Η ΕΝΑΝΘΡΩΠΗΣΗ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ ΚΑΙ
ΟΙ ΑΚΟΛΟΥΘΙΕΣ ΤΗΣ
ΟΙ ΑΚΟΛΟΥΘΙΕΣ ΤΗΣ
Γράφει ο εφημέριος του Ιερού Ναού Τιμίου Προδρόμου Βόλου π. Νικηφόρος Νάσσος
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Κατά τίς παραμονές τῆς μεγάλης καί Δεσποτικῆς ἑορτῆς τῆς τοῦ Χριστοῦ γεννήσεως, εἴχαμε συγγράψει ἔνα ἐκτεταμένο ἄρθρο σχετικά μέ τη Θεία Ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ και Λόγου τοῦ Θεοῦ. Ἐκ τῶν ὑστέρων, μετά τήν κυκλοφόρηση τοῦ ἄρθρου αὐτοῦ καὶ τὴν εὐμενή ἀποδοχή του ἐκ μέρους τῶν ἀγαπητῶν ἀναγνωστῶν, καὶ κατόπιν σκέψεως, παροτρύνσεως καί προσευχῆς, προβαίνουμε στήν ἐπανέκδοσή του, ὑπό μορφήν, πλέον, βιβλιαρίου, ἑνός μικροῦ πονήματος, οὕτως ὥστε νά ὑπάρχει στή βιβλιοθήκη κάθε μελετῶντος τά Θεῖα Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ. Καί, ναί μέν ἡ μεγάλη ἑορτή τῶν Χριστουγέννων παρῆλθε κατά τό παρελθόν ἔτος, ἀλλ᾿ ἡ Θεολογία τοῦ παμμεγίστου Μυστηρίου τῆς Θείας Συγκαταβάσεως παραμένει, ὅπως και ὁ πνευματικός συνεχής ἑορτασμός της κατὰ τὸν λειτουργικό χρόνο τῆς Ἐκκλησίας, ὅπου μέσα στὴ Θεία λατρεία ζοῦμε οἱ πιστοί συμπυκνωμένο τό παρελθόν, τό παρόν καί τό μέλλον, καὶ ἑορτάζουμε πάντοτε τά Χριστούγεννα, ἀλλά καί ὅλες τίς λοιπὲς Δεσποτικές ἑορτές, ὅπως θεολογικά μᾶς ἐπισημαίνει ὁ ἱερός Χρυσόστομος μέ τή χαρακτηριστική του ἀμεσότητα: «Ἀεί Χριστούγεννα ἐστί, ἀεί Θεοφάνεια ἐστί»». Στό ὅλο κείμενο ἔγιναν κάποιες ἀναγκαῖες προσθῆκες, διασαφήσεις, ἀναλύσεις, καθὼς καί ἡ δόμησή του σέ πέντε κεφάλαια, ἔτσι ὥστε νά εἶναι εὐληπτότερο στή μελέτη καί τήν κατανόηση τῶν γραφομένων. Τό παραδίδουμε στούς ἐκλεκτούς ἀναγνῶστες μέ τήν ταπεινή καί ὑποκάρδιο εὐχή νά ἑορτάζουν πάντοτε «ἐν Πνεύματι» τά Χριστούγεννα, τά Θεοφάνεια, τά Σεπτὰ Πάθη, τόν Σταυρό καί τήν Ἀνάσταση τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ καί ὅλες τίς ἑορτές, πού ἀποτελοῦν σταθμούς τῆς «Θείας Οἰκονομίας», ὅπως θεολογικῶς λέγεται, τῆς ἄπειρης Συγκαταβάσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου στόν κόσμο, «ἵνα σωθῇ ὁ κόσμος δι᾿ αὐτοῦ»…
Ἔγραφα στό Βόλο τήν 20ή Δεκεμβρίου τοῦ 2011
π. Νικηφόρος Νάσσος
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Κατά τίς παραμονές τῆς μεγάλης καί Δεσποτικῆς ἑορτῆς τῆς τοῦ Χριστοῦ γεννήσεως, εἴχαμε συγγράψει ἔνα ἐκτεταμένο ἄρθρο σχετικά μέ τη Θεία Ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ και Λόγου τοῦ Θεοῦ. Ἐκ τῶν ὑστέρων, μετά τήν κυκλοφόρηση τοῦ ἄρθρου αὐτοῦ καὶ τὴν εὐμενή ἀποδοχή του ἐκ μέρους τῶν ἀγαπητῶν ἀναγνωστῶν, καὶ κατόπιν σκέψεως, παροτρύνσεως καί προσευχῆς, προβαίνουμε στήν ἐπανέκδοσή του, ὑπό μορφήν, πλέον, βιβλιαρίου, ἑνός μικροῦ πονήματος, οὕτως ὥστε νά ὑπάρχει στή βιβλιοθήκη κάθε μελετῶντος τά Θεῖα Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ. Καί, ναί μέν ἡ μεγάλη ἑορτή τῶν Χριστουγέννων παρῆλθε κατά τό παρελθόν ἔτος, ἀλλ᾿ ἡ Θεολογία τοῦ παμμεγίστου Μυστηρίου τῆς Θείας Συγκαταβάσεως παραμένει, ὅπως και ὁ πνευματικός συνεχής ἑορτασμός της κατὰ τὸν λειτουργικό χρόνο τῆς Ἐκκλησίας, ὅπου μέσα στὴ Θεία λατρεία ζοῦμε οἱ πιστοί συμπυκνωμένο τό παρελθόν, τό παρόν καί τό μέλλον, καὶ ἑορτάζουμε πάντοτε τά Χριστούγεννα, ἀλλά καί ὅλες τίς λοιπὲς Δεσποτικές ἑορτές, ὅπως θεολογικά μᾶς ἐπισημαίνει ὁ ἱερός Χρυσόστομος μέ τή χαρακτηριστική του ἀμεσότητα: «Ἀεί Χριστούγεννα ἐστί, ἀεί Θεοφάνεια ἐστί»». Στό ὅλο κείμενο ἔγιναν κάποιες ἀναγκαῖες προσθῆκες, διασαφήσεις, ἀναλύσεις, καθὼς καί ἡ δόμησή του σέ πέντε κεφάλαια, ἔτσι ὥστε νά εἶναι εὐληπτότερο στή μελέτη καί τήν κατανόηση τῶν γραφομένων. Τό παραδίδουμε στούς ἐκλεκτούς ἀναγνῶστες μέ τήν ταπεινή καί ὑποκάρδιο εὐχή νά ἑορτάζουν πάντοτε «ἐν Πνεύματι» τά Χριστούγεννα, τά Θεοφάνεια, τά Σεπτὰ Πάθη, τόν Σταυρό καί τήν Ἀνάσταση τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ καί ὅλες τίς ἑορτές, πού ἀποτελοῦν σταθμούς τῆς «Θείας Οἰκονομίας», ὅπως θεολογικῶς λέγεται, τῆς ἄπειρης Συγκαταβάσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου στόν κόσμο, «ἵνα σωθῇ ὁ κόσμος δι᾿ αὐτοῦ»…
Ἔγραφα στό Βόλο τήν 20ή Δεκεμβρίου τοῦ 2011
π. Νικηφόρος Νάσσος
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
Ο Θ. ΛΟΓΟΣ ΣΤΗΝ ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ
Ὁ Θεός γίνεται ἄνθρωπος, γιά νά κάνει τόν ἄνθρωπο κατά Χάριν θεό1! Ἡ συνάντηση τοῦ ὑπερβατικοῦ μέ τό ἐγκόσμιο καί κτιστό, ἡ ὁποία πραγματοποιήθηκε μέ τήν Ἐνανθρώπηση τοῦ Λόγου «ἐν τόπῳ καί χρόνῳ» μέσα στήν Ἱστορία, ἀποτελεῖ ὄντως τό μέγιστο γεγονός τῆς ἀνθρωπότητας, τό «μόνον καινόν ὑπό τόν ἥλιον», τό μοναδικό καί ἀνεπανάληπτο στήν κτίση, ἀφοῦ γιά πρώτη φορά ἑνώθηκαν ὁ Θεός καί ὁ ἄνθρωπος ὑποστατικῶς! «Καί ὁ Λόγος σάρξ ἐγένετο καί ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν»2, μᾶς διαβεβαιώνει ὁ Εὐαγγελιστής τῆς ἀγάπης Ἰωάννης, ὁ Υἱός τῆς Βροντῆς. «Θεός ἐπί γῆς, Θεός ἐν ἀνθρώποις, Θεός ἐν σαρκί», θά μᾶς πεῖ, σκιρτώντας «ἐν Πνεύματι» ὁ Μέγας οὐρανοφάντωρ Βασίλειος3.
Ἀρκετά χρόνια πρίν, κατά τήν περίοδο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὁ Θεός Λόγος, τό Δεύτερο Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, «νοητῶς ἐνεδήμει»4, δηλαδή φανερωνόταν στούς Πατριάρχες καί τούς Προφῆτες, προτυπώνοντας τό μυστήριο τῆς μετά ταῦτα ἐνσάρκου παρουσίας Του. Εἶναι γνωστό στούς θεολόγους Πατέρες ὅτι στίς λεγόμενες «θεοφάνειες» τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἔχουμε τὴν ἐμφάνιση τοῦ Δευτέρου Προσώπου τῆς Ἁγιας Τριάδος, τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος «ἀσάρκως, αὐτοπροσώπως καί ἐν εἰκονικῇ ὁράσει ἀποκαλύπτει τὴν ἴδια τήν Τριάδα»5. Ὅλες οἱ ἐμφανίσεις τοῦ Θεοῦ στὴν Παλαιά Διαθήκη εἶναι ἐμφανίσεις τοῦ Ἀσάρκου Λόγου. Κατά τόν ἱστορικό Εὐσέβιο, «τόν ἴδιο τό Λόγο εἶδαν ὁ Ἀβραάμ κατά τή φιλοξενία τῶν τριῶν ἀγγέλων στίς βελανιδιές τοῦ Μαμβρῆ, ὁ Ἰησοῦς τοῦ Ναυῆ στήν Ἰεριχώ καί ὁ Μωυσῆς στή φλεγομένη βάτο»6. Ὅπως ἐπίσης μᾶς πληροφορεῖ αὐτός ὁ «πατήρ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας», ὁ Μέγας Κωνσταντίνος, ἀπευθυνόμενος σὲ κάποιους τότε ἐπισκόπους, τούς προέτρεψε νά κτίσουν ναό ἐκεῖ στή βελανιδιά (δρῦν) τοῦ Μαμβρῆ, ὅπου φιλοξενήθηκαν οἱ τρεῖς ἄγγελοι ἀπό τον Ἀβραάμ: «Ἐκεῖ, λέγει, πρῶτον ὁ Σωτήρ αὐτός μετά τῶν δύο ἀγγέλων, τὴν ἑαυτοῦ ἐπιφάνειαν τῷ Ἀβραάμ ἐπεδαψιλεύσατο. Ἐκεῖ τοῖς ἀνθρώποις ὁ Θεός ἤρξατο φαίνεσθαι»7.
Ἡ χριστοκεντρικότητα, ἐξ ἄλλου, τῶν θεοφανειῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καί τό γεγονός τῆς ἀσάρκου προτυπωτικῆς ἐνδημίας τοῦ Λόγου στήν ἱστορία τοῦ Ἱσραήλ φαίνονται καί στά Πατερικά καί ὑμνολογικά κείμενα τῆς Ἐκκλησίας μας: «αἰνετόν δεικνύει ἑαυτόν και δοξαζόμενον ἀεί σύν Πατρί τε και Πνεύματι Ἁγίῳ, πρότερον μέν, ἄσαρκον ὡς λόγον, ὕστερον δέ, δι᾿ ἡμᾶςσεσαρκωμένον».8. Αὐτός πού ἐμφανιζόταν στόν Μωυσῆ, στόν Ἀβραάμ καί στούς ἄλλους Προφῆτες, δέν ἦταν ἕνας ἁπλός ἄγγελος, ἀλλ’ ὁ «Μεγάλης Βουλῆς Ἄγγελος», κατά τόν μεγαλοφωνότατο Προφήτη Ἠσαϊα, ὁ ἴδιος ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, ὁ Ἄσαρκος Λόγος, ὁ Ὁποῖος ὑπηρετοῦσε τό θέλημα τοῦ Πατρός. Καί ὀρθά ἔχει γραφεῖ ὅτι τό γεγονός αὐτό τῶν λεγομένων θεοφανειῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, τῶν ἐμφανίσεων τοῦ Ἀσάρκου Λόγου, θά μποροῦσε νά χαρακτηριστεῖ ὡς ἕνα εἶδος «προκαταρκτικῆς ἐνανθρωπήσεως», ἡ ὁποία ἦταν, βεβαίως, προεξαγγελτική, δηλαδή μία προτυπωτική παρουσία, ἄσαρκος ἐμφάνισις τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ στούς «φί-λους» Του, τούς Προφῆτες καί δικαίους9.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
«Ο ΛΟΓΟΣ ΣΑΡΞ ΕΓΕΝΕΤΟ»
Σέ ἕνα προφητικό βιβλίο τῆς Ἁγίας Γραφῆς διαβάζουμε: «Μετά δὲ τοῦτο, ἐπὶ τῆς γῆς ὤφθη καὶ ἀνθρώποις συνανεστράφη»10. Μετά ἀπό τή μακρά περίοδο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὅταν ἦλθε ὁ κατάλληλος καιρός, «τό πλήρωμα τοῦ χρόνου», ὅπως γράφει ὁ μακάριος Παῦλος, «ἐξαπέστειλεν ὁ Θεός τόν Υἱόν αὐτοῦ γενόμενον ἐκ γυναικός»11, δηλαδή ἦλθε ὁ Θεός στή γῆ σωματικῶς. Θά πρέπει στό σημεῖο αὐτό νά ἐπισημάνουμε σὲ τὶ συνίσταται, μέ ποια δηλ. γεγονότα συνδέεται αὐτό τὸ «πλήρωμα τοῦ χρόνου», γιά τό ὁποῖο μᾶς κάνει λόγο ὁ Ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν.
Τό «πλήρωμα τοῦ χρόνου» συνδέεται α) μέ τήν ἐξάπλωση καὶ τὴν παγκόσμια κυριαρχία τῆς ρωμαΐκῆς αὐτοκρατορίας, β) μέ τήν καθολική ἐπικράτηση τῆς «κοινῆς» ἑλληνιστικῆς γλώσσας, ἡ ὁποία ὄντως τὴν περίοδο ἐκείνη πρυτάνευε σὲ ὅλο σχεδόν τόν γνωστό τότε κόσμο ὡς μία οἰκουμενική γλώσσα τοῦ πολιτισμοῦ, τῆς Φιλοσοφίας, ἀλλά καί τῆς ἐμπορικῆς καὶ οἰκονομικῆς ἐπικοινωνίας τῶν λαῶν12, καί γ) μὲ τὸ πρόσωπο τῆς Ἀειπαρθένου Μαρίας, ἐκείνης ἡ ὁποία ἔγινε «ἡ χώρα τοῦ ἀχωρήτου, ὁ θρόνος τοῦ ἐπουρανίου βασιλέως», ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ.
Ἔτσι, λοιπόν, στόν κατάλληλο καιρό, «ὁ παλαιός τῶν ἡμερῶν παιδίον γέγονεν»13! Ἔρχεται ὁ Λόγος καί ἐνσαρκώνεται «ἐκ τῶν ἁγνῶν καὶ παρθενικῶν αἱμάτων» τῆς Ὑπερευλογημένης Μαριάμ, καί ἔχουμε πλέον τή «λυτρωτική εἰσβολή» τοῦ Ἀκτίστου, τοῦ Προαιωνίου Θεοῦ, μέσα στόν κτιστό κόσμο καί τήν Ἱστορία. Σκέψου, παρατηρεῖ ὁ ἱερός Χρυσόστομος, πόσο μεγάλο πράγμα εἶναι νά βλέπει κανείς τόν ἥλιο νά κατεβαίνει ἀπό τόν οὐρανό, νά βαδίζει ἐπάνω στή γῆ, καί ἀπ᾿ αὐτήν νά στέλνει τίς ἀκτίνες του πρός ὅλους. Ἐάν αὐτό, βλέποντας νά συμβαίνει στόν αἰσθητό ἥλιο, θά γέμιζε μέ ἔκπληξη ὅλους τούς θεατές, σκέψου, σέ παρακαλῶ, καί ἀναλογίσου τώρα πόσο μεγάλο πράγμα εἶναι νά βλέπουμε τόν ἥλιο τῆς δικαιοσύνης νά ἐκπέμπει τίς ἀκτίνες του ἀπό τή δική μας τήν ἀνθρώπινη σάρκα καί νά καταφωτίζει τίς ψυχές μας14.
Μέ τὴ Θ. Ἐνανθρώπηση λαμβάνει χώρα ἡ πρόσληψη τῆς δικῆς μας φύσεως ἀπό τόν Θεό Λόγο, ὥστε νά θεραπευθεῖ αὐτὴ ἡ πτωτική μας φύση, διότι, κατά τή γνωστή Πατερική ρήση, «τό ἀπρόσληπτον ἀθεράπευτον, ὅ δέ ἥνωται τῷ Θεῷ τοῦτο καὶ σώζεται»15. Ὁ Θεός «ἐγχωρεῖται», «ἐγχρονεῖται» καί ἐνανθρωπίζεται, καί ἔτσι μᾶς σώζει διὰ τῆς θεότητός του, ἡ ὁποία ὅμως δέν ἀποκαλύπτεται ἄκρατη στόν κόσμο, ἀφοῦ ὁ Δημιουργός τοῦ κόσμου καί τῆς Ἱστορίας ἐμφανίζεται στόν κόσμο ὡς Θεάνθρωπος καί ὄχι ὡς ἀμιγής Θεός!
Κατά τή Θεία Ἐνανθρώπηση τοῦ Κυρίου ἀναμιγνύονται πραγματικά μεταξύ τους τά ἄμικτα καί ἑνώνονται τά ἀσύνθετα, ὅπως τό ἐκφράζει πολύ παραστατικά ὁ ἅγιος Σωφρόνιος, Πατριάρχης Ἱεροσολύμων σέ ἕνα ποίημά του: «Ἐντεῦθεν τά ἄμικτα μίγνυται, ἐντεῦθεν ἀκράτως κιρνᾶται τά ἄκρατα, ἐντεῦθεν συντίθεται τά ἀσύνθετα, ἐντεῦθεν τὰ ἀσύνδετα σφίγγεται, ἐντεῦθεν τά θεῖα ἀνθρώπινα γίνεται, ἵνα τά ἀνθρώπινα θειότερα γένηται…»16. Χωρίς αὐτήν τήν ἀνάμιξη δέν ἦταν δυνατόν τό κτιστό καί πεπερασμένο νά συλλάβει τό ἄπειρο, νά χωρέσει τό ἀπερινόητο, νά προσλάβει τό ὑπερβατικό. Καί, γι’ αὐτόν ἀκριβῶς τόν λόγο, «ὁ ἄκτιστος κτίζεται καί ὁ ἀχώρητος χωρεῖται καὶ ὁ πλουτίζων πτωχεύει»17. Ἔτσι, ὁ ἄσαρκος καί μετά ταῦτα ἔνσαρκος Λόγος, ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, ἀποκαλύπτοντας τήν Ἁγία Τριάδα μέ τή φανέρωσή Του, πραγματώνει στήν Ἱστορία τό μυστήριο τῆς «Θείας Οἰκονομίας», δηλαδή τῆς σωτηρίας, ὅπως λέγεται.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ
«ΜΥΣΤΗΡΙΟΝ ΠΑΡΑΔΟΞΟΝ ΟΙΚΟΝΟΜΕΙΤΑΙ ΣΗΜΕΡΟΝ»
Πῶς ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος, παραμένοντας ταυτόχρονα Θεός; Πῶς ὁ Θεός πού εἶναι πνεῦμα, γίνεται τώρα καί ὕλη; Πῶς τὸ ὑψηλό ἐμφανίζεται μέσα στό χαμηλό, χωρίς νά χάσει τὸ ὕψος18; Ἡ Ἐκκλησία ἐρωτᾶ διά τῆς ὑμνολογίας της: «Ὁ ἀχώρητος παντί, πῶς ἐχωρήθη ἐν γαστρί; ὁ ἐν κόλποις τοῦ Πατρός, πῶς ἐν ἀγκάλαις τῆς Μητρός;». Καὶ ἡ ἀπάντηση δίδεται εὐθύς ἀμέσως στό ἴδιο τροπάριο: «Πάντως ὡς οἶδεν ὡς ἠθέλησε καί ὡς ηὐδόκησεν». Μυστήριο ἀκατανόητο, πού ὑπερβαίνει τήν ἀνθρώπινη σκέψη καί λογική! Δέν ἐκλογικεύεται μηχανικά, δέν ἐρευνᾶται ἐπιστημονικά, δέν ἀνιχνεύεται διανοητικά, δέν ἀποδεικνύεται νοησιαρχικά! Οὔτε ἡ οὐράνια ἀΐδιος γέννηση μπορεῖ να ἐξηγηθεῖ, οὔτε ἡ ἐπίγεια «ἐκ Παρθένου» Ἐνανθρώπηση μπορεῖ νά ἑρμηνευθεῖ, θά μᾶς διακηρύξει ὁ ἱερός Χρυσόστομος: «Οὔτε ἡ ἄνω αὐτοῦ γέννησις ἐξήγησιν ἔχει, οὔτε ἡ ἐν ὑστέροις καιροῖς πρόοδος πολυπραγμονεῖσθε ἀνέχεται»19. Μόνο μέ σιγή τιμῶνται καί οἱ δύο αὐτές γεννήσεις τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, τίς ὁποῖες ἀποδεχόμαστε μέν, ἀλλ’ ἀγνοοῦμε τόν τρόπο τῆς πραγματώσεώς τους, ὅπως ἐπισημαίνει, στή συνέ-χεια, ὁ χρυσολόγος Πατήρ: «Ὅτι μέν γάρ ἔτεκεν ἡ Παρθένος σήμερον οἶδα, καί ὅτι ἐγέννησεν ὁ Θεός ἀχρόνως, πιστεύω, τόν δέ τρόπον τῆς γεννήσεως, σιωπῇ τιμᾶν μεμάθηκα καὶ οὐ διά λόγων πολυπραγμονεῖν παρέλαβον»20. Καί ὁ θεοφόρος καί θεόπτης Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς θά μᾶς ὑπογραμμίσει ὅτι τό μυστήριο αὐτό οἱ Χριστιανοί τό πιστεύουμε ἀλλά δέν μποροῦμε νά τό κατανοήσουμε. Τό προσκυνοῦμε, ἀλλά δέν πολυπραγμονοῦμε γι’ αὐτό. Ἡ δέ πίστη καί ἡ προσκύνησή του πραγματοποεῖται μέ τή Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος: «Πιστευόμενον ἀλλ᾿ οὐ γινωσκόμενον, προσκυνούμενον ἀλλ᾿ οὐ πολυπραγμονούμενον. Καί προσκυνούμενόν τε καί πιστευόμενον διά μόνον τοῦ Πνεύματος».21 Ἡ Ἐνανθρώπηση τοῦ Λόγου εἶναι, ἀκόμη, «μυστήριον κραυγῆς», κατά τόν ἅγιο Ἰγνάτιο τόν Θεοφόρο, τό ὁποῖο πραγματοποιήθηκε μέσα σέ ἀτμόσφαιρα ἱερᾶς ἡσυχίας και σιωπῆς. Τρία μεγάλα μυστήρια ξέφυγαν τῆς προσοχῆς τοῦ διαβόλου, θά μᾶς ἀποκαλύψει ὁ προειρημένος ἀποστολικός Πατήρ: «Καί ἔλαθε τόν ἄρχοντα τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου ἡ Παρθενία Μαρίας καί ὁ τοκετός αὐτῆς, ὁμοίως καί ὁ τοῦ Κυρίου θάνατος. Τρία μυστήρια κραυγῆς ἅτινα ἐν ἡσυχία ἐπράχθη»22.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ
Ο ΣΚΟΠΟΣ ΤΗΣ Θ. ΕΝΑΝΘΡΩΠΗΣΕΩΣ
Ποιός, ἆράγε, ἦταν ὁ λόγος καί ὁ σκοπός τῆς Θείας Ἐνανθρωπήσεως, τῆς κενώσεως τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, τῆς συγκαταβάσεως τοῦ Ἀνάρχου καί Προαιωνίου Λόγου, ὁ ὁποῖος εἰσῆλθε στόν χρόνο καί ἐνεδύθη τή δική μας φύση, γενόμενος ἄνθρωπος; Ἦταν ἡ σωτηρία καί ἡ θέωση τῆς προσληφθείσης ἀπό τόν Λόγο ἀνθρωπίνης φύσεως! Τό ἐκφράζουν τά Πατερικά κείμενα τῶν Ἁγίων μας, οἱ ὁποῖοι ἀποτελοῦν «τά πάγχρυσα στόματα τοῦ Λόγου». Μέ ἀκρίβεια διατυπώσεως θεολογικῆς καί μέ περιεκτικότητα ὁ Μέγας Ἀθανάσιος στόν περίφημο Λόγο του «Κατά εἰδώλων καὶ περί ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου» θά μᾶς ἐξαγγείλει τόν σκοπό γιά τόν ὁποῖο ὁ Θεός ἔγινε άνθρωπος καί θά μᾶς πεῖ ὅτι «Αὐτός ἐνηνθρώπησεν, ἵνα ἡμεῖς θεοποιηθῶμεν»23. Ὁ Θεός ἔγινε άνθρωπος, γιά νά γίνει ὁ ἄνθρωπος θεός χαρισματικά. Ὁ ἴδιος ἅγιος Πατήρ ἐμφατικά θά σημειώσει ὅτι «Ὁ Λόγος σάρξ ἐγένετο, ἵνα τὸν ἄνθρωπον δεκτικόν θεότητος ποιήσῃ»24. Ἐκφράζεται ἔτσι τό φρόνημα τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία κηρύσσει ὅτι στό Πρόσωπο τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ ἑνώθηκε τό κτιστό μέ τό ἄκτιστο, ὁ Θεός μέ τόν ἄνθρωπο, ἡ γῆ μέ τόν οὐρανό25, καί ἔτσι ἄνοιξε ὁ δρόμος καί τῆς δικῆς μας κατά Χάριν θεώσεως, τοῦ «δοξασμοῦ», ὅπως λέγεται, τῆς φύσεώς μας.
Στό σημεῖο αὐτό θα πρέπει, βέβαια, νά τονίσουμε ὅτι ὑπάρχει μία διαφορά ἀνάμεσα στή θέωση τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, τήν ὁποία προσέλαβε ἀπό τήν Παναγία, καί στή θέωση ἡμῶν τῶν ἀνθρώπων ἐν Χριστῷ. Ἡ διαφορά ἔγκειται στό γεγονός ὅτι στήν περίπτωση τοῦ Χριστοῦ ἡ θέωση τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως ἀποτελεῖ συνέπεια τῆς ὑποστατικῆς ἑνώσεώς της μέ τή Θεία φύση, εἶναι δηλ. ὀντολογική θέωση, ἐνῶ στή δική μας περίπτωση ἡ φύση μας θεώνεται κατά Χάριν, μέ τή θεοποιό ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέσα στήν Ἐκκλησία.
Γεγονός, λοιπόν, εἶναι, ὅτι ἡ Ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ Λόγου καί ὅλο τό ἔργο τῆς Θείας Οἰκονομίας «ἀποτελεῖ τή θεμελιώδη προϋπόθεση γιά νά ἀνακτήσει ὁ μεταπτωτικός ἄνθρωπος τίς ὀντολογικές ἐκεῖνες προϋποθέσεις, ὥστε νά μπορεῖ νά μετέχει καί πάλι στήν ἄκτιστη Θεία Χάρη»26. Ἔτσι, διά τοῦ Λόγου ἔχουμε τή σωτηρία, καί μέ τήν ἀρνητική της ὄψη (ὡς ἀπαλλαγή καί ἀπελευθέρωση ἀπό τό κράτος τοῦ θανάτου), ἀλλά καί μέ τή θετική, ἀφοῦ τώρα πλέον ἐκτιθέμεθα στό ὕψος καί τό μεγαλεῖο τῆς χαρισματικῆς θεώσεως, ἡ ὁποία πραγματώνεται ἐν Χριστῷ διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέσα στήν Ἐκκλησία, πού ἀποτελεῖ «Σῶμα Χριστοῦ» καί «κοινωνία θεώσεως». Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος θά διατυπώσει μέ ἐπιγραμματικό τρόπο αὐτήν τή διπλῆ ὄψη τοῦ ἔργου τῆς Θείας κενώσεως, λέγοντας ὅτι «ἀμφότερα γάρ ἐφιλανθρωπεύσατο ὁ Σωτήρ διά τῆς ἐνανθρωπήσεως, ὅτι καί τόν θάνατον ἐξ ἡμῶν ἠφάνιζε καὶ ἐκαίνιζεν ἡμᾶς»27.
Ὡστόσο, ὑπάρχουν καί πολλές φράσεις Πατερικές, μία εὐρύτατη ποικιλία ἐκφράσεων, ὅπως λ.χ. «ἀνάκλησις», «ἐπάνοδος», «ἀνόρθωσις», «ἀποκατάστασις», «ἀναστοιχείωσις», «ἀνάπλασις», «ἀνακεφαλαίωσις», «ἀναγέννησις», «καινή κτίσις», «νέα ζωή» κ.ἄ., πού χρησιμοποιοῦνται, «γιά νὰ ἐξεικονίσουν κατά τό δυνατό ὅλον τόν πλοῦτο τῆς προσφορᾶς τοῦ Χριστοῦ στήν ἀναδημιουργία τῆς ἀνθρωπότητος»28· πρόκειται γιά μία δεύτερη δημιουργία, ἀφοῦ ἡ πρώτη ἔγινε «ἐξ οὐκ ὄντων», ἀπό τό μηδέν, καί ἡ δεύτερη ἀπό τὸ «ἐκμηδενισθέν»…Ὅλα αὐτά συνετελέσθησαν διά τοῦ Χριστοῦ!
Δέν ἦταν δυνατόν ἄλλος, τονίζει πάλι ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, νά μεταβάλλει τό φθαρτό σέ ἀφθαρσία, παρά μόνο ὁ Σωτήρας τοῦ κόσμου, ὁ Ὁποῖος δημιούργησε τόν κόσμο ἀπό τήν ἀνυπαρξία, «ἐξ οὐκ ὄντων». Καί δέν ἦταν δυνατόν νά ξανακτίσει ἄλλος στούς ἀνθρώπους τό «κατ᾿ εἰκόνα», τό ὁποῖο ἀμαυρώθηκε μέ τήν Πτώση, παρά μόνο ὁ Λόγος, ὁ Ὁποῖος ἀποτελεῖ τή ζωντανή εἰκόνα τοῦ Θεοῦ Πατρός. Αὐτός, λέγει, ἦλθε καί ἀνακαίνισε τή ρυπωθεῖσα εἰκόνα, ὅπως συμβαίνει σέ μία πρσωπογραφία, πού ἔχει σβήσει καί ἔρχεται κατόπιν ὁ ἴδιος ὁ εἰκονιζόμενος καί ξαναζωγραφίζεται στό ἴδιο φόντο, καί ἔτσι βλέπουμε τήν εἰκόνα πάλι ἀνακαινισμένη καί ζωντανή. Παρουσιάζει, ἀκόμη, τό παράδειγμα τοῦ βασιλέως, πού ἐπισκέπτεται μία πόλη καί φιλοξενεῖται σέ μία οἰκία, καί ἡ μέν πόλις ἐκείνη τιμᾶται ὑπερβολικά, οἱ δέ ἐχθροί καί ἐπίβουλοι ἐξαφανίζονται. Ἔτσι, λέγει, συνέβη καί στήν περί-πτωση τῆς Ἐπιφανείας τοῦ Κυρίου. Ἦλθε ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο καί «ἐσκήνωσε» (ἔστησε τὴ σκηνή του) σέ ἕνα ἀνθρώπινο καὶ κτιστὸ σῶμα, αὐτό τῆς Ὑπερευλογημένης καί Ἀχράντου Θεοτόκου Μαρίας· τιμήθηκε, ἁγιάστηκε δοξάστηκε καὶ θεώθηκε ἔτσι ὁλόκληρη ἡ ἀνθρώπινη φύση, καὶ ἔκτοτε ―μὲ τὴν Ἀνάστασή Του― ἀπομακρύνθηκε καὶ φυγαδεύτηκε ἀπ’ αὐτήν ὁ ἔσχατός της ἐχθρός, ὁ φθοροποιός θάνατος (δηλ. ἡ θνητότητα), ὁ ὁποῖος καταδυνά-στευε ὅλους τοὺς ἀνθρώπους πρό τῆς ἐλεύσεως τοῦ Χριστοῦ.
Ἐκτός τοῦ ἁγιωτάτου αὐτοῦ ἱεράρχου τῆς Ἀλεξανδρείας, Μ. Ἀθανασίου, καὶ ἄλλοι Πατέρες καὶ ἐκκλησιαστικοί συγγραφεῖς, ἀλλά καί πολλά λειτου-ργικά καί ὑμνολογικά κείμενα τονίζουν τήν πραγματικότητα τῆς σωτηρίας, ἡ ὁποία ἦλθε στόν κόσμο μέσω τῆς συγκατάβασης τοῦ Δευτέρου Προσώπου τῆς Παναγίας Τριάδος, τοῦ Σεσαρκωμένου Θεοῦ. Ὁ Κύριος εὐσπλαγχνίσθη τό πλάσμα τῶν χειρῶν Του καί «δι’ ἄκραν ἀγαθότητα» ἔγινε ἄνθρωπος, καταργώντας τήν ἁμαρτία καί τή δύναμη τοῦ θανάτου, καὶ ἀνακαινίζοντας τήν «πρίν πεσοῦσαν εἰκόνα τοῦ Ἀδάμ». Οἱ ἱεροί ὑμνογράφοι, μέσα ἀπό τά θεσπέσια μελωδήματα, μᾶς παρουσιάζουν θαυμασιότατα τό γεγονός αὐτό, ἐκφράζοντας τήν παφλάζουσαν φλόγα τῆς ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι «καιομένης καρδίας» τους καί θεολογώντας περί τοῦ ἀνερμηνεύτου Μυστηρίου τοῦ Κυρίου, ἔτσι ὥστε ἡ Ὑμνολογία νὰ καθίσταται ἐμμελής Θεολογία καί δοξολογία πρός τόν «κενωθέντα Λόγον καὶ Υἱόν τοῦ Θεοῦ»…
Χαρακτηριστικῶς, ἕνα τροπάριο τῆς Α’ ὠδῆς τοῦ Κανόνος ἀπό τήν ἱερὰ Ἀκολουθία τῶν Χριστουγέννων ἀναφέρει ὅτι ὁ Θεός, βλέποντας τόν χαμένο μέσα στήν πτωτικότητα ἄνθρωπο, τόν ὁποῖον ὁ ἴδιος ἔπλασε, «ἔκλινεν οὐρανούς», κατῆλθε καί τὸν «οὐσιώθηκε», ἤτοι ἔλαβε τή φύση του ἀπό τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο, γενόμενος πραγματικά ἄνθρωπος: «Ἰδών ὁ κτίστης ὀλλύμενον, τόν ἄνθρωπον χερσίν ὅν ἐποίησεν, κλίνας οὐρανούς κατέρχεται. Τοῦτον δέ ἐκ Παρθένου θείας ἁγνῆς ὅλον οὐσιοῦται, ἀληθείᾳ σαρκωθείς ὅτι δεδόξασται». Τό παραπάνω ὑμνολόγημα θυμίζει μία σχετική καί χαρακτηριστική ρήση τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, τοῦ φωστῆρος τῆς Ναζιανζοῦ: «Ὅλος ὅλον ἀνέλαβέ με, καὶ ὅλος ὅλῳ ἡνώθη, ἵνα ὅλον τὴν σωτηρίαν χαρίσηται»29.
Στίς μεγάλες καί θεολογικότατες Εὐχές τῶν Θεοφανίων, ποίημα τοῦ ἁγίου Σωφρονίου, πατριάρχου Ἱεροσολύμων, συναντοῦμε τήν ἑξῆς φράση: «Οὐ γάρ ἔφερες Δέσποτα θεᾶσθαι ὑπό τοῦ διαβόλου τυρρανούμενον τό γένος τῶν ἀνθρώπων, ἀλλ᾿ ἦλθες καί ἔσωσας ἡμᾶς»….
Ἐξ ἄλλου, στή Θεία Λειτουργία τοῦ οὐρανοφάντορος Μεγάλου Βασιλείου, καί συγκεκριμένα στήν Εὐχή τῆς ἁγίας «Ἀναφορᾶς», ὅπως λέγεται, βλέπουμε νά ἐκδιπλώνεται ἡ σωστική ἐπέμβαση τοῦ Θεοῦ μέσα στήν Ἱστορία καί τόν κόσμο ἀπό τήν ἐποχή τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καί ἐντεῦθεν ὡς ἑξῆς: «Οὐ γάρ ἀπεστράφης τὸ πλάσμα σου εἰς τέλος, ὅ ἐποίησας Ἀγαθέ, οὐδέ ἐπελάθου ἔργου χειρῶν σου, ἀλλ᾿ ἐπεσκέψω πολυτρόπως διά σπλάγχνα ἐλέους σου. Προφήτας ἐξαπέστειλας∙ ἐποίησας δυνάμεις διά τῶν ἁγίων σου τῶν καθ᾿ ἑκάστην γενεάν εὐαρεστησάντων σοι∙ ἐλάλησας ἡμῖν διά στόματος τῶν δούλων σου τῶν Προφητῶν, προκαταγγέλων ἡμῖν τὴν μέλλουσαν ἔσεσθε σωτηρίαν∙ νόμον ἔδωκας εἰς βοήθειαν∙ ἀγγέλους ἐπέστησας φύλακας. Ὅτε δὲ ἦλθε τὸ πλήρωμα τῶν καιρῶν, ἐλάλησας ἡμῖν ἐν αὐτῷ τῷ Υἱῷ σου…».
Ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, μετά ἀπό ὅλα τά σωτήρια μέσα, πού παρεῖχε ὁ τριαδικός Θεός στήν πτωτική ἀνθρωπότητα, ἐρχόμενος στόν κόσμο ὡς ἐνανθρωπήσας Υἱός Του, ἀπελευθέρωσε τὸν ἄνθρωπο! Θεολογεῖ ὁ Νικόλαος Καβάσιλας (14ος αἰ.), λέγοντας ὅτι τήν ἀπελευθέρωση αὐτήν τήν πραγματοποίησε ὁ Χριστός, καταλύοντας τό τριπλό τεῖχος, πού χώριζε τούς ἀνθρώπους ἀπό τόν Θεό. «Τό πρῶτος τεῖχος, τήν ἄρρωστη καί διεφθαρμένη ἀπό τήν ἁμαρτία ἀνθρώπινη φύση, τό κατέλυσε μέ τήν ἐνανθρώπησή του. Τό δεύτερο τεῖχος, τήν ἁμαρτία, τό κατέλυσε μέ τό θάνατό του, ἑνῶ τό τρίτο τεῖχος, τό θάνατο, τόν κατήργησε μέ τήν ἀνάστασή του»30.
Ὡστόσο, ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου δέν ἐκλαμβάνεται μέσα σέ στενά ἠθικιστικά ἤ νομικιστικά πλαίσια, ἀλλ᾿ ἑννοεῖται εὑρύτερα, ὡς θέωση τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως· καί, βέβαια, ὁ ὅρος «θέωση» ἐκφράζει τό ὑψηλότερο νόημα τῆς λέξεως «σωτηρία». Σωτηρία εἶναι ἡ λύτρωση τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ἀπελευθέρωσή του ἀπό τὶς συνέπειες (φθορά καὶ θάνατο) τῆς Πτώσεως, καί ἡ ὁδός τῆς ἀναβάσεώς του πρός τό «ἀρχέτυπόν» του, ἐνῶ ἡ «θέωση» εἶναι τό τέρμα αὐτῆς τῆς πορείας, δηλ. ἡ ἐπίτευξη τοῦ «καθ᾿ ὁμοίωσιν», ἡ χαρισματική ἕνωση τοῦ πιστοῦ μέ τόν Θεό «ἐν Προσώπῳ Ἰησοῦ Χριστοῦ» καί «ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ Αὐτοῦ»…
Στά Πατερικά κείμενα ἀναφέρεται ὅτι ἡ κατά Χάρη θέωση τοῦ ἀνθρώπου ἔχει τή βάση καί τό θεμέλιό της στή γενομένη Ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ. Καί στήν Ἁγία Γραφή, ἄλλωστε, διαβάζουμε ὅτι ὅλη ἡ κτίση ἔγινε ἀπό τόν Θεό Λόγο γιά τόν Θεό Λόγο. Τό ἐκφράζει αὐτό θαυμάσια ὁ Ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν Παῦλος στήν πρός Κολασσαεῖς ἐπιστολή του: «Τά πάντα δι᾿ αὐτοῦ καὶ εἰς αὐτόν ἔκτισται»31.
Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής γράφει ὅτι τό μυστήριο τοῦ Χριστοῦ ὡς Θεανθρώπου εἶναι τό «μέγα καὶ ἀπόκρυφον», τό ὁποῖο εἶχε συλλάβει καί ἀποφασίσει προαιωνίως ὁ Θεός· εἶναι, λέγει, τὸ μακάριο καί εὐλογημένο «τέλος» (= σκοπός) ὅλης τῆς δημιουργίας: «Τοῦτο ἐστί τὸ μακάριον, δι᾿ ὅ τὰ πάντα συνέστησαν τέλος. Τοῦτο ἐστιν ὁ τῆς ἀρχῆς τῶν ὄντων προεπινοούμενος θεῖος σκοπός, ὅν ὁρίζοντες εἶναι φαμέν, προεπινοούμενον τέλος, οὗ ἕνεκα μέν πάντα, αὐτό δὲ οὐδενός ἕνεκα»32. Στή θεολογική σκέψη τοῦ μεγάλου αὐτοῦ Πατρός ἡ Σάρκωση τοῦ Λόγου θεωρεῖται ὡς ὁ ἀπόλυτος καί πρωταρχικός σκοπός ὅλης τῆς δημιουργίας (βλ. ἀπροϋπόθετη θεωρία Θ. Ἐνανθρώπησης). Ὑπογραμμίζει μάλιστα ὁ Ἅγιος ὅτι ὅλοι οἱ «αἰῶνες» καί ὅλα ὅσα αὐτοί περιέχουν, ἔχουν λάβει τὴν ἀρχή καί τό τέλος τοῦ «εἶναι» τους ἀκριβῶς ἀπὸ καὶ γιὰ τό μυστήριο αὐτὸ τοῦ Χριστοῦ: «Διά γάρ τόν Χριστόν, ἤγουν τό κατά Χριστόν μυστήριον, πάντες οἱ αἰῶνες καί τά ἐν αὐτοῖς τοῖς αἰῶσιν, ἐν Χριστῷ τήν ἀρχήν τοῦ εἶναι καί τό τέλος εἰλήφασι»33· διότι, λέγει, πρίν ἀπό ὅλους τούς αἰῶνες, εἶχε προεπινοηθεῖ ἡ ἕνωση τοῦ ὁρίου καί τῆς ἀοριστίας, τοῦ μέτρου καί τῆς ἀμετρίας, τοῦ πέρατος καί τῆς ἀπειρίας, τοῦ δημιουργοῦ καί τῆς δημιουργίας, τῆς στάσεως καί τῆς κινήσεως, καί αὐτή ἡ ἕνωση πραγματοποιήθηκε στό Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, ὅταν φανερώθηκε στό τέλος τῶν χρόνων, κατά τήν ἄρρητη Ἐνανθρώπησή Του34. Γι’ αὐτό ἀκριβῶς ἡ θέωση τοῦ ἀνθρώπου ὡς ἕνωση μετά τοῦ Θεοῦ ἀποτελεῖ, σύμφωνα μὲ τὰ παραπάνω, τὸν πρῶτο καὶ τελευταῖο σκοπό καὶ προορισμό ὅλης τῆς Δημιουργίας, Προνοίας καὶ Οἰκονομίας τοῦ Θεοῦ γιά τήν κτίση καί τόν κόσμο ὁλόκληρο.
Μὲ ἄλλα λόγια, ἡ θέωση τοῦ ἀνθρώπου ἔχει τή βάση της στήν Ἐνανθρώπηση τοῦ Θ. Λόγου ὡς «προηγουμένου» θελήματος (βλ. εὐδοκία) τοῦ Θεοῦ. Κατά συνέπεια, τό μυστήριο τῆς χαρισματικῆς θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου βασίζεται καί οἰκοδομεῖται πάνω στὸ ὑπέρλογο μυστήρίο τῆς Ἐνανθρωπήσεως καί Σαρκώσεως τοῦ Θεοῦ35.
Στούς πρώτους ἐκκλησιαστικούς Πατέρες καὶ συγγραφεῖς ἀναπτύσσεται ἡ διδασκαλία ὅτι ὁ λόγος, γιά τόν ὁποῖο ὁ Θεός ἀποφάσισε νά πλάσει τόν ἄνθρωπο, ἦταν γιὰ νὰ ἀποκαλύψει, ἀπό ἀγάπη σ’ αὐτόν, τὴ Θεία δόξα Του, καθιστώντας τον ἔτσι μέτοχό της. Συναφῶς, ὁ προρρηθείς βυζαντινός θεολόγος Καβάσιλας θά συμπληρώσει ὅτι ὁ ἄνθρωπος πλάστηκε χάριν τοῦ «καινοῦ ἀνθρώπου», τ.ἔ. τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ36, ὄντας ἀρχικῶς εἰκόνα του.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ
Η ΔΙΚΗ ΜΑΣ ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΤΟΝ ΣΑΡΚΩΘΕΝΤΑ ΘΕΟ
Μετά ἀπό ὅσα εἴδαμε, ἐρωτᾶται: ποιός ―ἀπό τὴ μεριά μας― ὀφείλει νὰ εἶναι ὁ τρόπος προσεγγίσεως καί βιώσεως τῶν ἀκολουθιῶν αὐτοῦ τοῦ παμμεγίστου Μυστηρίου, τῆς Θείας Ἐνανθρωπήσεως τοῦ Κυρίου μας; Ἀπάντηση: ἡ ἀένναη εὐχαριστία καὶ δοξολογία πρὸς Αὐτὸν «ἔργῳ καί λόγῳ», ὅπως πραγματοποιεῖται κατὰ τὸ μυστήριο τῆς Θ. Εὐχαριστίας, τοῦ ὁποίου ἡ ἐνέργεια δὲν περιορίζεται χρονικῶς στὰ πλαίσια μόνο τοῦ «ἐν χώρῳ» (τοπικοῦ) ἐκκλησιασμοῦ μας. Ἀληθὴς ἐκκλησιασμός νοεῖται ἡ διαρκής πρόσληψη ὁλόκλήρου τῆς κτίσεως στοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Αὐτοπαραδιδόμενος ὁ πιστός ―διά τῆς μετανοίας, τῆς τηρήσεως τῶν Θείων ἐντολῶν καί τῆς ἄξιας μετοχῆς του στά ἄχραντα μυστήρια― στη Θεία Ἀγάπη, προσλαμβάνεται ὁλόκληρος, μεταβάλλεται («ἀλλοιοῦται»), ἁγιάζεται, θεώνεται καὶ σώζεται.
Ὁ ἀετός καὶ ἐπώνυμος τῆς Θεολογίας, ἅγιος Γρηγόριος, μᾶς διδάσκει μέ τίς «χρυσές» ὑποδείξεις του, καί μᾶς συνιστᾶ, ἐπ’ εὐκαιρία τῆς ἑορτῆς, νὰ θυμόμαστε συνεχῶς τὸν Κύριο καί Θεό μας καί νά ἐπικαλούμαστε διαρκῶς τό πανάγιο ὄνομά Του: «Κεφάλαιον ἑορτῆς, μνήμη Θεοῦ»37· μᾶς προτρέπει δὲ νὰ ἀναγεννηθοῦμε, νά γίνουμε «οὐράνιοι» ἄνθρωποι, δηλ. νά ξαναβροῦμε τόν προπτωτικό Ἀδάμ, καί, τέλος, νὰ μή μείνουμε, ὅπως εἴμαστε (τ.ἔ. στήν κατάσταση τῆς πτωτικότητας καί τῆς ἁμαρτωλότητας), ἀλλά νά γίνουμε ἐκεῖνο πού κάποτε εἴμασταν: «Καιρός ἀναγεννήσεως∙ γεννηθῶμεν ἄνωθεν. Καιρός ἀναπλάσεως∙ τόν πρῶτον Ἀδάμ ἀναλάβωμεν. Μή μείνωμεν ὅπερ ἐσμέν, ἀλλ’ ὅπερ ἧμεν γενώμεθα»38.
Τό «ξένον καί παράδοξον» μυστήριο τῆς Ἐνανθρωπήσεως τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ προσεγγίζεται μέ ταπείνωση, ἀγάπη, καί, προπάντων, καθαρότητα ψυχοσωματική. Ὁ αὐτὸς Μέγας Πατήρ καὶ «τριαδικός θεολόγος», ὅπως ἀποκαλεῖται, μᾶς συμβουλεύει νά ἑορτάζουμε «ὡς δοκεῖ τῷ Πνεύματι»39, ἤτοι πνευματικῶς. Καί, πῶς θέλει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα νὰ πανηγυρίζουμε τίς ἅγιες ἑορτές, τίς ὁποῖες τὸ Ἴδιο «δι᾿ ἡμᾶς ἐκτετέλεκεν»; Ἑορτή σημαίνει (βιωματική) μετοχή στό γεγονός, κλήση στήν πνευματικότητα, μέθεξη στη Θ. Χάρη. Καὶ αὐτό πραγματοποιεῖται μέ τήν ὅλη πνευματική μας ζωή, τή ζωή τῆς ἀρετῆς καί τῆς μετανοίας, ἀλλά, κυρίως, ὅταν μετέχουμε ―μέ κατανυκτικὴ καὶ εὐχαριστιακὴ διάθεση― στή Θεία λατρεία τῆς Ἐκκλησίας μας, στό «μυστήριον τῆς συνάξεως», ὅπως λέγεται, δηλ. στή Θεία Εὐχαριστία. Δέν πρέπει νά ἀγνοῦμε ὅτι σέ κάθε Θεία Λειτουργία «παροντοποιεῖται» («ἐν τόπῳ καὶ χρόνῳ») ὁ Ἴδιος ὁ Θεάνθρωπος Λυτρωτής, ὁ «ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς» Κύριος! Καί, ὅταν συνερχόμεθα κατὰ τή Θεία αὐτὴ εὐχαριστιακὴ σύναξη, καὶ κυρίως, ὅταν ἀξίως κοινωνοῦμε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, τότε, ζοῦμε τά ἀληθινά Χριστούγεννα, τ.ἔ. ἑορτάζουμε πνευματικά, ἀπολαμβάνοντας τό πραγματικό νόημα τῶν ἑορτῶν. Τότε γινόμαστε καὶ ἐμεῖς οἱ ἴδιοι «χαρὰ» καὶ «ἑορτή», ὅπως ὁ Κύριος: «Μή μόνον τά τῆς ἑορτῆς κατοπτεύσωμεν καί τιμήσωμεν, ἀλλά αὐτοί ἑορτή γενώμεθα»!40
Ἄν κατανοήσουμε, πιστέψουμε καὶ ἀκολουθήσουμε τά ἀνωτέρω, βιώνοντάς τα ὑπαρξιακά, τότε θά μποροῦμε νά προσφέρουμε καί ἐμεῖς ἐκθύμως στόν γεννηθέντα Σωτῆρα, ὅπως τότε οἱ τρεῖς μάγοι, τά δικά μας δῶρα: ἀντί χρυσοῦ, τήν καθαρή μας καρδιά· ἀντί λιβάνου, τή ζωντανή μας προσευχή, εἰδικά κατά τίς ἡμέρες αὐτές τίς ἀποκαλυπτικές, ὅπου δεινῶς χειμαζόμαστε καί σκληρά δοκιμαζόμαστε πολυτρόπως ὡς ἔθνος, ὡς ἄτομα καί ὡς Χριστιανοί. Καί, τέλος, ἀντί σμύρνας, θά προσφέρουμε, ὅσο τοῦτο εἶναι ἐφικτό, στόν τεχθέντα Κύριο ―μέσα ἀπό τή θυσιαστική μας προσπάθεια― τή νέκρωση τῶν παθῶν μας. Καί τότε θά μᾶς πλημμυρίσει ἡ ἄφατη χαρά καί Χάρη τοῦ Μυστηρίου τῆς Θείας κενώσεως καί θά ἀναφωνήσουμε μέ πάλλουσα καρδιά δοξολογικῶς: «Θεός τό τεχθέν, ἡ δέ Μήτηρ Παρθένος. Τί μεῖζον καινόν εἶδεν ἡ κτίσις»;
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
«Τί νά σοῦ προσφέρω Κύριε, ἀπόψε πού γεννήθηκες γιά μένα»;… Ἦταν ἡ ἔκφραση τῆς ἀπορίας, μετά ἀπό τήν ὁλονύκτια κραυγή ἱκεσίας, ἡ ὁποία ἔβγαινε ἀπό μία ψυχή «τετρωμένη τῷ ἔρωτι», αὐτήν τοῦ ἁγίου Ἱερωνύμου, μεγάλου ἐκκλησιαστικοῦ Πατρός τῆς Δύσεως (5ος αἰ.), προσευχομένου στό σπήλαιό του στὴν Ἱερουσαλήμ, κατά τήν ἑορτή τῶν ἁγίων Χριστουγέννων. Καί αὐτή ἡ ἀπορία διατυπώθηκε εὐλόγως ἀπό τὸν μεγάλο αὐτὸν ἀσκητή ὡς ἀπάντηση στή φωνή ἐξ οὐρανοῦ, πού ἄκουσε ἐκείνη τή βραδυά, λέγοντας: «Ἱερώνυμε, τί δῶρο θά μοῦ κάνεις ἀπόψε, πού γιορτάζω»; Καί ὁ οὐρανός ἀπάντησε στήν ἀπορία καί προσδιόρισε τό δῶρο: «Τίς ἁμαρτίες σου θέλω νά μοῦ δώσεις»…
Αὐτό ζητεῖ ἀπό μᾶς ὁ Θεός! Περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλη ὑλική ἤ πνευματική ἀτίμητη προσφορά, ὁ Θεός θέλει τίς ἁμαρτίες μας, γιά νά τίς σβήσει μέ τό ἄπειρο ἔλεός Του, ὅταν ἐμεῖς Τοῦ τίς ἐξαγορεύσουμε. Ἡ μετάνοιά μας, δηλαδή, ἀποτελεῖ τό πλέον εὐπρόσδεκτο δῶρο τῆς καρδιᾶς μας πρός τόν ἐνανθρωπήσαντα Κύριο, ὥστε νὰ ἀντλήσουμε ἀπό Αὐτόν τὴν ἐλπιδα, τήν ἀπαντοχή, τὴν ἐσθιότητα, τὸ νόημα τῆς ζωῆς, τήν πληρότητα τοῦ «εἶναι» μας.
Εἶναι ἀπαραίτητο αὐτό «ὑπέρ ποτέ καί ἄλλοτε» σήμερα, ὅπου διερχόμεθα μία παγκόσμια κρίση, ζώντας σέ καιρούς ἀποκαλυπτικούς, μὴ γνωρίζοντας κυριολεκτικῶς «τί τέξεται ἡ ἐπιοῦσα»… Γι᾿ αὐτό, ἄς στρέψουμε τά πηδάλια τοῦ πλοίου τῆς ὑπάρξεώς μας πρός τόν Μέγα οἰακοστρόφο, τόν γεννηθέντα ἐν Βηθλεέμ, ὥστε νά τό ὁδηγήσει «εἰς νομάς σωτηρίους» καί «εἰς τόν εὔδιον λιμένα». Καί ἄς Τόν παρακαλοῦμε, ὅπως εἰσῆλθε στο λίθινο σπήλαιο τοῦ κτιστοῦ τούτου κόσμου, γιά να σώσει τὸν ἄνθρωπο, ἔτσι νά εἰσέλθει καί στήν προσωπική φάτνη τῆς καρδιᾶς τοῦ καθενός μας. Ἵμερος καί πόθος μας, λοι-πόν, διακαής, θὰ πρέπει νὰ εἶναι ἡ πνευματική μας θεοτοκία, τ.ἔ. ἡ ἐνσκήνωση καὶ ἡ γέννηση τοῦ ἀρτίτοκου Χριστοῦ μέσα μας, ὁ ὁποῖος σταδιακὰ θὰ πρέπει νὰ αὐξάνει, «μέχρι καταντήσωμεν οἱ πάντες εἰς…ἄνδρα τέλειον, εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ»41· αὐτό ἐπιθυμεῖ καί θέλει ὁ Ἴδιος: νά γεννᾶται πάντοτε ἑντός μας, νά συναυξάνεται μὲ τὴ φυτεία καὶ βλάστηση τῶν ἀρετῶν μας, μέχρι βαθμοῦ διακριτῆς ταυτίσεως μαζί Του ὅσον ἀφορᾶ στὴν ἄκτιστη ἐνέργειά Του, ὅπως ἐναργῶς τό καταθέτει ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής: «Ὁ τοῦ Θεοῦ Θεός Λόγος, ἐφάπαξ κατά σάρκα γεννηθείς, ἀεί γεννᾶται θέλων κατά πνεῦμα τοῖς θέλουσι, καί γίνεται βρέφος, ἑαυτόν ἐν ἐκείνοις διαπλάττων ταῖς ἀρεταῖς»42.
__________________________________________________________________________________________________
1 «Βεβαία πίστωσις ἐστι τῆς πρός ἐκθέωσιν ἐλπίδος τῇ φύσει τῶν ἀνθρώπων ἡ τοῦ Θεοῦ ἐνανθρώπησις, τοσοῦτον Θεόν ποιοῦσα τόν ἄνθρωπον ὅσον Αὐτός γέγονεν ἄνθρωπος» (Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Πρός Θαλάσσιον, MPG 90, 321). Πρβλ. «Ἄνθρωπος γίνεται Θεός, ἵνα θεόν τόν Ἀδάμ ἀπεργάσηται». (Δοξαστικόν Αἴνων τοῦ Εὐαγγελισμοῦ).
2 Ἰω. Α’, 14.
3 Μ. Βασιλείου, Εἰς 48 Ψαλμ. 4, MPG 29, 440 D-441 B.
4 Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, Περί Θεολογίας καί τῆς Ἐνσάρκου Οἰκονομίας τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, κζ’, MPG 90, 1137.
5 Ν. Ματσούκα, Δογματική καί Συμβολική Θεολογία, Γ’ σελ. 123.
6 Ὅπ.π.
7 Βλ. Εὐσεβίου, Εἰς τὸν βίον τοῦ μακαρίου Κωνσταντίνου τοῦ βασιλέως 3, 53, MPG 29, 1116B. Πρβλ. Ν. Ματσούκα, Δογματική, ὅπ.π.
8 Βλ. ἑσπέρια Σαββάτου, ἦχος βαρύς: «Δαϋιτικήν προφητείαν ἐκπληρών Χριστός…».
9 Βλ. Π. Χρήστου, Τό μυστήριο τοῦ Θεοῦ, ἐκδ. Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 1991, σελ. 118.
10 Βαρούχ 3, 28.
11 Γαλ. 4, 4.
12 Βλ. πρωτοπρεσβυτέρου Θεοδώρου Ζήση, «Πρέπει νά μεταφραστοῦν τά λειτουργικά κείμενα;», ἐκδ. «Βρυέννιος», Θεσσαλονίκη 2003, σελ. 53.
13 Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Εἰς τὸ Γενέθλιον τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, λόγος Β’, ΕΠΕ 35, 472.
14 Εἰς τὴν Γενέθλιον ἡμέραν τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, Λόγος Α’, ΕΠΕ 35, 423.
15 Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, Ἐπιστολή 101, MPG 37, 181C.
16 Εἰς τόν Εὐαγγελισμόν 3, MPG 87, 3233.
17 Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, Λόγος ΜΕ’, ΕΠΕ 5, 170.
18 Γρηγορίου Νύσσης, Λόγος Κατηχητικός ὁ Μέγας, MPG. 45, 64 D: «Πῶς το ὑψηλόν ἐν τῷ ταπεινῷ καθορᾶται, καί οὐ καταβαίνει το ὕψος; Πῶς θεότης ἀνθρωπίνῃ συμπλακεῖσα φύσει καί τοῦτο γίνεται κἀκεῖνο ἐστί»;
19 ΕΠΕ 35, 468
20 Ὅπ.π.
21 ΕΠΕ, 9, 376.
22 Ἰγνατίου, Ἐφεσίους 19.
23 MPG 26, 192Β.
24 Κατά Ἀρειανῶν 2, 59, MPG 26, 273Α.
25 Στή Λιτή τῶν Χριστουγέννων ψάλλουμε: «Ὁ οὐρανός καί ἡ γῆ σήμερον ἡνώθησαν, τεχθέντος τοῦ Χριστοῦ».
26 Βλ. Δ. Τσελεγγίδη, Χάρη καὶ ἐλευθερία κατά τὴν πατερική παράδοση τοῦ ιδ’ αἰῶνα, ἐκδ. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 2002, σελ. 54.
27 Περί Ἐνανθρωπήσεως 16, ΜPG 25, 124.
28 Βλ. Π. Χρήστου, Τὸ μυστήριο τοῦ ἀνθρώπου, σελ. 53.
29 ΜPG 94, 1005.
30 Δ. Τσελεγγίδη, ὅπ.π., σελ. 74.
31 Κολ. 1, 16.
32 MPG 90, 621D
33 MPG 90, 621D.
34 MPG 90, 621D: «Ἕνωσις γάρ προϋπεννοήθη τῶν αἰώνων, ὅρου καί ἀοριστίας, καί μέτρου καί ἀμετρίας, καί πέρατος καί ἀπειρίας, καί κτίστου καί κτίσεως, καί στάσεως καί κινήσεως, ἥτις ἐν Χριστῷ ἐπ’ ἐσχάτων τῶν χρόνων φανερωθέντι γέγονε».
35 Βλ. ἱερομονάχου (νῦν ἐπισκόπου) Ἀρτεμίου Ραντοσάβλιεβιτς, Τό μυστήριον τῆς Σωτηρίας κατά τόν Ἅγιον Μάξιμον τόν Ὁμολογητήν, κεφ. Γ’.
36 ὅπ.π., σελ. 43.
37 Λόγος εἰς τά Ἅγια Φῶτα, MPG 36, 345B.
38 Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, Λόγος ΛΘ’, ΕΠΕ 5, 72.
39 MPG 36, 429.
40 Θεοφυλάκτου Βουλγαρίας, MPG 128, 141 AB.
41 Ἐφ. 4, 13.
42 Κεφάλαια διάφορα θεολογικά τε καὶ οἰκονομικὰ καὶ περὶ ἀρετῆς καὶ κακίας, ἑκατοντάς πρώτη, 1. 8 (η’).
Ο Θ. ΛΟΓΟΣ ΣΤΗΝ ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ
Ὁ Θεός γίνεται ἄνθρωπος, γιά νά κάνει τόν ἄνθρωπο κατά Χάριν θεό1! Ἡ συνάντηση τοῦ ὑπερβατικοῦ μέ τό ἐγκόσμιο καί κτιστό, ἡ ὁποία πραγματοποιήθηκε μέ τήν Ἐνανθρώπηση τοῦ Λόγου «ἐν τόπῳ καί χρόνῳ» μέσα στήν Ἱστορία, ἀποτελεῖ ὄντως τό μέγιστο γεγονός τῆς ἀνθρωπότητας, τό «μόνον καινόν ὑπό τόν ἥλιον», τό μοναδικό καί ἀνεπανάληπτο στήν κτίση, ἀφοῦ γιά πρώτη φορά ἑνώθηκαν ὁ Θεός καί ὁ ἄνθρωπος ὑποστατικῶς! «Καί ὁ Λόγος σάρξ ἐγένετο καί ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν»2, μᾶς διαβεβαιώνει ὁ Εὐαγγελιστής τῆς ἀγάπης Ἰωάννης, ὁ Υἱός τῆς Βροντῆς. «Θεός ἐπί γῆς, Θεός ἐν ἀνθρώποις, Θεός ἐν σαρκί», θά μᾶς πεῖ, σκιρτώντας «ἐν Πνεύματι» ὁ Μέγας οὐρανοφάντωρ Βασίλειος3.
Ἀρκετά χρόνια πρίν, κατά τήν περίοδο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὁ Θεός Λόγος, τό Δεύτερο Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, «νοητῶς ἐνεδήμει»4, δηλαδή φανερωνόταν στούς Πατριάρχες καί τούς Προφῆτες, προτυπώνοντας τό μυστήριο τῆς μετά ταῦτα ἐνσάρκου παρουσίας Του. Εἶναι γνωστό στούς θεολόγους Πατέρες ὅτι στίς λεγόμενες «θεοφάνειες» τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἔχουμε τὴν ἐμφάνιση τοῦ Δευτέρου Προσώπου τῆς Ἁγιας Τριάδος, τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος «ἀσάρκως, αὐτοπροσώπως καί ἐν εἰκονικῇ ὁράσει ἀποκαλύπτει τὴν ἴδια τήν Τριάδα»5. Ὅλες οἱ ἐμφανίσεις τοῦ Θεοῦ στὴν Παλαιά Διαθήκη εἶναι ἐμφανίσεις τοῦ Ἀσάρκου Λόγου. Κατά τόν ἱστορικό Εὐσέβιο, «τόν ἴδιο τό Λόγο εἶδαν ὁ Ἀβραάμ κατά τή φιλοξενία τῶν τριῶν ἀγγέλων στίς βελανιδιές τοῦ Μαμβρῆ, ὁ Ἰησοῦς τοῦ Ναυῆ στήν Ἰεριχώ καί ὁ Μωυσῆς στή φλεγομένη βάτο»6. Ὅπως ἐπίσης μᾶς πληροφορεῖ αὐτός ὁ «πατήρ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας», ὁ Μέγας Κωνσταντίνος, ἀπευθυνόμενος σὲ κάποιους τότε ἐπισκόπους, τούς προέτρεψε νά κτίσουν ναό ἐκεῖ στή βελανιδιά (δρῦν) τοῦ Μαμβρῆ, ὅπου φιλοξενήθηκαν οἱ τρεῖς ἄγγελοι ἀπό τον Ἀβραάμ: «Ἐκεῖ, λέγει, πρῶτον ὁ Σωτήρ αὐτός μετά τῶν δύο ἀγγέλων, τὴν ἑαυτοῦ ἐπιφάνειαν τῷ Ἀβραάμ ἐπεδαψιλεύσατο. Ἐκεῖ τοῖς ἀνθρώποις ὁ Θεός ἤρξατο φαίνεσθαι»7.
Ἡ χριστοκεντρικότητα, ἐξ ἄλλου, τῶν θεοφανειῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καί τό γεγονός τῆς ἀσάρκου προτυπωτικῆς ἐνδημίας τοῦ Λόγου στήν ἱστορία τοῦ Ἱσραήλ φαίνονται καί στά Πατερικά καί ὑμνολογικά κείμενα τῆς Ἐκκλησίας μας: «αἰνετόν δεικνύει ἑαυτόν και δοξαζόμενον ἀεί σύν Πατρί τε και Πνεύματι Ἁγίῳ, πρότερον μέν, ἄσαρκον ὡς λόγον, ὕστερον δέ, δι᾿ ἡμᾶςσεσαρκωμένον».8. Αὐτός πού ἐμφανιζόταν στόν Μωυσῆ, στόν Ἀβραάμ καί στούς ἄλλους Προφῆτες, δέν ἦταν ἕνας ἁπλός ἄγγελος, ἀλλ’ ὁ «Μεγάλης Βουλῆς Ἄγγελος», κατά τόν μεγαλοφωνότατο Προφήτη Ἠσαϊα, ὁ ἴδιος ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, ὁ Ἄσαρκος Λόγος, ὁ Ὁποῖος ὑπηρετοῦσε τό θέλημα τοῦ Πατρός. Καί ὀρθά ἔχει γραφεῖ ὅτι τό γεγονός αὐτό τῶν λεγομένων θεοφανειῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, τῶν ἐμφανίσεων τοῦ Ἀσάρκου Λόγου, θά μποροῦσε νά χαρακτηριστεῖ ὡς ἕνα εἶδος «προκαταρκτικῆς ἐνανθρωπήσεως», ἡ ὁποία ἦταν, βεβαίως, προεξαγγελτική, δηλαδή μία προτυπωτική παρουσία, ἄσαρκος ἐμφάνισις τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ στούς «φί-λους» Του, τούς Προφῆτες καί δικαίους9.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
«Ο ΛΟΓΟΣ ΣΑΡΞ ΕΓΕΝΕΤΟ»
Σέ ἕνα προφητικό βιβλίο τῆς Ἁγίας Γραφῆς διαβάζουμε: «Μετά δὲ τοῦτο, ἐπὶ τῆς γῆς ὤφθη καὶ ἀνθρώποις συνανεστράφη»10. Μετά ἀπό τή μακρά περίοδο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὅταν ἦλθε ὁ κατάλληλος καιρός, «τό πλήρωμα τοῦ χρόνου», ὅπως γράφει ὁ μακάριος Παῦλος, «ἐξαπέστειλεν ὁ Θεός τόν Υἱόν αὐτοῦ γενόμενον ἐκ γυναικός»11, δηλαδή ἦλθε ὁ Θεός στή γῆ σωματικῶς. Θά πρέπει στό σημεῖο αὐτό νά ἐπισημάνουμε σὲ τὶ συνίσταται, μέ ποια δηλ. γεγονότα συνδέεται αὐτό τὸ «πλήρωμα τοῦ χρόνου», γιά τό ὁποῖο μᾶς κάνει λόγο ὁ Ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν.
Τό «πλήρωμα τοῦ χρόνου» συνδέεται α) μέ τήν ἐξάπλωση καὶ τὴν παγκόσμια κυριαρχία τῆς ρωμαΐκῆς αὐτοκρατορίας, β) μέ τήν καθολική ἐπικράτηση τῆς «κοινῆς» ἑλληνιστικῆς γλώσσας, ἡ ὁποία ὄντως τὴν περίοδο ἐκείνη πρυτάνευε σὲ ὅλο σχεδόν τόν γνωστό τότε κόσμο ὡς μία οἰκουμενική γλώσσα τοῦ πολιτισμοῦ, τῆς Φιλοσοφίας, ἀλλά καί τῆς ἐμπορικῆς καὶ οἰκονομικῆς ἐπικοινωνίας τῶν λαῶν12, καί γ) μὲ τὸ πρόσωπο τῆς Ἀειπαρθένου Μαρίας, ἐκείνης ἡ ὁποία ἔγινε «ἡ χώρα τοῦ ἀχωρήτου, ὁ θρόνος τοῦ ἐπουρανίου βασιλέως», ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ.
Ἔτσι, λοιπόν, στόν κατάλληλο καιρό, «ὁ παλαιός τῶν ἡμερῶν παιδίον γέγονεν»13! Ἔρχεται ὁ Λόγος καί ἐνσαρκώνεται «ἐκ τῶν ἁγνῶν καὶ παρθενικῶν αἱμάτων» τῆς Ὑπερευλογημένης Μαριάμ, καί ἔχουμε πλέον τή «λυτρωτική εἰσβολή» τοῦ Ἀκτίστου, τοῦ Προαιωνίου Θεοῦ, μέσα στόν κτιστό κόσμο καί τήν Ἱστορία. Σκέψου, παρατηρεῖ ὁ ἱερός Χρυσόστομος, πόσο μεγάλο πράγμα εἶναι νά βλέπει κανείς τόν ἥλιο νά κατεβαίνει ἀπό τόν οὐρανό, νά βαδίζει ἐπάνω στή γῆ, καί ἀπ᾿ αὐτήν νά στέλνει τίς ἀκτίνες του πρός ὅλους. Ἐάν αὐτό, βλέποντας νά συμβαίνει στόν αἰσθητό ἥλιο, θά γέμιζε μέ ἔκπληξη ὅλους τούς θεατές, σκέψου, σέ παρακαλῶ, καί ἀναλογίσου τώρα πόσο μεγάλο πράγμα εἶναι νά βλέπουμε τόν ἥλιο τῆς δικαιοσύνης νά ἐκπέμπει τίς ἀκτίνες του ἀπό τή δική μας τήν ἀνθρώπινη σάρκα καί νά καταφωτίζει τίς ψυχές μας14.
Μέ τὴ Θ. Ἐνανθρώπηση λαμβάνει χώρα ἡ πρόσληψη τῆς δικῆς μας φύσεως ἀπό τόν Θεό Λόγο, ὥστε νά θεραπευθεῖ αὐτὴ ἡ πτωτική μας φύση, διότι, κατά τή γνωστή Πατερική ρήση, «τό ἀπρόσληπτον ἀθεράπευτον, ὅ δέ ἥνωται τῷ Θεῷ τοῦτο καὶ σώζεται»15. Ὁ Θεός «ἐγχωρεῖται», «ἐγχρονεῖται» καί ἐνανθρωπίζεται, καί ἔτσι μᾶς σώζει διὰ τῆς θεότητός του, ἡ ὁποία ὅμως δέν ἀποκαλύπτεται ἄκρατη στόν κόσμο, ἀφοῦ ὁ Δημιουργός τοῦ κόσμου καί τῆς Ἱστορίας ἐμφανίζεται στόν κόσμο ὡς Θεάνθρωπος καί ὄχι ὡς ἀμιγής Θεός!
Κατά τή Θεία Ἐνανθρώπηση τοῦ Κυρίου ἀναμιγνύονται πραγματικά μεταξύ τους τά ἄμικτα καί ἑνώνονται τά ἀσύνθετα, ὅπως τό ἐκφράζει πολύ παραστατικά ὁ ἅγιος Σωφρόνιος, Πατριάρχης Ἱεροσολύμων σέ ἕνα ποίημά του: «Ἐντεῦθεν τά ἄμικτα μίγνυται, ἐντεῦθεν ἀκράτως κιρνᾶται τά ἄκρατα, ἐντεῦθεν συντίθεται τά ἀσύνθετα, ἐντεῦθεν τὰ ἀσύνδετα σφίγγεται, ἐντεῦθεν τά θεῖα ἀνθρώπινα γίνεται, ἵνα τά ἀνθρώπινα θειότερα γένηται…»16. Χωρίς αὐτήν τήν ἀνάμιξη δέν ἦταν δυνατόν τό κτιστό καί πεπερασμένο νά συλλάβει τό ἄπειρο, νά χωρέσει τό ἀπερινόητο, νά προσλάβει τό ὑπερβατικό. Καί, γι’ αὐτόν ἀκριβῶς τόν λόγο, «ὁ ἄκτιστος κτίζεται καί ὁ ἀχώρητος χωρεῖται καὶ ὁ πλουτίζων πτωχεύει»17. Ἔτσι, ὁ ἄσαρκος καί μετά ταῦτα ἔνσαρκος Λόγος, ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, ἀποκαλύπτοντας τήν Ἁγία Τριάδα μέ τή φανέρωσή Του, πραγματώνει στήν Ἱστορία τό μυστήριο τῆς «Θείας Οἰκονομίας», δηλαδή τῆς σωτηρίας, ὅπως λέγεται.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ
«ΜΥΣΤΗΡΙΟΝ ΠΑΡΑΔΟΞΟΝ ΟΙΚΟΝΟΜΕΙΤΑΙ ΣΗΜΕΡΟΝ»
Πῶς ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος, παραμένοντας ταυτόχρονα Θεός; Πῶς ὁ Θεός πού εἶναι πνεῦμα, γίνεται τώρα καί ὕλη; Πῶς τὸ ὑψηλό ἐμφανίζεται μέσα στό χαμηλό, χωρίς νά χάσει τὸ ὕψος18; Ἡ Ἐκκλησία ἐρωτᾶ διά τῆς ὑμνολογίας της: «Ὁ ἀχώρητος παντί, πῶς ἐχωρήθη ἐν γαστρί; ὁ ἐν κόλποις τοῦ Πατρός, πῶς ἐν ἀγκάλαις τῆς Μητρός;». Καὶ ἡ ἀπάντηση δίδεται εὐθύς ἀμέσως στό ἴδιο τροπάριο: «Πάντως ὡς οἶδεν ὡς ἠθέλησε καί ὡς ηὐδόκησεν». Μυστήριο ἀκατανόητο, πού ὑπερβαίνει τήν ἀνθρώπινη σκέψη καί λογική! Δέν ἐκλογικεύεται μηχανικά, δέν ἐρευνᾶται ἐπιστημονικά, δέν ἀνιχνεύεται διανοητικά, δέν ἀποδεικνύεται νοησιαρχικά! Οὔτε ἡ οὐράνια ἀΐδιος γέννηση μπορεῖ να ἐξηγηθεῖ, οὔτε ἡ ἐπίγεια «ἐκ Παρθένου» Ἐνανθρώπηση μπορεῖ νά ἑρμηνευθεῖ, θά μᾶς διακηρύξει ὁ ἱερός Χρυσόστομος: «Οὔτε ἡ ἄνω αὐτοῦ γέννησις ἐξήγησιν ἔχει, οὔτε ἡ ἐν ὑστέροις καιροῖς πρόοδος πολυπραγμονεῖσθε ἀνέχεται»19. Μόνο μέ σιγή τιμῶνται καί οἱ δύο αὐτές γεννήσεις τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, τίς ὁποῖες ἀποδεχόμαστε μέν, ἀλλ’ ἀγνοοῦμε τόν τρόπο τῆς πραγματώσεώς τους, ὅπως ἐπισημαίνει, στή συνέ-χεια, ὁ χρυσολόγος Πατήρ: «Ὅτι μέν γάρ ἔτεκεν ἡ Παρθένος σήμερον οἶδα, καί ὅτι ἐγέννησεν ὁ Θεός ἀχρόνως, πιστεύω, τόν δέ τρόπον τῆς γεννήσεως, σιωπῇ τιμᾶν μεμάθηκα καὶ οὐ διά λόγων πολυπραγμονεῖν παρέλαβον»20. Καί ὁ θεοφόρος καί θεόπτης Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς θά μᾶς ὑπογραμμίσει ὅτι τό μυστήριο αὐτό οἱ Χριστιανοί τό πιστεύουμε ἀλλά δέν μποροῦμε νά τό κατανοήσουμε. Τό προσκυνοῦμε, ἀλλά δέν πολυπραγμονοῦμε γι’ αὐτό. Ἡ δέ πίστη καί ἡ προσκύνησή του πραγματοποεῖται μέ τή Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος: «Πιστευόμενον ἀλλ᾿ οὐ γινωσκόμενον, προσκυνούμενον ἀλλ᾿ οὐ πολυπραγμονούμενον. Καί προσκυνούμενόν τε καί πιστευόμενον διά μόνον τοῦ Πνεύματος».21 Ἡ Ἐνανθρώπηση τοῦ Λόγου εἶναι, ἀκόμη, «μυστήριον κραυγῆς», κατά τόν ἅγιο Ἰγνάτιο τόν Θεοφόρο, τό ὁποῖο πραγματοποιήθηκε μέσα σέ ἀτμόσφαιρα ἱερᾶς ἡσυχίας και σιωπῆς. Τρία μεγάλα μυστήρια ξέφυγαν τῆς προσοχῆς τοῦ διαβόλου, θά μᾶς ἀποκαλύψει ὁ προειρημένος ἀποστολικός Πατήρ: «Καί ἔλαθε τόν ἄρχοντα τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου ἡ Παρθενία Μαρίας καί ὁ τοκετός αὐτῆς, ὁμοίως καί ὁ τοῦ Κυρίου θάνατος. Τρία μυστήρια κραυγῆς ἅτινα ἐν ἡσυχία ἐπράχθη»22.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ
Ο ΣΚΟΠΟΣ ΤΗΣ Θ. ΕΝΑΝΘΡΩΠΗΣΕΩΣ
Ποιός, ἆράγε, ἦταν ὁ λόγος καί ὁ σκοπός τῆς Θείας Ἐνανθρωπήσεως, τῆς κενώσεως τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, τῆς συγκαταβάσεως τοῦ Ἀνάρχου καί Προαιωνίου Λόγου, ὁ ὁποῖος εἰσῆλθε στόν χρόνο καί ἐνεδύθη τή δική μας φύση, γενόμενος ἄνθρωπος; Ἦταν ἡ σωτηρία καί ἡ θέωση τῆς προσληφθείσης ἀπό τόν Λόγο ἀνθρωπίνης φύσεως! Τό ἐκφράζουν τά Πατερικά κείμενα τῶν Ἁγίων μας, οἱ ὁποῖοι ἀποτελοῦν «τά πάγχρυσα στόματα τοῦ Λόγου». Μέ ἀκρίβεια διατυπώσεως θεολογικῆς καί μέ περιεκτικότητα ὁ Μέγας Ἀθανάσιος στόν περίφημο Λόγο του «Κατά εἰδώλων καὶ περί ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου» θά μᾶς ἐξαγγείλει τόν σκοπό γιά τόν ὁποῖο ὁ Θεός ἔγινε άνθρωπος καί θά μᾶς πεῖ ὅτι «Αὐτός ἐνηνθρώπησεν, ἵνα ἡμεῖς θεοποιηθῶμεν»23. Ὁ Θεός ἔγινε άνθρωπος, γιά νά γίνει ὁ ἄνθρωπος θεός χαρισματικά. Ὁ ἴδιος ἅγιος Πατήρ ἐμφατικά θά σημειώσει ὅτι «Ὁ Λόγος σάρξ ἐγένετο, ἵνα τὸν ἄνθρωπον δεκτικόν θεότητος ποιήσῃ»24. Ἐκφράζεται ἔτσι τό φρόνημα τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία κηρύσσει ὅτι στό Πρόσωπο τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ ἑνώθηκε τό κτιστό μέ τό ἄκτιστο, ὁ Θεός μέ τόν ἄνθρωπο, ἡ γῆ μέ τόν οὐρανό25, καί ἔτσι ἄνοιξε ὁ δρόμος καί τῆς δικῆς μας κατά Χάριν θεώσεως, τοῦ «δοξασμοῦ», ὅπως λέγεται, τῆς φύσεώς μας.
Στό σημεῖο αὐτό θα πρέπει, βέβαια, νά τονίσουμε ὅτι ὑπάρχει μία διαφορά ἀνάμεσα στή θέωση τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, τήν ὁποία προσέλαβε ἀπό τήν Παναγία, καί στή θέωση ἡμῶν τῶν ἀνθρώπων ἐν Χριστῷ. Ἡ διαφορά ἔγκειται στό γεγονός ὅτι στήν περίπτωση τοῦ Χριστοῦ ἡ θέωση τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως ἀποτελεῖ συνέπεια τῆς ὑποστατικῆς ἑνώσεώς της μέ τή Θεία φύση, εἶναι δηλ. ὀντολογική θέωση, ἐνῶ στή δική μας περίπτωση ἡ φύση μας θεώνεται κατά Χάριν, μέ τή θεοποιό ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέσα στήν Ἐκκλησία.
Γεγονός, λοιπόν, εἶναι, ὅτι ἡ Ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ Λόγου καί ὅλο τό ἔργο τῆς Θείας Οἰκονομίας «ἀποτελεῖ τή θεμελιώδη προϋπόθεση γιά νά ἀνακτήσει ὁ μεταπτωτικός ἄνθρωπος τίς ὀντολογικές ἐκεῖνες προϋποθέσεις, ὥστε νά μπορεῖ νά μετέχει καί πάλι στήν ἄκτιστη Θεία Χάρη»26. Ἔτσι, διά τοῦ Λόγου ἔχουμε τή σωτηρία, καί μέ τήν ἀρνητική της ὄψη (ὡς ἀπαλλαγή καί ἀπελευθέρωση ἀπό τό κράτος τοῦ θανάτου), ἀλλά καί μέ τή θετική, ἀφοῦ τώρα πλέον ἐκτιθέμεθα στό ὕψος καί τό μεγαλεῖο τῆς χαρισματικῆς θεώσεως, ἡ ὁποία πραγματώνεται ἐν Χριστῷ διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέσα στήν Ἐκκλησία, πού ἀποτελεῖ «Σῶμα Χριστοῦ» καί «κοινωνία θεώσεως». Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος θά διατυπώσει μέ ἐπιγραμματικό τρόπο αὐτήν τή διπλῆ ὄψη τοῦ ἔργου τῆς Θείας κενώσεως, λέγοντας ὅτι «ἀμφότερα γάρ ἐφιλανθρωπεύσατο ὁ Σωτήρ διά τῆς ἐνανθρωπήσεως, ὅτι καί τόν θάνατον ἐξ ἡμῶν ἠφάνιζε καὶ ἐκαίνιζεν ἡμᾶς»27.
Ὡστόσο, ὑπάρχουν καί πολλές φράσεις Πατερικές, μία εὐρύτατη ποικιλία ἐκφράσεων, ὅπως λ.χ. «ἀνάκλησις», «ἐπάνοδος», «ἀνόρθωσις», «ἀποκατάστασις», «ἀναστοιχείωσις», «ἀνάπλασις», «ἀνακεφαλαίωσις», «ἀναγέννησις», «καινή κτίσις», «νέα ζωή» κ.ἄ., πού χρησιμοποιοῦνται, «γιά νὰ ἐξεικονίσουν κατά τό δυνατό ὅλον τόν πλοῦτο τῆς προσφορᾶς τοῦ Χριστοῦ στήν ἀναδημιουργία τῆς ἀνθρωπότητος»28· πρόκειται γιά μία δεύτερη δημιουργία, ἀφοῦ ἡ πρώτη ἔγινε «ἐξ οὐκ ὄντων», ἀπό τό μηδέν, καί ἡ δεύτερη ἀπό τὸ «ἐκμηδενισθέν»…Ὅλα αὐτά συνετελέσθησαν διά τοῦ Χριστοῦ!
Δέν ἦταν δυνατόν ἄλλος, τονίζει πάλι ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, νά μεταβάλλει τό φθαρτό σέ ἀφθαρσία, παρά μόνο ὁ Σωτήρας τοῦ κόσμου, ὁ Ὁποῖος δημιούργησε τόν κόσμο ἀπό τήν ἀνυπαρξία, «ἐξ οὐκ ὄντων». Καί δέν ἦταν δυνατόν νά ξανακτίσει ἄλλος στούς ἀνθρώπους τό «κατ᾿ εἰκόνα», τό ὁποῖο ἀμαυρώθηκε μέ τήν Πτώση, παρά μόνο ὁ Λόγος, ὁ Ὁποῖος ἀποτελεῖ τή ζωντανή εἰκόνα τοῦ Θεοῦ Πατρός. Αὐτός, λέγει, ἦλθε καί ἀνακαίνισε τή ρυπωθεῖσα εἰκόνα, ὅπως συμβαίνει σέ μία πρσωπογραφία, πού ἔχει σβήσει καί ἔρχεται κατόπιν ὁ ἴδιος ὁ εἰκονιζόμενος καί ξαναζωγραφίζεται στό ἴδιο φόντο, καί ἔτσι βλέπουμε τήν εἰκόνα πάλι ἀνακαινισμένη καί ζωντανή. Παρουσιάζει, ἀκόμη, τό παράδειγμα τοῦ βασιλέως, πού ἐπισκέπτεται μία πόλη καί φιλοξενεῖται σέ μία οἰκία, καί ἡ μέν πόλις ἐκείνη τιμᾶται ὑπερβολικά, οἱ δέ ἐχθροί καί ἐπίβουλοι ἐξαφανίζονται. Ἔτσι, λέγει, συνέβη καί στήν περί-πτωση τῆς Ἐπιφανείας τοῦ Κυρίου. Ἦλθε ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο καί «ἐσκήνωσε» (ἔστησε τὴ σκηνή του) σέ ἕνα ἀνθρώπινο καὶ κτιστὸ σῶμα, αὐτό τῆς Ὑπερευλογημένης καί Ἀχράντου Θεοτόκου Μαρίας· τιμήθηκε, ἁγιάστηκε δοξάστηκε καὶ θεώθηκε ἔτσι ὁλόκληρη ἡ ἀνθρώπινη φύση, καὶ ἔκτοτε ―μὲ τὴν Ἀνάστασή Του― ἀπομακρύνθηκε καὶ φυγαδεύτηκε ἀπ’ αὐτήν ὁ ἔσχατός της ἐχθρός, ὁ φθοροποιός θάνατος (δηλ. ἡ θνητότητα), ὁ ὁποῖος καταδυνά-στευε ὅλους τοὺς ἀνθρώπους πρό τῆς ἐλεύσεως τοῦ Χριστοῦ.
Ἐκτός τοῦ ἁγιωτάτου αὐτοῦ ἱεράρχου τῆς Ἀλεξανδρείας, Μ. Ἀθανασίου, καὶ ἄλλοι Πατέρες καὶ ἐκκλησιαστικοί συγγραφεῖς, ἀλλά καί πολλά λειτου-ργικά καί ὑμνολογικά κείμενα τονίζουν τήν πραγματικότητα τῆς σωτηρίας, ἡ ὁποία ἦλθε στόν κόσμο μέσω τῆς συγκατάβασης τοῦ Δευτέρου Προσώπου τῆς Παναγίας Τριάδος, τοῦ Σεσαρκωμένου Θεοῦ. Ὁ Κύριος εὐσπλαγχνίσθη τό πλάσμα τῶν χειρῶν Του καί «δι’ ἄκραν ἀγαθότητα» ἔγινε ἄνθρωπος, καταργώντας τήν ἁμαρτία καί τή δύναμη τοῦ θανάτου, καὶ ἀνακαινίζοντας τήν «πρίν πεσοῦσαν εἰκόνα τοῦ Ἀδάμ». Οἱ ἱεροί ὑμνογράφοι, μέσα ἀπό τά θεσπέσια μελωδήματα, μᾶς παρουσιάζουν θαυμασιότατα τό γεγονός αὐτό, ἐκφράζοντας τήν παφλάζουσαν φλόγα τῆς ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι «καιομένης καρδίας» τους καί θεολογώντας περί τοῦ ἀνερμηνεύτου Μυστηρίου τοῦ Κυρίου, ἔτσι ὥστε ἡ Ὑμνολογία νὰ καθίσταται ἐμμελής Θεολογία καί δοξολογία πρός τόν «κενωθέντα Λόγον καὶ Υἱόν τοῦ Θεοῦ»…
Χαρακτηριστικῶς, ἕνα τροπάριο τῆς Α’ ὠδῆς τοῦ Κανόνος ἀπό τήν ἱερὰ Ἀκολουθία τῶν Χριστουγέννων ἀναφέρει ὅτι ὁ Θεός, βλέποντας τόν χαμένο μέσα στήν πτωτικότητα ἄνθρωπο, τόν ὁποῖον ὁ ἴδιος ἔπλασε, «ἔκλινεν οὐρανούς», κατῆλθε καί τὸν «οὐσιώθηκε», ἤτοι ἔλαβε τή φύση του ἀπό τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο, γενόμενος πραγματικά ἄνθρωπος: «Ἰδών ὁ κτίστης ὀλλύμενον, τόν ἄνθρωπον χερσίν ὅν ἐποίησεν, κλίνας οὐρανούς κατέρχεται. Τοῦτον δέ ἐκ Παρθένου θείας ἁγνῆς ὅλον οὐσιοῦται, ἀληθείᾳ σαρκωθείς ὅτι δεδόξασται». Τό παραπάνω ὑμνολόγημα θυμίζει μία σχετική καί χαρακτηριστική ρήση τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, τοῦ φωστῆρος τῆς Ναζιανζοῦ: «Ὅλος ὅλον ἀνέλαβέ με, καὶ ὅλος ὅλῳ ἡνώθη, ἵνα ὅλον τὴν σωτηρίαν χαρίσηται»29.
Στίς μεγάλες καί θεολογικότατες Εὐχές τῶν Θεοφανίων, ποίημα τοῦ ἁγίου Σωφρονίου, πατριάρχου Ἱεροσολύμων, συναντοῦμε τήν ἑξῆς φράση: «Οὐ γάρ ἔφερες Δέσποτα θεᾶσθαι ὑπό τοῦ διαβόλου τυρρανούμενον τό γένος τῶν ἀνθρώπων, ἀλλ᾿ ἦλθες καί ἔσωσας ἡμᾶς»….
Ἐξ ἄλλου, στή Θεία Λειτουργία τοῦ οὐρανοφάντορος Μεγάλου Βασιλείου, καί συγκεκριμένα στήν Εὐχή τῆς ἁγίας «Ἀναφορᾶς», ὅπως λέγεται, βλέπουμε νά ἐκδιπλώνεται ἡ σωστική ἐπέμβαση τοῦ Θεοῦ μέσα στήν Ἱστορία καί τόν κόσμο ἀπό τήν ἐποχή τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καί ἐντεῦθεν ὡς ἑξῆς: «Οὐ γάρ ἀπεστράφης τὸ πλάσμα σου εἰς τέλος, ὅ ἐποίησας Ἀγαθέ, οὐδέ ἐπελάθου ἔργου χειρῶν σου, ἀλλ᾿ ἐπεσκέψω πολυτρόπως διά σπλάγχνα ἐλέους σου. Προφήτας ἐξαπέστειλας∙ ἐποίησας δυνάμεις διά τῶν ἁγίων σου τῶν καθ᾿ ἑκάστην γενεάν εὐαρεστησάντων σοι∙ ἐλάλησας ἡμῖν διά στόματος τῶν δούλων σου τῶν Προφητῶν, προκαταγγέλων ἡμῖν τὴν μέλλουσαν ἔσεσθε σωτηρίαν∙ νόμον ἔδωκας εἰς βοήθειαν∙ ἀγγέλους ἐπέστησας φύλακας. Ὅτε δὲ ἦλθε τὸ πλήρωμα τῶν καιρῶν, ἐλάλησας ἡμῖν ἐν αὐτῷ τῷ Υἱῷ σου…».
Ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, μετά ἀπό ὅλα τά σωτήρια μέσα, πού παρεῖχε ὁ τριαδικός Θεός στήν πτωτική ἀνθρωπότητα, ἐρχόμενος στόν κόσμο ὡς ἐνανθρωπήσας Υἱός Του, ἀπελευθέρωσε τὸν ἄνθρωπο! Θεολογεῖ ὁ Νικόλαος Καβάσιλας (14ος αἰ.), λέγοντας ὅτι τήν ἀπελευθέρωση αὐτήν τήν πραγματοποίησε ὁ Χριστός, καταλύοντας τό τριπλό τεῖχος, πού χώριζε τούς ἀνθρώπους ἀπό τόν Θεό. «Τό πρῶτος τεῖχος, τήν ἄρρωστη καί διεφθαρμένη ἀπό τήν ἁμαρτία ἀνθρώπινη φύση, τό κατέλυσε μέ τήν ἐνανθρώπησή του. Τό δεύτερο τεῖχος, τήν ἁμαρτία, τό κατέλυσε μέ τό θάνατό του, ἑνῶ τό τρίτο τεῖχος, τό θάνατο, τόν κατήργησε μέ τήν ἀνάστασή του»30.
Ὡστόσο, ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου δέν ἐκλαμβάνεται μέσα σέ στενά ἠθικιστικά ἤ νομικιστικά πλαίσια, ἀλλ᾿ ἑννοεῖται εὑρύτερα, ὡς θέωση τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως· καί, βέβαια, ὁ ὅρος «θέωση» ἐκφράζει τό ὑψηλότερο νόημα τῆς λέξεως «σωτηρία». Σωτηρία εἶναι ἡ λύτρωση τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ἀπελευθέρωσή του ἀπό τὶς συνέπειες (φθορά καὶ θάνατο) τῆς Πτώσεως, καί ἡ ὁδός τῆς ἀναβάσεώς του πρός τό «ἀρχέτυπόν» του, ἐνῶ ἡ «θέωση» εἶναι τό τέρμα αὐτῆς τῆς πορείας, δηλ. ἡ ἐπίτευξη τοῦ «καθ᾿ ὁμοίωσιν», ἡ χαρισματική ἕνωση τοῦ πιστοῦ μέ τόν Θεό «ἐν Προσώπῳ Ἰησοῦ Χριστοῦ» καί «ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ Αὐτοῦ»…
Στά Πατερικά κείμενα ἀναφέρεται ὅτι ἡ κατά Χάρη θέωση τοῦ ἀνθρώπου ἔχει τή βάση καί τό θεμέλιό της στή γενομένη Ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ. Καί στήν Ἁγία Γραφή, ἄλλωστε, διαβάζουμε ὅτι ὅλη ἡ κτίση ἔγινε ἀπό τόν Θεό Λόγο γιά τόν Θεό Λόγο. Τό ἐκφράζει αὐτό θαυμάσια ὁ Ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν Παῦλος στήν πρός Κολασσαεῖς ἐπιστολή του: «Τά πάντα δι᾿ αὐτοῦ καὶ εἰς αὐτόν ἔκτισται»31.
Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής γράφει ὅτι τό μυστήριο τοῦ Χριστοῦ ὡς Θεανθρώπου εἶναι τό «μέγα καὶ ἀπόκρυφον», τό ὁποῖο εἶχε συλλάβει καί ἀποφασίσει προαιωνίως ὁ Θεός· εἶναι, λέγει, τὸ μακάριο καί εὐλογημένο «τέλος» (= σκοπός) ὅλης τῆς δημιουργίας: «Τοῦτο ἐστί τὸ μακάριον, δι᾿ ὅ τὰ πάντα συνέστησαν τέλος. Τοῦτο ἐστιν ὁ τῆς ἀρχῆς τῶν ὄντων προεπινοούμενος θεῖος σκοπός, ὅν ὁρίζοντες εἶναι φαμέν, προεπινοούμενον τέλος, οὗ ἕνεκα μέν πάντα, αὐτό δὲ οὐδενός ἕνεκα»32. Στή θεολογική σκέψη τοῦ μεγάλου αὐτοῦ Πατρός ἡ Σάρκωση τοῦ Λόγου θεωρεῖται ὡς ὁ ἀπόλυτος καί πρωταρχικός σκοπός ὅλης τῆς δημιουργίας (βλ. ἀπροϋπόθετη θεωρία Θ. Ἐνανθρώπησης). Ὑπογραμμίζει μάλιστα ὁ Ἅγιος ὅτι ὅλοι οἱ «αἰῶνες» καί ὅλα ὅσα αὐτοί περιέχουν, ἔχουν λάβει τὴν ἀρχή καί τό τέλος τοῦ «εἶναι» τους ἀκριβῶς ἀπὸ καὶ γιὰ τό μυστήριο αὐτὸ τοῦ Χριστοῦ: «Διά γάρ τόν Χριστόν, ἤγουν τό κατά Χριστόν μυστήριον, πάντες οἱ αἰῶνες καί τά ἐν αὐτοῖς τοῖς αἰῶσιν, ἐν Χριστῷ τήν ἀρχήν τοῦ εἶναι καί τό τέλος εἰλήφασι»33· διότι, λέγει, πρίν ἀπό ὅλους τούς αἰῶνες, εἶχε προεπινοηθεῖ ἡ ἕνωση τοῦ ὁρίου καί τῆς ἀοριστίας, τοῦ μέτρου καί τῆς ἀμετρίας, τοῦ πέρατος καί τῆς ἀπειρίας, τοῦ δημιουργοῦ καί τῆς δημιουργίας, τῆς στάσεως καί τῆς κινήσεως, καί αὐτή ἡ ἕνωση πραγματοποιήθηκε στό Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, ὅταν φανερώθηκε στό τέλος τῶν χρόνων, κατά τήν ἄρρητη Ἐνανθρώπησή Του34. Γι’ αὐτό ἀκριβῶς ἡ θέωση τοῦ ἀνθρώπου ὡς ἕνωση μετά τοῦ Θεοῦ ἀποτελεῖ, σύμφωνα μὲ τὰ παραπάνω, τὸν πρῶτο καὶ τελευταῖο σκοπό καὶ προορισμό ὅλης τῆς Δημιουργίας, Προνοίας καὶ Οἰκονομίας τοῦ Θεοῦ γιά τήν κτίση καί τόν κόσμο ὁλόκληρο.
Μὲ ἄλλα λόγια, ἡ θέωση τοῦ ἀνθρώπου ἔχει τή βάση της στήν Ἐνανθρώπηση τοῦ Θ. Λόγου ὡς «προηγουμένου» θελήματος (βλ. εὐδοκία) τοῦ Θεοῦ. Κατά συνέπεια, τό μυστήριο τῆς χαρισματικῆς θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου βασίζεται καί οἰκοδομεῖται πάνω στὸ ὑπέρλογο μυστήρίο τῆς Ἐνανθρωπήσεως καί Σαρκώσεως τοῦ Θεοῦ35.
Στούς πρώτους ἐκκλησιαστικούς Πατέρες καὶ συγγραφεῖς ἀναπτύσσεται ἡ διδασκαλία ὅτι ὁ λόγος, γιά τόν ὁποῖο ὁ Θεός ἀποφάσισε νά πλάσει τόν ἄνθρωπο, ἦταν γιὰ νὰ ἀποκαλύψει, ἀπό ἀγάπη σ’ αὐτόν, τὴ Θεία δόξα Του, καθιστώντας τον ἔτσι μέτοχό της. Συναφῶς, ὁ προρρηθείς βυζαντινός θεολόγος Καβάσιλας θά συμπληρώσει ὅτι ὁ ἄνθρωπος πλάστηκε χάριν τοῦ «καινοῦ ἀνθρώπου», τ.ἔ. τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ36, ὄντας ἀρχικῶς εἰκόνα του.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ
Η ΔΙΚΗ ΜΑΣ ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΤΟΝ ΣΑΡΚΩΘΕΝΤΑ ΘΕΟ
Μετά ἀπό ὅσα εἴδαμε, ἐρωτᾶται: ποιός ―ἀπό τὴ μεριά μας― ὀφείλει νὰ εἶναι ὁ τρόπος προσεγγίσεως καί βιώσεως τῶν ἀκολουθιῶν αὐτοῦ τοῦ παμμεγίστου Μυστηρίου, τῆς Θείας Ἐνανθρωπήσεως τοῦ Κυρίου μας; Ἀπάντηση: ἡ ἀένναη εὐχαριστία καὶ δοξολογία πρὸς Αὐτὸν «ἔργῳ καί λόγῳ», ὅπως πραγματοποιεῖται κατὰ τὸ μυστήριο τῆς Θ. Εὐχαριστίας, τοῦ ὁποίου ἡ ἐνέργεια δὲν περιορίζεται χρονικῶς στὰ πλαίσια μόνο τοῦ «ἐν χώρῳ» (τοπικοῦ) ἐκκλησιασμοῦ μας. Ἀληθὴς ἐκκλησιασμός νοεῖται ἡ διαρκής πρόσληψη ὁλόκλήρου τῆς κτίσεως στοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Αὐτοπαραδιδόμενος ὁ πιστός ―διά τῆς μετανοίας, τῆς τηρήσεως τῶν Θείων ἐντολῶν καί τῆς ἄξιας μετοχῆς του στά ἄχραντα μυστήρια― στη Θεία Ἀγάπη, προσλαμβάνεται ὁλόκληρος, μεταβάλλεται («ἀλλοιοῦται»), ἁγιάζεται, θεώνεται καὶ σώζεται.
Ὁ ἀετός καὶ ἐπώνυμος τῆς Θεολογίας, ἅγιος Γρηγόριος, μᾶς διδάσκει μέ τίς «χρυσές» ὑποδείξεις του, καί μᾶς συνιστᾶ, ἐπ’ εὐκαιρία τῆς ἑορτῆς, νὰ θυμόμαστε συνεχῶς τὸν Κύριο καί Θεό μας καί νά ἐπικαλούμαστε διαρκῶς τό πανάγιο ὄνομά Του: «Κεφάλαιον ἑορτῆς, μνήμη Θεοῦ»37· μᾶς προτρέπει δὲ νὰ ἀναγεννηθοῦμε, νά γίνουμε «οὐράνιοι» ἄνθρωποι, δηλ. νά ξαναβροῦμε τόν προπτωτικό Ἀδάμ, καί, τέλος, νὰ μή μείνουμε, ὅπως εἴμαστε (τ.ἔ. στήν κατάσταση τῆς πτωτικότητας καί τῆς ἁμαρτωλότητας), ἀλλά νά γίνουμε ἐκεῖνο πού κάποτε εἴμασταν: «Καιρός ἀναγεννήσεως∙ γεννηθῶμεν ἄνωθεν. Καιρός ἀναπλάσεως∙ τόν πρῶτον Ἀδάμ ἀναλάβωμεν. Μή μείνωμεν ὅπερ ἐσμέν, ἀλλ’ ὅπερ ἧμεν γενώμεθα»38.
Τό «ξένον καί παράδοξον» μυστήριο τῆς Ἐνανθρωπήσεως τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ προσεγγίζεται μέ ταπείνωση, ἀγάπη, καί, προπάντων, καθαρότητα ψυχοσωματική. Ὁ αὐτὸς Μέγας Πατήρ καὶ «τριαδικός θεολόγος», ὅπως ἀποκαλεῖται, μᾶς συμβουλεύει νά ἑορτάζουμε «ὡς δοκεῖ τῷ Πνεύματι»39, ἤτοι πνευματικῶς. Καί, πῶς θέλει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα νὰ πανηγυρίζουμε τίς ἅγιες ἑορτές, τίς ὁποῖες τὸ Ἴδιο «δι᾿ ἡμᾶς ἐκτετέλεκεν»; Ἑορτή σημαίνει (βιωματική) μετοχή στό γεγονός, κλήση στήν πνευματικότητα, μέθεξη στη Θ. Χάρη. Καὶ αὐτό πραγματοποιεῖται μέ τήν ὅλη πνευματική μας ζωή, τή ζωή τῆς ἀρετῆς καί τῆς μετανοίας, ἀλλά, κυρίως, ὅταν μετέχουμε ―μέ κατανυκτικὴ καὶ εὐχαριστιακὴ διάθεση― στή Θεία λατρεία τῆς Ἐκκλησίας μας, στό «μυστήριον τῆς συνάξεως», ὅπως λέγεται, δηλ. στή Θεία Εὐχαριστία. Δέν πρέπει νά ἀγνοῦμε ὅτι σέ κάθε Θεία Λειτουργία «παροντοποιεῖται» («ἐν τόπῳ καὶ χρόνῳ») ὁ Ἴδιος ὁ Θεάνθρωπος Λυτρωτής, ὁ «ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς» Κύριος! Καί, ὅταν συνερχόμεθα κατὰ τή Θεία αὐτὴ εὐχαριστιακὴ σύναξη, καὶ κυρίως, ὅταν ἀξίως κοινωνοῦμε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, τότε, ζοῦμε τά ἀληθινά Χριστούγεννα, τ.ἔ. ἑορτάζουμε πνευματικά, ἀπολαμβάνοντας τό πραγματικό νόημα τῶν ἑορτῶν. Τότε γινόμαστε καὶ ἐμεῖς οἱ ἴδιοι «χαρὰ» καὶ «ἑορτή», ὅπως ὁ Κύριος: «Μή μόνον τά τῆς ἑορτῆς κατοπτεύσωμεν καί τιμήσωμεν, ἀλλά αὐτοί ἑορτή γενώμεθα»!40
Ἄν κατανοήσουμε, πιστέψουμε καὶ ἀκολουθήσουμε τά ἀνωτέρω, βιώνοντάς τα ὑπαρξιακά, τότε θά μποροῦμε νά προσφέρουμε καί ἐμεῖς ἐκθύμως στόν γεννηθέντα Σωτῆρα, ὅπως τότε οἱ τρεῖς μάγοι, τά δικά μας δῶρα: ἀντί χρυσοῦ, τήν καθαρή μας καρδιά· ἀντί λιβάνου, τή ζωντανή μας προσευχή, εἰδικά κατά τίς ἡμέρες αὐτές τίς ἀποκαλυπτικές, ὅπου δεινῶς χειμαζόμαστε καί σκληρά δοκιμαζόμαστε πολυτρόπως ὡς ἔθνος, ὡς ἄτομα καί ὡς Χριστιανοί. Καί, τέλος, ἀντί σμύρνας, θά προσφέρουμε, ὅσο τοῦτο εἶναι ἐφικτό, στόν τεχθέντα Κύριο ―μέσα ἀπό τή θυσιαστική μας προσπάθεια― τή νέκρωση τῶν παθῶν μας. Καί τότε θά μᾶς πλημμυρίσει ἡ ἄφατη χαρά καί Χάρη τοῦ Μυστηρίου τῆς Θείας κενώσεως καί θά ἀναφωνήσουμε μέ πάλλουσα καρδιά δοξολογικῶς: «Θεός τό τεχθέν, ἡ δέ Μήτηρ Παρθένος. Τί μεῖζον καινόν εἶδεν ἡ κτίσις»;
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
«Τί νά σοῦ προσφέρω Κύριε, ἀπόψε πού γεννήθηκες γιά μένα»;… Ἦταν ἡ ἔκφραση τῆς ἀπορίας, μετά ἀπό τήν ὁλονύκτια κραυγή ἱκεσίας, ἡ ὁποία ἔβγαινε ἀπό μία ψυχή «τετρωμένη τῷ ἔρωτι», αὐτήν τοῦ ἁγίου Ἱερωνύμου, μεγάλου ἐκκλησιαστικοῦ Πατρός τῆς Δύσεως (5ος αἰ.), προσευχομένου στό σπήλαιό του στὴν Ἱερουσαλήμ, κατά τήν ἑορτή τῶν ἁγίων Χριστουγέννων. Καί αὐτή ἡ ἀπορία διατυπώθηκε εὐλόγως ἀπό τὸν μεγάλο αὐτὸν ἀσκητή ὡς ἀπάντηση στή φωνή ἐξ οὐρανοῦ, πού ἄκουσε ἐκείνη τή βραδυά, λέγοντας: «Ἱερώνυμε, τί δῶρο θά μοῦ κάνεις ἀπόψε, πού γιορτάζω»; Καί ὁ οὐρανός ἀπάντησε στήν ἀπορία καί προσδιόρισε τό δῶρο: «Τίς ἁμαρτίες σου θέλω νά μοῦ δώσεις»…
Αὐτό ζητεῖ ἀπό μᾶς ὁ Θεός! Περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλη ὑλική ἤ πνευματική ἀτίμητη προσφορά, ὁ Θεός θέλει τίς ἁμαρτίες μας, γιά νά τίς σβήσει μέ τό ἄπειρο ἔλεός Του, ὅταν ἐμεῖς Τοῦ τίς ἐξαγορεύσουμε. Ἡ μετάνοιά μας, δηλαδή, ἀποτελεῖ τό πλέον εὐπρόσδεκτο δῶρο τῆς καρδιᾶς μας πρός τόν ἐνανθρωπήσαντα Κύριο, ὥστε νὰ ἀντλήσουμε ἀπό Αὐτόν τὴν ἐλπιδα, τήν ἀπαντοχή, τὴν ἐσθιότητα, τὸ νόημα τῆς ζωῆς, τήν πληρότητα τοῦ «εἶναι» μας.
Εἶναι ἀπαραίτητο αὐτό «ὑπέρ ποτέ καί ἄλλοτε» σήμερα, ὅπου διερχόμεθα μία παγκόσμια κρίση, ζώντας σέ καιρούς ἀποκαλυπτικούς, μὴ γνωρίζοντας κυριολεκτικῶς «τί τέξεται ἡ ἐπιοῦσα»… Γι᾿ αὐτό, ἄς στρέψουμε τά πηδάλια τοῦ πλοίου τῆς ὑπάρξεώς μας πρός τόν Μέγα οἰακοστρόφο, τόν γεννηθέντα ἐν Βηθλεέμ, ὥστε νά τό ὁδηγήσει «εἰς νομάς σωτηρίους» καί «εἰς τόν εὔδιον λιμένα». Καί ἄς Τόν παρακαλοῦμε, ὅπως εἰσῆλθε στο λίθινο σπήλαιο τοῦ κτιστοῦ τούτου κόσμου, γιά να σώσει τὸν ἄνθρωπο, ἔτσι νά εἰσέλθει καί στήν προσωπική φάτνη τῆς καρδιᾶς τοῦ καθενός μας. Ἵμερος καί πόθος μας, λοι-πόν, διακαής, θὰ πρέπει νὰ εἶναι ἡ πνευματική μας θεοτοκία, τ.ἔ. ἡ ἐνσκήνωση καὶ ἡ γέννηση τοῦ ἀρτίτοκου Χριστοῦ μέσα μας, ὁ ὁποῖος σταδιακὰ θὰ πρέπει νὰ αὐξάνει, «μέχρι καταντήσωμεν οἱ πάντες εἰς…ἄνδρα τέλειον, εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ»41· αὐτό ἐπιθυμεῖ καί θέλει ὁ Ἴδιος: νά γεννᾶται πάντοτε ἑντός μας, νά συναυξάνεται μὲ τὴ φυτεία καὶ βλάστηση τῶν ἀρετῶν μας, μέχρι βαθμοῦ διακριτῆς ταυτίσεως μαζί Του ὅσον ἀφορᾶ στὴν ἄκτιστη ἐνέργειά Του, ὅπως ἐναργῶς τό καταθέτει ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής: «Ὁ τοῦ Θεοῦ Θεός Λόγος, ἐφάπαξ κατά σάρκα γεννηθείς, ἀεί γεννᾶται θέλων κατά πνεῦμα τοῖς θέλουσι, καί γίνεται βρέφος, ἑαυτόν ἐν ἐκείνοις διαπλάττων ταῖς ἀρεταῖς»42.
__________________________________________________________________________________________________
1 «Βεβαία πίστωσις ἐστι τῆς πρός ἐκθέωσιν ἐλπίδος τῇ φύσει τῶν ἀνθρώπων ἡ τοῦ Θεοῦ ἐνανθρώπησις, τοσοῦτον Θεόν ποιοῦσα τόν ἄνθρωπον ὅσον Αὐτός γέγονεν ἄνθρωπος» (Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Πρός Θαλάσσιον, MPG 90, 321). Πρβλ. «Ἄνθρωπος γίνεται Θεός, ἵνα θεόν τόν Ἀδάμ ἀπεργάσηται». (Δοξαστικόν Αἴνων τοῦ Εὐαγγελισμοῦ).
2 Ἰω. Α’, 14.
3 Μ. Βασιλείου, Εἰς 48 Ψαλμ. 4, MPG 29, 440 D-441 B.
4 Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, Περί Θεολογίας καί τῆς Ἐνσάρκου Οἰκονομίας τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, κζ’, MPG 90, 1137.
5 Ν. Ματσούκα, Δογματική καί Συμβολική Θεολογία, Γ’ σελ. 123.
6 Ὅπ.π.
7 Βλ. Εὐσεβίου, Εἰς τὸν βίον τοῦ μακαρίου Κωνσταντίνου τοῦ βασιλέως 3, 53, MPG 29, 1116B. Πρβλ. Ν. Ματσούκα, Δογματική, ὅπ.π.
8 Βλ. ἑσπέρια Σαββάτου, ἦχος βαρύς: «Δαϋιτικήν προφητείαν ἐκπληρών Χριστός…».
9 Βλ. Π. Χρήστου, Τό μυστήριο τοῦ Θεοῦ, ἐκδ. Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 1991, σελ. 118.
10 Βαρούχ 3, 28.
11 Γαλ. 4, 4.
12 Βλ. πρωτοπρεσβυτέρου Θεοδώρου Ζήση, «Πρέπει νά μεταφραστοῦν τά λειτουργικά κείμενα;», ἐκδ. «Βρυέννιος», Θεσσαλονίκη 2003, σελ. 53.
13 Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Εἰς τὸ Γενέθλιον τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, λόγος Β’, ΕΠΕ 35, 472.
14 Εἰς τὴν Γενέθλιον ἡμέραν τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, Λόγος Α’, ΕΠΕ 35, 423.
15 Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, Ἐπιστολή 101, MPG 37, 181C.
16 Εἰς τόν Εὐαγγελισμόν 3, MPG 87, 3233.
17 Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, Λόγος ΜΕ’, ΕΠΕ 5, 170.
18 Γρηγορίου Νύσσης, Λόγος Κατηχητικός ὁ Μέγας, MPG. 45, 64 D: «Πῶς το ὑψηλόν ἐν τῷ ταπεινῷ καθορᾶται, καί οὐ καταβαίνει το ὕψος; Πῶς θεότης ἀνθρωπίνῃ συμπλακεῖσα φύσει καί τοῦτο γίνεται κἀκεῖνο ἐστί»;
19 ΕΠΕ 35, 468
20 Ὅπ.π.
21 ΕΠΕ, 9, 376.
22 Ἰγνατίου, Ἐφεσίους 19.
23 MPG 26, 192Β.
24 Κατά Ἀρειανῶν 2, 59, MPG 26, 273Α.
25 Στή Λιτή τῶν Χριστουγέννων ψάλλουμε: «Ὁ οὐρανός καί ἡ γῆ σήμερον ἡνώθησαν, τεχθέντος τοῦ Χριστοῦ».
26 Βλ. Δ. Τσελεγγίδη, Χάρη καὶ ἐλευθερία κατά τὴν πατερική παράδοση τοῦ ιδ’ αἰῶνα, ἐκδ. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 2002, σελ. 54.
27 Περί Ἐνανθρωπήσεως 16, ΜPG 25, 124.
28 Βλ. Π. Χρήστου, Τὸ μυστήριο τοῦ ἀνθρώπου, σελ. 53.
29 ΜPG 94, 1005.
30 Δ. Τσελεγγίδη, ὅπ.π., σελ. 74.
31 Κολ. 1, 16.
32 MPG 90, 621D
33 MPG 90, 621D.
34 MPG 90, 621D: «Ἕνωσις γάρ προϋπεννοήθη τῶν αἰώνων, ὅρου καί ἀοριστίας, καί μέτρου καί ἀμετρίας, καί πέρατος καί ἀπειρίας, καί κτίστου καί κτίσεως, καί στάσεως καί κινήσεως, ἥτις ἐν Χριστῷ ἐπ’ ἐσχάτων τῶν χρόνων φανερωθέντι γέγονε».
35 Βλ. ἱερομονάχου (νῦν ἐπισκόπου) Ἀρτεμίου Ραντοσάβλιεβιτς, Τό μυστήριον τῆς Σωτηρίας κατά τόν Ἅγιον Μάξιμον τόν Ὁμολογητήν, κεφ. Γ’.
36 ὅπ.π., σελ. 43.
37 Λόγος εἰς τά Ἅγια Φῶτα, MPG 36, 345B.
38 Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, Λόγος ΛΘ’, ΕΠΕ 5, 72.
39 MPG 36, 429.
40 Θεοφυλάκτου Βουλγαρίας, MPG 128, 141 AB.
41 Ἐφ. 4, 13.
42 Κεφάλαια διάφορα θεολογικά τε καὶ οἰκονομικὰ καὶ περὶ ἀρετῆς καὶ κακίας, ἑκατοντάς πρώτη, 1. 8 (η’).