ΠΡΟΟΙΜΙΑΚΑ
Κατά τήν ἐξόχως κατανυκτική ἐσπέρα τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Πέμπτης, στούς Ὀρθοδόξους ναούς μας, μέ αἰσθήματα βαθυτάτης κατανύξεως καί μεθέξεως ψυχικῆς, ψάλλουμε: «ΠΡΟΣΚΥΝΟΥΜΕΝ ΣΟΥ ΤΑ ΠΑΘΗ ΧΡΙΣΤΕ»… Καί κατά τήν ἑορτή τῆς Παγκοσμίου Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ (14 Σεπτεμβρίου), ἡ Ἐκκλησία διαβάζει διά στόματος τοῦ λειτουργοῦ μία περικοπή ἀπο τα Δώδεκα Εὐαγγέλια τῆς Μ. Ἐβδομάδος.
Ἡ μοναδική καί ἀπαράμιλλη ὑμνολογία τῆς Μεγάλης Ἐβδομάδος, ὅπως εὔστοχα ἔχει διατυπωθεῖ, ἀσκεῖ μία μυστηριώδη ἔλξη καί δύναμη, πού ἐπιδρᾶ καί ἐξαϋλώνει τούς συμμετέχοντας, πυρπολεῖ καρδιές καί ὑπάρξεις, ἀνάγει στό θεῖο καί ὑπερβατικό ἰδεῶδες, μεταρσιώνει τό στοχασμό, εὐαισθητοποιεῖ τό συναίσθημα,καταξιώνει τό λόγο, χριστοποιεῖ τόν ἄνθρωπο…
Ὁ Θεάνθρωπος ἐπί τοῦ Σταυροῦ! Ἄκρα συγκατάβασις, Κένωσις θεοπρεπής, Ἄγάπη μοναδική τοῦ Νυμφίου τῆς Ἐκκλησίας πρός ἐμᾶς! Καί ἐμεῖς οἱ ἐξαγοραζόμενοι «τῷ τιμίῳ Αἵματι» τοῦ Ἀσπίλου και Ἀμώμου Ἀμνοῦ, προσεγγίζουμε τό Πάθος καί τή Μοναδική Θυσία Του…μᾶλλον ἐξωτερικά καί συναισθηματικά, λογικά καί ἱστορικά καί ὄχι ὀντολογικά καί ὑπαρξιακά… Καί γι᾿ αὐτό μετά τή Σταύρωση, μετά τόν Ἐπιτάφιο καί τήν Ἀνάσταση, μένουμε μέ τίς σβησμένες λαμπάδες, μέ τά αὐγά καί τά ἐδέσματα μόνο, χωρίς θεῖο πόθο στήν καρδιά, χωρίς νά ἔχει ἀφήσει μέσα στήν ψυχή μας ἡ Ὑπερτάτη Θυσία τοῦ Λυτρωτοῦ τό ἀποτύπωμά της, τήν πνευματική γεύση της, τή μυστκή χαρά, ἐμπειρία καί ἀλλοίωση πού θα μᾶς κάνει ὅλο τό χρόνο νά θυμόμαστε αὐτήν τή Θυσία καί ὄχι μόνο τήν Μεγάλη Ἐβδομάδα…. Ὀρθά εἰπώθηκε πώς ἄν κανείς δέν στοχάζεται καρδιακά ὅλο τό χρόνο ἐντός του τά Πάθη τοῦ Χριστοῦ καί τίς συνέπειες τῆς Ἀναστάσεως καί δέν ζεῖ πνευματικά, δέν μπορεῖ νά κατανοήσει τά τελούμενα μέσα σέ μία ἐβδομάδα καί νά τά βιώσει ὑπαρξιακά…
Ἀλλά ἄς μιλήσουμε δι᾿ ὀλίγων γιά τό θεολογικό νόημα αὐτῆς τῆς Κενώσεως τοῦ Γλυκυτάτου Νυμφίου τῆς Ἐκκλησίας καί ἄς δοῦμε πῶς ἐκλαμβάνεται ἡ Θυσία Του Ὀρθόδοξα καί πῶς θεωρεῖται δυτικά. (Τά παρατιθέμενα κατωτέρω εἶναι ἀπόσπασμα ἀπό μία πρός ἔκδοσιν μελέτη μας με τίτλο «Χριστός ὑπέρ ἡμῶν ἀπέθανεν»).
1) ΤΟ ΦΡΟΝΗΜΑ ΤΩΝ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΙΚΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ.
Μέσα σέ τέσσερις λέξεις ὁ ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν Παῦλος συμπυκνώνει τή σωτηριολογική σημασία τῆς Θείας Οἰκονομίας, τῆς ὅλης ἐπί γῆς ζωῆς τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ καί ἑρμηνεύει τή στοχοθεσία τῆς «κενώσεως τοῦ Λόγου», τοῦ σταυροῦ καί τοῦ θανάτου καί τῆς Ἀναστάσεως, διά τῶν ὁποία φανερώνεται ἡ ἔμπρακτη ΑΓΑΠΗ τοῦ Θεοῦ γιά τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου καί τήν ἀπελευθέρωσή του «ἐκ τῶν τοῦ Ἅδου ἀλύτων δεσμῶν». Ὄντως, «Χριστός ὑπέρ ἡμῶν ἀπέθανεν».
Μέσα σ᾿ αὐτή τήν προοπτική τῆς ἀνερμήνευτης ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, ὁ Μέγας Ὁμολογητής καί θεολόγος τοῦ 14ου αἰῶνος, κῆρυξ τῆς Χάριτος καί τοῦ Φωτός, Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ἀξιολογώντας σωτηριολογικῶς ὅλα τά γεγονότα τῆς ζωῆς τοῦ Θεανθρώπου, θά ὑπογραμμίσει ὅτι ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, ὅ,τι ἐνήργησε μέσα στό πλαίσιο τῆς θείας Του Οἰκονομίας, τό ἐνήργησε γιά μᾶς τούς ἀνθρώπους καί μόνο. Ἄκτιστος ὤν καί ἀΐδιος, ἔγινε ἄνθρωπος, ἐνδυόμενος τή δική μας φύση, ἔζησε τή δική μας ζωή (παρεκτός τῆς ἁμαρτίας), ἔπαθε γιά μᾶς, ἐσταυρώθη, ἐτάφη καί ἀνέστη καί ἀνελήφθη στούς οὐρανούς, ὥστε νά οἰκονομήσει τή δική μας αἰώνια ἀνάσταση καί ἀνάληψη, ὅπως σημειώνει χαρακτηριστικά. «Ὅ γάρ γέγονε, δι᾿ ἡμᾶς γέγονεν ὁ Κύριος, ἀγέννητός τε καί ἄκτιστος κατά τήν οἰκείαν θεότητα και ὅν ἔζησε βίον, δι᾿ ἡμᾶς ἔζησε…καί ἅπερ ἔπαθε τῇ σαρκί, δι᾿ ἡμᾶς ἔπαθε, τά ἡμῶν ἐξιώμενος πάθη, καί διά τάς ἡμετέρας ἁμαρτίας ἤχθη εἰς θάνατον, καί δι᾿ ἡμᾶς ἀνέστη καί ἀνελήφθη, παροικονομῶν ἡμῖν τήν εἰς ἀπείρους αἰῶνας ἀνάστασιν καί ἀνάληψιν». [1]
Πολλούς αἰῶνες πρίν, ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, μέ σαφήνεια καί θεολογική ἀκρίβεια, εἶχε διατυπώσει μέ τή γνωστή ἐκείνη ρῆση του «Αὐτός ἐνηνθρώπησεν ἵνα ἡμεῖς θεοποιηθῶμεν»[2] τή σωτηριολογική ἀντίληψη τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, κατά τήν ὁποία ὅλο τό ἔργο τοῦ Χριστοῦ ἀπέβλεπε στήν ἐπαναφορά τοῦ πεπτωκότως ἀνθρώπου στήν ἀρχική του κοίτη καί στή χαρισματική του θέωση μέσα στά ὅρια τῆς Ἐκκλησίας, πού ἀποτελεῖ τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ καί τήν κοινωνία τῆς θεώσεως. Ὁ Ἄκτιστος καί Προαιώνιος Λόγος τοῦ Θεοῦ, τό Δεύτερο Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, «εἰσέβαλε» λυτρωτικά στόν κτιστό κόσμο καί τήν Ἱστορία, γενόμενος ἄνθρωπος καί ἐλευθέρωσε τόν ἄνθρωπο ἀπό τή δυναστεία τοῦ διαβόλου καί τῆς φθορᾶς, διά τῆς ἁλώσεως τοῦ κράτους τοῦ θανάτου. Μέ τήν ὑπερτάτη θυσία Του ἐπί τοῦ Σταυροῦ μᾶς ἐξαγόρασε ἀπό τη δύναμη τοῦ σατανᾶ και την ἐξουσία τοῦ Ἅδου καί μᾶς ἔδωσε τη δυνατότητα τῆς μετοχῆς στή δική του ζωή μέ τήν ἀθανασία τῆς ἀνακαινισμένης ἐν Αὐτῷ φύσεώς μας.
Στήν Ἀκολουθία τῶν Ἀχράντων Παθῶν τήν Μ. Πέμπτη ἡ Ἐκκλησία μας ψάλλει: «Ἐξηγόρασας ἡμᾶς ἐκ τῆς κατάρας τοῦ νόμου τῷ τιμίῳ σου Αἵματι, τῷ σταυρῷ προσηλωθείς καί τῇ λόγχῃ κεντηθείς, τήν ἀθανασίαν ἐπήγασας ἀνθρώποις…».
Πάλι ὁ Μέγας φωστήρ τῆς Ἀλεξανδρείας, Ἀθανάσιος θα τονίσει ὅτι «οὐκ ἄλλου ἦν το θνητόν ἀθάνατον παραστῆσαι εἰμί τῆς αὐτοζωῆς οὔσης».[3]
Αὐτά ὅλα ἔγιναν ἀφοῦ καταργήθηκε ὁ θάνατος ἀπό τόν Ζωοδότη Χριστό, τόν «σταυρωθέντα και παθόντα καί ἀναστάντα ὑπέρ ἡμῶν», ὅπως ὁμολογοῦμε στο σύμβολο τῆς πίστεώς μας οἱ Ὀρθόδοξοι. «Διά σταυροῦ γάρ ἠσχύνθη ὁ ἀσεβής», ψάλλουμε σέ ἕνα τροπάριο.[4] Ὁ Σταυρός τοῦ Κυρίου, ἀποτελεῖ τή μεγαλύτερη ἀπόδειξη τῆς παναγάπης τοῦ Νυμφίου τῆς Ἐκκλησίας Χριστοῦ. Σαφέστα διακηρρύσεται ἡ «ὑπέρ ἡμῶν» ἀγάπη τοῦ Θεοῦ μέσῳ τοῦ κενωθέντος Λόγου στό Εὐαγγέλιο τοῦ ἠγαπημένου καί παρθένου Ἰωάννου ὡς ἑξῆς: «Οὕτω γάρ ἠγάπησεν ὁ Θεός τόν κόσμον, ὥστε τόν Υἱόν αὐτοῦ τόν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτόν μή ἀπόλλυται, ἀλλ᾿ ἔχει ζωήν αἰώνιον». [5]
Μέ αὐτήν τή θεολογία καί τή σωτηριολογία πορεύεται ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὡς σῶμα Χριστοῦ μέσα στόν κόσμο, αὐτήν τή θεία «ἐκστατική ἀγάπη» κηρύσσει καί φανερώνει στόν κόσμο καί μέ αὐτό τό φρόνημα λατρεύει τόν «Παθόντα καί Ταφέντα καί Ἀναστάντα ἐκ Νεκρῶν» Κύριο καί Νυμφίο της.
2) Η ΦΡΑΓΓΙΚΗ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΣΤΑΥΡΙΚΗΣ ΘΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΔΙΑ ΤΗΣ ΔΙΚΑΝΙΚΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ ΤΗΣ «ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΕΩΣ». ΣΥΓΚΡΙΣΗ.
Ἀντίθετα μέ τήν πίστη τῶν Ὀρθοδόξων τῆς καθ᾿ ἡμᾶς Ἀνατολῆς, ἕνας ὁλόκληρος κόσμος, ὁ δυτικός, ἔχει ἀλλοτριωθεῖ καί ἔχει παραπέσει χριστιανικά - ὀρθόδοξα, ἀφοῦ (ἐκτός τῶν ἄλλων παρεκλίσεων) ἔχει πειστεῖ νά λατρεύει ἕναν πολύ «ἀνθρώπινο θεό», ἕνα θεό ὀργιζόμενο καί ἐκδικητικό, σαδιστή καί τιμωρό, ἀπαιτοῦντα τήν ἐξιλέωσή του καί τήν πληρωμή του ἐκ μέρους τοῦ ἀμαρτήσαντος ἀνθρώπου, ὁ ὁποίος προσέβαλε διά τῆς ἁμαρτίας την θεία δικαιοσύνη του. Ὄντως, ἕνας ἄλλος θεός λατρεύεται στήν ἐκπεσοῦσα Δύση, στό χώρο ἐκείνο ὅπου περισσότερη σημασία καί βαρύτητα ἀπό κάθε αἵρεση καί παρέκκλιση ἔχει τό γεγονός ὅτι ἔχουν ἀπωλεστεῖ τά κριτήρια τῆς θεογνωσίας, ἡ μέθοδος γνώσεως τοῦ Θεοῦ. Καί συνέπεια τούτου, ἀφοῦ ὑπάρχει ἔλλειψη τῆς χαρισματικῆς ἐμπειρίας τοῦ ἀκτίστου, τά πάντα ἐξηγοῦνται λογικά, διανοητικά, ψυχολογικά καί ἀνθρωπολογικά, ἔνεκα κυρίως τῆς σχολαστικῆς θεολογήσεως πού ἐκεῖ ἐπικρατεῖ. Ἑπομένως, δέν εἶναι παράδοξο νά ἑρμηνεύεται καί τό μυστήριο τῆς σωτηρίας μας δια τοῦ σταυροῦ δικανικά, ἀφοῦ ἀπουσιάζει ἡ αἴσθηση τῆς κενωτικῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος εἶναι «ἔρως καί ἐραστόν», ὅπως τόν προσαγορεύουν οἱ θειότατοι Πατέρες μας.[6]
Μή δυνάμενοι οἱ φράγγοι νά κατανοήσουν τό «ἐκστατικό ἅπλωμα»[7] τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο καί τήν κτίση, τά σωτηριώδη γεγονότα τῆς θείας Οἰκονομίας, ἀλλά κυρίως τήν «ἐσχάτην πτωχείαν» Του διά Σταυροῦ, ἐπιχείρησαν νά προσεγγίσουν την Ὑπερτάτη θυσία τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ μέ τή λογοκρατική μέθοδο καί μέσα ἀπό τό δικαιικό πνεῦμα πού τήν διέπει, ὅπως εἶναι φυσικό. Συγκεκριμένα, τόν 11ο αἰῶνα, ὁ ἀποκαλούμενος ἀπό ἐρευνητές ὡς «πατήρ τοῦ σχολαστικισμοῦ» στή Δύση, ἐπίσκοπος Ἄνσελμος Καντεμβουρίας (1023 – 1109), συστηματοποίησε μία ἤδη ἐκπεφρασμένη θεολογικῶς ἄποψη πού εἶχε ἐμφανιστεῖ πολύ νωρίς στο δυτικό χώρο ἀπό τόν Τερτυλλιανό καί ἄλλους, τήν «περί τῆς ἱκανοποιήσεως τῆς θείας δικαιοσύνης» θεωρία, στήν ὁποία καί θά ἀναφερθοῦμε στά ἑπόμενα.[8]
Ὁ Ἄνσελμος, ἀρχιεπίσκοπος Καντεμβουρίας, συνέγραψε ἕνα ἀπολογητικό ἔργο, μιά πραγματεία σωτηριολογικῆς φύσεως, μέ τόν τίτλο: «Cur Deus Homo (γιατί ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος). Δέν θά ἀναφερθοῦμε σέ λεπτομέρειες περί τοῦ σκοποῦ τῆς πραγματείας, τοῦ ἱστορικοῦ πλαισίου ἑντός τοῦ ὁποίου συνεγράφη κ.ἄ.[9] Θά ὑπογραμμίσουμε τά περί τῆς ἐν λόγῳ θεωρίας τῆς ἱκανοποιήσεως (satisfactio), ὅπως διακηρρύσσεται στή μελέτη αὐτοῦ τοῦ δυτικοῦ θεολόγου, ὥστε νά δοῦμε τή φραγγική διαστρέβλωση στό ζήτημα τῆς σωτηριολογίας, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ δόγμα γιά τήν Ἐκκλησία μας, καθώς ἐκφράζεται στά Βιβλικά καί Πατερικά κείμενα.
Ἡ περί ἱκανοποιήσεως τῆς θείας διακαιοσύνης κακοδοξία, λοιπόν, ἡ πλασμένη μέ βάση τό κοσμικό-φραγγικό δίκαιο, ἔχει ὡς ἑξῆς: Ὁ πρῶτος ἄθρωπος μέσα στόν ἐπίγειο παράδεισο ἁμάρτησε. Αὐτή ἡ ἁμαρτία προσέβαλε τήν… τιμή καί ἀξιοπρέπεια τοῦ Θεοῦ. Μέ τήν ἁμαρτία τῶν πρωτοπλάστων ἐξοργίστηκε ὁ Θεός, διότι διασαλεύτηκε ἡ τάξη τῆς δημιουργίας τήν ὁποία Αὐτός ἔχει θέσει στήν κτίση. Βεβαίως, σχετικά μέ τήν «τιμή τοῦ Θεοῦ», ὅπως προσδιορίζεται ἀπό τόν Ἄνσελμο (honor Dei) καί ἀποτελεῖ κλειδί κατανοήσεως τῆς σωτηριολογίας του, θά πρέπει νά γνωρίζουμε ὅτι «ἡ ἔννοια τῆς «τιμῆς τοῦ Θεοῦ» στή Δύση συνδέεται στενά μέ τή δομή τῆς φεουδαρχικῆς κοινωνίας, ἡ ὁποία κάνει κατανοητό καί τό νομικό ὑπόβαθρο τῆς τιμῆς αὐτῆς».[10] Δηλαδή ὁμιλοῦμε γιά μιά θεώρηση τῆς τιμῆς τοῦ Θεοῦ μέ καθαρά ἀνθρώπινα κριτήρια, νομικιστικά ἐκλαμβανόμενη, ὅπως ἄλλωστε θεωροῦνται καί ἑρμηνεύονται ὅλα μέ τό πνεῦμα (τό χωρίς Πνεῦμα) καί τό σκεπτικό τῆς ὀρθολογιζούσης Δύσεως. Ὡστόσο, ἀνάλογη ἑρμηνεία κάνει ὁ Ἄνσελμος καί στό θέμα τῆς «τάξεως τῆς δημιουργίας» καί μέσα ἀπό τίς σχετικές διατυπώσεις του γίνεται φανερό πώς «συνδέει ὀργανικά την ἔννοια τῆς τιμῆς τοῦ Θεοῦ τόσο μέ τήν ἔννοια τῆς τάξεως τῆς δημιουργίας ὅσο καί μέ τήν ἔννοια τῆς ἁμαρτίας, ἀλλά καί μέ τή δικαιική ἔννοια τῆς ἐξισορροπητικῆς ἱκανοποιήσεως».[11]
Τί θά ἔπρεπε, λοιπόν, νά ἀκολουθήσει μετά ἀπό ὅλα αὐτά, μετά ἀπό αὐτήν τή μεγίστη (κατά τούς παπικούς) προσβολή τοῦ ἀνθρώπου ἔναντι τοῦ Θεοῦ, διά τῆς ἀνατροπῆς τῆς τάξεως τῆς δημιουργίας; Θά ἔπρεπε ὁπωσδήποτε ὁ ἄνθρωπος νά πληρώσει καί μάλιστα «ἀκριβά» γι᾿ αὐτήν τή μεγάλη προσβολή! Ὅμως, δέν μποροῦσε νά λάβει χώρα αὐτό, ἀφοῦ ἡ προσβολή ἦταν τόσο μεγάλη, ὅση καί ἡ ἀξία τοῦ προσβαλομένου. Τί θά ἔπρεπε, λοιπόν, νά λάβει χώρα, ὥστε καί ἡ ἀνθρωπότητα νά ἐξιλεωθεῖ καί ἡ θεία Δικαιοσύνη νά ἱκανοποιηθεῖ; Τό πρόβλημα βρίσκει τή λύση του ὅταν ὁ Θεός…ἀποφασίζει νά στείλει τόν Μονογενῆ Του Υἱό στόν κόσμο γιά νά πεθάνει ἐπί τοῦ Σταυροῦ μέ τή στοχοθεσία αὐτή. Ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὡς μία ἰσοδύναμη ἐπανόρθωση, μόνον Αὐτός θά μποροῦσε νά ἀποκαταστήσει ἀντικειμενικῶς τήν διασαλευθεῖσα τάξη τῆς δημιουργίας, ὅπως καί ἔπραξε. Καί ἔτσι, ὡς ἄπειρο θῦμα, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, τιμωρούμενος διά τοῦ σταυρικοῦ θανάτου, προσέφερε μία ἄπειρη ἱκανοποίηση στόν Θεό Πατέρα και πέτυχε τό σκοπό αὐτό, νά ἀλλάξει ἡ στάση τοῦ Θεοῦ πρός τήν ἀνθρωπότητα καί νά δοθεῖ σ᾿ αὐτήν ἡ ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν. Γι᾿ αὐτό, λοιπόν, ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ ἔγινε ἄνθρωπος! Κατά τόν Ἄνσελμο Καντερβουρίας τόν συστηματοποιήσαντα τήν «περί ἱκανοποιήσεως» θεωρία, ἡ θεία ἐνανθρώπηση «ἔχει τό λόγο καί τό σκοπό της κατ᾿ ἀποκλειστικότητα στό θάνατο τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Θεοῦ. Καί τοῦτο ἐπειδή μόνον ὁ θάνατος ἑνός Θεανθρώπου θά μποροῦσε νά ἱκανοποιήσει πλήρως τόν ἀπείρως προσβληθέντα ἀπό τήν ἁμαρτία Θεό ». [12]
Ἔτσι, στή Δύση, μέ τή θεωρία αὐτή τῆς ἱκανοποιήσεως, δόθηκε μεγαλύτερη βαρύτητα στή σταύρωση τοῦ Κυρίου, ἀφοῦ δι᾿ αὐτῆς πληρώθηκε ἡ τρωθείσα δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ, παρά στήν Ἀνάσταση, πού ἀποδεικνύει μόνο τήν θεότητά Του. Ὅπως μπορεῖ καί ἕνας ἁπλός χριστιανός νά ἀντιληφθεῖ, αὐτοῦ τοῦ εἴδους ἡ νομική θεώρηση τῆς θυσίας τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, δέν ἔχει καμία σχέση μέ τήν Ὀρθόδοξη θεώρηση τῆς Σωτηρίου Οἰκονομίας τοῦ Θεοῦ, ὅπου Σταυρός, Ἀνάσταση καί ὅλα τά ἄλλα γεγονότα τῆς ζωῆς τοῦ Κυρίου συνδέονται ὁργανικά καί ἀποτελοῦν φάσεις τοῦ ἑνός μυστηρίου τῆς σωτηρίας μας ἐν Χριστῷ σταυρωθέντι καί Ἀναστάντι, ὅπως ψάλλουμε στήν Ἐκκλησία μας: «Ὁ Σταυρός σου Κύριε, ζωή καί Ἀνάστασις ὑπάρχει τῷ λαῷ σου». Καί: «Προσκυνοῦμεν σου τα Πάθη Χριστέ. Δεῖξον ἡμῖν καί τήν ἔνδοξόν σου Άνάστασιν». Ἐπίσης, τήν Κυριακή τῆς Σταυροπροσκυνήσεως, στόν ὄρθρο (Κανόνας) ψάλλουμε πανηγυρικά τή νίκη τοῦ σταυροῦ ἐπί τοῦ θανάτου, τονίζοντας τό σκοπό καί τή σωτηριολογική σημασία τοῦ σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ: «Πανηγύρεως ἡμέρα τοῦ ἐνδόξου σταυροῦ, θάνατος φροῦδος ὤφθη, ζωῆς ἀνέτειλεν ἀρχή»… Στή Δύση, ἡ ἀναγκαιότητα τοῦ θανάτου τοῦ Χριστοῦ ὑπηρετεῖ τόν σκοπό τῆς ἱκανοποιήσεως τοῦ Θεοῦ Πατρός. Στήν καθ᾿ ἡμᾶς Ἀνατολή, ὁ θάνατος τοῦ Χριστοῦ ὑπάρχει ὡς ζωηφόρος θάνατος, ὁ ὁποῖος, κατά τήν Πατερική ἑρμηνευτική, «τόν θάνατον ἐθανάτωσεν» (Ἱερός Χρυσόστομος) καί κατήργησε τό κράτος τοῦ Ἅδου, πού κατεῖχε μέχρι τότε δέσμια τήν πεσοῦσα ἀνθρωπότητα. Γι᾿ αὐτό καί ἡ Ἐκκλησία μας μέσω τῆς ὑμνολογίας στόν ἐσπερινό τοῦ Μεγάλου Σαββάτου σέ δύο μέρες πθα παρουσιάσει (ἀνθρωποπαθῶς) τόν Ἅδη νά θρηνεῖ καί νά στενάζει τήν κατάλυση τῆς ἐξουσίας του ἀπό τον Ζωοδότη Χριστό: «Σήμερον ὁ Ἅδης στένων βοᾷ, συνέφερέ μοι, εἰ τον ἐκ Μαρίας γεννηθέντα μή ὑπεδεξάμην. Ἐλθών γάρ ἐπ᾿ ἐμέ τό κράτος μου ἔλυσε, πῦλας χαλκάς συνέτριψε, ψυχάς ἅς κατεῖχον τό πρίν, αὐτός ἀνέστησε»[13]… Δέν πέθανε, ἑπομένως ὁ Χριστός (ὡς ἄνθρωπος) γιά νά πληρώσει κανένα…φόρο τιμῆς καί νά ἱκανοποιήσει τόν (δῆθεν) ὀργιζόμενο οὐράνιο Πατέρα Του, προκειμένου νά σώσει τόν κόσμο καί νά παράσχει τήν ἄφεση. Δέν ἔχουμε «ἱκανοποίηση» τῆς θείας Δικαιοσύνης μέ τό Σταυρό τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου καί ἀποκατάσταση στήν προηγούμενη δόξα του. Βεβαίως ἡ Ἐκκλησία ὁμιλεῖ περί «ἐξαγορᾶς» τοῦ ἀνθρώπου ἐκ μέρους τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἀλλά αὐτό ἐκλαμβάνεται ὄχι δικανικά ἀλλά σωτηριολογικά, μέσα ἀπό τίς διάφορες εἰκόνες πού ὑπάρχουν γιά νά ὑπογραμμίσουν αὐτή τήν ἀναλλοίωτη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ὅπως θά δοῦμε στά ἑπόμενα.
3) ΕΙΚΟΝΕΣ ΚΑΙ ΠΑΡΟΜΟΙΩΣΕΙΣ ΠΟΥ ΔΗΛΩΝΟΥΝΤΑ ΘΕΙΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ. ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΛΥΤΡΟΥ.
Εἶναι γεγονός, ὅτι ἡ Ἐκκλησία διά τῶν βιβλικῶν καί πατερικῶν κειμένων καί διά τῆς ὑμνολογίας, προσπαθεῖ νά περιγράψει τήν ἐμπειρία τῆς σωτηρίας τήν ὁποία μᾶς χάρισε ὁ διά Σταυροῦ θάνατος τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Καί στήν περιγραφή αὐτή, χρησιμοποιοῦνται εἰκόνες καί κατηγορίες τοῦ καθημερινοῦ μας βίου, παρόλο πολύ ἡ καθημερινότητα τοῦ βίου μας εἶναι ὑποταγμένη στήν πτώση. [14] Συναντοῦμε, λοιπόν, στή Γραφή, στήν πατερική γραμματεία καί τή λατρεία λέξεις ὅπως: «λύτρο», «καταλλαγή», «ἐξαγορά», «δικαίωση» κ.ἄ. Στήν καθημερινότητά μας οἱ λέξεις αὐτές καί οἱ εἰκόνες, «λειτουργοῦν μᾶλλον ὑποταγμένες στή νοοτροπία τῶν σχέσεων δοσοληψίας, ἀτομικῆς ἀποκατάστασης, ὑποκειμενικῆς κατοχύρωσης». [15]
Θεολογικά ὅμως δέν ἐκλαμβάνονται ἔτσι! Ἀλλά μέ τίς εἰκόνες αὐτές ἡ Ἐκκλησία, θέλει ὅπως εἴπαμε νά σημάνει καί νά διδάξει σχετικά μέ τή θυσιαστική ἀγάπη, τήν ΚΕΝΩΣΗ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος ἔγινε γιά μᾶς, ὅπως το γράφει ὁ Παῦλος «ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δε σταυροῦ».[16] Αὐτή ἡ λέξη «κένωση» εἶναι ἡ πιό ἐκφραστική. Ἑπομένως, στήν Ὀρθοδοξία δέν γίνεται λόγος περί ἐξιλεώσεως ἤ ἱκανοποιήσεως τοῦ Θεοῦ, ἀλλά περί ὀντολογικῆς, κενωτικῆς, ἀγαπητικῆς αὐτοπροσφορᾶς Του χάριν ἡμῶν. Νά διασαφήσουμε καί περί τοῦ «λύτρου» ὅπως ἀναφέρθηκε ὡς εἰκόνα, ὅτι ἡ θεωρία αὐτή περί τῶν λύτρων πού κατέβαλε ὁ Χριστός προκειμένου νά μᾶς ἐξαγοράσει, ἀπαντᾶται στούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀπό τους ἀποστολικούς ἀκόμη, ὅπως λ.χ. στόν Εἰρηναῖο[17] καί μετέπειτα στούς Καππαδόκες, ἀλλά δέν ἑρμηνεύεετα δικανικά ὅπως ἑρμηνεύτηκε στή Δύση, ὅπου ἐκεῖ πιστεύεται πώς ὁ Χριστός τελικά λύτρωσε τούς ἀνθρώπους ἀπό…τόν ἴδιο τόν ἐπουράνιο Πατέρα Του! Ἀξίζει νά σημειωθεῖ ὅτι μελετῶντας τά Πατερικά κείμενα, συναντοῦμε δύο τρόπους ἑρμηνείας τοῦ λύτρου. Σύμφωνα μέ την πρώτη ἑρμηνεία, ἡ ὁποία προϋποθέτει περισσότερο λογική ἐπεξεργασία, τό λύτρο δέν ἔχει μεταφορική σημασία. Ἑπομένως γίνεται δεκτό πώς ὑπάρχει ἀποδέκτης, ὁ ὁποῖος σύμφωνα μέ ὁρισμένους ἑρμηνευτές και ἐκκλησιαστικούς συγγραφεῖς εἶναι ὁ Θεός, ἀλλά σύμφωνα μέ τούς περισσοτέρους εἶναι ὁ διάβολος.[18] Κατά τή δεύτερη ἑρμηνεία τό λύτρο εἶναι «μεταφορική εἰκόνα τῆς ἐν Χριστῷ Οἰκονομίας καί προβάλλεται ὁ μυστηριακός χαρακτήρας τῆς θυσίας, ἄρα δέν ὑπάρχει πρόβλημα ἀποδέκτη».[19] Δηλαδή, μέ ἄλλα λόγια, ἡ πρώτη ἑρμηνεία ὁμιλεῖ γιά ἐξαγορά πού πραγματοποίησε ὁ Κύριός μας ἀπό πρόσωπο (ἤ τόν Θεό, ἤ τόν σατανᾶ) καί ἡ δεύτερη ὁμιλεῖ γιά λύτρωση ἀπό τήν ἁμαρτία, πού ἐκδηλώνεται μέ τή φθορά καί τό θάνατο, δηλαδή λύτρωση ἀπό μιά κατάσταση, ὄχι ἀπό πρόσωπο.
Στήν πρώτη ἑρμηνεία περί τοῦ λύτρου καί τοῦ ἀποδέκτου αὐτοῦ, κατά τήν ὁποία ὄχι δικανικά ὅπως τονίσαμε ἀλλά παιδαγωγικά καί μέσα ἀπό τό πλαίσιο τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ προσεγγίζεται ἀπό Πατέρες καί Διδασκάλους τῆς Ἐκκλησίας μας, συναντοῦμε μία ποικιλία ἀπόψεων. Ἔτσι, λ.χ. οἱ Ἅγιοι, Μ. Βασίλειος καί ὁ Ἅγιος αὐτάδελφός του Γρηγόριος Νύσσης, δέχονται ὅτι ἀποδέκτης τοῦ λύτρου, τῆς ὑπερπολυτίμου προσφορᾶς τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ ἦταν ὁ διάβολος, ἀλλά ἡ ἄποψη αὐτή κυρίως στόν Μ. Βασίλειο, ἐξετάζεται «κάτω ἀπό τό πρίσμα τῆς θυσίας καί τῆς ἀποκαλύψεως τῆς θείας ἀγάπης»,[20] ἑνῶ ὁ Γρηγόριος Νύσσης εἶδε ζήτημα πιό διανοητικά, λέγοντας ὅτι ἔπρεπε να γίνει αὐτή ἡ ἀπελευθέρωση ἀπό τόν σατανᾶ στον ὁποίο εἴχαμε παραδοθεῖ, αφοῦ αὐτός θα ἐλάμβανε τό «λύτρο», προκειμένου να την πραγματοποιήσει.
Ἀλλά ὑπάρχει καί τοποθέτηση σχετική περί λύτρου ἀπό τον Ἅγιο Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο, ὁ οποίος και αὐτός τάσσεται μέ τήν ἄποψη τῶν δύο ἀδελφῶν Καππαδοκῶν. Ὁ ρήτωρ τῆς Ἐκκλησίας καί χρυσορρήμων Πατήρ, ἀκολουθῶντας προγενεστέρους Πατέρες καί συγγραφεῖς, «δέχεται ὅτι ὁ Χριστός, κατά το πρότυπο τῆς ἀπελευθέρωσης ἑνός δούλου στά ρωμαϊκά χρόνια (manumisio), προσέφερε ἀπό μόνος του ἑκούσια τήν ἀνθρώπινή Του φύση ὡς λύτρο στό διάβολο γιά νά ἐξαγοράσει τήν Ἐκκλησία (τόν ἁμαρτωλό ἄνθρωπο), ἐπειδή ἡ τελευταία δένκατέβαλε τό ὀφειλόμενο χρέος ἔναντι τοῦ μωσαϊκοῦ Νόμου, κι ἔτσι βρισκόταν κάτω ἀπό τήν ἐξουσία τοῦ θανάτου. Ἐπειδή, ὅμως, ἄν ἔβλεπε τόν ἴδιο τόν Θεό ὁ διάβολος δέ θά δεχόταν νά πάρει ἀπό αὐτόν τά λύτρα (προτιμώντας νά πάρει γιά πάντα μαζί του ὅλη τήν ἀνθρωπότητα), ὁ Θεόςἐξαπάτησε, ὅπως π.Χ. τύς Αἰγύπτιους γιά χάρη τῶν Ἐβραίων καί μ. Χ. τόν Ἡρώδη γιά χάρη τοῦ βρέφους Ἰησοῦ, τόν ἀπατεῶνα διάβολο μέ τό νά ἐνανθρωπίσει τόν Υἱό Του. Ἔτσι, ὁ διάβολος ὡς λαίμαργος ἰχθύς μαζί μέ τό δόλωμα τῆς σάρκας (τήν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ) κατάπιε καί τό ἀγκίστρι τῆς θεότητας (τη θεία φύση τοῦ Χριστοῦ), καί ἡττήθηκε ἀπό τό Χριστό. Ὡστόσο, ἐνῶ ἡττήθηκε ὁ διάβολος, δέ νεκρώθηκε παντελῶς».[21] Σχετικά μέ τό «ἄγκιστρον» (τή θεότητα τοῦ Χριστοῦ) ἀπό τήν ὁποία ἔπεσε ὁ διάβολος, θα ἀκούσουμε κατά τήν ὑπέρλαμπρη νύκτα τῆς Ἀναστάσεως, ἀπό τόν θεσπέσιο ἐκείνο Κατηχητικό λόγο τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου: «ἔλαβε γῆν και συνήντησε οὐρανόν. Ἔλαβε ὅπερ ἔβλεπε και πέπτωκεν ὅθεν οὐκ ἔβλεπεν».
Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά τώρα, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ἀποκλείει την ἄποψη αὐτή, ὅτι δηλαδή τό «λύτρο» προσεφέρθη στόν σατανᾶ, και θεωρεῖ ὅτι το ἐκχυθέν Πανάγιο Αἵμα τοῦ Νυμφίου τῆς Ἐκκλησίας ἐπί τοῦ φρικτοῦ Γολγοθᾶ, προσεφέρθη στον Οὐράνιο Πατέρα καί Θεό. Καμία ὅμως δικανική ἀντίληψη δεν κυριαρχεῖ στή σκέψη τοῦ «ἀρίστου θεολόγου» Γρηγορίου, ἀντίθετα μάλιστα, ἀπευθύνει ἕνα ἐρώτημα πολύ βασικό, πού ἀνατρέπει, θά λέγαμε, προφητικά τήν μετά ἀπό πολλούς αἰῶνες διατυπωμένη ὀρθολογίζουσα δικανική θεωρία τῆς ἱκανοποιήσεως! Ποιος λόγος ὑπάρχει, ἐρωτᾶ ὁ Γρηγόριος, ὥστε νά τέρπεται, νά εὐχαριστεῖται ὁ Πατέρας, παίρνοντας το Αἶμα τοῦ Υἱοῦ Του, ἀφοῦ δεν δέχτηκε οὔτε την θυσία τοῦ μικροῦ Ἰσαάκ ὅταν τον προσέφερε ὁ πατέραςτου ὁ Ἀβραάμ; «Τίς ὁ λόγος, Μονογενοῦς αἶμα τέρπειν Πατέρα, ὅς οὐδέ τόν Ἰσαάκ ἐδέξατο παρά τοῦ Πατρός προσφερόμενον, ἀλλ᾿ ἀντηλλάξατο τήν θυσίαν, κριόν ἀντιδούς τοῦ λογικοῦ θύματος»; [22]
Ὁ πατήρ δέχεται το προσφερόμενο Αἷμα τοῦ Υἱοῦ Του, «οὐκ αἰτήσας, οὐδέ δεηθείς», λέγει ὁ ἱερός Γρηγόριος, δηλαδή χωρίς νά τό ἀπαιτήσει ἤ νά τό ἔχει ἀνάγκη! (Ἐδῶ κονιορτοποιεῖται ἡ κακοδοξία τῆς ἱκανοποιήσεως)… Ἀλλά τότε γιατί τό ἔλαβε τό τιμιότατο λύτρο ὁ Πατήρ; «Διά τήν οἰκονομίαν, καί τό χρῆναι ἁγιασθῆναι τῷ ἀνθρωπίνῳ τοῦ Θεοῦ τόν ἄνθρωπον». [23]
Ὅλα ἔγιναν γιά νά ἐκπληρωθεῖ τό σχέδιον τῆς θείας Οἰκονομίας, τῆς σωτηρίας, καί ἐπειδή ἔπρεπε νά ἁγιασθεῖ ὁ ἄνθρωπος ἀπό τήν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Θεοῦ…
Καί ἄλλοι Πατέρες ὡστόσο συμφωνοῦν μέ τόν Ἅγιο Ναζηανζηνό Θεολόγο καί ἀποκλείουν ὡς ἀποδέκτη τοῦ «λύτρου» τόν διάβολο, ὅπως λ. χ. ὁ Ἄγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός («Μή γένοιτο τῷ τυρράνῳ τό τοῦ Δεσπότου προσενεχθῆναι αἷμα»), ὁ Ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας κ.ἄ. Πάντως τό «περί τοῦ λύτρου» δόγμα εἶναι ἀδιαμόρφωτο[24] στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Ὅμως, καί ἄν οἱ Πατέρες (ὅσοι ἀσχολήθηκαν μέ αὐτό τό θέμα) εἰσῆλθαν ἑρμηνευτικά στήν προβληματική του, λόγῳ τῆς λογικῆς ἐπεξεργασίας τῶν μεταφορικῶν εἰκόνων τῆς Ἁγίας Γραφῆς, σέ καμία περίπτωση δέν ἔχουμε ἔκπτωση σέ δικανικές ἑρμηνείες τῆς ἐν Χριστῷ ἀπολυτρώσεως καί σωτηρίας, ὅπως συνέβη στή Δύση μέ τό σχολαστικισμό καί τή νοησιαρχική ἀντίληψη τῶν θεολογικῶν ζητημάτων, γιά τά ὁποία ὁ Θεολόγος Γρηγόριος καί πάλι θά μᾶς πεῖ πολύ ἐμπνευσμένα ὅτι «τά μέν δή Χριστοῦ τοιαῦτα, καί τά πλείω σιγῇ σεβέσθω».
Πάντως, οἱ Ὀρθόδοξοι πιστεύουμε πώς ἡ σωτηρία μας διά τοῦ Σταυροῦ τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἀποτελεῖ ΜΥΣΤΗΡΙΟΝ, ἕνα ὑπέρλογο μυστήριο τό ὁποῖο δέν μποροῦμε νά προσεγγίσουμε μέ τήν πτωτική μας λογική ἀλλά μέ τήν καθαρή μας καρδιά. Αὐτή πάλλει δοξολογικῶς πρός τόν ἐρασμιότατο Νυμφίο καί Σωτῆρα της καί ἀναφωνεῖ: ΠΡΟΣΚΥΝΟΥΜΕΝ ΣΟΥ ΤΑ ΠΑΘΗ ΧΡΙΣΤΕ……….
[1] Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ, ὁμιλ. 21, MPG 151, 277 ΑΒ.
[2] Μ. Ἀθανασίου Περί ἐνανθρωπήσεως, MPG 25, 192Β
[3] ὅπου π. Περί ἐνανθρωπήσεως, MPG 25, 129
[4] Βλ. Κανόνες Γ΄ ἦχου, ὄρθρος Κυριακῆς, Ὠδή Γ΄.
[5] Ἰω. 3, 16.
[6] Βλ. Ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, MPG 90, 1384 BC: «Τό θεῖον οἱ θεολόγοι ποτέ (=ἄλλωτε) μέν ἔρωτα ποτέ δε ἀγάπην, ποτέ δε ἐραστόν και ἀγαπητόν καλοῦσιν∙ ὡς ἐραστόν καί ἀγαπητόν κινεῖ πρός ἑαυτό πάντα τά ἔρωτος καί ἀγάπης δεκτικά».
[7] Ν. Ματσούκα, Δογματική και Συμβολική θεολογία, Β΄, σελ. 517.
[8] Σχετικά μέ τήν «περί ἱκανοποιήσεως τῆς θείας δικαιοσύνης» θεωρία, ἔχουν γραφεῖ μελέτες καί ἄρθρα ἀπό πανεπιστημιακούς καθηγητές καί ἐνδεικτικά ἐδῶ μνημονεύουμε τά ἑξῆς: Δ. Τσελεγγίδη, «Ἡ ἱκανοποίηση τῆς θείας δικαιοσύνης κατά τον Ἄνσελμο Καντερβουρίας» (ἐκδ. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη), πρωτοπρ. Γ. Μεταλληνοῦ, «Ἡ ‘περί ἱκανοποιήσεως τῆς θείας δικαιοσύνης’ διδασκαλία καί ἡ Νεοελληνική κατηχητική καί κηρυκτική πράξη» (στό βιβλίο του Λόγος ὡς ἀντίλογος, ἐκδ. Ἁρμός, σελ. 85-98) καί πρωτοπρ. Βασιλείου Καλλιακμάνη «Ἡ διδασκαλία περί ἱκανοποιήσεως τῆς θείας δικαιοσύνης στη Νεοελληνική θεολογία» (στό περιοδικό «Γρηγόριος Παλαμᾶς», τόμ. 71, τεῦχος 723 καί στό βιβλίο Θεολογικά ρεύματα στήν Τουρκοκρατία, ἐκδ. Πουρναρᾶς, σελ. 273-287).
[9] Στήν μνημονευθεῖσα περισπούδαστη μελέτη τοῦ καθηγητοῦ Δ. Τσελλεγγίδη, ὑπάρχουν πολλά στοιχεία περί ὅλων αὐτῶν καί λεπτομέρειες σημαντικές.
[10] Βλ. Δ.Τσελεγγίδη ἀναφερόμενο ἔργο, «Ἡ ἱκανοποίηση τῆς θείας δικαιοσύνης κατά τον Ἄνσελμο Καντεμβουρίας», σελ. 49.
[11] ὅπου π. σελ. 55-56.
[12] ὅπου π. σελ. 118.
[13] Βλ. Ἐσπέρια τροπάρια Μ. Σαββάτου, ἦχος πλ. Δ΄.
[14] Βλ. Χρ. Γιανναρᾶ, «Τό ἀλφαβητάρι τῆς πίστης», ἐκδ. Δόμος, σελ. 168.
[15] ὅπου π.
[16] Φιλ.2, 8.
[17] Κατά Αἱρέσ.5, 1, 1-2 και 5,, 14, 4. Βλ. Δ. Τσάμη, Εἰσαγωγή στή σκέψη τῶν Πατέρων τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, ἐκδ. Πουρναρᾶ. Θεσσαλονίκη 2005, σελ. 320.
[18] ὅπου π. Τσάμη, Εἰσαγωγή…σελ. 328.
[19] ὅπου π.
[20] ὅπου π. σελ. 330.
[21]Βλ. Σπ. Τσιτσίγκου, Ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου κατά τόν ἱερό Χρυσόστομο, ἐκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας, Ἀθήνα 2002, σελ. 196.
[22] ΕΠΕ, 5, σελ. 200 Λόγος εἰς το Ἅγιον Πάσχα.
[23] ὅπου π.
[24] Δ. Τσάμη, Εἰσαγωγή… σελ. 335.