Ἀποκαλύψεως: «ἔρχομαί σοι ταχύ καί κινήσω τήν λυχνίαν σου ἐκ τοῦ τόπου»18!

_____________________________________________________________________________


1) Πρός τόν Πατριάρχην Ἀντιοχείας, βλ. Γ. Μαντζαρίδη, Παλαμικά, ἐκδ. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη (2), σελ. 198.
2) Α΄ Ἀποστ. Καν., ὑποσημείωση, «Πηδάλιον», ἐκδ. Ἀστέρος, Ἀθήνα 1982, σελ. 3.
3) Εἰς Τιμ. Ὁμιλία 11, 1, MPG. 62, 553.
4) Βλ. πρωτοπρ. Γ. Μεταλληνοῦ, Ἐνορία καί Ἐκκλησία, ἐκδ. ὀρθοδόξου Κυψέλης.
5) Εἰς Α΄ Κορ. ὁμιλ. 10, 3, MPG. 61, 85.
6) Ἀποκ. 1, 16.
7) Βλ. . Γ. Καψάνη, Ἡ ποιμαντική διακονία κατά τούς ἱερούς Κανόνας, σελ. 100
8) ὅπου π. σελ. 101 -102.
9) Τιμ. Α΄, 7-8.
10) Ἐφεσ. III, 2
11) φεσ. IV
12) Ὅπως γράφει ὁ καθηγητής Στυλιανός Παπαδόπουλος, ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος « ὡδηγήθηκε στήν θεολογία τοῦ ἐπισκοπικοῦ λειτουργήματος... διότι πολλοί πιστοί δέ θεωροῦσαν ἀναγκαῖο νά μετέχουν στήν Εὐχαριστία, τήν ὁποία τελοῦσε ὁ ἐπίσκοπος τοῦ τόπου. Ἄρα οἱ πιστοί ἀμφέβαλλαν καί δίσταζαν νά δεχθοῦν τή μοναδικότητα καί ἀποκλειστικότητα τοῦ ἐπισκόπου σέ κάθε τόπο, καί γι' αὐτό εἶχαν προβῆ στή δημιουργία ὁμάδων μέ δική τους φυσικά εὐχαριστία. Ἔτσι ὁ ἐπίσκοπος καί τό λειτούργημά του στήν Ἐκκλησία γινόταν ἀξίωμα ἐπιφανειακό, χωρίς θεολογική θεμελίωση καί ἀποκλειστικότητα (=ἦταν τό μεγάλο πρόβλημα τῆς ἐποχῆς ἤδη ἀπό τούς χρόνους τοῦ Κλήμεντα Ρώμης). Ὁ Ἰγνάτιος ἀντιμετωπίζει ριζικά-θεολογικά τό πρόβλημα, συνδέοντας τήν ἐγκυρότητα τῆς Εὐχαριστίας μέ τόν ἐπίσκοπο, πού εἶναι "ἐγκεκραμένος" μέ τό Χριστό, ὅπως πρέπει νά εἶναι μέ τόν ἐπίσκοπο καί οἱ πιστοί». Βλ. Στ. Παπαδοπούλου, Πατρολογία, Α΄, ἔκδ. Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, 1986, σελ. 174 -175.
13) Βλ. Παν. Χρήστου, Ἐκκλησιαστική Γραμματολογία, Πατέρες καί Θεολόγοι τοῦ Χριστιανισμοῦ, τ. Α΄, ἔκδ. Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 1991 2, σελ, 51: « Ἐπειδή δέ εἶχε προσωπικήν ἀντίληψιν (ὁ Ἅγιος Ἰγνάτιος) περί τοῦ κινδύνου τῶν αἱρέσεων ἐδῶ, ἐφιστᾶ ἐντονωτέραν τήν ἀνάγκην συσπειρώσεως περί τόν ἐπίσκοπον καί προσφέρει μίαν συνοπτικήν ἔκθεσιν τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας, εἰς ἀντιπαραβολήν μέ τάς αἱρετικάς δοξασίας ».
14) Ἀποστ. Διαταγαί, Β΄, 28, 4, ΒΕΠΕΣ, 2, 36.
15) Πρός Πολύκαρπον, IV, 1.
16) Βλ. Ἁγίου Θεοδώρου Στουδίτου, Ἐπιστολή 24.
17)Εἰς Τίτον, ὁμιλ. 2, 4, MPG. 62, 670.
18) Ἀποκ. Β΄, 5.






0 Comments

ΤΟ ΣΩΜΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΣΧΕΔΙΑΖΟΜΕΝΟ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΚΟ ΕΓΚΛΗΜΑ ΤΗΣ ΚΑΥΣΕΩΣ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ

11/5/2014

0 Comments

 
Picture
ὑπό π. Νικηφόρου Νάσσου

Ἀ
πίστευτο, ἀλλά δυστυχῶς ἀληθινό! Στό Δῆμο Βόλου καί στό χώρο τοῦ Δημοτικοῦ   Κοιμητηρίου, ὅπως λέγεται, θά κατασκευαστεῖ τό πρῶτο ἀποτεφρωτήριο νεκρῶν στήν Ἐλλάδα! Ἀπό τήν ὄμορφη πόλη μας θά ξεκινήσει, δυστυχῶς, αὐτή ἡ ἀσέβεια! «Εἰς ποίους καιρούς τετήρηκας ἡμᾶς Κύριε»! Ἀλλά ἄς κάνουμε κάποιες ἀπαραίτητες ἐπισημάνσεις ἐπί τοῦ θέματος.


Στόν Χριστιανισμό ὡς Ὀρθοδοξία, ἡ ἀνθρωπολογία εἶναι ἀρρήκτως συνυφασμένη μέ τήν Θεολογία καί δέν μπορεῖ νά ξεχωριστεῖ ἀπό αὐτήν ἐπειδή ἔτσι ἀρέσει στούς ἀνθρώπους τοῦ σκότους, οἱ ὁποῖοι διά μέσου τῶν αἰώνων πολυειδῶς καί πολυτρόπως πολεμοῦν τόν Ἀληθινό Θεό καί τήν ἐπί γῆς ζῶσα εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Στό ἀνθρωπολογικό ἐπίπεδο, λοιπόν, ἡ Ὀρθοδοξία βλέπει τήν κορωνίδα τῆς θεία δημιουργίας, αὐτόν πού ἀποτελεῖ τήν «ἀνακαιφαλαίωσιν τῶν τοῦ Θεοῦ κτισμάτων»[1], τόν ἄνθρωπο,συνθετικά. Τόν θεωρεῖ ἑνωτικά καί ὄχι διαιρετικά ὅπως τόν βλέπουν οἱ περισσότεροι ἀπό τούς ἀρχαίους φιλοσόφους.  Σύμφωνα μέ τήν ὀρθόδοξη Παράδοσή μας, τό σῶμα ἀποτελεῖ ἀναπόστατο ὀντολογικό στοιχεῖο τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος δέν ὑπῆρξε χρονική στιγμή κατά τήν ὁποία νά ὑπῆρχε χωρίς σῶμα, διότι ἐξ ἀρχῆς ὁ πλάστης ἥνωσε δύο στοιχεῖα στόν ἄνθρωπο ἀχωρίστως καί ἀδιαιρέτως[2]. Ὁ ἄνθρωπος, ὡς ὁ μέγας κόσμος μέσα στόν μικρό, εἶναι τό μεθόριο μεταξύ δύο κόσμων, ἡ συμπύκνωση, ἡ συμπερίληψη τοῦ σύμπαντος, ἀφοῦ ἑνώνει τό νοερό καί τό αἰσθητό.[3] Τό σῶμα,  ὡς τό ἕνα ἀπό τά δύο συστατικά στοιχεῖα τῆς ὑπάρξεώς τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι ἱερό, προοριζόμενο νά «συνδιαιωνίσει τήν ψυχή»(Ἀθηναγόρου, περί Ἀναστάσεως), νά ζήσει καί αὐτό στήν ἀτέρμονη Αἰωνιότητα, μετά τήν κοινή Ἀνάσταση τῶν ἀνθρώπων, κατά τήν Δευτέρα, Ἔνδοξο Παρουσία τοῦ Χριστοῦ.

 Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ὅπως γνωρίζουμε, καταφάσκει τό ὑλικό σῶμα, τό τιμᾶ καί τό σέβεται, διότι καί αὐτό μετέχει τῆς χαρισματικῆς θεώσεως, ὅπως ὑπογραμμίζεται ἀπό κορυφαίους Πατέρες καί ἐμπειρικούς Θεολόγους, ὅπως λ.χ. τόν ἅγιο Συμεών τόν Ν. Θεολόγο, τόν ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ κ.ἄ. Τό ἀνθρώπινο σῶμα εἶναι Ναός Θεοῦ κατά τόν Ἀπόστολο τῶν ἐθνῶν Παῦλο, ὁ ὁποῖος γράφει πρός τούς Κορινθίους: «ὑμεῖς ναός Θεοῦ ἐστέ ζῶντος»[4]. Ἡ ἀξία καί ἱερότητα τοῦ σώματος παρουσιάζεται σέ πολλά ἁγιογραφικά καί πατερικά ἐδάφια, τά ὁποῖα παραλείπουμε γιά τό στενόν τοῦ χώρου. Καί ἡ ταφή τοῦ σώματος μετά θάνατον διδάσκεται  στήν πράξη ἀπό τήν Ἐκκλησία μας, ἀπό τόν Ἴδιο τόν «Παθόντα καί Ταφέντα δι᾿ ἠμᾶς» Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, ἀπό τούς ἁγίους Ἀποστόλους καί τούς Πατέρες καί ἐφαρμόζεται ἀπό ὅλους τούς πιστούς. Ἡ ὅλη Παράδοσή μας δέχεται τήν ταφή τῶν σωμάτων, μιά πράξη πού ἤδη ἀπό τόν Ἀπόστολο Παῦλο παραλληλίζεται μέ τή σπορά τοῦ κόκου τοῦ σιταριοῦ καί συνδέεται μέ τήν προσδοκία τῆς νέας ζωῆς.[5] Ἀπό πλευρᾶς Κανονικοῦ Δικαίου τῆς Ἐκκλησίας θά μπορούσαμε νά ποῦμε ὅτι ὑπάρχουν ἔμμεσες ἀναφορές καί θέσεις ὅτι ἡ ταφή εἶναι ὁ μόνος κανονικός τρόπος μεταχειρίσεως τῶν νεκρῶν σωμάτων, γι᾿ αὐτό καί ἀναφέρεται στόν ΙΓ΄ Κανόνα τῆς Α΄ Οἰκ. Συνόδου ὅτι «περί τῶν ἐξοδευόντων ὁ παλαιός καί κανονικός Νόμος φυλαχθήσεται καί νῦν».[6] Ἀντίθετα, ὑπάρχει Κανονική ἀναφορά ἀπορριπτική τῆς καύσεως στόν ΞΕ΄ Κανόνα τῆς Πενθέκτης Συνόδου, ὁ ὁποῖος κατακρίνει τόν Μανασσῆ γιά τήν καύση τῶν παιδιῶν του μαζί μέ ἄλλες εἰδωλολατρικές πράξεις πού ἔκανε καί γι᾿ αὐτό «ἐπλήθυνε τοῦ ποιῆσαι τό πονηρόν ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, τοῦ παροργήσαι αὐτόν».[7]     

Εἶναι ἀπαραίτητο νά ἐπισημανθεῖ ὅτι ὁ βιολογικός θάνατος, μέ τόν ὁποῖο χωρίζονται τά δύο συστατικά τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ψυχή καί τό σῶμα δέν ἀποτελεῖ τό τελευταῖο στάδιο τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς. Μετά τήν ἀναχώρηση τῆς ψυχῆς ἀπό τό σῶμα δέν καταργεῖται ἡ ὑπόσταση τοῦ ἀνθρώπου. Δέν πρέπει νά ἀγνοοῦμε πώς ἡ ἀδιαίρετη φύση τοῦ ἀνθρώπου παραμένει αἰωνίως ἀδιαίρετη. Προσωρινό ἐπεισόδιο στήν ἱστορία τοῦ ἀνθρώπου δέν εἶναι ἡ σύνδεση τῆς ψυχῆς μέ τό σῶμα, ὅπως δίδασκαν οἱ φιλόσοφοι (Πλάτων). Γιά μᾶς τούς Ὀρθοδόξους, προσωρινό ἐπεισόδιο εἶναι ὁ χωρισμός τῆς ψυχῆς ἀπό τό σῶμα. Καί τό γεγονός αὐτό, στόν μέν Πλατωνισμό βιώνεται ὡς ἀπελευθέρωση τῆς ψυχῆς ἀπό τόν τόπο τῆς φυλακίσεώς της, σέ μᾶς δέ βιώνεται ὡς  διάσπαση τῆς ἑνότητος τοῦ ἀνθρώπου (ὡς «ρῆξη τῆς ψυχοσωματικῆς συμφυΐας» καθώς ψάλλουμε στή Νεκρώσιμο Ἀκολουθία ) καί αὐτή ἡ διάσπαση ὑπερβαίνεται στήν Ἀνάσταση.  Ὁ ἄνθρωπος κατά τήν Πατερική μας Γραμματεία «δυνάμει τέθραυσται, ἵνα ἐν τῇ Ἀναστάσει ὑγιῆς εὑρεθῇ».[8] Δέν χάνεται, οὔτε ἐκμηδενίζεται! Ἄλλωστε, πάλι κατά τόν ἀπόστολο Παῦλο, «σπείρεται σῶμα ψυχικόν, ἐγείρεται σῶμα πνευματικόν».[9]

Οἱ κλασικές περί ἀνθρώπου θέσεις τῆς Φιλοσοφίας, ὅπως α) τοῦ Πλάτωνος περί ἐγκλεισμοῦ τῆς προϋπαρχούσης ψυχῆς στό σῶμα καί β) τοῦ Ἀριστοτέλη περί ἐνοικήσεως τοῦ ἄνωθεν ἐρχομένου νοῦ στό ψυχοσωματικό στοιχεῖο, ἀπό τίς ὁποῖες θεωρίες συνάγεται ὅτι οὐσία τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ ψυχή ἤ ὁ νοῦς ἀντίστοιχα, παύουν νά ἰσχύουν στήν ὀρθόδοξη Πατερική Θεολογία καί ἀνθρωπολογία. Καί τοῦτο διότι τό «κατ᾿ εἰκόνα» Θεοῦ στόν ἄνθρωπο ἐντοπίζεται (ἐκτός ἀπό τό λογικό, νοερό, αὐτεξούσιο κλπ.) καί στό σῶμα, τό ὁποῖο γίνεται (ἐμπροϋπόθετα)κατοικητήριο τῆς ἀκτίστου Χάριτος τοῦ Θεοῦ. Ὁ ὀγκόλιθος τῆς ὀρθοδόξου Θεολογίας, ἅγιος Γρη­γό­ριος ὁ Πα­λαμᾶς θά μᾶς πεῖ  ὅτι «τό συ­ναμφό­τε­ρον», ὁ ὅλος ἄνθρω­πος, ὡς ψυ­χή καί σῶμα, εἶναι καί λέγεται εἰκό­να τοῦ Θε­οῦ: «Μή ἄν ψυ­χήν μό­νην, μή­τε σῶμα μό­νον λέ­γε­σθαι ἄνθρω­πον, ἀλλά τό συ­ναμ­φό­τε­ρον, ὅν δή καί κατ᾿εἰκό­να πε­ποι­η­κέ­ναι Θε­ός λέ­γεται».[10] Νωρίτερα τόν 5ο αἰῶνα, ὁ συνώνυμός του καί ἀδελφός τοῦ Μ. Βασιλείου, ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης εἶχε καταθέσει ὅτι ὁ ἄνθρωπος ὡς ψυχοσωματική ὁλότητα εἶναι «γήινον πλάσμα τῆς ἄνω δυνάμεως ἀπεικόνισμα».[11]  Σκοπός δέ τοῦ ἀνθρώπου ὡς προσώπου πού εἰκονίζει τόν Θεό εἶναι νά χωρέσει μέσα του τόν εἰκονιζόμενο, δηλαδή τόν ἴδιο τόν Θεό. Ὅλα τά ἄλλα ὑποτάσσονται καί ἐντάσσονται στόν σκοπό αὐτό.

Αὐτό τό «γήινο πλάσμα» πού ὡς ἑνωμένο ὅλον ἀπεικονίζει τόν Δημιουργό Του, ἐπιδιώκουν σήμερα νά τό διαχωρίσουν πλατωνικά ἐκεῖνοι πού δηλώνουν τήν ἀπαξία πρός τό σῶμα, ἀφοῦ θέλουν μετά τόν βιολογικό θάνατο καί τήν ἀναχώρηση τῆς ψυχῆς ἀπ᾿ αὐτό νά τό πετοῦν στόν κλίβανο γιά ἀποτέφρωση! Αὐτό τό σῶμα ὅμως, δέν εἶναι ἄχρηστο, οὔτε ἀπόβλητο, ἀλλά ἔχει τήν τιμή καί τήν ἀξία του ὅπως εἴπαμε. Καί τοῦτο διότι ναί μέν εἶναι ὑλικό, ἀλλά ἐμπεριέχει «ἐνσημαινομένας πνευματικάς διαθέσεις» κατά τόν Ἅγιο Ἀρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης, Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ, δηλαδή συνιστᾶ ἕνα πνευματικό γεγονός, ἀφοῦ καί αὐτό δέχεται τήν ἄκτιστη Χάρη καί Ἐνέργεια τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ.

Δέν θά πρέπει νά ἀγνοοῦμε ὅτι σέ ὁλόκληρη τήν ἱστορία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης,  ἡ καύση τῶν νεκρῶν ἀντιμετωπίζεται ὡς εἰδωλολατρική συνήθεια καί θεωρεῖται ὡς ἀποκρουστική πράξη. Εἰδικότερα, ὁ διά πυρᾶς θάνατος συνδέεται στήν Παλαιά Διαθήκη μέ εἰδεχθῆ ἐγκλήματα. Ἡ Καινή Διαθήκη θεωρεῖ αὐτονόητη τήν ταφή τῶν νεκρῶν, ἐνῶ στήν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας μόνο διῶκτες της κατέφυγαν στήν ἀποτέφρωση τῶν σωμάτων τῶν Χριστιανῶν, γιά νά ἐξαφανίσουν τή μνήμη τους καί νά πλήξουν τήν ἐλπίδα τῆς ἀναστάσεώς τους. Κατά τούς νεώτερους, τέλος, χρόνους ἡ καύση τῶν νεκρῶν ἐφαρμόσθηκε καί ὡς κάποια μορφή ἐξαγνισμοῦ τοῦ κόσμου ἀπό τήν παρουσία τους. Εἶναι γεγονός ὅτι οἱ ἀνατολικές θρησκεῖες δείχνουν ἀποστροφή καί ἐχθρότητα πρός τό σῶμα. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ὅμως, δέν βλέπει τό σῶμα ἐχθρικά οὔτε τό θεωρεῖ ὡς «σῆμα», δηλαδή ὡς τάφο, ὅπως τό θεωροῦσε ὁ Πλάτων, ὥστε νά θέλει νά τό ἀφανίσει μέ τήν φοβερή, ἀσεβῆ καί εἰκονοκλαστική διαδικασία τῆς ἀποτεφρώσεως! Εἶναι ὄντως εἰκονοκλαστική πράξη διότι τό ἀνθρώπινο σῶμα, ὅπως προελέχθη εἶναι Ναός τοῦ Θεοῦ, Ναός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Καί τούς Ναούς δέν τούς καῖμε! Τό ἀνθρώπινο σῶμα, αὐτή ἡ φύση τήν ὁποία διά τῆς Ἐνανθρωπήσεως προσέλαβε ὁ Χριστός, εἶναι ἡ ζωντανή Ἐκκλησία, μέσα στήν ὁποία καλεῖται ὁ ἄνθρωπος νά λατρεύσει τόν ἐν τριάδι Θεό. Καί ὅποιοι λατρεύουν ἀληθινά τόν ἄκτιστο Θεό, θεμελιώνουν μέ τά λείψανά τους τίς κτιστές Ἐκκλησίες[12], πού στεγάζουν τούς ζωντανούς, τά μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ. Αὐτός εἶναι καί ὁ λόγος  τῆς μεγάλης τιμῆς ἀπό μέρους τῆς Ἐκκλησίας τῶν ἱερῶν λειψάνων. Πλοῦτος ἀδαπάνητος τῆς Ἐκκλησίας εἶναι τά ἅγια, ἄφθαρτα και θαυματουργούντα λείψανα τῶν θεοφόρων τέκνων της! Αὐτά φέρουν ἔκδηλα τά σημεῖα τῆς θεώσεως, τά σήμαντρα τοῦ θείου ἐλέους, τά τεκμήρια τῆς ἐν Χριστῷ «ἀνακράσεως»[13]  καί γι᾿ αὐτό  τά διατηρεῖ ἡ Ἐκκλησία ὡς πολύτιμους θησαυρούς. Αὐτῶν τῶν θείων δώρων καί δωρεῶν ἀξιώνεται ὁ ἄνθρωπος μέσα στό πλαίσιο τῆς Ἐκκλησίας. Καί κατά τόν θεοφόρο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ, ὅπως ἀπό τόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό δέν χωρίστηκε ἡ θεότητα μετά τόν χωρισμό τῆς ψυχῆς ἀπό τό Σῶμα ἐπάνω στόν Σταυρό,  ἔτσι καί στούς Ἁγίους μας,  μετά τόν χωρισμό τῆς ψυχῆς ἀπό τό σῶμα κατά τόν βιολογικό θάνατο, δέν χωρίστηκε ἀλλά παρέμεινε ἡ θεοποιός Χάρις καί ἐπί τοῦ σώματος, εἰς πίστωσιν τῆς Ἁγιότητος.[14]  Ἄν εἶχε υἱοθετηθεῖ ἀπό παλαιά ἡ καύση τῶν νεκρῶν, θά εἴχαμε σήμερα ἅγια λείψανα;

 Ὅποιος βλέπει τό νεκρό σῶμα ὡς λείψανο, ὡς σεβαστό δηλαδή ὑπόλειμμα, κατάλοιπο τῆς ἀνθρώπινης ὑπάρξεως, θέλει νά τό τιμήσει. Καί στήν περίπτωση αὐτή ἡ ταφή καί ἡ μετά ταῦτα διατήρηση τῶν ὀστῶν εἶναι ἱερή. Ἀλλά καί ἡ Ἐξόδιος Ἀκολουθία πού ἐπιτελοῦμε στούς κεκοιμημένους ἐν Χριστῷ, ἀκόμη καί ὡς ὁρολογία παραπέμπει σέ ἀγάπη καί φροντίδα.  Ἡ λέξη «κηδεία» προέρχεται ἀπό τό ρῆμα «κήδομαι», πού σημαίνει φροντίζω. Ὅταν κάτι θέλουμε νά τό φροντίσουμε, δέν τό καῖμε! Εἶναι φρικτό καί ἀποκρουστικό καί νά τό σκεφθεῖ κανείς!  Ἄλλο εἶναι νά παραδίδεται μέ τίς εὐχές τῆς Ἐκκλησίας ὁ «σεπτός νεκρός» ὅπως λέμε στή μητέρα γῆ «ἐξ ἧς ἐλήφθη», μέ τή γνωστή  ἐκείνη παραπεμπτική καί θεολογική φράση καί ἄλλο εἶναι νά ὁδηγεῖται ἀπάνθρωπα στή φωτιά πρός ἐξαφάνιση καί τοῦ τελευταίου στοιχείου τῆς ὑλικῆς του ὑποστάσεως!

Ἄν ὅλα αὐτά σήμερα ἀγνοοῦνται, ἤ σκοπίμως παραθεωροῦνται ἀπό τούς δῆθεν προοδευτικούς τοῦ τόπου μας καί υἱοθετοῦνται ξενόφερτες πρακτικές ὅπως ἡ καύση τοῦ σώματος μετά θάνατον γιά τό λόγο ὅτι δῆθεν προκαλοῦνται μολύνσεις καί μικρόβια, ἄς συνειδητοποιήσουν ἐπιτέλους ὅτι τή μόλυνση τή δημιουργοῦν οἱ ζωντανοί· ὄχι οἱ νεκροί! Ἀντίθετα, ὅπως ἔχει τεκμηριωμένα ἐπισημανθεῖ, ρύπανση περιβάλλοντος ὁπωσδήποτε θά προκαλεῖ ἡ καύση τῶν νεκρῶν σωμάτων…

Συμπερασματικά θά καταθέσουμε ὅτι «ἡ καύση τῶν νεκρῶν, ὁποιαδήποτε ἐπιχειρήματα καί ἄν ἔχει πρός ὑποστήριξή της, βρίσκεται ἔξω ἀπό τήν ὀρθόδοξη παράδοση. Τό σῶμα πρέπει νά μπεῖ στόν τάφο, νά ἀποδοθεῖ στή μητέρα γῆ, νά ἐπιστρέψει στό χῶμα ἀπό τό ὁποῖο πλάστηκε, σύμφωνα μέ τό πρόσταγμα τοῦ Δημιουργοῦ του. Νά κοιμᾶται ἤρεμα στό μνῆμα μέχρι τή στιγμή πού θ᾿ ἀκουσθεῖ, κατά τή Δευτέρα Παρουσία ἡ σάλπιγγα τοῦ ἀγγέλου, γιά νά ξυπνήσει μαζί μέ τά ἄλλα νεκρά σώματα ἀπό τόν ὕπνο του, νά ντυθεῖ τά ἄφθαρτα ἱμάτιά του, ν᾿ ἀναστηθεῖ καί, ἑνωμένο πάλι μέ τήν ψυχή του, νά πάει κοντά στόν πλάστη του καί νά κριθεῖ καί αὐτό σύμφωνα μέ ὅσα ἔπραξε κατά τή διάρκεια τοῦ ἐπί γῆς βίου του. Ἄλλωστε ὁ τάφος εἶναι ἕνα σύμβολο, ἡ παρουσία τοῦ ὁποίου τόσο εὔγλωττα διδάσκει τούς ζωντανούς γιά τήν ἀλήθεια τῆς ζωῆς, ἡ ἐστία ἡ ὁποία συγκεντρώνει γύρω της τήν ἀγάπη τῶν ἀνθρώπων γιά τά προσφιλῆ τους πρόσωπα πού ὁ θάνατος ἀφήρπασε».[15]

Εἴθε ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός ὁ Ὁποῖος, κατά τήν σωτηριώδη Ἔνσαρκο Οἰκονομία του προσέλαβε ὅλον τόν ἄνθρωπο ψυχοσωματικῶς γιά νά τόν σώσει[16], νά μήν ἐπιτρέψει νά ἐκκινήσει ἀπό τήν πόλη μας ἀλλά καί ἀπό καμία πόλη τῆς Ἁγιοτόκου πατρίδος μας αὐτή ἡδιαβεβοημένη ἀσέβεια τῆς καύσεως τῶν νεκρῶν σωμάτων!

ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2014


[1] Βλ. Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, Ὁμιλία ΝΓ΄, ΕΠΕ, 11, 330 - 332.
[2] Βλ. πρ. Θεοδώρου Ζήση, Εἰσαγωγή στόν Πλάτωνα, Θεσσαλονίκη 1995, σελ. 191
[3] Βλ. Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, Λόγος, 45, 7: «Τοῦτο δή βουληθείς ὁ τεχνίτης ἐπιδείξασθαι Λόγος, καί ζῶον ἐξ ἀμφοτέρων (ἀοράτου τε λέγω καί ὁρατῆς φύσεως) δημιουργεῖ τόν ἄνθρωπον…οἷόν τινα κόσμον ἕτερον, ἐν μικρῷ μέγαν, ἐπί τῆς γῆς ἵστησιν ἄγγελον ἄλλον, προσκυνητήν μικτόν, ἐπόπτην τῆς ὁρατῆς κτίσεως, μύστην τῆς νοουμένης…ὁρατόν καί νοούμενον, τόν αὐτόν πνεῦμα καί σάρκα».
[4] Β΄Κορ. 6, 16.
[5] Α΄Κορ. 15, 36 -37.
[6] «Πηδάλιον», σελ. 141.
[7] Βλ. ΞΕ΄ Καν. τῆς Πενθέκτης Οἰκ. Συνόδου, «Πηδάλιον», σελ.278.
[8] Θεοφίλου Ἀντιοχείας, Πρός Αὐτόλικον, «Θεοῦ μοναρχία, κόσμου γένεσις καί ἀνθρώπου ποίησις», 2, 26. Βλ. Π. Χρήστου, Ἡ περί ἀνθρώπου διδασκαλία τοῦ Θεοφίλου Ἀντιοχείας, ἀνάτυπον ἐκ τοῦ περιοδικοῦ «Γρηγόριος Παλαμᾶς», Θεσσαλονίκη 1957.
[9] Α΄Κορ. , 44.
[10] «Τί­νας ἄν εἴποι λό­γους σῶμα κατὰ ψυχῆς», ΜPG 150, 1361C.
[11] Κατηχητικός ὁ Μέγας, 6, MPG. 45, 28 Α.
[12] Ἡ Ζ΄ Ἁγία Οἰκ. Σύνοδος στόν 7ο ἱερό Κανόνα της  διατάσσει τήν καθιέρωση τῶν Ναῶν, διά τῆς τοποθετήσεως σ᾿ αὐτούς ἱερῶν λειψάνων. Γιά νά γίνει βεβαίως αὐτή ἡ καθιέρωση θά πρέπει νά ὑπάρχουν ἱερά λείψανα καί αὐτό λαμβάνει χώρα μόνο μέ τήν ταφήτῶν σωμάτων καί ὄχι μέ τήν καύση τους! Ἡ δέ δύναμις τῶν ἰερῶν λειψάνων εἶναι τόσο μεγάλη, ὥστε, ὅπως άναφέρετσι στά Πρακτικά τῶν Οἰκ. Συνόδων, «ἐκ λειψάνων πολλάκις μαρτύρων καί εἰκόνων ἐλαύνονται δαίμονες». (Βλ. Ζ΄Οἰκ. Σύνοδος, Πράξη 4, Σπ. Μήλια, Πρακτικά, τόμ. Γ΄, 282/782).
[13] Ὁ ὅρος «ἀνάκρασις» χρησιμοποιήθηκε κυρίως ἀπό τόν ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης. Στήν πρό τῆς Σαρκώσεως τοῦ Λόγου ἐποχή (Παλαιά Διαθήκη)  δέν ὑπῆρχαν βεβαίως οἱ προϋποθέσεις τῆς ἀνακράσεως ἀνθρώπου καί Θεοῦ. Ἡ ἀνάκραση τῶν δύο φύσων στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ἐπιτρέπει καί τήν ἀνάκραση τῶν ἀνθρώπων μέ τό θεῖο, ἀλλά τώρα πλέον στό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. «Ἵνα τῇ πρός τό θεῖον ἀνακράσει συναπωθεωθῇ τό ἀνθρώπινον». MPG. 45, 1152 C. Βλ. Στ. Παπαδοπούλου, Πατρολογία, Β΄, σελ. 608 -609.
[14] «Οὐ γάρ διέστη τούτων ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ, ὥσπερ οὐδέ τοῦ προσκυνητοῦ σώματος Χριστοῦ διέστη ἡ θεότης ἐπί τοῦ ζωοποιοῦ θανάτου». Φιλοκαλία, τόμ, Δ΄, ἐκδ. Παπαδημητρίου, σελ. 118.
[15] Βλ. Ἀν. Θεοδώρου, «Ἄμωμοι ἐν ὁδῷ», ἐκδ. «Ἀποστολική Διακονία», Ἀθήνα 1990, σελ. 225.
[16] Βλ. Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, χαρακτηριστική φράση ἀπό τό Κατά Ἀπολλιναρίου: «Ὅλος ὅλον ἀνέλαβέ με, καί ὅλος ὅλῳ ἡνώθη, ἵνα ὅλον τήν σωτηρίαν χαρίσηται». MPG. 37, 181 C – 181 A.

0 Comments

    Θεολογικά

    Αρχείο άρθρων  

    January 2018
    May 2017
    September 2016
    August 2016
    July 2016
    June 2016
    May 2016
    March 2016
    February 2016
    January 2016
    December 2015
    October 2015
    August 2015
    July 2015
    June 2015
    May 2015
    March 2015
    January 2015
    November 2014
    October 2014
    September 2014
    August 2014
    July 2014
    June 2014
    May 2014
    April 2014
    March 2014
    February 2014
    January 2014
    December 2013
    November 2013
    October 2013
    September 2013

Powered by Create your own unique website with customizable templates.