Γράφει ο π. Νικηφόρος Νάσσος
ΠΡΟΟΙΜΙΟΝ
Στίς 9 Νοεμβρίου ἡ Ἐκκλησία μας τιμᾶ γηθοσύνως καί λαμπρῶς τόν λαοφιλέστατο Ἅγιο, τόν φωστῆρα τῆς Αἰγίνης καί θαυματουργό Πατέρα καί Ἱεράρχη, Νεκτάριο, Μητροπολίτη Πενταπόλεως τῆς Αἰγύπτου. Πολλοί κατά καιρούς διεζωγράφισαν τήν μορφή καί τήν φωτεινή προσωπικότητα τοῦ «ἐν ἐσχάτοις χρόνοις φανέντος» φίλου τῆς ἀρετῆς καί μιμητοῦ τοῦ Κυρίου, ἐκείνου ὁ ὁποῖος ἀνεδείχθη ὑπό Θεοῦ Μέγας, «τῶν πάλαι Ἁγίων χαρακτηρίσας τήν ζωήν ἐν ἡμέραις πονηραῖς», ὅπως ψάλλουμε στό δοξαστικό τῶν Ἐσπερίων, στήν Ἀσματική Ἀκολουθία του.
Ὑπάρχουν ὅμως καί αὐτοί (ἐλάχιστοι, εὐτυχῶς) οἱ ὁποῖοι δέν τόν τιμοῦν, ἀλλά τόν ἐπικρίνουν καί ἐπιχειροῦν νά ἀμαυρώσουν τή μνήμη του, εἴτε κρυφίως σέ στενούς κύκλους (φοβούμενοι τίς ἀντιδράσεις τοῦ λαοῦ), εἴτε φανερῶς, ἐκφράζοντας τίς ἀθεολόγητες καί ἕωλες αἰτιάσεις τους ἐναντίον του. Πρόκειται δηλαδή γιά ἀπόρριψη τῆς κεκυρωμένης ὑπό Θεοῦ Ἁγιότητος τοῦ προστάτου τῆς Αἰγίνης καί θαυματουργοῦ Ἁγίου. Στά παρακάτω θά γίνει μία σύντομη ἀναφορά στό ζήτημα αὐτό. Καί θά τονιστοῦν κάποια σημεῖα κάπως ἐπιγραμματικά, διότι ἐπ᾿ αὐτοῦ ἔχουμε καταθέσει διεξοδική ἀναίρεση ἐπιχειρημάτων τῶν ἀντιφρονούντων, στό ἐξαντληθέν πόνημά μας πού φέρει τόν τίτλο: «Σύν πᾶσι τοῖς Ἁγίοις» (Ἀθήνα 2009). Προσεχῶς δέ, τοῦ Θεοῦ συνεργοῦντος, θά κυκλοφορηθεῖ μελέτη εἰδική περί τῆς θεολογικῆς καί ποιμαντικῆς ἀντιμετωπίσεως συγγραφικῶν σφαλμάτων Ἁγίων ἀνδρῶν ἀπό τήν Ἐκκλησία, μέ εἰδική ἀναφορά στόν ἅγιο Νεκτάριο, στόν ἱερό Αὐγουστίνο τόν Ἅγιο ἱεράρχη τῆς Ἱππῶνος, τόν ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης καί σέ ἄλλους Ἁγίους, ἔχοντας σχέση μέ τά διαλαμβανόμενα.
Ὡστόσο, εἶναι ἀνάγκη νά κατανοηθεῖ ὅτι στό πλαίσιο τῆς Ἐκκλησίας δέν ἀποφασίζει κάποιος μόνος του, κατά τό δοκοῦν, γιά τό ποιός εἶναι Ἅγιος καί ποιός ὄχι! Μόνο ἡ Ἐκκλησία ἀποφαίνεται αὐθεντικῶς. Δέν μποροῦμε νά εἰσάγουμε αὐθαιρεσίες στήν περιοχή τῆς θεολογίας, τῆς ἐκκλησιολογίας καί τῆς δογματικῆς, ὅπου τά πάντα ἐν Ἀγίῳ Πνεύματι ἔχουν ἐπιλυθεῖ ἀπό τούς θεοφόρους Πατέρες μας, ὅπως ἔχουν λυθεῖ καί τά ἁγιολογικῆς φύσεως ζητήματα, δηλαδή ἡ ὑπό προϋποθέσεις ἀνάδειξη Ἁγίων, ἤ, ἡ ὑπό προϋποθέσεις ἀμφισβήτηση αὐτῶν κλπ. Κανένας στήν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία μας δέν «στήνει τό δικό του θέλημα» ὅπως λέμε, οὔτε ἀποφαίνεται παπιστικῶς, ἀμαρτύρως καί αὐθεντικῶς. Κανένα μέλος τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας δέν μπορεῖ νά ὑψώνει τήν ἀτομική του συνείδηση πάνω ἀπό τή συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας καί νά γίνεται κριτής καί τιμητής τῶν κρίσεων καί τῶν ἐκτιμήσεών της.
Στά ἑπόμενα θά παρουσιάσουμε τά ἐπιχειρήματα τῶν μή ἀποδεχομένων τήν Ἁγιότητα τοῦ φαεσφόρου καί θεουμένου ἐπισκόπου Πενταπόλεως Νεκταρίου, κοιμηθέντος Ὁσίως τό ἔτος 1920 καί θά ἀναιρέσουμε θεολογικῶς καί Πατερικῶς τά ἐπιχειρήματα αὐτά μέ κάθε δυνατή συντομία. Εἰρήσθω εἰσαγωγικῶς ὅτι κατά τόν λόγο καί τό πρότυπο τοῦ μεγάλου Δογματολόγου τῆς Ἐκκλησίας μας, ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, «ἐμόν ἐρῶ οὐδέν», δέν θά ποῦμε τίποτα δικό μας. Θά στηριχθοῦμε ὡς εἰς ἀσφαλήν βακτηρία, στήν Πατερική μας Γραμματεία, ἀφοῦ ὡς ὀρθόδοξοι θά πρέπει νά ἀποφαινόμαστε «κατά τάς τῶν Ἁγίων θεοπνεύστους θεολογίας καί τό τῆς Ἐκκλησίας εὐσεβές φρόνημα»1.
ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑ ΠΡΩΤΟ
ΟΙ ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΣΤΟΧΙΕΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ
Οἱ Ἅγιοι δέν ὑπῆρξαν τέλειοι εἰς ὅλα καί ἄπταιστοι, δηλ. ἀναμάρτητοι, διότι ὑπῆρξαν καί αὐτοί ἄνθρωποι θνητοί. Ὁ μόνος κατά φύσιν Τέλειος, καί Ἀναμάρτητος εἶναι ὁ Τριαδικός Θεός. Οἱ ἅγιοι ἦσαν ἀπλανεῖς, ὄχι ὅμως καί ἀλάθητοι! Ἡ πτώση καί ὁ μῶμος, ἡ ἀστοχία καί τό σφάλμα, ἡ παρέκκλιση καί παρεκτροπή εἶναι γνωρίσματα ἀκόμη καί Ἁγίων ἀνδρῶν, ὅπως δείχνει ἡ ἱστορία καί τό ἐπισημαίνει εὔστοχα ὁ τῆς Θεολογίας ἐπώνυμος, ἅγιος Γρηγόριος: «Ἅπτεται γάρ, οὐ τῶν πολλῶν μόνον, ἀλλά καί τῶν ἀρίστων ὁ μῶμος, ὡς μόνον ἄν εἶναι τοῦ Θεοῦ τό παντελῶς ἄπταιστον καί ἀνάλωτον πάθεσι».2 Πολλά εἶναι τά περιστατικά ἐκεῖνα ἀπό τήν ἐκκλησιαστική μας Ἱστορία, τά ὁποῖα ἀναφέρονται σέ ποικίλες πτώσεις Ἁγίων ἀνδρῶν, θεολογικές ἐκκλησιατικές, συγγραφικές κ.ἄ, ὅπου καταδεικνύεται ὅτι καί οἱ Ἅγιοι ὑπόκεινται στούς ὅρους τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως καί μποροῦν νά διαπράξουν σφάλματα καθώς ἀγωνίζονται μέ τή θεία ἀρρωγή καί Χάρη νά ὑπερβοῦν τά σύνορα μεταξύ οὐρανοῦ καί γῆς.
Στό πλαίσιο αὐτό μποροῦμε νά δοῦμε μέ ἀντικειμενικότητα τήν ὕπαρξη συγγραφικῶν ἀστοχιῶν σέ κάποιους Ἁγίους ἄνδρες τῆς Ἐκκλησίας μας, μή ἐξαιρουμένου καί τοῦ ἁγίου Νεκταρίου Αἰγίνης, οἱ ὁποῖοι διακρίθηκαν ὡς θεολόγοι καί συγγραφεῖς, πλήν ὅμως, ἡ ἀνθρώπινη ἀδυναμία παρήγαγε κάποιες ἀστοχίες πού ὀφείλονται εἴτε στήν ἄγνοια εἴτε σέ ἄλλους παράγοντες, τούς ὁποίους ἀναλύει ἡ Πατερική πεῖρα τῆς Ἐκκλησίας μας. Συγκεκριμένα, ὑπάρχει μία καταγραφή τοῦ φρονήματος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στό ζήτημα τῶν συγγραφικῶν ἀστοχιῶν Ἁγίων και ἱερῶν συγγραφέων. Αὐτή βρίσκεται σέ μία περισπούδαστη ἐπιστολή (ΚΔ΄) τοῦ Μεγάλου Φωτίου, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως πρός τόν ἐπίσκοπον Ἀκυληΐας Ἰωάννη3. Αὐτή εἶναι καταχωρισμένη στόν Τόμο Χαρᾶς τῆς ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας τοῦ Δοσιθέου Ἱεροσολύμων καί στήν Πατρολογία τοῦ Migne, τόμο 102. (Κατά τή διαπραγμάτευση τοῦ θέματός μας θά παραπέμψουμε καί στίς δύο πηγές, κατά περίστασιν). Ἡ ἐν λόγῳ ἐπιστολή τοῦ Μ. Φωτίου τά λέει ὅλα! Καί δέν ἀφήνει κανένα ἐρωτηματικό γιά τόν καλοπροαίρετο ἐρευνητη. Ἐκφράζει δέ τό πνεῦμα τῆς Ἐκκλησίας σχετικά μέ τά ζητήματα αὐτά, ὅπως ὑλοποιήθηκε στή διαχρονική πορεία τῆς Ἐκκλησίας καί καταγράφεται στά Πρακτικά τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Θά παρουσιάσουμε κάποια σημεῖα τῆς ἐπιστολῆς τοῦ Μ. Φωτίου, θά τά ἀναλύσουμε καί στή συνέχεια θά ἀναφερθοῦμε στήν περίπτωση τοῦ ἁγίου Νεκταρίου.
Σύμφωνα μέ τήν ἐν λόγῳ θεολογική ἐπιστολή τοῦ σοφωτάτου Πατρός, Μ. Φωτίου, ἡ Ἐκκλησία ἀντιμετωπίζει μέ πολλή σύνεση, διάκριση, ὑπευθυνότητα καί ποιναντική εὐαισθησία τίς περιπτώσεις τῶν ἐμφιλοχωρούντων λανθασμένων ἀπόψεων στά συγγράμματα Ἁγίων μελῶν της. Πολλές εἶναι ἐκεῖνες οἱ περιστάσεις οἱ ὁποῖες ἀνάγκασαν πολλούς ἐναρέτους ἀνθρώπους νά διολισθήσουν, νά «ξεφύγουν» ὅπως λέμε ἀπό τήν ὀρθόδοξη Διδασκαλία καί νά διατυπώσουν ἐφαλμένες ἀπόψεις ἀκόμη καί στό πεδίον τοῦ δόγματος! Αὐτό ἐπισυνέβη, εἴτε ἐπειδή παρεσύρθησαν ὡς ἄνθρωποι (ἴσως στόν πρό τῆς θεώσεώς τους καιρό), εἴτε ἐπειδή ἀπηύθυναν τό λόγο πρός αἱρετικούς, εἴτε γιά ἄλλες αἰτίες πού γνωρίζει ὁ Θεός. Ἰδού τά λόγια τοῦ Μ. Φωτίου: «Πόσαι περιστάσεις πραγμάτων πολλούς ἐξεβιάζοντο, τά μέν παραφθέγξασθαι, τά δέ πρός οἰκονομίαν εἰπεῖν, τά δέ καί τῶν ἀπειθούντων ἐπαναστάντων, τά δέ καί ἀγνοίᾳ οἷα δή περιολησθήσασιν ἀνθρώπινα»;4
Πῶς, ὅμως, ἡ Ἐκκλησία ἀντιμετωπίζει τίς περιπτώσεις αὐτές; Ἐρωτοῦν κάποιοι: μπορεῖ ὁ καθένας νά γράφει ἀνεγξέλεκτα ὅ,τι νομίζει ὡς ὀρθό καί νά διαφωνεῖ στά ὅσα φρονεῖ ἡ Ἐκκλησία; Ὄχι βεβαίως, ἀλλά ἄς δοῦμε τήν συνέχεια τῆς ἐπιστολῆς. Ὁ Μ. Φώτιος, ὅταν προκλήθηκε νά ἀπαντήσει (βλ. ὑποσ. 2) σχετικά μέ τό ἄν γνωρίζει ὅτι ὀρθόδοξοι Πατέρες τῆς Δύσεως διετύπωσαν γραπτῶς τήν λατινική κακοδοξία τοῦ Filiogve καί πῶς πρέπει ὀρθοδόξως αὐτό νά ἀντιμετωπιστεῖ, γράφει ὅτι εἶναι μέν καινοτομία, ἀλλά «δέν καταδικάζουμε» καί «δέν «ἀτιμάζουμε» τούς Πατέρες, πού ἴσως παρεξέκλιναν ἀπό ἄγνοια, ἤ ἀπό ἄλλες αἰτίες, ὅταν δέν τούς ἔχει ὑποδειχθεῖ τό σφάλμα καί ἀπέθαναν χωρίς νά ἐλεγχθοῦν (ὅπως ἐν προκειμένῳ τότε ὁ ἱερός Αὐγουστῖνος κ.ἄ. Πατέρες).
«…Ἀμβρόσιος ὁ μέγας καί Αὐγουστῖνος και Ἱερώνυμος καί τινες ἄλλοι ὁμοταγεῖς καί ἰσοστάσιοι, μέγα ὄνομα λαχόντες ἐπ᾿ ἀρετῇ καί βίου λαμπρότητι, τό Πνεῦμα ἐκ τοῦ Υἱοῦ ἐν πολλοῖς αὐτῶν λόγοις συνέταξαν ἐκπορεύεσθαι…καί μή ἀτιμάζειν τούς πατέρας».5
Εἶναι δέ σημαντικό νά τονιστεῖ ὅτι ὁ πολυμαθέστατος, πεφωτισμένος καί πρῶτος ἀντιπαπικός Ἱεράρχης τῆς Ἐκκλησίας μας Μ. Φώτιος δέν ἀποκρύπτει τήν ἀλήθεια τῶν γεγονότων, οὔτε ἐπιχειρεῖ νά καλύψει τούς παρεκτραπέντας Ἁγίους μέ διάφορα τεχνάσματα, ὅπως λ.χ. ὅτι μπορεῖ νά μήν τά ἔγραψαν αὐτά οἱ Πατέρες ἀλλά νά τά πρόσθεσαν ἄλλοι στά κείμενά τους μετά θάνατον κλπ., ἀλλά ὁμολογεῖ τήν ἀλήθεια ἡ ὁποία πάντοτε ἐλευθερώνει καί σώζει. Ναί, τά ἔγραψαν οἱ ἴδιοι, λέγει, ἔσφαλαν οἱ Πατέρες ὡς ἄνθρωποι, ἀλλά ὅπως γράφει παρακάτω «σιγῶντας καί μή παρόντας» δέν μποροῦμε νά τούς καταδικάσουμε. Δέν εἶναι δυνατόν νά καταδικαστεῖ αὐτός πού δέν ἐλέχθηκε γιά τό σφάλμα του, πού δέν τοῦ δόθηκε ἡ εὐκαιρία νά τό διορθώσει καί πού δέν ἐπέμενε σ᾿ αὐτό! «Τήν μέν καινοτομίαν ἀποστρεφόμεθα, τόν πατέρα δέ αὐτῆς (σ.σ. ἐδῶ ἐννοεῖ τόν ἱερό Αὐγουστίνο), σιγῶντα μάλιστα καί μή παρόντα, μή δ᾿ ἀντιλέγοντα, οὗ μέν οὖν, οὐ καταδικάζομεν».6
Κατά τήν Πατερική Θεολογία, ὅπως τήν ἐκφράζει δυναμικά τόν 9ο αἰῶνα ὁ ἱερός Φώτιος, τό πρόσωπο -ὁ συγγραφεύς - διαστέλλεται ἀπό τό σφάλμα /λανθασμένη διατύπωση, ἔτσι ὥστε τό μέν λάθος να μην υἱοθετεῖται και ναμήν προστίθεται στήν ὑπάρχουσα Διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, ὁ δέ συγγραφεύς νά ἐξακολουθεῖ νά ἀπολαμβανει τῆς τιμῆς τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι ἐν προκειμένῳ χαρακτηριστική καί λίαν διαφωτιστική ἡ φράση τοῦ Ἁγίου Πατριάρχου τῆς Κωνσταντινουπόλεως, Φωτίου: «Τό μέν παρενεχθέν (τό σφάλμα) οὐ προσθήκην δεχόμεθα, τούς δέ ἄνδρας ἁσπαζόμεθα».7
Στήν ἴδια μάλιστα συνάφεια ὁ Μ. Φώτιος, λαμβάνοντας ἀφορμή ἀπό γνωστή ὑπόθεση τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, γράφει θεοκινήτως ὅτι ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι καί «τρόφιμοι τῆς Ἐκκλησίας» γνωρίζουμε πώς πρέπει κατά τό παράδειγμα τῶν δύο σωφρόνων υἱῶν τοῦ παρεκτραπέντος Νῶε (Σήμ καί Ἰάφεθ) νά προστατεύουμε τόν πατέρα μας καί ὄχι νά τόν ἐκθέτουμε, ὅπως ἔπραξε ὁ ἀναιδῆς Χάμ! Ὀφείλουμε νά καλύπτουμε ὀπισθοφανῶς τόν παρεκτραπέντα πατέρα (ἐν προκειμένῳ τόν σφάλοντα συγγραφέα) καί ὄχι νά τόν διαπομπεύουμε ἀναιδῶς! «Οἱ τῆς Ἐκκλησίας τρόφιμοι καί τῶν ἱερῶν μαθημάτων οὐκ ἐπιλήσμονες, κατά τόν Σήμ καί Ἰάφεθ, καί τήν πατρικήν ἀσχημοσύνην ἐπικαλύπτειν ἐπίσταντανται καί τούς μιμητάς τοῦ Χάμ καταγινώσκοντες ἀποστρέφονται».8
Τρεῖς προϋποθέσεις, κατά τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία πρέπει νά συντρέχουν, ὥστε νά καταδικαστεῖ ἕνας ἱερός συγγραφεύς καί νά ἀποβληθεῖ ἀπό τή χορεία τῶν Ἁγίων προσώπων.
Ἡ πρώτη εἶναι ἡ ἐπιμονή τοῦ παρεκτραπέντος στό σφάλμα του, ὅταν τοῦ ὑπόδειχθεῖ καί κληθεῖ σέ διόρθωσή του. Καί τοῦτο διότι ἡ ἐπιμονή δηλώνει φρόνημα, ὄχι ἁπλό λάθος, ἀλλά συνειδητή τοποθέτηση, πρᾶγμα τό ὁποῖο εἶναι μεμπτό καί καταδικαστέο.Τό λάθος δέν κάνει τόν Ὀρθόδοξο αἱρετικό! Μόνο ἡ ἐπιμονή στό λάθος καταδικάζεται καί ἡ ἀμετανοησία, ὅταν αὐτό ὑποδεικνύεται.
Ἡ δεύτερη εἶναι ἡ φιλονικεία τοῦ σφάλοντος μέ τήν Ἐκκλησία καί ἡ ἀπείθειά του πρός αὐτήν. Ἡ διαχρονική Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καί ἡ ὀρθόδοξη Πατερική Θεολογία, ὡς γνωστόν, δέν πλανᾶται ποτέ καί ὅποιος διαφωνήσει καί ἐρίσει/φιλονικήσει μέ τήν Ἐκκλησία καί τήν Θεολογία της αὐτός δέν σώζεται9! Ἀντίθετα, ἐκπίπτει ἀπό κάθε τιμή πού εἶχε πρίν αὐτός πού θά ἀπειθείσει στή θεόπνευστη Πατερική Θεολογία, ὅπως τό γνωρίζουμε ἀπό πολλές αἱρέσεις καί ἑτεροδιδασκαλίες πού συνετάραξαν τήν Ἐκκλησία κατά τή δισχιλιετῆ πορεία της μέσα στον κόσμο.
Ἡ τρίτη εἶναι ὁ θάνατος τοῦ παρεκτραπέντος σέ κατάσταση ἀμετανοησίας, ἀφοῦ «ἐν τῷ Ἅδη οὐκ ἔστι μετάνοια», ὅπως ὅλοι γνωρίζουμε.10
Ὅταν, λοιπόν, λάβουν χώρα οἱ ἀνωτέρω προϋποθέσεις, τότε καταδικάζεται ὁ παρεκτραπείς καί δέν μπορεῖ νά θεωρηθεῖ Πατήρ γνήσιος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά εἶναι ἀνάγκη νά ἀποβληθεῖ καί αὐτός καί τά συγγράμματά του. Ἄς δοῦμε ὅμως πῶς ἀκριβῶς τό γράφει ὁ Μ. Φώτιος, τοῦ ὁποίου τό γλωσσικό ἰδίωμα εἶναι ἰδιαίτερα δύσκολο, ἀλλ᾿ ἐξίσου θαυμαστό. «Ἔτι δέ, εἰ μέν ὑπομνησθέντες περί τοῦ προκειμένου κεφαλαίου, τῶν εἰρημένων πατέρων ἀντεῖπε τό σύνταγμα καί πρός ἔνστασιν τινά καί ἀπείθειαν ἀπεθρασύνετο, διέτεινάν τε τῇ αὐτῇ παρατροπῇ τῆς δόξης καί ἐπ αὐτῇ τόν βίον μετά τούς ἐλέγχους κατέστρεψαν, ἀνάγκη τούτους συναποβάλλεσθαι τῷ φρονήματι».11
Τί ἔχουν νά ποῦν λοιπόν, περί τοῦ Ἁγίου Ἱεράρχου τῆς Αἰγίνης Νεκταρίου, ὅσοι τόν ἀμφισβητοῦν λόγῳ τῶν σφαλμάτων πού ἔχουν ἐμφιλοχωρήσει σέ κάποια κείμενά του; Πότε ἐλέχθηκε ἀπό τήν Ἐκκλησία; Πότε ἐπέμενε; Ποιά ἀπόδειξη ὑπάρχει ὅτι ἐκοιμήθη ἀμετανόητος καί πολεμώντας τήν Ἐκκλησία; Καί ἄν ἡ Ἐκκλησία ἔχει τέτοια ἀνεκτική καί σοφή ἀντιμετώπιση σέ ὅσους ἔχουν σφάλλει δογματικῶς, ὅπως ὁ ἱερός Αὐγουστῖνος12, τότε ἄς σκεφθοῦμε σέ πόσο ἀνεκτικώτερη θέση βρίσκεται ὁ ἅγιος Νεκτάριος, ὁ ὁποῖος δέν ἔσφαλε δογματικά, ἀλλά ἁπλῶς διατύπωσε κάποιες ἐπισφαλεῖς ἀπόψεις σέ ἐκκλησιαστικά ζητήματα πρακτικῆς φύσεως καί ἱστορικά. Θά μακρυγορήσουμε ἄν ἐξετάσουμε ἕνα πρός ἕνα τά ἀνθρώπινα συγγραφικά ὁλισθήματα τοῦ Ἁγίου ἐπισκόπου Πενταπόλεως.
Θά ἀναφερθοῦμε μόνο δι᾿ ὁλίγων στήν κυριώτερη ἀστοχία τοῦ Ἁγίου, ὡς συγγραφέως καί δή μάλιστα ἱστπρικοῦ. Αὐτή συνίσταται στό ὅτι ὁ ἱερός Νεκτάριος υἱοθέτησε μία λανθασμένη θεωρία τοῦ Κωνσταντίνου Παπαρηγοπούλου περί τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί τήν διατύπωσε στό σύγγραμμά του «Αἱ Οἰκουμενικαί Σύνοδοι τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας» (ἐκδ. Ρηγοπούλου, ἔτος 1882, μέ Εἰσαγωγή ἀρχ. Εἰρηναίου Δεληδήμου). Ὁ ἅγιος Πατήρ ἀντέγραψε ἀνεξετάστως τόν ἐθνικό μας ἱστορικό στήν μεροληπτική θέση του στό ζήτημα τῆς Εἰκονομαχίας, μέ ἀποτέλεσμα νά παρεκκλίνει ἱστορικά καί ἴσως κατά μία αὐστηρά κριτική καί θεολογικά.
Ὅμως τό λάθος αὐτό διόρθωσε ἐπισημότατα ὁ Ἅγιος Ἱεράρχης, μετά ἀπό μία ἀκριβῶςδεκαετία, ὅταν κυκλοφόρησε τό περίφημο πόνημά του «Μελέτη περί τῶν Ἁγίων εἰκόνων» (1902). Ἐκεῖ, ὄχι μόνο ξεκαθαρίζει τά πράγματα θεολογικῶς καί ἐκκλησιολογικῶς, ἀλλά μέσα ἀπό την ὅλη διαπραγμάτευση στό ἐν λόγῳ πόνημα ἀναδεικνύεται πλέον ὁ λιπαρῶς καταρτισμένος ἐρευνητής και κυρίως, ὁ πραγματικός εἰκονόφιλος Πατήρ καί ἀκόλουθος «ἐν πᾶσι» τῶν Ἁγίων Πατέρων, ἀφοῦ τεκμηριώνονει μέ πολλά χωρία δικά τους τήν ἐν λόγῳ σπουδαιότατη ἐργασία του. Παρουσιάζει μάλιστα μεταξύ ἄλλων καί τήν εὐλαβητική διάθεση τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης ἔναντι τῶν ἁγίων Εἰκόνων, μέ τό χωρίο στό ὁποῖο ὁ σοφώτατος αὐτάδελφος τοῦ Μ. Βασιλείου ἀποκαλύπτει ὅτι δέν συνέβη νά ἀντικρύσει μία εἰκόνα τοῦ θείου Πάθους χωρίς νά δακρύσει, ἐνθυμούμενος τό γεγονός πού παριστᾶ ἡ ἱερά τέχνη τῆς ἁγιογραφίας. «Εἶδον πολλάκις ἐπί γραφῆς εἰκόνα τοῦ πάθους καί οὐκ ἀδακρυτί τήν θέαν παρῆλθον, ἐναργῶς τῆς τέχνης ὑπ᾿ ὄψιν ἀγούσης τήν ἱστορίαν».13
Εἶναι ἐπίσης σημαντικό νά δοῦμε τήν συμπερασματική γνώμη τοῦ ἁγίου Νεκταρίου σχετικά μέ τήν ἀποκατάσταση τῶν ἁγίων Εἰκόνων ἀπό τήν Ἁγία Ζ΄Οἰκουμενική Σύνοδο. Γράφει ὁ Ἅγιος: «Σπουδαία καί ἀναγκαία ἦτο καί ἡ ἐβδόμη Οἰκουμενική Ἁγία Σύνοδος, διότι ἀπέδωκε τῇ Ἐκκλησία τον κόσμον αὐτῆς (σ.σ. τό κόσμημα, τίς ἅγιες Εἰκόνες), ὥρισε τόν χαρακτῆρα τῆς ὀφειλομένης προς τάς σεπτάς ἁγίας εἰκόνας τιμῆς, καί εἰρήνευσε τήν Ἐκκλησίαν, ἐπί αἰῶνα διατηρηθεῖσαν. Διά τῆς τῶν εἰκόνων ἀναστηλώσεως, καταπολεμήθη νεωτερισμός τις ὅλως ξένος τῇ Ἐκκλησίᾳ τοῦ Χριστοῦ καί φρόνημα ἐσφαλμένον, ὑπονομεῦον τήν τῆς Ἐκκλησίας Ὀρθοδοξίαν».14
Ἐρωτοῦμε, θά ἔγραφε ἔτσι ποτέ ἕνας εἰκονομάχος, ὅπως τόλμησαν τά πάντολμα καί ἀναιδῆ στόματα τῶν ἁγιομάχων νά παρουσιάσουν τόν σφόδρα εἰκονόφιλο Ἅγιο τῆς Αἰγίνης;; Αὐτά προξενεῖ ἡ ἔλλειψη θεολογικῆς παιδείας ὅταν συνδιάζεται καί με τήν κακή πρόθεση15…
Ὡστόσο, εἶναι ἀπαραίτητο νά ἀναφερθεῖ γιά τήν ἱστορία, ὅτι πέραν τῶν ὀλιγοστῶν ἐσφαλμένων διατυπώσεων τοῦ Ἁγίου τῆς Αἰγίνης, γιά τίς ὁποίες ἰσχύει ὅτι καί γιά ὅλους τούς ἄλλους Ἁγίους πού ἔσφαλαν, ὅπως τό εἶδαμε στήν καταγραφή τοῦ φρονήματος τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τόν Μ. Φώτιο, ὑπῆρξαν καί σκόπιμη πολεμική κατά τοῦ ἁγίου Νεκταρίου. Τά κείμενά του ὑπέστησαν ἀλλοιώσεις καί κολοβώσεις, παραχαράξεις καί προκρούστειες ἀφαιρέσεις, ὥστε νά ἐξαχθεῖ τό συμπέρασμα ὅτι ὁ Ἅγιος συνέγραψε πολλά κακόδοξα καί ἀντιεκκλησιαστικά καί ὅτι ὑπῆρξε και…φιλοπαπικός!. Μία μόνο περίπτωση διαστροφῆς ἀναφέρουμε ἐνδεικτικά ἀπό τίς πολλές, αὐτήν ὅπου ὁ Ἅγιος στό βιβλίο του «Περί τῶν αἰτιῶν τοῦ σχίσματος» ἀναφέρεται ὡς ἱστορικός στόν Πατριάρχη Μιχαήλ τόν Κηρουλάριο. Παραθέτει δέ γνώμες τῶν πρό αὐτοῦ συγγραφέων (καί εἶναι ὑποχρεωμένος νά τό πράξει, ἀφοῦ γράφει ἱστορία) τίς ὁποίες καί ἀξιολογεῖ. Γράφει, λοιπόν, ὁ ἅγιος Νεκτάριος, στό κεφάλαιο «Χαρακτῆρ τοῦ Πατριάρχου Μιχαήλ Κηρουλαρίου», παραπέμποντας στόν Κ. Παπαρηγόπουλο: «Ὁ Πατριάρχης Μιχαήλ, ἱστορεῖ ὁ Παπαρηγόπουλος, ἦτο ἄνθρωπος ὀξύς, πολυπράγμων, φίλαρχος και φιλόδοξος». Ἀπό τό ἀνωτέρω ἀπόσπασμα, ἐξηφανίσθη τεχνηέντως ἀπό τούς ἐπικριτάς τοῦ ἁγίου Νεκταρίου ἡ ὑπογραμμισμένη φράση: «ὅπως ἱστορεῖ ὁ Παπαρηγόπουλος», με ἀποτέλεσμα νά ἐξαχθεῖ τό συμπέρασμα ὅτι οἱ ταπεινωτικοί χαρακτηρισμοί πρός τόν Πατριάρχη Μιχαήλ εἶναι τοῦ ἁγίου Νεκταρίου, ένῶ εἶναι τοῦ Κ. Παπαρηγοπούλου! Καί πόσα ἄλλα παρόμοια ὑπάρχουν!16... Ἰδού οἱ «ἔντιμες» μέθοδοι τῶν κατηγόρων τοῦ Ἁγίου τῆς ἐποχῆς μας…
Ἀλλά ἄς προχωρήσουμε στό δεύτερο ἐπιχείρημα τῶν λεγομένων (ὅπως ἐπικράτησε) «ἀντινεκταριανῶν».
ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑ ΔΕΥΤΕΡΟ
Η «ΑΓΙΟΠΟΙΗΣΗ» ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΘΗΝΑΓΟΡΑ
Τό Πατερικῶς ἀβάσιμον τοῦ ἐν λόγῳ ἐπιχειρήματος μαρτυρεῖ ὁ πατερικῶς καί ὁ ὀρθοδόξως ἀδόκιμος ὅρος «ἁγιοποίηση»17, τόν ὁποῖο χρησιμοποιοῦν ὅσοι δέν γνωρίζουν τά ἁγιολογική κριτήρια τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ.
Δέν ὑπάρχει στήν Ὀρθοδοξία ἁγιοποίηση! Ἀντίθετα, αὐτό ὑπάρχει στόν παπισμό. Στήν καθ᾿ ἡμᾶς Ἀνατολή, ὅπου ἡ Χάρις καί ἡ ἀλήθεια ἐν Χριστῷ, ἁγιοποιεῖ μόνον ὁ Θεός! Ἡ ἀνάδειξη ἀπό θεσμικά ἐκκλησιαστικά ὄργανα ἑνός Ἁγίου ἔχει χαρακτῆρα διαπιστωτικό καί ἐξαγγελτικό, ὄχι άποφασιστικό! Ὁ Θεός ἀναδεικνύει τούς Ἁγίους καί τα θεσμικά ὄργανα (τό Πατριαρχεῖο ἤ ἡ Σύνοδος) διαπιστώνουν, ἐξαγγέλουν καί προβάλλουν τόν ἤδη ἀνακηρυχθέντα ὑπό Θεοῦ Ἅγιο. Δέν ὑπάρχει, ὀρθοδόξως, «ἀνακήρυξη» τῆς ἁγιότητος, ἀλλά ὑπάρχει «διαπίστωση» καί «διακήρυξη». Καί αὐτό γίνεται θεσμικά τούς τελευταίους αἰῶνες. Παλαιοί μεγάλοι Ἅγιοι καί ἐπιφανεῖς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, (Καππαδόκες κ.ἄ.) δέν διεκηρύχθησαν μέ πράξεις πατριαρχικές, ἤ συνοδικές. Τήν παλαιά ἐποχή γινόταν ἡ ἀναγνώριση τῶν Ἁγίων σέ τοπικό ἐπίπεδο, ἀπό τόν λαό18. Πολύ ἀργότερα ἐμφανίστηκε το φαινόμενο τῆς διακηρύξεως τῶν Ἀγίων μέ πράξεις πατριαρχικές. Ὁ καθηγητής Δ. Τσάμης γράφει σχετικά: «Στήν πρωτοχριστιανική Ἐκκλησία δέν χρειαζόταν κάποια ἐκκλησιαστική διαδικασία γιά τήν καθολική ἀναγνώριση τῶν ἁγίων καί ὁ λαός με δική του πρωτοβουλία προέβαινε στήν ἀναγνώριση τοῦ ἁγίου καί στήν ἀπόδωση τιμῆς πρός αὐτόν. Στούς ἑπόμενους αἰῶνες τό καθεστώς αὐτό σε γεννικές γραμμές διατηρεῖται, λαμβάνεται ὅμως ὑπόψη γιά τήν ἀνακήρυξη τοῦ ἁγίου ἀπό τήν ἐκκλησιαστική ἀρχή τό ὀρθόδοξο φρόνημα, ὁ μαρτυρικός ἤ ἅγιος βίος καί ἡ τέλεση θαυμάτων» .19
Ἀπό τόν 14ο αἰῶνα παρουσιάζεται μιά διαφορετικότητα στόν τρόπο διακηρύξεως τῶν Ἁγίων. Τρεῖς Ἅγιοι κατά τήν ἐποχή αὐτή, ὁ Ἀθανάσιος, πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ὁ Α΄, κάποιος Ἅγιος ὀνόματι Μελέτιος καί ὁ μεγάλος Θεολόγος πατήρ, Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ἀνακηρύσσονται ἐπίσημα μέ εἰδική διαδικασία. Γιά τόν ἅγιο Γρηγόριο εἰδικά, ὑπάρχει καί ἡ σχετική πράξη τοῦ πατριάρχου Φιλοθέου τοῦ Κοκκίνου, τοῦ καί βιογράφου του. Ὅμως ἡ διαδικασία αὐτή εἶχε τοπικό χαρακτῆρα ὅπως ὁ ἴδιος ὁ ἅγιος Φιλόθεος τονίζει. Καί σημειώνει ὅτι δέν εἶναι ἀπαραίτητες αὐτές οἱ συνοδικές πράξεις προκειμένου νά τιμηθεῖ κάποιος ὡς Ἅγιος, ὅταν τόν ἔχει ἀναδείξει ὁ Ἴδιος ὁ Θεός.20 Τελικά, στά χρόνια μας αὐτή ἡ πρακτική τῆς πανηγυρικῆς διακηρύξεως τῆς Ἁγιότητος προσώπων κατέστη ἔθος. Δέν εἶναι κακό, ὅταν γίνεται μέ θεολογικά κριτήρια, ἀλλά δέν εἶναι καί τό πᾶν, ἀφοῦ τούς Ἁγίους τούς άναδεικνύει ἀποκλειτικά ὁ Παράκλητος, τό Ἅγιο Πνεῦμα τούς ὁποίους ἁγίασε διά τῆς ἀκτίστου Χάριτός Του. Τά ἐκκλησιαστικά ὄργανα δέν ἁγιοποιοῦν, ὅπως προελέχθη, ἀλλ᾿ ἁπλῶς διαπιστώνουν, ἐξαγγέλουν καί δημοσιοποιοῦν τόν ἤδη ἀναδειχθέντα διά σημείων ἐκ Θεοῦ, Ἅγιο.
Ἑπομένως, δέν ἐξαρτᾶται καθόλου ἀπό τήν ἐκκλησιαστική καί πνευματική ποιότητα ἑνός Πατριάρχουν ἡ «διακήρυξη» τῆς ἁγιότητος. Ὁ οἱοσδήποτε Ἅγιος, μέ τήν συνοδική πράξη «ἀναδείξεως» δέν προάγεται! Δέν γίνεται ἁγιότερος, ἤ ὁσιότερος! Μένει τόσο Ἅγιος, ὅσο τόν ἀνέδειξε ὁ Πανάγιος Θεός.
Καί γιά νά ἔρθουμε στήν συγκεκριμένη αἰτίαση τῶν ἀμφισβητιῶν, ὁ Ἀθηναγόρας δέν προσέθεσε τίποτα στήν Ἁγιότητα τοῦ ὁσίου Νεκταρίου Αἰγίνης μέ τήν ἐκδοθεῖσα πατριαρχική πράξη ἀναγνωρίσεως τοῦ 1961, ὅπως δέν προσέθεσε τίποτα καί στούς ἁγίους Νικόδημο Ἁγιορείτη21 καί Κοσμᾶ Αἰτωλό22, μέ τήν ἴδια διαδικασία καί τίς πράξεις τῶν ἐτῶν 1955 καί 1961 ἀντίστοιχα. Δέν τούς ἔκανε Ἁγίους ὁ Ἀθηναγόρας ἀλλά ὁ Θεός! Εἶναι τόσο δύσκολο νά τό κατανοήσουν οἱ ἐλαχιστότατοι ἐν Ἑλλάδι «ἀντινεκταρινοί»;
ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑ ΤΡΙΤΟ
ΤΟ ΣΥΝΤΟΜΟ ΔΙΑΣΤΗΜΑ ΜΕΤΑΞΥ ΘΑΝΑΤΟΥ ΚΑΙ ΑΓΙΟΚΑΤΑΤΑΞΕΩΣ
«Γιατί ἔγινε τόσο σύντομα ἡ ἁγιοκατάταξη τοῦ ἐπισκόπου Πενταπόλεως Νεκταρίου, μόλις 40 ἔτη ἀπό τῆς κοιμήσεώς του; Δέν θά ἔπρεπε νά παρέλθουν 100 χρόνια»;
Αὐτή ἡ αἰτίαση, ὅπως καί οἱ προηγούμενες, δέν ἔχει ἔρεισμα Πατερικό. Ἡ ἄποψη αὐτή, οὔτε ἀπό τήν παράδοση μαρτυρεῖται23, οὔτε ὑπάρχει σχετικός Κανόνας Οἰκουμενικῆς ἤ τοπικῆς Συνόδου στήν Ὀρθοδοξία, πού νά καθορίζει ὥστε ἡ ἁγιοκατάταξη νά λαμβάνει χώρα ὁπωσδήποτε μετά ἀπό 100 χρόνια ἀπό τῆς κοιμήσεως τοῦ προσώπου τό ὁποῖο ἀναδυκνύεται. Καί ἐπειδή ἀκριβῶς δέν ὑπάρχει τέτοια δέσμευση, βλέπουμε Ἁγίους νά διακηρρύσονται πολύ νωρίτερα τῶν 100 ἐτῶν, λόγῳ θεοσημείων κλπ. καί εἶναι αὐτοί ἀρκετοί, ὅπως γνωρίζουμε ἀπό τήν ἐκκλησιασική Ἱστορία. Τρανό παράδειγμα ἡ περίπτωση τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, λόγῳ θαυμάτων καί τῆς ὑψηλῆς θεολογίας του. Ἡ διακήρυξη τῆς ἁγιότητός του ἔγινε μετά μόλις ἐννέα ἔτη ἄπό τῆς κοιμήσεώς του (1358)! Ὁ ὑπογράφων τήν πράξη διακηρύξεως τοῦ θεοφόρου καί θεόπτου Παλαμᾶ, ἅγιος Φιλόθεος ὁ Κόκκινος, ἀναφέρει μεταξύ ἄλλων:
«τιμῶ τοῦτον ὡς ἅγιον ἀπό τῶν θαυμάτων αὐτοῦ, ἅ μετά τήν ἐνθένδε πρός Θεόν ἐκδημίαν εἰργάσατο, ἰαμάτων πηγήν τόν ἴδιον ἀναδείξας τάφον».24
Ἀλλά τό ἴδιο δέν ἰσχύει καί γιά τόν ἅγιο Νεκτάριο; Δέν ἀνεδείχθη ὁ τάφος του πηγή ἰαμάτων; Δέν πραγματοποιοῦνται τόσα θαύματα παγκοσμίως στό ὄνομα τοῦ λαοφιλοῦς Ἁγίου, δεῖγμα τῶν σημάντρων τοῦ ἐπ᾿ αὐτοῦ ἐκχεομένου θείου ἐλέους καί Χάριτος; Δέν τά πληροφοροῦνται οἱ ἀμφισβητοῦντες; Γιά κάθε καλοπροαίρετο λοιπόν δέν ὑπάρχει οὔτε «ψιλός λογισμός» ἀντιθέσεως εἰς ὅσα ὁ Παράκλητος διά τῆς ἀκτίστου Ἐνεργείας Του νεύει ἀρρήτως καί ἐπιτελεῖ ἀλαθήτως! Ὅταν ὁ Θεός ἀποφασίζει, τίς ὁ ἀντιτασσόμενος;…
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Ἔχουμε ἀνάγκη ἀπό τίς πρεσβείες καί ἱκεσίες τῶν Ἁγίων μας. Ἄν ἕνας Μέγας, οὐρανοφάντωρ Βασίλειος ἔγραφε σέ μιά ἐπιστολή του περί τῶν Ἁγίων ὅτι «τούτους ἐπικαλοῦμαι, τοῦ δι᾿ αὐτῶν, ἤγουν διά μεσιτείας αὐτῶν ἱλεών μοι γενέσθαι τόν φιλάνθρωπον Θεόν καί λύτρον μοι τῶν πταισμάτων γενέσθαι με καί δοθῆναι»25, τί θά πρέπει νά ποῦμε ἐμεῖς καί πόσο δέν θά πρέπει νά προστρέχουμε στούς Ἁγίους μας εὐλαβικῶς καί ἱκετευτικῶς; Ἡ ἀπόρριψη ἑνός Ἀγίου εἶναι πράξη στρεφομένη κατά τοῦ χαριτώσαντος αὐτόν Ἁγίου Πνεύματος καί αὐτή ἡ ἐνέργεια, ὅταν γίνεται ἐγνωσμένως, ἐπισύρει τίς ἐξαγγελόμενες εὐαγγελικῶς αἰώνιες συνέπειες…
Ὁ Πανάγιος Θεός, ὁ «ἐνδοξαζόμενος ἐν τοῖς Ἁγίοις αὐτοῦ» κίνησε τήν γραφίδα ἑνός Ἁγίου Πατριάρχουν τῆς Ἁγίας Πόλεως τῶν Ἱεροσολύμων, τοῦ Νεκταρίου, τόν 17ο αἰῶνα, ὥστε νά καταγράψει σέ λίγες γραμμές τά κριτήρια ἀναδείξεως τῶν Ἁγίων, σύμφωνα μέ τήν ἁγιοπνευματική ἐμπειρία τῆς ὀρθοδόξου Ἀνατολῆς: «Τρία θεωροῦνται μαρτυροῦντα τήν ἀληθῆ ἐν ἀνθρώποις ἁγιότητα· πρῶτον ὀρθοδοξία ἄμωμος· ἀρετῶν κατόρθωσις ἁπασῶν, ἐν αἷς ἕπεται, ἡ περί τήν πίστιν μέχρις αἵματος πρός τήν ἁμαρτίαν ἀντικατάστασις καί, τέλος, ἡ παρά Θεοῦ ἐπίδειξις σημείων ὑπερφυῶν καί θαυμάτων. Τό πρῶτον ἐστι καί εἰς σωτηρίαν ἀναγκαιότατον. Τό δεύτερον εἰς ἁγιωσύνης χαρακτῆρα. Ἀλλά καί τό τρίτον ἀναγκαιότατον καὐτόν εἰς ἀπόδειξιν».26
Ὅλες τίς ἀνωτέρω προϋποθέσεις, πλήν τοῦ μαρτυρίου, πληροῦσε ἡ ἁγιασμένη βιοτή τοῦ Ὀσίου τῆς Αἰγίνης Νεκταρίου, ὁ ὁποῖος με τα χαριτόβρυτα λείψανά του (σημεῖα θεώσεως) κοσμεῖ τή Νῆσο καί τήν Ἐκκλησία καί παρηγορεῖ τους πιστούς, μαζί μέ τόν ἄλλον Ὅσιο Πατέρα τῆς Αἰγίνης ἐκ τῶν νεωτέρων, τόν μακάριο Γέροντα Ἱερώνυμο τόν ἐκ Καρβάλης(+1966), ὁ ὁποῖος τιμοῦσε ὑπερβαλλόντως τόν πρό αὐτοῦ ἅγιο Νεκτάριο27. Ἑπομένως πέφτει στό κενό κάθε προσπάθεια ἀμαυρώσεως τῆς ἱερᾶς μνήμης καί τῆς πανιέρου προσωπικότητός του, καί ὅποιος ἐπιχειρεῖ κάτι τέτοιο, δηλαδή τήν καταφορά ἐναντίον τῶν ὑπό Θεοῦ ἀναδειχθέντων Ἁγίων, μιμεῖται τόν ἀναιδῆ Χάμ καί «καθ᾿ ἑαυτοῦ τό ὄνειδος περιτρέπει», δηλαδή τόν ἑαυτό του ἀτιμάζει, ὅπως παρατηρεῖ ὁ Μ. Φώτιος στήν περισπούδαστη ἐπιστολή, στήν ὁποία κατά τήν διαπραγμάτευση τοῦ ζητήματός μας ἀναφερθήκαμε ἀναλυτικῶς.28
____________________________________________________________
1 Βλ. Συνοδικόν τῆς Ὀρθοδοξίας.
2 Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, Ἐπιτάφιος εἰς τόν Μέγαν Βασίλειον, ΚΗ΄, MPG. 36, 533.
3 Τήν συγγραφή τῆς περιφήμου αὐτῆς ἐπιστολῆς τό ἔτος 880 μ.Χ, ἀμέσως μετά τήν μεγάλη Σύνοδο πού ἔχει ἀποκληθεῖ ὡς Ὀγδόη Οἰκουμενική, προκάλεσε ἐπιστολή τοῦ ἐπισκόπου Ἀκυηΐας Ἰωάννου πρός τόν Μ. Φώτιο. Ὁ ζηλωτής ἐπίσκοπος Ἰωάννης διαμαρτυρήθηκε στόν Μ. Φώτιο ὅτι οἱ παπικοί ἔχουν ἀποθρασυνθεῖ καί στήν προσπάθειά τους νά στηρίξουν τήν πλάνη τους καί τήν ἄθεσμη προσθήκη («καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ») πού ἔκαναν στό Σύμβολο τῆς Πίστεως (τό γνωστό Filiogve), αἰτιῶνται κάποιους δικούς μας Πατέρες καί ἐπιφανεῖς θεολόγους, στῶν ὁποίων τά κείμενα ἐμπεριέχεται ἡ ἐν λόγῳ κακόδοξη διδασκαλία. Ἀναφέρουν μάλιστα, λέγει, ὀνομαστικά τόν ἱερό Αὐγουστίνο, τόν ἅγιο Ἀμβρόσιο Μεδιολάνων, τόν Εἰρηναῖο ἐπίσκοπο Λουγδούνου, τόν Ὅσιο Ἱερώνυμο κ.ἄ. Αὐτή, λοιπόν, ἡ αἰτία καί ἡ ἀφορμή ὁδήγησε τόν Μ. Φώτιο στή συγγραφή αὐτῆς τῆς περισπούδαστης πραγματείας, μέσα στήν ὁποία καταγράφεται καί δηλοποιεῖται τό πνεῦμα τῆς Ἐκκλησίας καί ἡ ἀντιμετώπιση τέτοιων περιπτώσεων.
4 Μ. Φωτίου, Ἐπιστολή ΚΔ΄ Πρός Ἰωάννην Ἀκυληΐας, Τόμος Χαρᾶς, Δοσιθέου Ἱεροσολύμων, ἔκδ. Ρηγοπούλου, σελ. 252.
5 Μ. Φωτίου, Ἐπιστολή ΚΔ΄, MPG. 102, 809 Β.
6 ὅπου π. 816, Β.
7ὅπου π., Ἐπιστολή ΚΔ΄, Τ. Χαρᾶς, σελ. 252
8 ὅπου π. σελ. 251.
9 Αὐτός εἶναι ὁ λόγος γιά τόν ὁποῖο ὁ μεγάλος φιλόσοφος καί θεολόγος Βικέντιος Δαμοδός (18ος αἰ.), ἐπισημαίνει μέν τίς θεολογικές ἀποκλίσεις τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου, ὅπως, τό «Filiogve» καί τήν περί ἀπολύτου προορισμοῦ θεωρία («Praedestinatio»), ἀλλά διασαφηνίζει κατηγορηματικά ὅτι δέν ἦταν αἱρετικός ὁ Αὐγουστίνος, ἐπειδή ἀκριβῶς δέν φιλονίκησε μέ τήν Ἐκκλησία, ἀλλ᾿ ἁπλῶς νόμισε ὅτι αὐτά πού ἔγραφε ἀποτελοῦσαν φρόνημά της. «Οὐ διά τοῦτο ἦν αἱρετικός ὁ Αὐγουστῖνος, διότι οὐκ εἶπεν ἐκεῖνα ἀντιμαχόμενος τῇ Καθολικῇ Ἐκκλησία, ἀλλ᾿ ἐνόμισεν ὅτι τοῦτο ἐστι τό δόγμα τῆς Ἐκκλησίας, περί τοῦ ὁποίου οὐ γέγονε πρότερον ζήτημα καί φανερά ἀναίρεσις». Βλ. «Θεία καί Ἱερά Διδασκαλία» (Δογματική Θεολογία), πρωτοπρ. Γ. Μεταλληνοῦ, Παράδοση καί Ἀλλοτρίωση, Ἀθήνα 2001 (5), σελ. 57. Τό αὐτό ἰσχύει καί γιά τό ἄγιο Νεκτάριο πού δέν ἐπέμεινε στά λάθη του, συμπεριφερόμενος ἐριστικῶς πρός τήν Ἐκκλησία. Ἰσχύει ἐπίσης καί γιά τόν ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης, ὁ ὁποῖος παρέλαβε «ἀπεριέργως» ἀπό τήν διδασκαλία τοῦ Ὠριγένους τό περί ἀποκαταστάσεως φρόνημα καί τό διετύπωσε στά δικά του συγγράμματα, ὅπως ἐπίσης ἔγραψε καί περί προσωρινότητος τοῦ κακοῦ (Βλ. Βαρσανουφίου και Ἰωάννου Ἐρωταποκρίσεις, ΕΠΕ, Φιλοκαλία τῶν Νηπτικῶν καί Ἀσκητικῶν, 10 Γ΄, ἐρώτ. 604, σελ. 154 κ.ἑ καί ΕΠΕ, 1, 152, Περί κατασκευῆς τοῦ ἀνθρώπου). Ἐντούτοις ἡ Ἁγία ΣΤ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος τόν ἀποκαλεῖ «Πατέρα Πατέρων», παρασιωπώντας τίς συγγραφικές ἀστοχίες του, ἐπειδή ἀκριβῶς δέν φιλονίκησε μέ τήν Ἐκκλησία. Βλέπουμε, λοιπόν, ὅτι οἱ Ἅγιοι Πατέρες τῶν Συνόδων δέν ἔχουν τήν λογική κάποιων σημερινῶν…
10 Οἱ ἐλαχιστότατες καταδίκες ἐκκλησιαστικῶν συγγραμμάτων μετά θάνατον, ὅπως αὐτή τοῦ Ὠριγένους (240 ἔτη μετά τήν κοίμησή του), ἤ τοῦ Θεοδώρου Μοψουεστίας (428 μ.Χ.) ὁ ὁποῖος μάλιστα ἔθεσε τίς βάσεις τοῦ Νεστοριανισμοῦ (καί γι᾿ αὐτό προβλήθηκαν τά συγγράμματά του ἀπό τόν ἴδιο τόν Νεστόριο ὡς δόγμα πίστεως), ἔγιναν ἀπό τήν Ἐκκλησία γιά λόγους ποιμαντικούς. Τά κείμενα τῶν συγκεκριμένων προσώπων ἔγιναν αἰτία παρεκκλίσεως, παραπλανήσεως καί παραπτώσεως ἀνθρώπων ἀπό τήν ὀρθή πίστη καί ὅπου ὑπάρχει τέτοιος κίνδυνος ἀπωλείας ψυχῶν, ἐκεῖ ἡ Ἐκκλησία ἐπεμβαίνει ποιμαντικῶς γιά νά προστατέψει τούς πιστούς ἀπό τήν κακοδοξία. Σχετικά μέ αὐτή τή θέση, βλ. Στ. Παπαδοπούλου, Πατρολογία Γ΄, Ἀθήνα 2010, σελ. 337.
11 ὅπου π. Ἐπιστολή Μ. Φωτίου, Τόμος Χαρᾶς, σελ. 252.
12 Τόν πολυγραφώτατο ἐπίσκοπο Ἱππῶνος Αὐγουστίνο, παρά τίς θεολογικές ἀστοχίες του (λόγῳ ἀγνοίας τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης καί τῆς θεολογίας τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, εἰδικώτερα τῶν Καππαδοκῶν Πατέρων), τιμᾶ ὡς Ἅγιο ἡ Ὀρθόδοξη Έκκλησία μας, μάλιστα δέ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς τόν χαρακτηρίζει «σοφόν καί Ἀποστολικόν ἄνδρα». Εἶναι δέ γνωστή στούς μελετητές ἡ ταύτιση τοῦ θεοφόρου Παλαμᾶ μέ τόν Αὐγουστίνο σέ μία ψυχολογικῆς φύσεως ἑμηνεία τοῦ τελευταίου γιά τή σχέση τῶν προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος καί μάλιστα γιά τή θεώρηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὡς τῆς μεταξύ τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ ἀγάπης («ἔρως ἀπόρρητος»), μέ παράλληλες φράσεις. (βλ. ἄρθρο Γ. Μαρτζέλου, Ἡ Θεολογική σχολή τῆς Θεσσαλονίκης καί ὁ ἱερός Αὐγουστῖνος). Ὁ δέ Ὅσιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης καταχωρίζει τόν Αὐγουστίνο στόν ἐκδοθέντα ἐν ἔτει 1819 Συναξαριστή του. Τόν ἀποκαλεῖ μάλιστα «ἅγιο», «θεῖο», «ἱερό» καί «μακάριο».
13 Βλ. Ἁγίου Νεκταρίου, Περί τῶν ἁγίων εἰκόνων, ἐκδ. Ρηγοπούλου,σελ. 233
14 ὅπου π. σελ. 291.
15 Ἡ ἀναφορά κάποιων - πρός κάλυψιν τῆς ἁγιομαχίας των - σέ συγκεκριμένο πεπαιδευμένο ἱεράρχη τῆς δεκαετίας τοῦ 1970 ὁ ὁποῖος, ὅπως λέγεται, δέν τιμοῦσε τόν ἅγιο Νεκτάριο, δέν πείθει τόν λογικῶς σκεπτόμενο καί ἔχοντα γνώση Ὀρθόδοξο Χριστιανό, οὔτε ἀποτελεῖ παράδειγμα πρός μίμησιν. Καί τοῦτο κατά πρῶτο λόγο διότι, ὅπως εἴπαμε καί πεπαιδευμένοι μέσα στην ἱστορία ἔσφαλαν, άκόμη καί Ἅγιοι. Γνωρίζουμε ὅλοι τήν περίπτωση τοῦ ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, ὁ ὁποῖος γιά πολλά ἔτη δέν ἀνεγνώριζε τήν ἁγιότητα τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου. Κατά δεύτερο λόγο, ἡ παραπλάνηση πολλῶν σέ διάφορα ζητήματα τότε, ὀφείλετο στήν παραπληροφόρηση, λόγῳ ἐποχῆς, μέ ὅτι αὐτό σημαίνει, κυρίως τήν ὕπαρξη διαφόρων ρευμάτων καί τάσεων θεολογικῶν. Πολλές φορές δέν πταίουν οἱ ἄνθρωποι, ἀλλά οἱ ἐποχές, ὅπως εἶχε παρατηρήσει εὐστόχως ὁ πολυγραφότατος, ἱστοριοδίφης καί Μέγας Χαρτοφύλαξ τοῦ Πατριαρχείου, Μανουήλ Γεδεών. Κυρίως ὅμως ἡ ἐλλιπής θεολογική ἐνημέρωση δημιουργεῖ τήν ἐλλιπῆ θεολογική συγκρότηση. Μή λησμονοῦμε ὅτι τήν δεκαετία τοῦ ΄70, οὔτε ἐκδόσεις ὅλων τῶν Πατερικῶν κειμένων ὑπῆρχαν, οὔτε ἡ Πατρολογία τοῦ Migne ἦταν εὑρύτατα διαδεδομένη στήν Ἑλλάδα, οὔτε ἡ εὐκολία προσεγγίσεως τῶν πηγῶν μποροῦσε νά ἐξασφαλιστεῖ στόν καλοπροαίρετο ἐρευνητή. Σήμερα ὅμως εἶναι ὅλα λυμένα Χάριτι Θεοῦ καί δέν δικαιολογοῦνται λάθη θεολογικά...
16 Βλ. ἱερομ, Θεοδωρήτου, Ἀποκαλυπτήρια μιᾶς ἁγιομάχου μοναχῆς, Ἀθῆναι 1976, ὅπου παρουσιάζονται ὅλες οἱ ἀλχημεῖες καί κακοποιήσεις τῶν κειμένων τοῦ Ἁγίου.
17 Ὁ ὅρος «ἁγιοποίηση» προϋποθέτει δικανική διαδικασία ἡ ὁποία λμβάνει χώρα μόνο στόν παπισμό ὅπου ὁ ποντίφηκας «ἁγιοιποιεῖ» ὅσους θέλει μέ μία διαδικασία τήν ὁποία θεωροῦμε περιτό νά ἀναφέρουμε. Ἀπό πλευρᾶς ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τόν ὅρο «ἁγιοποίηση» υἱοθέτησαν ὁ Κ. Ράλλης («Περί τῆς τῶν ἁγίων ἀνακηρύξεως»), βλ. Ἐκατονταετηρίς Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, Ἀθήνα 1938, σελ. 305 -316) καί ὁ Μέγας Χαρτοφύλαξ τοῦ Πατριαρχείου Κων/πόλεως, Μανουήλ Γεδεών, στό γνωστό ἔργο του «Ἁγιοποιήσεις», Θεσσαλονίκη 1984.
18 Εἰδικά οἱ Μάρτυρες ἀνεγνωρίζοντο ἀμέσως μετά τήν κοίμησή τους, ὅπως εἶναι γνωστό.
19 Βλ. Δ. Τσάμη, Ἁγιολογία τῆς ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, ἐκδ. Πουρναρᾶ , Θεσσαλονίκη 1999, σελ. 128.
20 ὅπου π. σελ. 129.
21«Θεσπίζομεν συνοδικῶς, ὅπως ἀπό τοῦ νῦν…ὁ Νικόδημος Ἁγιορείτης συναριθμῆται τοῖς ὁσίοις καί ἁγίοις τῆς Ἐκκλησίας». Ὀρθοδοξία, 30, (1955), 391.
22 «…Διό θεσπίζομεν… Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός συναριθμῆται τοῖς ἁγίοις». Ἐκκλησία, 38, 191, 255 -256. Συναφής ἐννοιολογικά εἶναι και διατύπωση «καταλέγεται», τήν ὁποία χρησιμοποίησε ὁ Κύριλλος Λούκαρις (16221 -1638), γιά τόν ἅγιο Γεράσιμο Κεφαληνίας, γιά τόν ὁποῖο ὅρισε: «ἐν ἀριθμῷ τῶν ὁσίων καί ἁγίων ἀνδρῶν καταλέγοιτο ἀπό τοῦ νῦν καί εἰς τό ἑξῆς». βλ. Στ. Παπαδοπούλου, Διακήρυξη Ἀγιότητας Ἁγίου, Πρακτικά συνεδρίου Ἐκκλ. Ἑλλάδος, Ὁ Ἅγιος καί ὁ Μάρτυς στήν Ἐκκλησία, σελ. 173 -174.
23 Δ. Τσάμη, Ἁγιολογία, σελ. 136.
24 MPG. 151, 711 Β.
25 Μ. Βασιλείου Ἐπιστολή 360, MPG. 32, 1100 Β.
26 «Πρός τάς προσκομισθείσας θέσεις…», Ἰάσιον 1682, σελ. 209 ἑ., 209, ἑ. Βλ. Π. Πάσχου, Ἅγιοι, οἱ φίλοι τοῦ Θεοῦ,ἐκδ. Ἁρμός (3), σελ. 128. Πρβλ. πρωτ. Μεταλληνοῦ, Λόγος ὡς ἀντίλογος, ἐκδ. Ἁρμός, σελ. 54.
27 Στή γνωστές μονογραφίες τῶν, Πέτρου Μπότση καί Σωτηρίας Νούση περί τοῦ Γέροντος Ἱερωνύμου τῆς Αἰγίνης ἀναφέρεται καί μία προφητεία πλήρως ἐπαληθευομένη, σχετικά μέ τούς κατηγόρους τοῦ ἁγίου Νεκταρίου. Συγκεκριμένα, ὁ π. Ἱερώνυμος, ἕνα χρόνο πρό τῆς ὁσίας κοιμήσεώς του, συζητώντας μέ συγκεκριμένο πνευματικό του παιδί, τήν Νίκη Τούντα ἐκ Λαρίσης, εἶπε τά ἑξῆς: «Πρόσεξε κόρη, μετά ἀπό μερικά χρόνια ἀπό τόν θάνατό μου θά βγεῖ μιά μοναχή, ἡ ὁποῖα θά ἔχει πολλά χρήματα καί ἀφοῦ πλανηθεῖ, θά γράψει βιβλία ἐναντίον τοῦ ἁγίου Νεκταρίου καί θά πλανήσει ἀρκετούς. Ἐσύ νά μήν τά πιστέψεις καί νά τιμᾶς τόν ἅγιο Νεκτάριο». Ἡ προφητεία πλήρως ἔχει πραγματοποιηθεῖ, ἀφοῦ ὁ μέν Γέρων Ἱερώνυμος ἐκοιμήθη τό 1966, ἡ δέ μοναχή Μαγδαληνή, ἡγουμένη τῆς Ἱ. Μονῆς Ἀναλήψεως Κοζάνης τό 1974 συνέγραψε τό πρῶτο της βιβλίο ἐναντίον τοῦ ἁγίου Νεκταρίου…
28 Ἐπιστολή ΚΔ΄ Μ. Φωτίου: «ὁ τολμῶν ὑβρίζειν τόν ἔξω τούτων καθεστῶτα πασῶν τῶν περιστάσεων, οὐ κατ᾿ ἐκείνου μᾶλλον ἤ καθ᾿ ἑαυτοῦ περιτρέπει τόν ὄνειδον».
Στίς 9 Νοεμβρίου ἡ Ἐκκλησία μας τιμᾶ γηθοσύνως καί λαμπρῶς τόν λαοφιλέστατο Ἅγιο, τόν φωστῆρα τῆς Αἰγίνης καί θαυματουργό Πατέρα καί Ἱεράρχη, Νεκτάριο, Μητροπολίτη Πενταπόλεως τῆς Αἰγύπτου. Πολλοί κατά καιρούς διεζωγράφισαν τήν μορφή καί τήν φωτεινή προσωπικότητα τοῦ «ἐν ἐσχάτοις χρόνοις φανέντος» φίλου τῆς ἀρετῆς καί μιμητοῦ τοῦ Κυρίου, ἐκείνου ὁ ὁποῖος ἀνεδείχθη ὑπό Θεοῦ Μέγας, «τῶν πάλαι Ἁγίων χαρακτηρίσας τήν ζωήν ἐν ἡμέραις πονηραῖς», ὅπως ψάλλουμε στό δοξαστικό τῶν Ἐσπερίων, στήν Ἀσματική Ἀκολουθία του.
Ὑπάρχουν ὅμως καί αὐτοί (ἐλάχιστοι, εὐτυχῶς) οἱ ὁποῖοι δέν τόν τιμοῦν, ἀλλά τόν ἐπικρίνουν καί ἐπιχειροῦν νά ἀμαυρώσουν τή μνήμη του, εἴτε κρυφίως σέ στενούς κύκλους (φοβούμενοι τίς ἀντιδράσεις τοῦ λαοῦ), εἴτε φανερῶς, ἐκφράζοντας τίς ἀθεολόγητες καί ἕωλες αἰτιάσεις τους ἐναντίον του. Πρόκειται δηλαδή γιά ἀπόρριψη τῆς κεκυρωμένης ὑπό Θεοῦ Ἁγιότητος τοῦ προστάτου τῆς Αἰγίνης καί θαυματουργοῦ Ἁγίου. Στά παρακάτω θά γίνει μία σύντομη ἀναφορά στό ζήτημα αὐτό. Καί θά τονιστοῦν κάποια σημεῖα κάπως ἐπιγραμματικά, διότι ἐπ᾿ αὐτοῦ ἔχουμε καταθέσει διεξοδική ἀναίρεση ἐπιχειρημάτων τῶν ἀντιφρονούντων, στό ἐξαντληθέν πόνημά μας πού φέρει τόν τίτλο: «Σύν πᾶσι τοῖς Ἁγίοις» (Ἀθήνα 2009). Προσεχῶς δέ, τοῦ Θεοῦ συνεργοῦντος, θά κυκλοφορηθεῖ μελέτη εἰδική περί τῆς θεολογικῆς καί ποιμαντικῆς ἀντιμετωπίσεως συγγραφικῶν σφαλμάτων Ἁγίων ἀνδρῶν ἀπό τήν Ἐκκλησία, μέ εἰδική ἀναφορά στόν ἅγιο Νεκτάριο, στόν ἱερό Αὐγουστίνο τόν Ἅγιο ἱεράρχη τῆς Ἱππῶνος, τόν ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης καί σέ ἄλλους Ἁγίους, ἔχοντας σχέση μέ τά διαλαμβανόμενα.
Ὡστόσο, εἶναι ἀνάγκη νά κατανοηθεῖ ὅτι στό πλαίσιο τῆς Ἐκκλησίας δέν ἀποφασίζει κάποιος μόνος του, κατά τό δοκοῦν, γιά τό ποιός εἶναι Ἅγιος καί ποιός ὄχι! Μόνο ἡ Ἐκκλησία ἀποφαίνεται αὐθεντικῶς. Δέν μποροῦμε νά εἰσάγουμε αὐθαιρεσίες στήν περιοχή τῆς θεολογίας, τῆς ἐκκλησιολογίας καί τῆς δογματικῆς, ὅπου τά πάντα ἐν Ἀγίῳ Πνεύματι ἔχουν ἐπιλυθεῖ ἀπό τούς θεοφόρους Πατέρες μας, ὅπως ἔχουν λυθεῖ καί τά ἁγιολογικῆς φύσεως ζητήματα, δηλαδή ἡ ὑπό προϋποθέσεις ἀνάδειξη Ἁγίων, ἤ, ἡ ὑπό προϋποθέσεις ἀμφισβήτηση αὐτῶν κλπ. Κανένας στήν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία μας δέν «στήνει τό δικό του θέλημα» ὅπως λέμε, οὔτε ἀποφαίνεται παπιστικῶς, ἀμαρτύρως καί αὐθεντικῶς. Κανένα μέλος τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας δέν μπορεῖ νά ὑψώνει τήν ἀτομική του συνείδηση πάνω ἀπό τή συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας καί νά γίνεται κριτής καί τιμητής τῶν κρίσεων καί τῶν ἐκτιμήσεών της.
Στά ἑπόμενα θά παρουσιάσουμε τά ἐπιχειρήματα τῶν μή ἀποδεχομένων τήν Ἁγιότητα τοῦ φαεσφόρου καί θεουμένου ἐπισκόπου Πενταπόλεως Νεκταρίου, κοιμηθέντος Ὁσίως τό ἔτος 1920 καί θά ἀναιρέσουμε θεολογικῶς καί Πατερικῶς τά ἐπιχειρήματα αὐτά μέ κάθε δυνατή συντομία. Εἰρήσθω εἰσαγωγικῶς ὅτι κατά τόν λόγο καί τό πρότυπο τοῦ μεγάλου Δογματολόγου τῆς Ἐκκλησίας μας, ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, «ἐμόν ἐρῶ οὐδέν», δέν θά ποῦμε τίποτα δικό μας. Θά στηριχθοῦμε ὡς εἰς ἀσφαλήν βακτηρία, στήν Πατερική μας Γραμματεία, ἀφοῦ ὡς ὀρθόδοξοι θά πρέπει νά ἀποφαινόμαστε «κατά τάς τῶν Ἁγίων θεοπνεύστους θεολογίας καί τό τῆς Ἐκκλησίας εὐσεβές φρόνημα»1.
ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑ ΠΡΩΤΟ
ΟΙ ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΣΤΟΧΙΕΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ
Οἱ Ἅγιοι δέν ὑπῆρξαν τέλειοι εἰς ὅλα καί ἄπταιστοι, δηλ. ἀναμάρτητοι, διότι ὑπῆρξαν καί αὐτοί ἄνθρωποι θνητοί. Ὁ μόνος κατά φύσιν Τέλειος, καί Ἀναμάρτητος εἶναι ὁ Τριαδικός Θεός. Οἱ ἅγιοι ἦσαν ἀπλανεῖς, ὄχι ὅμως καί ἀλάθητοι! Ἡ πτώση καί ὁ μῶμος, ἡ ἀστοχία καί τό σφάλμα, ἡ παρέκκλιση καί παρεκτροπή εἶναι γνωρίσματα ἀκόμη καί Ἁγίων ἀνδρῶν, ὅπως δείχνει ἡ ἱστορία καί τό ἐπισημαίνει εὔστοχα ὁ τῆς Θεολογίας ἐπώνυμος, ἅγιος Γρηγόριος: «Ἅπτεται γάρ, οὐ τῶν πολλῶν μόνον, ἀλλά καί τῶν ἀρίστων ὁ μῶμος, ὡς μόνον ἄν εἶναι τοῦ Θεοῦ τό παντελῶς ἄπταιστον καί ἀνάλωτον πάθεσι».2 Πολλά εἶναι τά περιστατικά ἐκεῖνα ἀπό τήν ἐκκλησιαστική μας Ἱστορία, τά ὁποῖα ἀναφέρονται σέ ποικίλες πτώσεις Ἁγίων ἀνδρῶν, θεολογικές ἐκκλησιατικές, συγγραφικές κ.ἄ, ὅπου καταδεικνύεται ὅτι καί οἱ Ἅγιοι ὑπόκεινται στούς ὅρους τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως καί μποροῦν νά διαπράξουν σφάλματα καθώς ἀγωνίζονται μέ τή θεία ἀρρωγή καί Χάρη νά ὑπερβοῦν τά σύνορα μεταξύ οὐρανοῦ καί γῆς.
Στό πλαίσιο αὐτό μποροῦμε νά δοῦμε μέ ἀντικειμενικότητα τήν ὕπαρξη συγγραφικῶν ἀστοχιῶν σέ κάποιους Ἁγίους ἄνδρες τῆς Ἐκκλησίας μας, μή ἐξαιρουμένου καί τοῦ ἁγίου Νεκταρίου Αἰγίνης, οἱ ὁποῖοι διακρίθηκαν ὡς θεολόγοι καί συγγραφεῖς, πλήν ὅμως, ἡ ἀνθρώπινη ἀδυναμία παρήγαγε κάποιες ἀστοχίες πού ὀφείλονται εἴτε στήν ἄγνοια εἴτε σέ ἄλλους παράγοντες, τούς ὁποίους ἀναλύει ἡ Πατερική πεῖρα τῆς Ἐκκλησίας μας. Συγκεκριμένα, ὑπάρχει μία καταγραφή τοῦ φρονήματος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στό ζήτημα τῶν συγγραφικῶν ἀστοχιῶν Ἁγίων και ἱερῶν συγγραφέων. Αὐτή βρίσκεται σέ μία περισπούδαστη ἐπιστολή (ΚΔ΄) τοῦ Μεγάλου Φωτίου, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως πρός τόν ἐπίσκοπον Ἀκυληΐας Ἰωάννη3. Αὐτή εἶναι καταχωρισμένη στόν Τόμο Χαρᾶς τῆς ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας τοῦ Δοσιθέου Ἱεροσολύμων καί στήν Πατρολογία τοῦ Migne, τόμο 102. (Κατά τή διαπραγμάτευση τοῦ θέματός μας θά παραπέμψουμε καί στίς δύο πηγές, κατά περίστασιν). Ἡ ἐν λόγῳ ἐπιστολή τοῦ Μ. Φωτίου τά λέει ὅλα! Καί δέν ἀφήνει κανένα ἐρωτηματικό γιά τόν καλοπροαίρετο ἐρευνητη. Ἐκφράζει δέ τό πνεῦμα τῆς Ἐκκλησίας σχετικά μέ τά ζητήματα αὐτά, ὅπως ὑλοποιήθηκε στή διαχρονική πορεία τῆς Ἐκκλησίας καί καταγράφεται στά Πρακτικά τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Θά παρουσιάσουμε κάποια σημεῖα τῆς ἐπιστολῆς τοῦ Μ. Φωτίου, θά τά ἀναλύσουμε καί στή συνέχεια θά ἀναφερθοῦμε στήν περίπτωση τοῦ ἁγίου Νεκταρίου.
Σύμφωνα μέ τήν ἐν λόγῳ θεολογική ἐπιστολή τοῦ σοφωτάτου Πατρός, Μ. Φωτίου, ἡ Ἐκκλησία ἀντιμετωπίζει μέ πολλή σύνεση, διάκριση, ὑπευθυνότητα καί ποιναντική εὐαισθησία τίς περιπτώσεις τῶν ἐμφιλοχωρούντων λανθασμένων ἀπόψεων στά συγγράμματα Ἁγίων μελῶν της. Πολλές εἶναι ἐκεῖνες οἱ περιστάσεις οἱ ὁποῖες ἀνάγκασαν πολλούς ἐναρέτους ἀνθρώπους νά διολισθήσουν, νά «ξεφύγουν» ὅπως λέμε ἀπό τήν ὀρθόδοξη Διδασκαλία καί νά διατυπώσουν ἐφαλμένες ἀπόψεις ἀκόμη καί στό πεδίον τοῦ δόγματος! Αὐτό ἐπισυνέβη, εἴτε ἐπειδή παρεσύρθησαν ὡς ἄνθρωποι (ἴσως στόν πρό τῆς θεώσεώς τους καιρό), εἴτε ἐπειδή ἀπηύθυναν τό λόγο πρός αἱρετικούς, εἴτε γιά ἄλλες αἰτίες πού γνωρίζει ὁ Θεός. Ἰδού τά λόγια τοῦ Μ. Φωτίου: «Πόσαι περιστάσεις πραγμάτων πολλούς ἐξεβιάζοντο, τά μέν παραφθέγξασθαι, τά δέ πρός οἰκονομίαν εἰπεῖν, τά δέ καί τῶν ἀπειθούντων ἐπαναστάντων, τά δέ καί ἀγνοίᾳ οἷα δή περιολησθήσασιν ἀνθρώπινα»;4
Πῶς, ὅμως, ἡ Ἐκκλησία ἀντιμετωπίζει τίς περιπτώσεις αὐτές; Ἐρωτοῦν κάποιοι: μπορεῖ ὁ καθένας νά γράφει ἀνεγξέλεκτα ὅ,τι νομίζει ὡς ὀρθό καί νά διαφωνεῖ στά ὅσα φρονεῖ ἡ Ἐκκλησία; Ὄχι βεβαίως, ἀλλά ἄς δοῦμε τήν συνέχεια τῆς ἐπιστολῆς. Ὁ Μ. Φώτιος, ὅταν προκλήθηκε νά ἀπαντήσει (βλ. ὑποσ. 2) σχετικά μέ τό ἄν γνωρίζει ὅτι ὀρθόδοξοι Πατέρες τῆς Δύσεως διετύπωσαν γραπτῶς τήν λατινική κακοδοξία τοῦ Filiogve καί πῶς πρέπει ὀρθοδόξως αὐτό νά ἀντιμετωπιστεῖ, γράφει ὅτι εἶναι μέν καινοτομία, ἀλλά «δέν καταδικάζουμε» καί «δέν «ἀτιμάζουμε» τούς Πατέρες, πού ἴσως παρεξέκλιναν ἀπό ἄγνοια, ἤ ἀπό ἄλλες αἰτίες, ὅταν δέν τούς ἔχει ὑποδειχθεῖ τό σφάλμα καί ἀπέθαναν χωρίς νά ἐλεγχθοῦν (ὅπως ἐν προκειμένῳ τότε ὁ ἱερός Αὐγουστῖνος κ.ἄ. Πατέρες).
«…Ἀμβρόσιος ὁ μέγας καί Αὐγουστῖνος και Ἱερώνυμος καί τινες ἄλλοι ὁμοταγεῖς καί ἰσοστάσιοι, μέγα ὄνομα λαχόντες ἐπ᾿ ἀρετῇ καί βίου λαμπρότητι, τό Πνεῦμα ἐκ τοῦ Υἱοῦ ἐν πολλοῖς αὐτῶν λόγοις συνέταξαν ἐκπορεύεσθαι…καί μή ἀτιμάζειν τούς πατέρας».5
Εἶναι δέ σημαντικό νά τονιστεῖ ὅτι ὁ πολυμαθέστατος, πεφωτισμένος καί πρῶτος ἀντιπαπικός Ἱεράρχης τῆς Ἐκκλησίας μας Μ. Φώτιος δέν ἀποκρύπτει τήν ἀλήθεια τῶν γεγονότων, οὔτε ἐπιχειρεῖ νά καλύψει τούς παρεκτραπέντας Ἁγίους μέ διάφορα τεχνάσματα, ὅπως λ.χ. ὅτι μπορεῖ νά μήν τά ἔγραψαν αὐτά οἱ Πατέρες ἀλλά νά τά πρόσθεσαν ἄλλοι στά κείμενά τους μετά θάνατον κλπ., ἀλλά ὁμολογεῖ τήν ἀλήθεια ἡ ὁποία πάντοτε ἐλευθερώνει καί σώζει. Ναί, τά ἔγραψαν οἱ ἴδιοι, λέγει, ἔσφαλαν οἱ Πατέρες ὡς ἄνθρωποι, ἀλλά ὅπως γράφει παρακάτω «σιγῶντας καί μή παρόντας» δέν μποροῦμε νά τούς καταδικάσουμε. Δέν εἶναι δυνατόν νά καταδικαστεῖ αὐτός πού δέν ἐλέχθηκε γιά τό σφάλμα του, πού δέν τοῦ δόθηκε ἡ εὐκαιρία νά τό διορθώσει καί πού δέν ἐπέμενε σ᾿ αὐτό! «Τήν μέν καινοτομίαν ἀποστρεφόμεθα, τόν πατέρα δέ αὐτῆς (σ.σ. ἐδῶ ἐννοεῖ τόν ἱερό Αὐγουστίνο), σιγῶντα μάλιστα καί μή παρόντα, μή δ᾿ ἀντιλέγοντα, οὗ μέν οὖν, οὐ καταδικάζομεν».6
Κατά τήν Πατερική Θεολογία, ὅπως τήν ἐκφράζει δυναμικά τόν 9ο αἰῶνα ὁ ἱερός Φώτιος, τό πρόσωπο -ὁ συγγραφεύς - διαστέλλεται ἀπό τό σφάλμα /λανθασμένη διατύπωση, ἔτσι ὥστε τό μέν λάθος να μην υἱοθετεῖται και ναμήν προστίθεται στήν ὑπάρχουσα Διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, ὁ δέ συγγραφεύς νά ἐξακολουθεῖ νά ἀπολαμβανει τῆς τιμῆς τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι ἐν προκειμένῳ χαρακτηριστική καί λίαν διαφωτιστική ἡ φράση τοῦ Ἁγίου Πατριάρχου τῆς Κωνσταντινουπόλεως, Φωτίου: «Τό μέν παρενεχθέν (τό σφάλμα) οὐ προσθήκην δεχόμεθα, τούς δέ ἄνδρας ἁσπαζόμεθα».7
Στήν ἴδια μάλιστα συνάφεια ὁ Μ. Φώτιος, λαμβάνοντας ἀφορμή ἀπό γνωστή ὑπόθεση τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, γράφει θεοκινήτως ὅτι ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι καί «τρόφιμοι τῆς Ἐκκλησίας» γνωρίζουμε πώς πρέπει κατά τό παράδειγμα τῶν δύο σωφρόνων υἱῶν τοῦ παρεκτραπέντος Νῶε (Σήμ καί Ἰάφεθ) νά προστατεύουμε τόν πατέρα μας καί ὄχι νά τόν ἐκθέτουμε, ὅπως ἔπραξε ὁ ἀναιδῆς Χάμ! Ὀφείλουμε νά καλύπτουμε ὀπισθοφανῶς τόν παρεκτραπέντα πατέρα (ἐν προκειμένῳ τόν σφάλοντα συγγραφέα) καί ὄχι νά τόν διαπομπεύουμε ἀναιδῶς! «Οἱ τῆς Ἐκκλησίας τρόφιμοι καί τῶν ἱερῶν μαθημάτων οὐκ ἐπιλήσμονες, κατά τόν Σήμ καί Ἰάφεθ, καί τήν πατρικήν ἀσχημοσύνην ἐπικαλύπτειν ἐπίσταντανται καί τούς μιμητάς τοῦ Χάμ καταγινώσκοντες ἀποστρέφονται».8
Τρεῖς προϋποθέσεις, κατά τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία πρέπει νά συντρέχουν, ὥστε νά καταδικαστεῖ ἕνας ἱερός συγγραφεύς καί νά ἀποβληθεῖ ἀπό τή χορεία τῶν Ἁγίων προσώπων.
Ἡ πρώτη εἶναι ἡ ἐπιμονή τοῦ παρεκτραπέντος στό σφάλμα του, ὅταν τοῦ ὑπόδειχθεῖ καί κληθεῖ σέ διόρθωσή του. Καί τοῦτο διότι ἡ ἐπιμονή δηλώνει φρόνημα, ὄχι ἁπλό λάθος, ἀλλά συνειδητή τοποθέτηση, πρᾶγμα τό ὁποῖο εἶναι μεμπτό καί καταδικαστέο.Τό λάθος δέν κάνει τόν Ὀρθόδοξο αἱρετικό! Μόνο ἡ ἐπιμονή στό λάθος καταδικάζεται καί ἡ ἀμετανοησία, ὅταν αὐτό ὑποδεικνύεται.
Ἡ δεύτερη εἶναι ἡ φιλονικεία τοῦ σφάλοντος μέ τήν Ἐκκλησία καί ἡ ἀπείθειά του πρός αὐτήν. Ἡ διαχρονική Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καί ἡ ὀρθόδοξη Πατερική Θεολογία, ὡς γνωστόν, δέν πλανᾶται ποτέ καί ὅποιος διαφωνήσει καί ἐρίσει/φιλονικήσει μέ τήν Ἐκκλησία καί τήν Θεολογία της αὐτός δέν σώζεται9! Ἀντίθετα, ἐκπίπτει ἀπό κάθε τιμή πού εἶχε πρίν αὐτός πού θά ἀπειθείσει στή θεόπνευστη Πατερική Θεολογία, ὅπως τό γνωρίζουμε ἀπό πολλές αἱρέσεις καί ἑτεροδιδασκαλίες πού συνετάραξαν τήν Ἐκκλησία κατά τή δισχιλιετῆ πορεία της μέσα στον κόσμο.
Ἡ τρίτη εἶναι ὁ θάνατος τοῦ παρεκτραπέντος σέ κατάσταση ἀμετανοησίας, ἀφοῦ «ἐν τῷ Ἅδη οὐκ ἔστι μετάνοια», ὅπως ὅλοι γνωρίζουμε.10
Ὅταν, λοιπόν, λάβουν χώρα οἱ ἀνωτέρω προϋποθέσεις, τότε καταδικάζεται ὁ παρεκτραπείς καί δέν μπορεῖ νά θεωρηθεῖ Πατήρ γνήσιος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά εἶναι ἀνάγκη νά ἀποβληθεῖ καί αὐτός καί τά συγγράμματά του. Ἄς δοῦμε ὅμως πῶς ἀκριβῶς τό γράφει ὁ Μ. Φώτιος, τοῦ ὁποίου τό γλωσσικό ἰδίωμα εἶναι ἰδιαίτερα δύσκολο, ἀλλ᾿ ἐξίσου θαυμαστό. «Ἔτι δέ, εἰ μέν ὑπομνησθέντες περί τοῦ προκειμένου κεφαλαίου, τῶν εἰρημένων πατέρων ἀντεῖπε τό σύνταγμα καί πρός ἔνστασιν τινά καί ἀπείθειαν ἀπεθρασύνετο, διέτεινάν τε τῇ αὐτῇ παρατροπῇ τῆς δόξης καί ἐπ αὐτῇ τόν βίον μετά τούς ἐλέγχους κατέστρεψαν, ἀνάγκη τούτους συναποβάλλεσθαι τῷ φρονήματι».11
Τί ἔχουν νά ποῦν λοιπόν, περί τοῦ Ἁγίου Ἱεράρχου τῆς Αἰγίνης Νεκταρίου, ὅσοι τόν ἀμφισβητοῦν λόγῳ τῶν σφαλμάτων πού ἔχουν ἐμφιλοχωρήσει σέ κάποια κείμενά του; Πότε ἐλέχθηκε ἀπό τήν Ἐκκλησία; Πότε ἐπέμενε; Ποιά ἀπόδειξη ὑπάρχει ὅτι ἐκοιμήθη ἀμετανόητος καί πολεμώντας τήν Ἐκκλησία; Καί ἄν ἡ Ἐκκλησία ἔχει τέτοια ἀνεκτική καί σοφή ἀντιμετώπιση σέ ὅσους ἔχουν σφάλλει δογματικῶς, ὅπως ὁ ἱερός Αὐγουστῖνος12, τότε ἄς σκεφθοῦμε σέ πόσο ἀνεκτικώτερη θέση βρίσκεται ὁ ἅγιος Νεκτάριος, ὁ ὁποῖος δέν ἔσφαλε δογματικά, ἀλλά ἁπλῶς διατύπωσε κάποιες ἐπισφαλεῖς ἀπόψεις σέ ἐκκλησιαστικά ζητήματα πρακτικῆς φύσεως καί ἱστορικά. Θά μακρυγορήσουμε ἄν ἐξετάσουμε ἕνα πρός ἕνα τά ἀνθρώπινα συγγραφικά ὁλισθήματα τοῦ Ἁγίου ἐπισκόπου Πενταπόλεως.
Θά ἀναφερθοῦμε μόνο δι᾿ ὁλίγων στήν κυριώτερη ἀστοχία τοῦ Ἁγίου, ὡς συγγραφέως καί δή μάλιστα ἱστπρικοῦ. Αὐτή συνίσταται στό ὅτι ὁ ἱερός Νεκτάριος υἱοθέτησε μία λανθασμένη θεωρία τοῦ Κωνσταντίνου Παπαρηγοπούλου περί τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί τήν διατύπωσε στό σύγγραμμά του «Αἱ Οἰκουμενικαί Σύνοδοι τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας» (ἐκδ. Ρηγοπούλου, ἔτος 1882, μέ Εἰσαγωγή ἀρχ. Εἰρηναίου Δεληδήμου). Ὁ ἅγιος Πατήρ ἀντέγραψε ἀνεξετάστως τόν ἐθνικό μας ἱστορικό στήν μεροληπτική θέση του στό ζήτημα τῆς Εἰκονομαχίας, μέ ἀποτέλεσμα νά παρεκκλίνει ἱστορικά καί ἴσως κατά μία αὐστηρά κριτική καί θεολογικά.
Ὅμως τό λάθος αὐτό διόρθωσε ἐπισημότατα ὁ Ἅγιος Ἱεράρχης, μετά ἀπό μία ἀκριβῶςδεκαετία, ὅταν κυκλοφόρησε τό περίφημο πόνημά του «Μελέτη περί τῶν Ἁγίων εἰκόνων» (1902). Ἐκεῖ, ὄχι μόνο ξεκαθαρίζει τά πράγματα θεολογικῶς καί ἐκκλησιολογικῶς, ἀλλά μέσα ἀπό την ὅλη διαπραγμάτευση στό ἐν λόγῳ πόνημα ἀναδεικνύεται πλέον ὁ λιπαρῶς καταρτισμένος ἐρευνητής και κυρίως, ὁ πραγματικός εἰκονόφιλος Πατήρ καί ἀκόλουθος «ἐν πᾶσι» τῶν Ἁγίων Πατέρων, ἀφοῦ τεκμηριώνονει μέ πολλά χωρία δικά τους τήν ἐν λόγῳ σπουδαιότατη ἐργασία του. Παρουσιάζει μάλιστα μεταξύ ἄλλων καί τήν εὐλαβητική διάθεση τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης ἔναντι τῶν ἁγίων Εἰκόνων, μέ τό χωρίο στό ὁποῖο ὁ σοφώτατος αὐτάδελφος τοῦ Μ. Βασιλείου ἀποκαλύπτει ὅτι δέν συνέβη νά ἀντικρύσει μία εἰκόνα τοῦ θείου Πάθους χωρίς νά δακρύσει, ἐνθυμούμενος τό γεγονός πού παριστᾶ ἡ ἱερά τέχνη τῆς ἁγιογραφίας. «Εἶδον πολλάκις ἐπί γραφῆς εἰκόνα τοῦ πάθους καί οὐκ ἀδακρυτί τήν θέαν παρῆλθον, ἐναργῶς τῆς τέχνης ὑπ᾿ ὄψιν ἀγούσης τήν ἱστορίαν».13
Εἶναι ἐπίσης σημαντικό νά δοῦμε τήν συμπερασματική γνώμη τοῦ ἁγίου Νεκταρίου σχετικά μέ τήν ἀποκατάσταση τῶν ἁγίων Εἰκόνων ἀπό τήν Ἁγία Ζ΄Οἰκουμενική Σύνοδο. Γράφει ὁ Ἅγιος: «Σπουδαία καί ἀναγκαία ἦτο καί ἡ ἐβδόμη Οἰκουμενική Ἁγία Σύνοδος, διότι ἀπέδωκε τῇ Ἐκκλησία τον κόσμον αὐτῆς (σ.σ. τό κόσμημα, τίς ἅγιες Εἰκόνες), ὥρισε τόν χαρακτῆρα τῆς ὀφειλομένης προς τάς σεπτάς ἁγίας εἰκόνας τιμῆς, καί εἰρήνευσε τήν Ἐκκλησίαν, ἐπί αἰῶνα διατηρηθεῖσαν. Διά τῆς τῶν εἰκόνων ἀναστηλώσεως, καταπολεμήθη νεωτερισμός τις ὅλως ξένος τῇ Ἐκκλησίᾳ τοῦ Χριστοῦ καί φρόνημα ἐσφαλμένον, ὑπονομεῦον τήν τῆς Ἐκκλησίας Ὀρθοδοξίαν».14
Ἐρωτοῦμε, θά ἔγραφε ἔτσι ποτέ ἕνας εἰκονομάχος, ὅπως τόλμησαν τά πάντολμα καί ἀναιδῆ στόματα τῶν ἁγιομάχων νά παρουσιάσουν τόν σφόδρα εἰκονόφιλο Ἅγιο τῆς Αἰγίνης;; Αὐτά προξενεῖ ἡ ἔλλειψη θεολογικῆς παιδείας ὅταν συνδιάζεται καί με τήν κακή πρόθεση15…
Ὡστόσο, εἶναι ἀπαραίτητο νά ἀναφερθεῖ γιά τήν ἱστορία, ὅτι πέραν τῶν ὀλιγοστῶν ἐσφαλμένων διατυπώσεων τοῦ Ἁγίου τῆς Αἰγίνης, γιά τίς ὁποίες ἰσχύει ὅτι καί γιά ὅλους τούς ἄλλους Ἁγίους πού ἔσφαλαν, ὅπως τό εἶδαμε στήν καταγραφή τοῦ φρονήματος τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τόν Μ. Φώτιο, ὑπῆρξαν καί σκόπιμη πολεμική κατά τοῦ ἁγίου Νεκταρίου. Τά κείμενά του ὑπέστησαν ἀλλοιώσεις καί κολοβώσεις, παραχαράξεις καί προκρούστειες ἀφαιρέσεις, ὥστε νά ἐξαχθεῖ τό συμπέρασμα ὅτι ὁ Ἅγιος συνέγραψε πολλά κακόδοξα καί ἀντιεκκλησιαστικά καί ὅτι ὑπῆρξε και…φιλοπαπικός!. Μία μόνο περίπτωση διαστροφῆς ἀναφέρουμε ἐνδεικτικά ἀπό τίς πολλές, αὐτήν ὅπου ὁ Ἅγιος στό βιβλίο του «Περί τῶν αἰτιῶν τοῦ σχίσματος» ἀναφέρεται ὡς ἱστορικός στόν Πατριάρχη Μιχαήλ τόν Κηρουλάριο. Παραθέτει δέ γνώμες τῶν πρό αὐτοῦ συγγραφέων (καί εἶναι ὑποχρεωμένος νά τό πράξει, ἀφοῦ γράφει ἱστορία) τίς ὁποίες καί ἀξιολογεῖ. Γράφει, λοιπόν, ὁ ἅγιος Νεκτάριος, στό κεφάλαιο «Χαρακτῆρ τοῦ Πατριάρχου Μιχαήλ Κηρουλαρίου», παραπέμποντας στόν Κ. Παπαρηγόπουλο: «Ὁ Πατριάρχης Μιχαήλ, ἱστορεῖ ὁ Παπαρηγόπουλος, ἦτο ἄνθρωπος ὀξύς, πολυπράγμων, φίλαρχος και φιλόδοξος». Ἀπό τό ἀνωτέρω ἀπόσπασμα, ἐξηφανίσθη τεχνηέντως ἀπό τούς ἐπικριτάς τοῦ ἁγίου Νεκταρίου ἡ ὑπογραμμισμένη φράση: «ὅπως ἱστορεῖ ὁ Παπαρηγόπουλος», με ἀποτέλεσμα νά ἐξαχθεῖ τό συμπέρασμα ὅτι οἱ ταπεινωτικοί χαρακτηρισμοί πρός τόν Πατριάρχη Μιχαήλ εἶναι τοῦ ἁγίου Νεκταρίου, ένῶ εἶναι τοῦ Κ. Παπαρηγοπούλου! Καί πόσα ἄλλα παρόμοια ὑπάρχουν!16... Ἰδού οἱ «ἔντιμες» μέθοδοι τῶν κατηγόρων τοῦ Ἁγίου τῆς ἐποχῆς μας…
Ἀλλά ἄς προχωρήσουμε στό δεύτερο ἐπιχείρημα τῶν λεγομένων (ὅπως ἐπικράτησε) «ἀντινεκταριανῶν».
ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑ ΔΕΥΤΕΡΟ
Η «ΑΓΙΟΠΟΙΗΣΗ» ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΘΗΝΑΓΟΡΑ
Τό Πατερικῶς ἀβάσιμον τοῦ ἐν λόγῳ ἐπιχειρήματος μαρτυρεῖ ὁ πατερικῶς καί ὁ ὀρθοδόξως ἀδόκιμος ὅρος «ἁγιοποίηση»17, τόν ὁποῖο χρησιμοποιοῦν ὅσοι δέν γνωρίζουν τά ἁγιολογική κριτήρια τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ.
Δέν ὑπάρχει στήν Ὀρθοδοξία ἁγιοποίηση! Ἀντίθετα, αὐτό ὑπάρχει στόν παπισμό. Στήν καθ᾿ ἡμᾶς Ἀνατολή, ὅπου ἡ Χάρις καί ἡ ἀλήθεια ἐν Χριστῷ, ἁγιοποιεῖ μόνον ὁ Θεός! Ἡ ἀνάδειξη ἀπό θεσμικά ἐκκλησιαστικά ὄργανα ἑνός Ἁγίου ἔχει χαρακτῆρα διαπιστωτικό καί ἐξαγγελτικό, ὄχι άποφασιστικό! Ὁ Θεός ἀναδεικνύει τούς Ἁγίους καί τα θεσμικά ὄργανα (τό Πατριαρχεῖο ἤ ἡ Σύνοδος) διαπιστώνουν, ἐξαγγέλουν καί προβάλλουν τόν ἤδη ἀνακηρυχθέντα ὑπό Θεοῦ Ἅγιο. Δέν ὑπάρχει, ὀρθοδόξως, «ἀνακήρυξη» τῆς ἁγιότητος, ἀλλά ὑπάρχει «διαπίστωση» καί «διακήρυξη». Καί αὐτό γίνεται θεσμικά τούς τελευταίους αἰῶνες. Παλαιοί μεγάλοι Ἅγιοι καί ἐπιφανεῖς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, (Καππαδόκες κ.ἄ.) δέν διεκηρύχθησαν μέ πράξεις πατριαρχικές, ἤ συνοδικές. Τήν παλαιά ἐποχή γινόταν ἡ ἀναγνώριση τῶν Ἁγίων σέ τοπικό ἐπίπεδο, ἀπό τόν λαό18. Πολύ ἀργότερα ἐμφανίστηκε το φαινόμενο τῆς διακηρύξεως τῶν Ἀγίων μέ πράξεις πατριαρχικές. Ὁ καθηγητής Δ. Τσάμης γράφει σχετικά: «Στήν πρωτοχριστιανική Ἐκκλησία δέν χρειαζόταν κάποια ἐκκλησιαστική διαδικασία γιά τήν καθολική ἀναγνώριση τῶν ἁγίων καί ὁ λαός με δική του πρωτοβουλία προέβαινε στήν ἀναγνώριση τοῦ ἁγίου καί στήν ἀπόδωση τιμῆς πρός αὐτόν. Στούς ἑπόμενους αἰῶνες τό καθεστώς αὐτό σε γεννικές γραμμές διατηρεῖται, λαμβάνεται ὅμως ὑπόψη γιά τήν ἀνακήρυξη τοῦ ἁγίου ἀπό τήν ἐκκλησιαστική ἀρχή τό ὀρθόδοξο φρόνημα, ὁ μαρτυρικός ἤ ἅγιος βίος καί ἡ τέλεση θαυμάτων» .19
Ἀπό τόν 14ο αἰῶνα παρουσιάζεται μιά διαφορετικότητα στόν τρόπο διακηρύξεως τῶν Ἁγίων. Τρεῖς Ἅγιοι κατά τήν ἐποχή αὐτή, ὁ Ἀθανάσιος, πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ὁ Α΄, κάποιος Ἅγιος ὀνόματι Μελέτιος καί ὁ μεγάλος Θεολόγος πατήρ, Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ἀνακηρύσσονται ἐπίσημα μέ εἰδική διαδικασία. Γιά τόν ἅγιο Γρηγόριο εἰδικά, ὑπάρχει καί ἡ σχετική πράξη τοῦ πατριάρχου Φιλοθέου τοῦ Κοκκίνου, τοῦ καί βιογράφου του. Ὅμως ἡ διαδικασία αὐτή εἶχε τοπικό χαρακτῆρα ὅπως ὁ ἴδιος ὁ ἅγιος Φιλόθεος τονίζει. Καί σημειώνει ὅτι δέν εἶναι ἀπαραίτητες αὐτές οἱ συνοδικές πράξεις προκειμένου νά τιμηθεῖ κάποιος ὡς Ἅγιος, ὅταν τόν ἔχει ἀναδείξει ὁ Ἴδιος ὁ Θεός.20 Τελικά, στά χρόνια μας αὐτή ἡ πρακτική τῆς πανηγυρικῆς διακηρύξεως τῆς Ἁγιότητος προσώπων κατέστη ἔθος. Δέν εἶναι κακό, ὅταν γίνεται μέ θεολογικά κριτήρια, ἀλλά δέν εἶναι καί τό πᾶν, ἀφοῦ τούς Ἁγίους τούς άναδεικνύει ἀποκλειτικά ὁ Παράκλητος, τό Ἅγιο Πνεῦμα τούς ὁποίους ἁγίασε διά τῆς ἀκτίστου Χάριτός Του. Τά ἐκκλησιαστικά ὄργανα δέν ἁγιοποιοῦν, ὅπως προελέχθη, ἀλλ᾿ ἁπλῶς διαπιστώνουν, ἐξαγγέλουν καί δημοσιοποιοῦν τόν ἤδη ἀναδειχθέντα διά σημείων ἐκ Θεοῦ, Ἅγιο.
Ἑπομένως, δέν ἐξαρτᾶται καθόλου ἀπό τήν ἐκκλησιαστική καί πνευματική ποιότητα ἑνός Πατριάρχουν ἡ «διακήρυξη» τῆς ἁγιότητος. Ὁ οἱοσδήποτε Ἅγιος, μέ τήν συνοδική πράξη «ἀναδείξεως» δέν προάγεται! Δέν γίνεται ἁγιότερος, ἤ ὁσιότερος! Μένει τόσο Ἅγιος, ὅσο τόν ἀνέδειξε ὁ Πανάγιος Θεός.
Καί γιά νά ἔρθουμε στήν συγκεκριμένη αἰτίαση τῶν ἀμφισβητιῶν, ὁ Ἀθηναγόρας δέν προσέθεσε τίποτα στήν Ἁγιότητα τοῦ ὁσίου Νεκταρίου Αἰγίνης μέ τήν ἐκδοθεῖσα πατριαρχική πράξη ἀναγνωρίσεως τοῦ 1961, ὅπως δέν προσέθεσε τίποτα καί στούς ἁγίους Νικόδημο Ἁγιορείτη21 καί Κοσμᾶ Αἰτωλό22, μέ τήν ἴδια διαδικασία καί τίς πράξεις τῶν ἐτῶν 1955 καί 1961 ἀντίστοιχα. Δέν τούς ἔκανε Ἁγίους ὁ Ἀθηναγόρας ἀλλά ὁ Θεός! Εἶναι τόσο δύσκολο νά τό κατανοήσουν οἱ ἐλαχιστότατοι ἐν Ἑλλάδι «ἀντινεκταρινοί»;
ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑ ΤΡΙΤΟ
ΤΟ ΣΥΝΤΟΜΟ ΔΙΑΣΤΗΜΑ ΜΕΤΑΞΥ ΘΑΝΑΤΟΥ ΚΑΙ ΑΓΙΟΚΑΤΑΤΑΞΕΩΣ
«Γιατί ἔγινε τόσο σύντομα ἡ ἁγιοκατάταξη τοῦ ἐπισκόπου Πενταπόλεως Νεκταρίου, μόλις 40 ἔτη ἀπό τῆς κοιμήσεώς του; Δέν θά ἔπρεπε νά παρέλθουν 100 χρόνια»;
Αὐτή ἡ αἰτίαση, ὅπως καί οἱ προηγούμενες, δέν ἔχει ἔρεισμα Πατερικό. Ἡ ἄποψη αὐτή, οὔτε ἀπό τήν παράδοση μαρτυρεῖται23, οὔτε ὑπάρχει σχετικός Κανόνας Οἰκουμενικῆς ἤ τοπικῆς Συνόδου στήν Ὀρθοδοξία, πού νά καθορίζει ὥστε ἡ ἁγιοκατάταξη νά λαμβάνει χώρα ὁπωσδήποτε μετά ἀπό 100 χρόνια ἀπό τῆς κοιμήσεως τοῦ προσώπου τό ὁποῖο ἀναδυκνύεται. Καί ἐπειδή ἀκριβῶς δέν ὑπάρχει τέτοια δέσμευση, βλέπουμε Ἁγίους νά διακηρρύσονται πολύ νωρίτερα τῶν 100 ἐτῶν, λόγῳ θεοσημείων κλπ. καί εἶναι αὐτοί ἀρκετοί, ὅπως γνωρίζουμε ἀπό τήν ἐκκλησιασική Ἱστορία. Τρανό παράδειγμα ἡ περίπτωση τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, λόγῳ θαυμάτων καί τῆς ὑψηλῆς θεολογίας του. Ἡ διακήρυξη τῆς ἁγιότητός του ἔγινε μετά μόλις ἐννέα ἔτη ἄπό τῆς κοιμήσεώς του (1358)! Ὁ ὑπογράφων τήν πράξη διακηρύξεως τοῦ θεοφόρου καί θεόπτου Παλαμᾶ, ἅγιος Φιλόθεος ὁ Κόκκινος, ἀναφέρει μεταξύ ἄλλων:
«τιμῶ τοῦτον ὡς ἅγιον ἀπό τῶν θαυμάτων αὐτοῦ, ἅ μετά τήν ἐνθένδε πρός Θεόν ἐκδημίαν εἰργάσατο, ἰαμάτων πηγήν τόν ἴδιον ἀναδείξας τάφον».24
Ἀλλά τό ἴδιο δέν ἰσχύει καί γιά τόν ἅγιο Νεκτάριο; Δέν ἀνεδείχθη ὁ τάφος του πηγή ἰαμάτων; Δέν πραγματοποιοῦνται τόσα θαύματα παγκοσμίως στό ὄνομα τοῦ λαοφιλοῦς Ἁγίου, δεῖγμα τῶν σημάντρων τοῦ ἐπ᾿ αὐτοῦ ἐκχεομένου θείου ἐλέους καί Χάριτος; Δέν τά πληροφοροῦνται οἱ ἀμφισβητοῦντες; Γιά κάθε καλοπροαίρετο λοιπόν δέν ὑπάρχει οὔτε «ψιλός λογισμός» ἀντιθέσεως εἰς ὅσα ὁ Παράκλητος διά τῆς ἀκτίστου Ἐνεργείας Του νεύει ἀρρήτως καί ἐπιτελεῖ ἀλαθήτως! Ὅταν ὁ Θεός ἀποφασίζει, τίς ὁ ἀντιτασσόμενος;…
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Ἔχουμε ἀνάγκη ἀπό τίς πρεσβείες καί ἱκεσίες τῶν Ἁγίων μας. Ἄν ἕνας Μέγας, οὐρανοφάντωρ Βασίλειος ἔγραφε σέ μιά ἐπιστολή του περί τῶν Ἁγίων ὅτι «τούτους ἐπικαλοῦμαι, τοῦ δι᾿ αὐτῶν, ἤγουν διά μεσιτείας αὐτῶν ἱλεών μοι γενέσθαι τόν φιλάνθρωπον Θεόν καί λύτρον μοι τῶν πταισμάτων γενέσθαι με καί δοθῆναι»25, τί θά πρέπει νά ποῦμε ἐμεῖς καί πόσο δέν θά πρέπει νά προστρέχουμε στούς Ἁγίους μας εὐλαβικῶς καί ἱκετευτικῶς; Ἡ ἀπόρριψη ἑνός Ἀγίου εἶναι πράξη στρεφομένη κατά τοῦ χαριτώσαντος αὐτόν Ἁγίου Πνεύματος καί αὐτή ἡ ἐνέργεια, ὅταν γίνεται ἐγνωσμένως, ἐπισύρει τίς ἐξαγγελόμενες εὐαγγελικῶς αἰώνιες συνέπειες…
Ὁ Πανάγιος Θεός, ὁ «ἐνδοξαζόμενος ἐν τοῖς Ἁγίοις αὐτοῦ» κίνησε τήν γραφίδα ἑνός Ἁγίου Πατριάρχουν τῆς Ἁγίας Πόλεως τῶν Ἱεροσολύμων, τοῦ Νεκταρίου, τόν 17ο αἰῶνα, ὥστε νά καταγράψει σέ λίγες γραμμές τά κριτήρια ἀναδείξεως τῶν Ἁγίων, σύμφωνα μέ τήν ἁγιοπνευματική ἐμπειρία τῆς ὀρθοδόξου Ἀνατολῆς: «Τρία θεωροῦνται μαρτυροῦντα τήν ἀληθῆ ἐν ἀνθρώποις ἁγιότητα· πρῶτον ὀρθοδοξία ἄμωμος· ἀρετῶν κατόρθωσις ἁπασῶν, ἐν αἷς ἕπεται, ἡ περί τήν πίστιν μέχρις αἵματος πρός τήν ἁμαρτίαν ἀντικατάστασις καί, τέλος, ἡ παρά Θεοῦ ἐπίδειξις σημείων ὑπερφυῶν καί θαυμάτων. Τό πρῶτον ἐστι καί εἰς σωτηρίαν ἀναγκαιότατον. Τό δεύτερον εἰς ἁγιωσύνης χαρακτῆρα. Ἀλλά καί τό τρίτον ἀναγκαιότατον καὐτόν εἰς ἀπόδειξιν».26
Ὅλες τίς ἀνωτέρω προϋποθέσεις, πλήν τοῦ μαρτυρίου, πληροῦσε ἡ ἁγιασμένη βιοτή τοῦ Ὀσίου τῆς Αἰγίνης Νεκταρίου, ὁ ὁποῖος με τα χαριτόβρυτα λείψανά του (σημεῖα θεώσεως) κοσμεῖ τή Νῆσο καί τήν Ἐκκλησία καί παρηγορεῖ τους πιστούς, μαζί μέ τόν ἄλλον Ὅσιο Πατέρα τῆς Αἰγίνης ἐκ τῶν νεωτέρων, τόν μακάριο Γέροντα Ἱερώνυμο τόν ἐκ Καρβάλης(+1966), ὁ ὁποῖος τιμοῦσε ὑπερβαλλόντως τόν πρό αὐτοῦ ἅγιο Νεκτάριο27. Ἑπομένως πέφτει στό κενό κάθε προσπάθεια ἀμαυρώσεως τῆς ἱερᾶς μνήμης καί τῆς πανιέρου προσωπικότητός του, καί ὅποιος ἐπιχειρεῖ κάτι τέτοιο, δηλαδή τήν καταφορά ἐναντίον τῶν ὑπό Θεοῦ ἀναδειχθέντων Ἁγίων, μιμεῖται τόν ἀναιδῆ Χάμ καί «καθ᾿ ἑαυτοῦ τό ὄνειδος περιτρέπει», δηλαδή τόν ἑαυτό του ἀτιμάζει, ὅπως παρατηρεῖ ὁ Μ. Φώτιος στήν περισπούδαστη ἐπιστολή, στήν ὁποία κατά τήν διαπραγμάτευση τοῦ ζητήματός μας ἀναφερθήκαμε ἀναλυτικῶς.28
____________________________________________________________
1 Βλ. Συνοδικόν τῆς Ὀρθοδοξίας.
2 Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, Ἐπιτάφιος εἰς τόν Μέγαν Βασίλειον, ΚΗ΄, MPG. 36, 533.
3 Τήν συγγραφή τῆς περιφήμου αὐτῆς ἐπιστολῆς τό ἔτος 880 μ.Χ, ἀμέσως μετά τήν μεγάλη Σύνοδο πού ἔχει ἀποκληθεῖ ὡς Ὀγδόη Οἰκουμενική, προκάλεσε ἐπιστολή τοῦ ἐπισκόπου Ἀκυηΐας Ἰωάννου πρός τόν Μ. Φώτιο. Ὁ ζηλωτής ἐπίσκοπος Ἰωάννης διαμαρτυρήθηκε στόν Μ. Φώτιο ὅτι οἱ παπικοί ἔχουν ἀποθρασυνθεῖ καί στήν προσπάθειά τους νά στηρίξουν τήν πλάνη τους καί τήν ἄθεσμη προσθήκη («καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ») πού ἔκαναν στό Σύμβολο τῆς Πίστεως (τό γνωστό Filiogve), αἰτιῶνται κάποιους δικούς μας Πατέρες καί ἐπιφανεῖς θεολόγους, στῶν ὁποίων τά κείμενα ἐμπεριέχεται ἡ ἐν λόγῳ κακόδοξη διδασκαλία. Ἀναφέρουν μάλιστα, λέγει, ὀνομαστικά τόν ἱερό Αὐγουστίνο, τόν ἅγιο Ἀμβρόσιο Μεδιολάνων, τόν Εἰρηναῖο ἐπίσκοπο Λουγδούνου, τόν Ὅσιο Ἱερώνυμο κ.ἄ. Αὐτή, λοιπόν, ἡ αἰτία καί ἡ ἀφορμή ὁδήγησε τόν Μ. Φώτιο στή συγγραφή αὐτῆς τῆς περισπούδαστης πραγματείας, μέσα στήν ὁποία καταγράφεται καί δηλοποιεῖται τό πνεῦμα τῆς Ἐκκλησίας καί ἡ ἀντιμετώπιση τέτοιων περιπτώσεων.
4 Μ. Φωτίου, Ἐπιστολή ΚΔ΄ Πρός Ἰωάννην Ἀκυληΐας, Τόμος Χαρᾶς, Δοσιθέου Ἱεροσολύμων, ἔκδ. Ρηγοπούλου, σελ. 252.
5 Μ. Φωτίου, Ἐπιστολή ΚΔ΄, MPG. 102, 809 Β.
6 ὅπου π. 816, Β.
7ὅπου π., Ἐπιστολή ΚΔ΄, Τ. Χαρᾶς, σελ. 252
8 ὅπου π. σελ. 251.
9 Αὐτός εἶναι ὁ λόγος γιά τόν ὁποῖο ὁ μεγάλος φιλόσοφος καί θεολόγος Βικέντιος Δαμοδός (18ος αἰ.), ἐπισημαίνει μέν τίς θεολογικές ἀποκλίσεις τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου, ὅπως, τό «Filiogve» καί τήν περί ἀπολύτου προορισμοῦ θεωρία («Praedestinatio»), ἀλλά διασαφηνίζει κατηγορηματικά ὅτι δέν ἦταν αἱρετικός ὁ Αὐγουστίνος, ἐπειδή ἀκριβῶς δέν φιλονίκησε μέ τήν Ἐκκλησία, ἀλλ᾿ ἁπλῶς νόμισε ὅτι αὐτά πού ἔγραφε ἀποτελοῦσαν φρόνημά της. «Οὐ διά τοῦτο ἦν αἱρετικός ὁ Αὐγουστῖνος, διότι οὐκ εἶπεν ἐκεῖνα ἀντιμαχόμενος τῇ Καθολικῇ Ἐκκλησία, ἀλλ᾿ ἐνόμισεν ὅτι τοῦτο ἐστι τό δόγμα τῆς Ἐκκλησίας, περί τοῦ ὁποίου οὐ γέγονε πρότερον ζήτημα καί φανερά ἀναίρεσις». Βλ. «Θεία καί Ἱερά Διδασκαλία» (Δογματική Θεολογία), πρωτοπρ. Γ. Μεταλληνοῦ, Παράδοση καί Ἀλλοτρίωση, Ἀθήνα 2001 (5), σελ. 57. Τό αὐτό ἰσχύει καί γιά τό ἄγιο Νεκτάριο πού δέν ἐπέμεινε στά λάθη του, συμπεριφερόμενος ἐριστικῶς πρός τήν Ἐκκλησία. Ἰσχύει ἐπίσης καί γιά τόν ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης, ὁ ὁποῖος παρέλαβε «ἀπεριέργως» ἀπό τήν διδασκαλία τοῦ Ὠριγένους τό περί ἀποκαταστάσεως φρόνημα καί τό διετύπωσε στά δικά του συγγράμματα, ὅπως ἐπίσης ἔγραψε καί περί προσωρινότητος τοῦ κακοῦ (Βλ. Βαρσανουφίου και Ἰωάννου Ἐρωταποκρίσεις, ΕΠΕ, Φιλοκαλία τῶν Νηπτικῶν καί Ἀσκητικῶν, 10 Γ΄, ἐρώτ. 604, σελ. 154 κ.ἑ καί ΕΠΕ, 1, 152, Περί κατασκευῆς τοῦ ἀνθρώπου). Ἐντούτοις ἡ Ἁγία ΣΤ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος τόν ἀποκαλεῖ «Πατέρα Πατέρων», παρασιωπώντας τίς συγγραφικές ἀστοχίες του, ἐπειδή ἀκριβῶς δέν φιλονίκησε μέ τήν Ἐκκλησία. Βλέπουμε, λοιπόν, ὅτι οἱ Ἅγιοι Πατέρες τῶν Συνόδων δέν ἔχουν τήν λογική κάποιων σημερινῶν…
10 Οἱ ἐλαχιστότατες καταδίκες ἐκκλησιαστικῶν συγγραμμάτων μετά θάνατον, ὅπως αὐτή τοῦ Ὠριγένους (240 ἔτη μετά τήν κοίμησή του), ἤ τοῦ Θεοδώρου Μοψουεστίας (428 μ.Χ.) ὁ ὁποῖος μάλιστα ἔθεσε τίς βάσεις τοῦ Νεστοριανισμοῦ (καί γι᾿ αὐτό προβλήθηκαν τά συγγράμματά του ἀπό τόν ἴδιο τόν Νεστόριο ὡς δόγμα πίστεως), ἔγιναν ἀπό τήν Ἐκκλησία γιά λόγους ποιμαντικούς. Τά κείμενα τῶν συγκεκριμένων προσώπων ἔγιναν αἰτία παρεκκλίσεως, παραπλανήσεως καί παραπτώσεως ἀνθρώπων ἀπό τήν ὀρθή πίστη καί ὅπου ὑπάρχει τέτοιος κίνδυνος ἀπωλείας ψυχῶν, ἐκεῖ ἡ Ἐκκλησία ἐπεμβαίνει ποιμαντικῶς γιά νά προστατέψει τούς πιστούς ἀπό τήν κακοδοξία. Σχετικά μέ αὐτή τή θέση, βλ. Στ. Παπαδοπούλου, Πατρολογία Γ΄, Ἀθήνα 2010, σελ. 337.
11 ὅπου π. Ἐπιστολή Μ. Φωτίου, Τόμος Χαρᾶς, σελ. 252.
12 Τόν πολυγραφώτατο ἐπίσκοπο Ἱππῶνος Αὐγουστίνο, παρά τίς θεολογικές ἀστοχίες του (λόγῳ ἀγνοίας τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης καί τῆς θεολογίας τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, εἰδικώτερα τῶν Καππαδοκῶν Πατέρων), τιμᾶ ὡς Ἅγιο ἡ Ὀρθόδοξη Έκκλησία μας, μάλιστα δέ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς τόν χαρακτηρίζει «σοφόν καί Ἀποστολικόν ἄνδρα». Εἶναι δέ γνωστή στούς μελετητές ἡ ταύτιση τοῦ θεοφόρου Παλαμᾶ μέ τόν Αὐγουστίνο σέ μία ψυχολογικῆς φύσεως ἑμηνεία τοῦ τελευταίου γιά τή σχέση τῶν προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος καί μάλιστα γιά τή θεώρηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὡς τῆς μεταξύ τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ ἀγάπης («ἔρως ἀπόρρητος»), μέ παράλληλες φράσεις. (βλ. ἄρθρο Γ. Μαρτζέλου, Ἡ Θεολογική σχολή τῆς Θεσσαλονίκης καί ὁ ἱερός Αὐγουστῖνος). Ὁ δέ Ὅσιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης καταχωρίζει τόν Αὐγουστίνο στόν ἐκδοθέντα ἐν ἔτει 1819 Συναξαριστή του. Τόν ἀποκαλεῖ μάλιστα «ἅγιο», «θεῖο», «ἱερό» καί «μακάριο».
13 Βλ. Ἁγίου Νεκταρίου, Περί τῶν ἁγίων εἰκόνων, ἐκδ. Ρηγοπούλου,σελ. 233
14 ὅπου π. σελ. 291.
15 Ἡ ἀναφορά κάποιων - πρός κάλυψιν τῆς ἁγιομαχίας των - σέ συγκεκριμένο πεπαιδευμένο ἱεράρχη τῆς δεκαετίας τοῦ 1970 ὁ ὁποῖος, ὅπως λέγεται, δέν τιμοῦσε τόν ἅγιο Νεκτάριο, δέν πείθει τόν λογικῶς σκεπτόμενο καί ἔχοντα γνώση Ὀρθόδοξο Χριστιανό, οὔτε ἀποτελεῖ παράδειγμα πρός μίμησιν. Καί τοῦτο κατά πρῶτο λόγο διότι, ὅπως εἴπαμε καί πεπαιδευμένοι μέσα στην ἱστορία ἔσφαλαν, άκόμη καί Ἅγιοι. Γνωρίζουμε ὅλοι τήν περίπτωση τοῦ ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, ὁ ὁποῖος γιά πολλά ἔτη δέν ἀνεγνώριζε τήν ἁγιότητα τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου. Κατά δεύτερο λόγο, ἡ παραπλάνηση πολλῶν σέ διάφορα ζητήματα τότε, ὀφείλετο στήν παραπληροφόρηση, λόγῳ ἐποχῆς, μέ ὅτι αὐτό σημαίνει, κυρίως τήν ὕπαρξη διαφόρων ρευμάτων καί τάσεων θεολογικῶν. Πολλές φορές δέν πταίουν οἱ ἄνθρωποι, ἀλλά οἱ ἐποχές, ὅπως εἶχε παρατηρήσει εὐστόχως ὁ πολυγραφότατος, ἱστοριοδίφης καί Μέγας Χαρτοφύλαξ τοῦ Πατριαρχείου, Μανουήλ Γεδεών. Κυρίως ὅμως ἡ ἐλλιπής θεολογική ἐνημέρωση δημιουργεῖ τήν ἐλλιπῆ θεολογική συγκρότηση. Μή λησμονοῦμε ὅτι τήν δεκαετία τοῦ ΄70, οὔτε ἐκδόσεις ὅλων τῶν Πατερικῶν κειμένων ὑπῆρχαν, οὔτε ἡ Πατρολογία τοῦ Migne ἦταν εὑρύτατα διαδεδομένη στήν Ἑλλάδα, οὔτε ἡ εὐκολία προσεγγίσεως τῶν πηγῶν μποροῦσε νά ἐξασφαλιστεῖ στόν καλοπροαίρετο ἐρευνητή. Σήμερα ὅμως εἶναι ὅλα λυμένα Χάριτι Θεοῦ καί δέν δικαιολογοῦνται λάθη θεολογικά...
16 Βλ. ἱερομ, Θεοδωρήτου, Ἀποκαλυπτήρια μιᾶς ἁγιομάχου μοναχῆς, Ἀθῆναι 1976, ὅπου παρουσιάζονται ὅλες οἱ ἀλχημεῖες καί κακοποιήσεις τῶν κειμένων τοῦ Ἁγίου.
17 Ὁ ὅρος «ἁγιοποίηση» προϋποθέτει δικανική διαδικασία ἡ ὁποία λμβάνει χώρα μόνο στόν παπισμό ὅπου ὁ ποντίφηκας «ἁγιοιποιεῖ» ὅσους θέλει μέ μία διαδικασία τήν ὁποία θεωροῦμε περιτό νά ἀναφέρουμε. Ἀπό πλευρᾶς ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τόν ὅρο «ἁγιοποίηση» υἱοθέτησαν ὁ Κ. Ράλλης («Περί τῆς τῶν ἁγίων ἀνακηρύξεως»), βλ. Ἐκατονταετηρίς Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, Ἀθήνα 1938, σελ. 305 -316) καί ὁ Μέγας Χαρτοφύλαξ τοῦ Πατριαρχείου Κων/πόλεως, Μανουήλ Γεδεών, στό γνωστό ἔργο του «Ἁγιοποιήσεις», Θεσσαλονίκη 1984.
18 Εἰδικά οἱ Μάρτυρες ἀνεγνωρίζοντο ἀμέσως μετά τήν κοίμησή τους, ὅπως εἶναι γνωστό.
19 Βλ. Δ. Τσάμη, Ἁγιολογία τῆς ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, ἐκδ. Πουρναρᾶ , Θεσσαλονίκη 1999, σελ. 128.
20 ὅπου π. σελ. 129.
21«Θεσπίζομεν συνοδικῶς, ὅπως ἀπό τοῦ νῦν…ὁ Νικόδημος Ἁγιορείτης συναριθμῆται τοῖς ὁσίοις καί ἁγίοις τῆς Ἐκκλησίας». Ὀρθοδοξία, 30, (1955), 391.
22 «…Διό θεσπίζομεν… Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός συναριθμῆται τοῖς ἁγίοις». Ἐκκλησία, 38, 191, 255 -256. Συναφής ἐννοιολογικά εἶναι και διατύπωση «καταλέγεται», τήν ὁποία χρησιμοποίησε ὁ Κύριλλος Λούκαρις (16221 -1638), γιά τόν ἅγιο Γεράσιμο Κεφαληνίας, γιά τόν ὁποῖο ὅρισε: «ἐν ἀριθμῷ τῶν ὁσίων καί ἁγίων ἀνδρῶν καταλέγοιτο ἀπό τοῦ νῦν καί εἰς τό ἑξῆς». βλ. Στ. Παπαδοπούλου, Διακήρυξη Ἀγιότητας Ἁγίου, Πρακτικά συνεδρίου Ἐκκλ. Ἑλλάδος, Ὁ Ἅγιος καί ὁ Μάρτυς στήν Ἐκκλησία, σελ. 173 -174.
23 Δ. Τσάμη, Ἁγιολογία, σελ. 136.
24 MPG. 151, 711 Β.
25 Μ. Βασιλείου Ἐπιστολή 360, MPG. 32, 1100 Β.
26 «Πρός τάς προσκομισθείσας θέσεις…», Ἰάσιον 1682, σελ. 209 ἑ., 209, ἑ. Βλ. Π. Πάσχου, Ἅγιοι, οἱ φίλοι τοῦ Θεοῦ,ἐκδ. Ἁρμός (3), σελ. 128. Πρβλ. πρωτ. Μεταλληνοῦ, Λόγος ὡς ἀντίλογος, ἐκδ. Ἁρμός, σελ. 54.
27 Στή γνωστές μονογραφίες τῶν, Πέτρου Μπότση καί Σωτηρίας Νούση περί τοῦ Γέροντος Ἱερωνύμου τῆς Αἰγίνης ἀναφέρεται καί μία προφητεία πλήρως ἐπαληθευομένη, σχετικά μέ τούς κατηγόρους τοῦ ἁγίου Νεκταρίου. Συγκεκριμένα, ὁ π. Ἱερώνυμος, ἕνα χρόνο πρό τῆς ὁσίας κοιμήσεώς του, συζητώντας μέ συγκεκριμένο πνευματικό του παιδί, τήν Νίκη Τούντα ἐκ Λαρίσης, εἶπε τά ἑξῆς: «Πρόσεξε κόρη, μετά ἀπό μερικά χρόνια ἀπό τόν θάνατό μου θά βγεῖ μιά μοναχή, ἡ ὁποῖα θά ἔχει πολλά χρήματα καί ἀφοῦ πλανηθεῖ, θά γράψει βιβλία ἐναντίον τοῦ ἁγίου Νεκταρίου καί θά πλανήσει ἀρκετούς. Ἐσύ νά μήν τά πιστέψεις καί νά τιμᾶς τόν ἅγιο Νεκτάριο». Ἡ προφητεία πλήρως ἔχει πραγματοποιηθεῖ, ἀφοῦ ὁ μέν Γέρων Ἱερώνυμος ἐκοιμήθη τό 1966, ἡ δέ μοναχή Μαγδαληνή, ἡγουμένη τῆς Ἱ. Μονῆς Ἀναλήψεως Κοζάνης τό 1974 συνέγραψε τό πρῶτο της βιβλίο ἐναντίον τοῦ ἁγίου Νεκταρίου…
28 Ἐπιστολή ΚΔ΄ Μ. Φωτίου: «ὁ τολμῶν ὑβρίζειν τόν ἔξω τούτων καθεστῶτα πασῶν τῶν περιστάσεων, οὐ κατ᾿ ἐκείνου μᾶλλον ἤ καθ᾿ ἑαυτοῦ περιτρέπει τόν ὄνειδον».