Η ΦΩΤΟΦΟΡΟΣ ΕΟΡΤΗ ΤΗΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΩΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ
ΚΑΙ ΤΑ ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ ΤΗΣ ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ
ΚΑΙ ΤΑ ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ ΤΗΣ ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ
ὑπό π. Νικηφόρου Νάσσου
«Δεῦτέ μοι πείθεσθε λαοί, ἀναβάντες εἰς τὸ ὄρος τὸ Ἅγιον, τὸ ἐπουράνιον, ἀΰλως στῶμεν ἐν πόλει ζῶντος Θεοῦ, καὶ ἐποπτεύσωμεν νοῒ Θεότητα ἄϋλον, Πατρὸς καὶ Πνεύματος, ἐν Υἱῷ μονογενεῖ ἀπαστράπτουσαν». 1
Ἡ Μεγάλη Δεσποτική Ἑορτή τῆς Θείας Μεταμορφώσεως τοῦ Κυρίου στό Ὄρος Θαβώρ εἶναι μιά ἑορτή Φωτός καί Χάριτος, μιά φαεσφόρος Πανήγυρις πνευματική! Εἶναι κυρίως μιά θεολογική Ἑορτή, χαρμόσυνη καί λαμπροτάτη, ἡ ὁποία «μεθᾶ νηφαλίως» καί πλημυρίζει φωτιστικῶς καί ἀπλέτως ὅσους τήν ἑορτάζουν μέ ἀγάπη καί μέθεξιν Θεοῦ. Περιλλάμπει δέ, ἡ Ἑορτή αὐτή μέ θεία Χάρη, ὅσους τήν προσεγγίζουν μέ ὑπαρξιακή ἀγωνία καί ἐπίμοχθη ἀναζήτηση τῆς Χάριτος πού αὐτή προχέει. Πολλά εἶναι τά θεολογικά μηνύματα πού ἐκπέμπει ἡ Μεταμόρφωση τοῦ Κυρίου, ἀφοῦ ἔχει κεντρική θέση στήν Ἐκκλησία καί στή Θεολογία. Ἐπιλεκτικῶς θά παρουσιάσουμε κάποια ἀπό αὐτά, στηρίζοντας τά γραφόμενα στήν ἁγιοπνευματική, πατερική ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ἡ ἐπί τοῦ Ὄρους Θαβώρ Φρικτή Μεταμόρφωση ὑπῆρξε ἡ πρώτη ἄμεσα αἰσθητή φανέρωση τῆς δόξης τοῦ Χριστοῦ κατά τήν ἐπίγειο ζωή Του. Ὁ μεγάλος δογματολόγος τῆς Ἐκκλησίας μας, ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός θά γράψει σχετικά: «Ὡράθη τά τοῖς ἀνθρώποις ἀθέατα ὄμμασι, σῶμα γήινον θείαν ἀπαυγάζον λαμπρότητα, σῶμα θνητόν δόξαν ἀπαυγάζον θεότητος».2 Κατά τήν Μεταμόρφωση, ὁ Θεάνθρωπος Σωτῆρας τοῦ κόσμου ὁ Χριστός φανερώνει μέσα ἀπό τήν ἀνθρώπινη φύση Του τήν ἄκτιστη Δόξα τῆς θεότητός Του. Ταυτόχρονα προσλαμβάνει στήν ἄκτιστη θεϊκή δόξα τούς ἀνθρώπους πού τόν περιβάλλουν3. Ὁ Κύριος μέ τήν θεία Του Μεταμόρφωση ἐνισχύει τούς Μαθητές πρό τοῦ Πάθους Του ὅπως ψάλλει ἡ Ἐκκλησία στό Κοντάκιον τῆς Ἑορτῆς. Οἱ Μαθητές χρειάζονταν τήν ἐνίσχυση αὐτή, γιά νά ἀντιμετωπίσουν τόν Σταυρό τοῦ Διδασκάλου τους, ὅπως καί τόν δικό τους σταυρό ἀργότερα, χάριν τοῦ Ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ.
Κατ᾿ ἐκείνη τήν ἀνεπανάληπτη ἡμέρα, οἱ πρόκριτοι τῶν Μαθητῶν ἀξιώθηκαν νά δοῦν τό μοναδικό γεγονός τῆς ἀνατολῆς δύο ἡλίων, τοῦ αἰσθητοῦ καί τοῦ νοητοῦ, ὅπως τό παρουσιάζει ποιητικά ἡ Ὑμνολογία τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἕνα τροπάριο τοῦ Κανόνος τῆς Ἑορτῆς κάνει λόγο γι᾿ αὐτό ἀκριβῶς τό γεγονός: «Ὡς μέγα καί φοβερόν, ὡράθη θέαμα σήμερον, ἐξ οὐρανοῦ αἰσθητός, ἐκ γῆς δέ ἀσύγκριτος, ἐξήστραψεν ἥλιος τῆς δικαιοσύνης, νοητός ἐπί τοῦ ὄρους Θαβώρ». Ἀναλύεται δέ θαυμάσια ὁ ὕμνος αὐτός ἀπό τόν ἅγιο Νικόδημος τόν Ἁγιορείτη στό περίφημο «Ἑορτοδόμιο». Εἶναι ἕνα βιβλίο ἑρμηνευτικό τῶν Κανόνων τῶν Δεσποτικῶν καί Θεομητορικῶν ἑορτῶν, στό ὁποῖο κενώνεται τό μέγα πέλαγος τῆς πολυμαθείας τοῦ Ἁγιορείτου Πατρός. Ὁ ἱερός Νικόδημος, στή θεολογική ἑρμηνεία του ἀναφέρεται στούς δύο ἡλίους πού ἀνέτειλαν τήν ἡμέρα ἐκείνη. Σημειώνει δέ ὅτι ὁ ἕνας ἥλιος εἶναι ὁ αἰσθητός ὁ ὁποῖος καθημερινά ἀνατέλλει στόν κόσμο ἀπό τόν οὐρανό καί ὁ ἄλλος εἶναι ὁ νοητός Ἥλιος τῆς δικαιοσύνης, ὁ Κύριος τῆς Δόξης, ὁ Ὁποῖος ἀνέτειλε ἀπό τή γῆ μέ τήν ἀπαστράπτουσα Δόξα τῆς θεότητός Του. Καί εἶναι γεγονός ὅτι τόν αἰσθητό ἥλιο ὅλοι οἱ ἄνθρωποι τόν βλέπουν, ἐνῶ τόν νοητό, μόνον οἱ κεκαθαρμένοι, ὅπως διδάσκει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς. Ἡ θέα τοῦ νοητοῦ Ἡλίου τῆς δικαιοσύνης, Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ ἀποτελεῖ μιά μοναδική ὑπαρξιακή ἐμπειρία γιά τόν πηλοβάτη ἄνθρωπο, ἐμπειρία πού προϋποθέτει ἀγῶνα ἐπίπονο καί ἐπίμοχθο, καθαρότητα καί «ἄνοιγμα» τῆς καρδίας στήν ἄκτιστη Χάρη τοῦ Θεοῦ. Αὐτό μᾶς διαβεβαιοῦν ὅλοι ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι διά μέσου τῶν αἰώνων ἀξιώθηκαν νά δοῦν τήν «Δόξαν» καί νά μετάσχουν σ᾿ αὐτήν.
Στό Ὄρος Θαβώρ ἐκπληρώνεται ἡ προφητεία τοῦ Κυρίου μας στούς Μαθητές του, τήν ὁποία λίγες μέρες πρίν εἶχε ἐξαγγείλει σ᾿ αὐτούς. Τό ἀψευδές στόμα τοῦ Θεανθρώπου εἶπε ὅτι ὑπάρχουν κάποιοι ἀνάμεσά στούς Μαθητές, οἱ ὁποίοι δέν θά γευθοῦν θάνατο μέχρι νά δοῦν τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ νά ἔρχεται μέ δύναμη. «Ἀμήν λέγω ὑμῖν ὅτι εἰσί τινές τῶν ὧδε ἐστηκότων, οἵτινες οὐ μή γεύσωνται θανάτου ἕως ἄν ἴδωσι τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ ἐληληθεῖαν ἐν δυνάμει».4 Αὐτό πραγματοποιεῖται μετά ἀπό λίγο κατά τήν Μεταμόρφωση ὅπου φανερώνεται «ἐν δυνάμει» ἡ θεία Βασιλεία (ἄκτιστη Χάρη) τοῦ Θεοῦ. Αὐτό ἑρμηνεύουν πολλοί Πατέρες καί ἐκκλησιαστικοί συγγραφεῖς, λ.χ. Ἐφραίμ Σῦρος, Γρηγόριος Παλαμᾶς, Ζηγαβηνός κ.ἄ. Ὁ ἱερός Θεοφύλακτος ἐν προκειμένῳ γράφει: «Εἰσι τινές τῶν ὧδε ἐστηκότων…οἵτινες οὐ μή ἀποθάνωσιν, ἄχρις ἄν δείξω αὐτοῖς ἐν τῇ Μεταμορφώσει μετά ποίας δόξης μέλλω παραγενέσθαι ἐν τῇ δευτέρᾳ παρουσίᾳ. Οὐδέν γάρ ἕτερον ἡ Μεταμόρφωσις ἦν, ἀλλ᾿ ἤ τῆς δευτέρας παρουσίας προμήνυμα».5
Ἡ προφητεία αὐτή περί τῆς ἐλεύσεως τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, τίθεται ἀπό τούς τρεῖς συνοπτικούς Εὐαγγελιστές, Μάρκο, Ματθαῖο καί Λουκᾶ ἀμέσως πρίν τήν διήγηση τῶν περί τῆς Μεταμορφώσεως. Γι᾿ αὐτό βλέπουμε στόν ἀμέσως ἑπόμενο εὐαγγελικό στίχο τοῦ κατά Μᾶρκον, ἀλλά καί στούς ἄλλους Εὐαγγελιστές, νά ἀναφέρεται ἔπειτα τό γεγονός τῆς Μεταμορφώσεως: «Καί μεθ᾿ ἡμέρας ἕξ παραλαμβάνει ὁ Ἰησοῦς τόν Πέτρον καί Ἰάκωβον καί Ἰωάννην καί ἀναφέρει αὐτούς εἰς ὄρος ὑψηλόν…».6 Ἐδῶ πρέπει νά διευκρινιστεῖ, ὅτι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ὡς ἄναρχη καί ἀτελεύτητη δέν περιορίζεται στό χρόνο, ἀλλά τόν ὑπερκαλύπτει καί τόν μεταμορφώνει. Δέν ἀρχίζει μετά τό τέλος τῆς ἱστορίας, ἀλλά ὑπάρχει ἤδη μέσα σ᾿ αὐτήν καί πάνω ἀπό αὐτήν, καί θά ἐξακολουθεῖ νά ὑπάρχει πέρα ἀπό αὐτήν.7
Κατά τήν θεία ἔνδοξο Μεταμόρφωση, ἐπίσης, ἔχουμε τήν ἐμφάνιση τῶν δύο Προφητῶν, Μωυσέως καί Ἠλία, ὡς ἐκπροσώπων τοῦ Νόμου καί τῶν Προφητῶν. Κοντά στούς «προκρίτους τῆς χάριτος» βρίσκονται καί οἱ «πρόκριτοι τοῦ νόμου» γιά νά φανεῖ ἀρίδηλα ὅτι ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός εἶναι ὁ Ἀρχηγός καί τό κέντρο τῶν δύο Διαθηκῶν, ὁ Κύριος τοῦ Νόμου καί τῆς Χάριτος καί νά δηλωθεῖ ἡ μυστική ἐνότητα τῶν δύο Διαθηκῶν, Παλαιᾶς καί Καινῆς. Ὑπάρχει καί μιά ἐκπληκτική διατύπωση τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ σέ ὁμιλία του στήν Μεταμόρφωση, περί συνδέσεως τῶν δύο Διαθηκῶν. Σήμερα, λέγει, στόν Παρθένο τῆς Νέας Διαθήκης, ὁ Παρθένος τῆς Παλαιᾶς εὐαγγελίζεται τόν Παρθένο Υἱό τῆς Παρθένου Μητέρας. Δηλαδή ὁ Ἠλίας εὐαγγελίζεται τόν Χριστό στόν Ἰωάννη. «Σήμερον τῷ παρθένῳ τῆς Νέας, ὁ παρθένος τῆς Παλαιᾶς, τόν ἐκ παρθένου παρθένον εὐαγγελίζεται Κύριον».8 Ἀξιοπρόσεκτο ἐπίσης εἶναι τό γεγονός ὅτι οἱ δύο μεγάλοι Προφῆτες πού ἐμφανίσθηκαν «ἐν δόξῃ» κατά τήν θεία Μεταμόρφωση καί συνομιλοῦσαν μέ τόν Κύριο εἶναι αὐτοί οἱ πνευματέμφοροι ἄνδρες πού εἶδαν στήν ἐπίγεια ζωή τους τήν Δόξα τοῦ Θεοῦ. Καί ὁ μέν Μωυσῆς, ἐπάνω στό Σινᾶ, ὅπως γνωρίζουμε ἀπό τή θεία Γραφή, εἰσῆλθε στόν γνόφο «οὐ ἤν ὁ Θεός».9 Ὁ δέ ἄλλος, ὁ εἰσέτι ζωντανός καί πύρινος Προφήτης Ἠλίας εἶδε τήν Δόξα τοῦ Θεοῦ στήν «φωνή αὔρας λεπτῆς».10 Θά μπορούσαμε ἀκόμη νά ὑπενθυμίσουμε πώς αὐτή ἡ παράδοξη ἐμφάνιση τῶν δύο Προφητῶν κατά τήν θεία Μεταμόρφωση τοῦ Κυρίου ἐπιβεβαιώνει περίτρανα τήν πίστη τῆς Ἐκκλησίας μας στήν μετά θάνατον ζωή. Ὁ Μωυσῆς εἶχε ζήσει περισσότερα ἀπό χίλια τριακόσια χρόνια πρίν ἀπό τήν Γέννηση τοῦ Κυρίου καί ὁ Ἠλίας πάνω ἀπό ὀκτακόσια. Καί ὅμως, ἐμφανίστηκαν ζωντανοί στό Θαβώρ, «συλλαλοῦντες τῷ Ἰησοῦ».11
Ὁ Μεταμορφωθείς Κύριος, ὁ Ὁποῖος εἶναι τό θεῖον Ἀρχέτυπο τοῦ ἀνθρώπου, ἐπάνω στό Θαβώρ ἀπεκάλυψε «τό ἀρχέτυπον κάλλος τῆς εἰκόνος»12 καί ἐφανέρωσε τήν θεϊκή Του Δόξα ἐνώπιον τῶν τριῶν προκρίτων Μαθητῶν. Οἱ Ἀπόστολοι τοῦ Κυρίου δέν μπόρεσαν νά ἀντέξουν αὐτή τήν ὑπερκόσμια ἐμπειρία, τήν ἀπαστράπτουσα θείαν λαμπρότητα καί ὅπως μᾶς δαβεβαιώνει ὁ Εὐαγγελιστής Ματθαῖος, «ἔπεσον ἐπὶ πρόσωπον αὐτῶν καὶ ἐφοβήθησαν σφόδρα».13
Αὐτή ἡ φανέρωση τῆς θεϊκῆς Δόξης εἶναι οὐσιαστικά φανέρωση «ἐν δυνάμει» τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Καί ἡ Βασιλεία συνδέεται πάντοτε μέ τόν Βασιλέα καί δέν μπορεῖ νά χωριστεῖ ἀπό αὐτόν. Ὅπου ὁ Βασιλεύς, ἐκεῖ καί ἡ Βασιλεία. Εἶναι πολύ σημαντικό νά κατανοηθεῖ ὅτι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, πού εἶδαν ἔκθαμβοι οἱ Μαθηταί τοῦ Κυρίου στό Θαβώρ ἦταν ἡ φανέρωση τῆς θεουργηθεῖσης ἀνθρωπίνης φύσεως τοῦ Χριστοῦ. Εἶδαν δηλαδή ἕνα ἤδη συντελεσμένο γεγονός. Δέν ἦρθε τότε κάτι πού δέν ὑπῆρχε προηγουμένως, ἀλλά φανερώθηκε αὐτό πού ὑπῆρχε καί θά ὑπάρχει πάντοτε. Ἡ φωτεινή ἐπιφάνεια στό ὄρος τῆς Μεταμορφώσεως ἀποτελεῖ μιά ἀποκαλυπτική ἐκδήλωση τῆς θεώσεως τοῦ ἀνθρωπίνου προσλήμματος. Καί εἶναι γεγονός ὅτι «ὅπως τό Ἄκτιστο Φῶς, πού φανερώθηκε κατά τήν Μεταμόρφωση στούς Μαθητές, ὑπῆρχε ἐξαρχῆς καί παραμένει αἰώνια στή θεανθρώπινη ὑπόσταση τοῦ Χριστοῦ, ἔτσι καί ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, πού ἦρθε στόν κόσμο μέ τόν Χριστό, φανερώνεται μερικές φορές στούς πιστούς, ὡς προανάκρουσμα τοῦ Μέλλοντος Αἰῶνος».14
Εἶναι γνωστόν ὅτι κατά τήν δογματική Διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅπως τήν ἐκφράζει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, ἡ ἀνθρώπινη φύση ἐθεώθη ἀπό τήν ὑποστατική ἕνωση καί κοινωνία της μέ τόν Θεό Λόγο, ἡ ὁποία ἕνωση ἔλαβε χώρα τή στιγμή τῆς συλλήψεως τοῦ Χριστοῦ μέσα στήν ἡγιασμένη γαστέρα τῆς Παναγίας. Τότε ἀκριβῶς, ἡ θεότητα, σύμφωνα μέ τήν Δογματική, ἐθέωσε τήν ἀνθρώπινη φύση. Καί κατά τήν Μεταμόρφωση στό Θαβώρ φανερώνεται στούς Μαθητές αὐτό ἀκριβῶς τό γεγονός, δηλαδή ἡ θεουργηθεῖσα ἀνθρώπινη φύση ἀπό τήν πρόσληψή της ἀπό τόν Θεό Λόγο.
Ἐπιπλέον, σημειώνεται ἡ θεολογική ἀλήθεια ὅτι κατά τήν Φρικτή Μεταμόρφωση τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ, ἐπέλαμψε τό φῶς τῆς θεότητος, τό ὁποῖο ἐλάμπρυνε τήν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Κυρίου, αὐτή ἡ ὁποία εἶναι ἡ πηγή τοῦ φωτός καί τῆς ἀκτίστου Χάριτος. Ὑπάρχει βεβαίως τό ἐρώτημα, πῶς μπόρεσαν, χοϊκά μάτια νά δοῦν τό φῶς, νά κατοπτεύσουν τά «ὑπέρ φύσιν»; Μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος μέ τούς σωματικούς ὀφθαλμούς νά δεῖ τό ἄκτιστο, τό αἰώνιο καί ἄχρονο, τό ἄπειρο καί ἀπερίγραπτο; Ἔχουμε ἐν προκειμένῳ τήν Πατερική, θεολογική ἀπάντηση. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ὁμιλεῖ γιά «μετασκευή» τῶν ὀφθαλμῶν τῶν Μαθητῶν, ὥστε νά δοῦν τό φῶς, τό ὁποῖο, ὡς ἄκτιστο εἶναι κατ᾿ οὐσίαν διάφορο ἀπό κάθε κτιστό φῶς. Ὁ Ἁγιορείτης μεγάλος καί ἐμπειρικός θεολόγος15 γράφει ὅτι οἱ τρεῖς Ἀπόστολοι, μέ μιά ἁγιοπνευματική ἐναλλαγή τῶν αἰσθήσεων μπόρεσαν καί εἶδαν τό ἄκτιστο, Θαβώριο φῶς, τό ὁποῖο ὁ ἴδιος ἀποκαλεῖ «προοίμιον τῆς Βασιλείας». Οὔτε τό φῶς, λέγει, ἦταν αἰσθητό, οὔτε οἱ Μαθητές τό εἶδαν μέ αἰσθητούς ὀφθαλμούς, ἀλλά μέ ὀφθαλμούς πού εἶχαν πρωτίστως μετασκευαστεῖ μέ τή δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. «Οὐκοῦν, οὐδέ τό φῶς ἐκεῖνο αἰσθητόν, οὐδέ οἱ ὁρῶντες αἰσθητικοῖς ἁπλῶς ἑώρων ὀφθαλμοῖς, ἀλλά μετασκευασθεῖσι τῇ δυνάμει τοῦ θείου Πνεύματος. Ἐνηλλάγησαν οὖν, καί οὕτω τήν ἐναλλαγήν εἶδον».16 Ἔτσι, ὁ θεοφόρος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἔρχεται νά μᾶς διασαφίσει ὅτι ἡ θέα τοῦ Θεοῦ, ἡ κατόπτευση τοῦ ἀκτίστου φωτός τῆς Χάριτος εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἱκανώσεως τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν Παράκλητο. Αὐτό ἔλαβε χώρα κατά τήν Μεταμόρφωση. Πρόκειται δηλαδή περί Μεταμορφώσεως τῶν Μαθητῶν ἐπάνω στό Θαβώρ, προκειμένου νά δοῦν τό θεῖον φῶς.
Στόν Δ΄ Ἀντιρρητικό λόγο του ὁ ἁγιώτατος Ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης Γρηγόριος θά ἐπανατονίσει τήν ἴδια θεολογική θέση, παρουσιάζοντας σχετική γνώμη τοῦ πρό αὐτοῦ μεγάλου θεολόγου, ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ. Ὁ ἱερός Μάξιμος, γράφει ὅτι οἱ μύσται τοῦ Λόγου καί Μαθηταί ἀνεβιβάσθησαν ἀπό τήν σάρκα στό πνεῦμα μέ τήν μεταβολή τῶν αἰσθήσεων τήν ὁποῖα ἐνήργησε σ᾿ αὐτούς τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. Καί μετά ἀπό τήν παράθεση αὐτῆς τῆς θέσεως, ἐρωτᾶ ἀποφαντικῶς ὁ Ἀθωνίτης θεολόγος, Γρηγόριος: «Ὁρᾶς ὡς Πνεῦμα γεγονότας καί Πνεύματι ὁρῶντες ἐκεῖνο ἐθεάσαντο το φῶς»; Βλέπεις ὅτι εἶδαν ἐκεῖνο τό φῶς, ἀφοῦ ἔγιναν πνεῦμα καί εἶδον μέ Πνεῦμα; Πάντως, κατά τόν αὐτόν Πατέρα, τό φῶς δίδεται σέ ὅσους τό ζητοῦν, κατά τό μέτρο τοῦ καθενός καί μπορεῖ νά εἶναι μικρή ἤ μεγάλη ἡ ἐμπειρία τοῦ φωτός, ἀνάλογα μέ τήν ἀξία αὐτῶν πού τή δοκιμάζουν. «Καί τό μέν θεῖον τοῦτο φῶς, μέτρῳ δίδοται, καί μᾶλλον καί ἧττον ἐπιδέχεται, κατά τήν ἀξίαν τῶν ὑποδεχομένων ἀμερίστως μεριζόμενον»17…
Αὐτό τό θεῖον φῶς τῆς Μεταμορφώσεως πού περιβάλλει τόν Κύριο καί τούς Μαθητές καί εἶναι Χάρις καί ἄκτιστη ἐνέργεια Θεοῦ, ὁ ἐκ τῆς Δύσεως Βαρλαάμ Καλαβρός, ἐκπροσωπώντας τήν θεολογική ἀλλοίωση τοῦ δυτικοῦ κόσμου ἐξελάμβανε ὡς κτιστό. Τό θεωροῦσε ὡς ἀστραπή πού γίνεται καί ἀπογίνεται, δηλαδή ἕνα «σύμβολο», ἕνα φαινόμενο περιορισμένο μέσα στό χῶρο καί τόν χρόνο. Τότε ἀκριβῶς, τόν 14ο αἰῶνα ἔλαβε χώρα ἡ μεγάλη μάχη περί τοῦ φωτός καί περί τοῦ μεθεκτοῦ τοῦ Θεοῦ. Στήν κορυφαία αὐτή θεολογική σύγκρουση τῶν δύο κόσμων, πρωτοστάτης ὑπῆρξε ὁ Κορυφαῖος τῶν Ἡσυχαστῶν, ὁ φωτόμορφος Πατήρ, Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, αὐτός ὁ βιωματικός καί ὄχι διανοούμενος διδάσκαλος, ὁ «κῆρυξ τῆς Χάριτος καί τοῦ φωτός». Οἱ ἀγῶνες τοῦ Ἁγίου ἱεράρχου ὑπῆρξαν ἀνυπέρβλητοι! Ἔπρεπε νά θεολογηθεῖ ἀπλανῶς ἡ φύση τοῦ Θαβωρίου φωτός καί νά ἐξασφαλισθεῖ ἁγιοπνευματικά τό δυνατόν τῆς σωτηρίας καί θεώσεως πού συντελεῖται μέ τή μετοχή στήν ἄκτιστη Ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Αὐτή τή δυνατότητα τῆς σωτηρίας καί θεώσεως ἀπέκλειαν οἱ ὀρθολογιστές τῆς Δύσεως, ἀφοῦ ταύτιζαν οὐσία καί ἐνέργεια στόν Θεό. Ἡ διαφοροποίηση τούτη δέν εἶναι καθόλου ἀσήμαντη! Διότι, κατά τούς παπικούς, ὁ Θεός εἶναι ἕνας ἥλιος ὁ ὁποῖος κρατάει «γιά τόν ἑαυτό του» τό φῶς καί τήν λαμπρότητα καί δέν τά ἐξαποστέλλει στή γῆ. Ἀντίθετα, κατά τήν ὀρθόδοξη Θεολογία ὅπως τήν ἐξέφρασε ὁ ὑψίνους Παλαμᾶς, ὁ Ἥλιος τῆς Δικαιοσύνης Κύριος εἶναι «τοῖς πᾶσι μεθεκτός», ἀφοῦ οἱ θεῖες ἀκτῖνες-ἐνέργειές Του ἔρχονται δραστικῶς πρός ἐμᾶς. Οἱ θεῖες, ἄκτιστες ἐνέργειες τοῦ Νοητοῦ Ἡλίου «πρός ἡμᾶς καταβαίνουσιν», ἔγραφε τόν 4ο αἰῶνα ὁ οὐρανοφάντωρ Μ. Βασίλειος καί μᾶς περιλάμπουν, φωτίζουν καί θεώνουν χαρισματικῶς. Ἡ Διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ γιά τήν φύση τοῦ Θαβωρείου φωτός κατοχυρώθηκε Συνοδικῶς, στίς λεγόμενες ἡσυχαστικές Συνόδους τοῦ 14ου αἰῶνος καί ἔγινε ὁμολογία τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ἀκοῦμε κάθε χρόνο στό γνωστό «Συνοδικόν τῆς Ὀρθοδοξίας» πού διαβάζουμε τήν Α΄Κυριακή τῶν Νηστειῶν.18
Πέραν τῶν ὅσων ἀκροθιγῶς τονίστηκαν, εἶναι ἀνάγκη νά γνωρίζουμε ὅτι ἡ Μεταμόρφωση τοῦ Κυρίου, κατά τήν ὁποία ὁ Θεάνθρωπος ἐπάνω στό Θαβώρ «ἀνοίγει παράθυρο» στόν κόσμο τῆς Βασιλείας Του, δέν ἀποτελεῖ μόνο ἕνα ἱστορικό γεγονός, ἀλλά καί ἐσχατολογικό. Δέν ἔχει δηλαδή μόνο ἱστορική διάσταση, ἀλλά καί ἐσχατολογική. Τό γεγονός τῆς Μεταμορφώσεως ὑπογραμμίζει τήν ἐσχατολογική σπουδαιότητα πού ἔχει τό ἀνθρώπινο σῶμα γιά τήν ὀρθόδοξη ἀνθρωπολογία. Στό Ὄρος Θαβώρ, κατά τήν Φρικτή Μεταμόρφωση τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, ἡ θεία δόξα φανερώνεται καί διά τοῦ σώματος καί οἱ Μαθηταί βεβαιώνονται ὅτι «ἐν αὐτῷ κατοικεῖ πᾶν τό πλήρωμα τῆς θεότητος σωματικῶς».19 Ὁμοίως καί γιά τούς πιστούς, ἡ μεταμόρφωση καί ἡ χαρισματική θέωσή τους δέν εἶναι μόνο γεγονός πνευματικό, ἀλλά καί σωματικό. Δηλαδή θεοῦται ὁ καθόλου ἄνθρωπος, καί ἡ ψυχή καί τό σῶμα, ὅπως τονίζει πάλι ὁ Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς. Καί ὁ Ὁμολογητής Μάξιμος θά γράψει ὅτι «τό σῶμα συνθεοῦται τῇ ψυχῇ, κατά τήν ἀναλογοῦσαν αὐτῷ μέθεξιν τῆς θεώσεως».20 Ἔτσι, ἡ Μεταμόρφωση, ἐπισημαίνει τήν Δευτέραν ἔλευση τοῦ Χριστοῦ21, ὅταν θά φανερωθεῖ «ἐν τῆ αὐτῇ δόξῃ», ὅπως καί στό Θαβώρ, φέροντας τό δεδοξασμένο σῶμα τῆς Ἀναστάσεως. Προεικονίζει δέ τήν κηρυττομένη Ἀνάσταση τῶν Νεκρῶν22, οἱ ὁποῖοι θά ἀναστηθοῦν φέροντες σώματα φωτεινά, ὅπως ἐκεῖνο τοῦ Ὄρους τῆς Μεταμορφώσεως. Ὁ μεγάλος βυζαντινός θεολόγος, Γρηγόριος Παλαμᾶς θά γράψει καί πάλι ὅτι «τό μέγα θέαμα τοῦ φωτός τῆς τοῦ Κυρίου Μεταμορφώσεως, τῆς ὀγδόης, ἤτοι τοῦ μέλλοντος αἰῶνος ἐστί τό μυστήριον».23
Ἡ Μεταμόρφωση, ἀκόμη, δείχνει τόν σκοπό τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Αὐτός ὁ σκοπός δέν εἶναι μιά ἁπλή βελτίωση τῶν ἠθῶν, ἀλλά ἡ προσωπική ἀνάβαση τοῦ κάθε πιστοῦ στό πνευματικό Θαβώρ, ὅπου θά δεῖ τήν «Δόξαν τοῦ Θεοῦ», θά δεχθεῖ τήν κατά Θεόν ἀλλοίωση, θά «προσλάβει φῶς» καί θά μεταρσιωθεῖ ἀπό τήν Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Τό Δοξαστικό τῆς Λιτῆς τῆς Ἑορτῆς (ψαλλόμενο μάλιστα στόν πανηγυρικό ἦχο πλ. τοῦ α΄) ἐκφράζει ἀκριβῶς αὐτή τήν πραγματικότητα καί τή θεία στοχοθεσία. Λέγει ὁ θεολογικώτατος ὕμνος: «Δεῦτε ἀναβῶμεν εἰς τὸ ὄρος Κυρίου, καὶ εἰς τὸν οἶκον τοῦ Θεοῦ ἡμῶν, καὶ θεασώμεθα τὴν δόξαν τῆς Μεταμορφώσεως αὐτοῦ, δόξαν ὡς μονογενοῦς παρὰ Πατρός, φωτὶ προσλάβωμεν φῶς, καὶ μετάρσιοι γενόμενοι τῷ πνεύματι, Τριάδα ὁμοούσιον ὑμνήσωμεν εἰς τοὺς αἰῶνας». Ἡ φράση «φωτί προσλάβωμεν φῶς» ἔχει ἰδιαίτερη σημασία, καθόσον ἡ θεία, ἄπλετος φωτοχυσία περιλάμπει τόν ἄνθρωπο, τόν ἀλλοιώνει ἐν Πνεύματι, τόν καθιστᾶ ὅπως λέμε «πνευματικόν» μέ τήν θεολογική ἔννοια τοῦ ὅρου· ὄχι διανοητικά καί λογικά καλλιεργημένο, ἀλλά κατά Θεόν πεφωτισμένο. Γι᾿ αὐτό πρέπει νά ἀκολουθοῦμε τήν προτροπή τῶν Ἁγίων καί ἐν προκειμένῳ τοῦ Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ὁ ὁποῖος μετά ἀπό μία ὁμιλία πού ἐξεφώνησε στό ποίμνιό του στήν Θεσσαλονίκη περί τοῦ φωτός, ἔδωσε αὐτή τήν πατερική προτροπή: «ὁδεύσωμεν τοίνυν προς τήν λάμψιν τοῦ φωτός ἐκείνου». Ἄς προχωρήσουμε πρός τήν λάμψη τοῦ θείου φωτός.
Εἶναι ἀνάγκη, τέλος, νά συνειδητοποιήσουμε ὅτι «ἡ προσωπική Μεταμόρφωση τοῦ Θεανθρώπου Κυρίου μας ἀποτελεῖ τόν προάγγελο καί τῆς δικῆς μας μεταμορφώσεως ἀπό τή μεταπτωτική κατάσταση τῆς φθορᾶς πού βιώνουμε, ὡς μέτοχοι τῆς πεπτωκυΐας ἀνθρωπίνης φύσεως».24 Γι᾿ αὐτή τήν πνευματική «ἐπί τά βελτίῳ» μεταμόρφωση τῶν πιστῶν κάνει λόγο ὁ θεορρήμων Παῦλος στό ἐντυπωσιακό ἐκεῖνο χωρίο: «ἡμεῖς δέ οἱ πάντες ἀνακεκαλυμμένω προσώπῳ τήν δόξαν Κυρίου κατοπτριζόμενοι τήν αὐτήν εἰκόνα μεταμορφούμεθα ἀπό δόξης εἰς δόξαν, καθάπερ ἀπό Κυρίου Πνεύματος».25 Αὐτό ἐφαρμόζεται μέσα στόν κόσμο ἀπό τούς δούλους τοῦ Θεοῦ, τούς ἀγωνιστάς τῆς ἀρετῆς. Κυρίως ὅμως πραγματώνεται στόν Ὀρθόδοξο Μοναχισμό, μέσα στά πλαίσια τοῦ ὁποίου σημειώνονται ἀναβάσεις «ἀπό δόξης εἰς δόξαν», σέ μιά πορεία ἀνοδική καί μεταμορφωτική, ἐν μέσῳ ὠδίνων καί ὀδυνῶν. Θαβώρ καί Μοναχισμός συνδέονται ἄρρηκτα καί θαυμαστά. Γιά τούς ἀφιερωμένους στόν Θεό ὀρθοδόξους Μοναχούς, ἡ Ἑορτή τῆς Μεταμορφώσεως εἶναι μιά πολύ μεγάλη καί φαεσφόρος Ἐορτή. Ἔχει γραφεῖ ὅτι ἡ Μεταμόρφωση εἶναι τό «Πάσχα τῶν Μοναχῶν»! Οἱ πραγματικοί Μοναχοί, «εὐφραινόμενοι καί μεθύοντες τῷ Πνεύματι» ὅπως θά ἔλεγε ὁ ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος26, χρησιμοποιώντας τήν κατά Θεόν ἄσκηση ὡς «ἐργαλεῖο» γιά τήν κάθαρση, εἰσχωροῦν μέ μέθεξη ψυχῆς καί παφλασμούς θείας ἀγάπης στά «ἄδυτα» τοῦ θείου, ἀποφατικοῦ Μυστηρίου τῆς «ὀγδόης ἡμέρας» καί ἀξιώνονται τῆς θέας τοῦ Θαβωρείου φωτός. Ἄγνωστα εἶναι ὅλα αὐτά στούς ἐν τῷ κόσμῳ Χριστιανούς. Ἀλλά αὐτά τά «ἄγνωστα» συνιστοῦν τήν πεμπτουσία τῆς Πίστεώς μας καί αὐτά κηρύττει ἡ Ἐκκλησία διαχρονικῶς! Δέν διδάσκει μιά στεῖρα ἠθικολογία (πού μπορεῖ νά ὑπάρχει καί σέ διάφορα θρησκεύματα ἤ ἰδεολογίες), οὔτε ἕναν καθωσπρεπισμό ἤ ἀκτιβισμό, ἀλλά φανερώνει τήν ὀντολογία τοῦ Χριστιανισμοῦ. Αὐτή συνίσταται στήν διά τοῦ πνευματικοῦ ἀγῶνος ἐπίτευξη τῆς θεωρία τοῦ φωτός. Ὄλες οἱ ἀρετές καί οἱ ἐντολές συντείνουν στήν ἐντός τοῦ ἀνθρώπου ἐπενέργεια τῆς Χάριτος, σέ ὅποιο μέτρο μπορεῖ κανείς νά τήν ἀξιωθεῖ, ἔστω καί ὡς κάθαρση ἀπό τά πάθη. «Σκοπός τῆς πνευματικῆς ζωῆς, εἶναι ἡ ἀπόκτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος», θά μᾶς πεῖ ὁ κυριολεκτικά λουσμένος στό Θαβώριον φῶς, Ὅσιος Σεραφείμ τοῦ Σαρώφ.
Εἴθε νά μεταμορφωθοῦμε ἐν Χριστῷ καί νά βιώσουμε ὅλοι «ὅσον ἔνεστιν» ὑπαρξιακά τήν Δόξαν τοῦ Θαβωρίου φωτός, ὡς ἐσχατολογική πρόγευση τῶν ἐπουρανίων καί ἀτελευτήτων ἀγαθῶν, «ἅ ἠτοίμασεν ὁ Θεός τοῖς ἀγαπῶσιν Αὐτόν».27
__________________________________________________________________
1 Τροπάριον τοῦ Κανόνος τῆς Ἑορτῆς, Ἑννάτη Ὠδή, Β΄Κανών.
2 MPG. 96, 548 C.
3Βλ. Γ. Μαντζαρίδη, Ἡ Μεταμόρφωση τοῦ Σωτῆρος, Περιοδικό «Ὀρθόδοξη Μαρτυρία» (Κύπρου), ἀρ. 49/ Ἄνοιξη-Καλοκαίρι 1996.
4 Μάρκ. 9, 1.
5MPG. 123, 577.
6 Μάρκ. 9, 2.
7 Γ. Μαντζαρίδη ὅπου π. Ἡ Μεταμόρφωση…
8 ΕΠΕ, 9, 12.
9 Ἔξοδ. 20, 21.
10 Γ΄ Βασιλ. 19, 12.
11 Μάρκ. 9, 4.
12 Α΄ Τροπάριον τῆς Λιτῆς
13 Ματθ. 17, 6.
14 Γ. Μαντζαρίδη, ὅπου π. Ἡ Μεταμόρφωση τοῦ Σωτῆρος…
15«Ταῦτα ὑπό τῶν Γραφῶν ἐδιδάχθημεν, ταῦτα παρά τῶν ἡμετέρων Πατέρων παρελάβομεν. ταῦτα διά τῆς μικρᾶς ἔγνωμεν πεῖρας». Βλ. Ἁγ. Γρηγορίου Παλαμᾶ, Ἁγιορειτικός Τόμος, Φιλοκαλία, ἐκδ. Ἀστήρ, Ἀθῆναι 1957-1963, τόμ. Δ', σελ. 192.
16 Ὁμιλία ΛΔ΄, Εἰς τήν Σεπτήν Μεταμόρφωσιν…, ΕΠΕ, 10, 374.
17 MPG. 151, 448 B.
18«Τοῖς φρονοῦσι καί λέγουσι, τό λάμψαν ἀπό τοῦ Κυρίου ἐπί τῆς θείας αὐτοῦ Μεταμορφώσεως φῶς,ποτέ μέν εἶναι ἴνδαλμα, και κτίσμα, και φάσμα ἐπί βραχύ φανέν, και διαλυθέν παραχρῆμα…μή ὁμολογοῦσι δέ, κατά τάς τῶν Ἀγίων θεοπνεύστους θεολογίας καί τό τῆς Ἐκκλησίας εὐσεβές φρόνημα, μήτε κτίσμα εἶναι τό θειότατον ἐκεῖνο φῶς, μήτε οὐσίαν Θεοῦ, ἀλλ᾿ ἄκτιστον καί φυσικήν χάριν καί ἔλλαμψιν καί ἐνέργειαν, ἐξ αὐτῆς τῆς θείας οὐσίας ἀχωρίστως ἀεί προϊοῦσαν, ΑΝΑΘΕΜΑ».
19 Κολ. 2, 9.
20 Κεφ. Γνωστικά, 2, 88, MPG. 90, 1168A.
21 Βλ. τροπάρια Κανόνος τοῦ Ὄρθρου τῆς Ἑορτῆς: «Ἵνα δείξῃς ἐμφανῶς τήν ἀπόρρητον δευτέραν κατάβασιν, ὅπως ὁ Ὕψιστος Θεός ὀφθήσῃ ἐστώς ἐν μέσῳ θεῶν, τοῖς Ἀποστόλοις ἐν Θαβώρ, Μωσεῖ σύν Ἠλίᾳ τε ἀρρήτως ἔλαμψας».( Ὠδή Ἑννάτη).
22 Βλ. Β΄ Ἰδιόμελο τοῦ ἐσπερινοῦ: «Δεῖξαι βουλόμενος τῆς Ἀναστάσεως την λαμπρὀτητα».
23 Ὁμιλία ΛΔ΄, 6.
24 Βλ. Λ. Σκόντζου, «Ἐπόπται γενηθέντες τῆς ἐκείνου μεγαλειότητος» (Ἄρθρο).
25 Κορ. Β΄, 3, 18.
26 Ὁμιλίαι πνευματικαί, 18, 7, MPG. 34, 640 B.
27 Α΄Κορ. 2, 9.
«Δεῦτέ μοι πείθεσθε λαοί, ἀναβάντες εἰς τὸ ὄρος τὸ Ἅγιον, τὸ ἐπουράνιον, ἀΰλως στῶμεν ἐν πόλει ζῶντος Θεοῦ, καὶ ἐποπτεύσωμεν νοῒ Θεότητα ἄϋλον, Πατρὸς καὶ Πνεύματος, ἐν Υἱῷ μονογενεῖ ἀπαστράπτουσαν». 1
Ἡ Μεγάλη Δεσποτική Ἑορτή τῆς Θείας Μεταμορφώσεως τοῦ Κυρίου στό Ὄρος Θαβώρ εἶναι μιά ἑορτή Φωτός καί Χάριτος, μιά φαεσφόρος Πανήγυρις πνευματική! Εἶναι κυρίως μιά θεολογική Ἑορτή, χαρμόσυνη καί λαμπροτάτη, ἡ ὁποία «μεθᾶ νηφαλίως» καί πλημυρίζει φωτιστικῶς καί ἀπλέτως ὅσους τήν ἑορτάζουν μέ ἀγάπη καί μέθεξιν Θεοῦ. Περιλλάμπει δέ, ἡ Ἑορτή αὐτή μέ θεία Χάρη, ὅσους τήν προσεγγίζουν μέ ὑπαρξιακή ἀγωνία καί ἐπίμοχθη ἀναζήτηση τῆς Χάριτος πού αὐτή προχέει. Πολλά εἶναι τά θεολογικά μηνύματα πού ἐκπέμπει ἡ Μεταμόρφωση τοῦ Κυρίου, ἀφοῦ ἔχει κεντρική θέση στήν Ἐκκλησία καί στή Θεολογία. Ἐπιλεκτικῶς θά παρουσιάσουμε κάποια ἀπό αὐτά, στηρίζοντας τά γραφόμενα στήν ἁγιοπνευματική, πατερική ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ἡ ἐπί τοῦ Ὄρους Θαβώρ Φρικτή Μεταμόρφωση ὑπῆρξε ἡ πρώτη ἄμεσα αἰσθητή φανέρωση τῆς δόξης τοῦ Χριστοῦ κατά τήν ἐπίγειο ζωή Του. Ὁ μεγάλος δογματολόγος τῆς Ἐκκλησίας μας, ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός θά γράψει σχετικά: «Ὡράθη τά τοῖς ἀνθρώποις ἀθέατα ὄμμασι, σῶμα γήινον θείαν ἀπαυγάζον λαμπρότητα, σῶμα θνητόν δόξαν ἀπαυγάζον θεότητος».2 Κατά τήν Μεταμόρφωση, ὁ Θεάνθρωπος Σωτῆρας τοῦ κόσμου ὁ Χριστός φανερώνει μέσα ἀπό τήν ἀνθρώπινη φύση Του τήν ἄκτιστη Δόξα τῆς θεότητός Του. Ταυτόχρονα προσλαμβάνει στήν ἄκτιστη θεϊκή δόξα τούς ἀνθρώπους πού τόν περιβάλλουν3. Ὁ Κύριος μέ τήν θεία Του Μεταμόρφωση ἐνισχύει τούς Μαθητές πρό τοῦ Πάθους Του ὅπως ψάλλει ἡ Ἐκκλησία στό Κοντάκιον τῆς Ἑορτῆς. Οἱ Μαθητές χρειάζονταν τήν ἐνίσχυση αὐτή, γιά νά ἀντιμετωπίσουν τόν Σταυρό τοῦ Διδασκάλου τους, ὅπως καί τόν δικό τους σταυρό ἀργότερα, χάριν τοῦ Ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ.
Κατ᾿ ἐκείνη τήν ἀνεπανάληπτη ἡμέρα, οἱ πρόκριτοι τῶν Μαθητῶν ἀξιώθηκαν νά δοῦν τό μοναδικό γεγονός τῆς ἀνατολῆς δύο ἡλίων, τοῦ αἰσθητοῦ καί τοῦ νοητοῦ, ὅπως τό παρουσιάζει ποιητικά ἡ Ὑμνολογία τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἕνα τροπάριο τοῦ Κανόνος τῆς Ἑορτῆς κάνει λόγο γι᾿ αὐτό ἀκριβῶς τό γεγονός: «Ὡς μέγα καί φοβερόν, ὡράθη θέαμα σήμερον, ἐξ οὐρανοῦ αἰσθητός, ἐκ γῆς δέ ἀσύγκριτος, ἐξήστραψεν ἥλιος τῆς δικαιοσύνης, νοητός ἐπί τοῦ ὄρους Θαβώρ». Ἀναλύεται δέ θαυμάσια ὁ ὕμνος αὐτός ἀπό τόν ἅγιο Νικόδημος τόν Ἁγιορείτη στό περίφημο «Ἑορτοδόμιο». Εἶναι ἕνα βιβλίο ἑρμηνευτικό τῶν Κανόνων τῶν Δεσποτικῶν καί Θεομητορικῶν ἑορτῶν, στό ὁποῖο κενώνεται τό μέγα πέλαγος τῆς πολυμαθείας τοῦ Ἁγιορείτου Πατρός. Ὁ ἱερός Νικόδημος, στή θεολογική ἑρμηνεία του ἀναφέρεται στούς δύο ἡλίους πού ἀνέτειλαν τήν ἡμέρα ἐκείνη. Σημειώνει δέ ὅτι ὁ ἕνας ἥλιος εἶναι ὁ αἰσθητός ὁ ὁποῖος καθημερινά ἀνατέλλει στόν κόσμο ἀπό τόν οὐρανό καί ὁ ἄλλος εἶναι ὁ νοητός Ἥλιος τῆς δικαιοσύνης, ὁ Κύριος τῆς Δόξης, ὁ Ὁποῖος ἀνέτειλε ἀπό τή γῆ μέ τήν ἀπαστράπτουσα Δόξα τῆς θεότητός Του. Καί εἶναι γεγονός ὅτι τόν αἰσθητό ἥλιο ὅλοι οἱ ἄνθρωποι τόν βλέπουν, ἐνῶ τόν νοητό, μόνον οἱ κεκαθαρμένοι, ὅπως διδάσκει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς. Ἡ θέα τοῦ νοητοῦ Ἡλίου τῆς δικαιοσύνης, Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ ἀποτελεῖ μιά μοναδική ὑπαρξιακή ἐμπειρία γιά τόν πηλοβάτη ἄνθρωπο, ἐμπειρία πού προϋποθέτει ἀγῶνα ἐπίπονο καί ἐπίμοχθο, καθαρότητα καί «ἄνοιγμα» τῆς καρδίας στήν ἄκτιστη Χάρη τοῦ Θεοῦ. Αὐτό μᾶς διαβεβαιοῦν ὅλοι ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι διά μέσου τῶν αἰώνων ἀξιώθηκαν νά δοῦν τήν «Δόξαν» καί νά μετάσχουν σ᾿ αὐτήν.
Στό Ὄρος Θαβώρ ἐκπληρώνεται ἡ προφητεία τοῦ Κυρίου μας στούς Μαθητές του, τήν ὁποία λίγες μέρες πρίν εἶχε ἐξαγγείλει σ᾿ αὐτούς. Τό ἀψευδές στόμα τοῦ Θεανθρώπου εἶπε ὅτι ὑπάρχουν κάποιοι ἀνάμεσά στούς Μαθητές, οἱ ὁποίοι δέν θά γευθοῦν θάνατο μέχρι νά δοῦν τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ νά ἔρχεται μέ δύναμη. «Ἀμήν λέγω ὑμῖν ὅτι εἰσί τινές τῶν ὧδε ἐστηκότων, οἵτινες οὐ μή γεύσωνται θανάτου ἕως ἄν ἴδωσι τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ ἐληληθεῖαν ἐν δυνάμει».4 Αὐτό πραγματοποιεῖται μετά ἀπό λίγο κατά τήν Μεταμόρφωση ὅπου φανερώνεται «ἐν δυνάμει» ἡ θεία Βασιλεία (ἄκτιστη Χάρη) τοῦ Θεοῦ. Αὐτό ἑρμηνεύουν πολλοί Πατέρες καί ἐκκλησιαστικοί συγγραφεῖς, λ.χ. Ἐφραίμ Σῦρος, Γρηγόριος Παλαμᾶς, Ζηγαβηνός κ.ἄ. Ὁ ἱερός Θεοφύλακτος ἐν προκειμένῳ γράφει: «Εἰσι τινές τῶν ὧδε ἐστηκότων…οἵτινες οὐ μή ἀποθάνωσιν, ἄχρις ἄν δείξω αὐτοῖς ἐν τῇ Μεταμορφώσει μετά ποίας δόξης μέλλω παραγενέσθαι ἐν τῇ δευτέρᾳ παρουσίᾳ. Οὐδέν γάρ ἕτερον ἡ Μεταμόρφωσις ἦν, ἀλλ᾿ ἤ τῆς δευτέρας παρουσίας προμήνυμα».5
Ἡ προφητεία αὐτή περί τῆς ἐλεύσεως τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, τίθεται ἀπό τούς τρεῖς συνοπτικούς Εὐαγγελιστές, Μάρκο, Ματθαῖο καί Λουκᾶ ἀμέσως πρίν τήν διήγηση τῶν περί τῆς Μεταμορφώσεως. Γι᾿ αὐτό βλέπουμε στόν ἀμέσως ἑπόμενο εὐαγγελικό στίχο τοῦ κατά Μᾶρκον, ἀλλά καί στούς ἄλλους Εὐαγγελιστές, νά ἀναφέρεται ἔπειτα τό γεγονός τῆς Μεταμορφώσεως: «Καί μεθ᾿ ἡμέρας ἕξ παραλαμβάνει ὁ Ἰησοῦς τόν Πέτρον καί Ἰάκωβον καί Ἰωάννην καί ἀναφέρει αὐτούς εἰς ὄρος ὑψηλόν…».6 Ἐδῶ πρέπει νά διευκρινιστεῖ, ὅτι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ὡς ἄναρχη καί ἀτελεύτητη δέν περιορίζεται στό χρόνο, ἀλλά τόν ὑπερκαλύπτει καί τόν μεταμορφώνει. Δέν ἀρχίζει μετά τό τέλος τῆς ἱστορίας, ἀλλά ὑπάρχει ἤδη μέσα σ᾿ αὐτήν καί πάνω ἀπό αὐτήν, καί θά ἐξακολουθεῖ νά ὑπάρχει πέρα ἀπό αὐτήν.7
Κατά τήν θεία ἔνδοξο Μεταμόρφωση, ἐπίσης, ἔχουμε τήν ἐμφάνιση τῶν δύο Προφητῶν, Μωυσέως καί Ἠλία, ὡς ἐκπροσώπων τοῦ Νόμου καί τῶν Προφητῶν. Κοντά στούς «προκρίτους τῆς χάριτος» βρίσκονται καί οἱ «πρόκριτοι τοῦ νόμου» γιά νά φανεῖ ἀρίδηλα ὅτι ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός εἶναι ὁ Ἀρχηγός καί τό κέντρο τῶν δύο Διαθηκῶν, ὁ Κύριος τοῦ Νόμου καί τῆς Χάριτος καί νά δηλωθεῖ ἡ μυστική ἐνότητα τῶν δύο Διαθηκῶν, Παλαιᾶς καί Καινῆς. Ὑπάρχει καί μιά ἐκπληκτική διατύπωση τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ σέ ὁμιλία του στήν Μεταμόρφωση, περί συνδέσεως τῶν δύο Διαθηκῶν. Σήμερα, λέγει, στόν Παρθένο τῆς Νέας Διαθήκης, ὁ Παρθένος τῆς Παλαιᾶς εὐαγγελίζεται τόν Παρθένο Υἱό τῆς Παρθένου Μητέρας. Δηλαδή ὁ Ἠλίας εὐαγγελίζεται τόν Χριστό στόν Ἰωάννη. «Σήμερον τῷ παρθένῳ τῆς Νέας, ὁ παρθένος τῆς Παλαιᾶς, τόν ἐκ παρθένου παρθένον εὐαγγελίζεται Κύριον».8 Ἀξιοπρόσεκτο ἐπίσης εἶναι τό γεγονός ὅτι οἱ δύο μεγάλοι Προφῆτες πού ἐμφανίσθηκαν «ἐν δόξῃ» κατά τήν θεία Μεταμόρφωση καί συνομιλοῦσαν μέ τόν Κύριο εἶναι αὐτοί οἱ πνευματέμφοροι ἄνδρες πού εἶδαν στήν ἐπίγεια ζωή τους τήν Δόξα τοῦ Θεοῦ. Καί ὁ μέν Μωυσῆς, ἐπάνω στό Σινᾶ, ὅπως γνωρίζουμε ἀπό τή θεία Γραφή, εἰσῆλθε στόν γνόφο «οὐ ἤν ὁ Θεός».9 Ὁ δέ ἄλλος, ὁ εἰσέτι ζωντανός καί πύρινος Προφήτης Ἠλίας εἶδε τήν Δόξα τοῦ Θεοῦ στήν «φωνή αὔρας λεπτῆς».10 Θά μπορούσαμε ἀκόμη νά ὑπενθυμίσουμε πώς αὐτή ἡ παράδοξη ἐμφάνιση τῶν δύο Προφητῶν κατά τήν θεία Μεταμόρφωση τοῦ Κυρίου ἐπιβεβαιώνει περίτρανα τήν πίστη τῆς Ἐκκλησίας μας στήν μετά θάνατον ζωή. Ὁ Μωυσῆς εἶχε ζήσει περισσότερα ἀπό χίλια τριακόσια χρόνια πρίν ἀπό τήν Γέννηση τοῦ Κυρίου καί ὁ Ἠλίας πάνω ἀπό ὀκτακόσια. Καί ὅμως, ἐμφανίστηκαν ζωντανοί στό Θαβώρ, «συλλαλοῦντες τῷ Ἰησοῦ».11
Ὁ Μεταμορφωθείς Κύριος, ὁ Ὁποῖος εἶναι τό θεῖον Ἀρχέτυπο τοῦ ἀνθρώπου, ἐπάνω στό Θαβώρ ἀπεκάλυψε «τό ἀρχέτυπον κάλλος τῆς εἰκόνος»12 καί ἐφανέρωσε τήν θεϊκή Του Δόξα ἐνώπιον τῶν τριῶν προκρίτων Μαθητῶν. Οἱ Ἀπόστολοι τοῦ Κυρίου δέν μπόρεσαν νά ἀντέξουν αὐτή τήν ὑπερκόσμια ἐμπειρία, τήν ἀπαστράπτουσα θείαν λαμπρότητα καί ὅπως μᾶς δαβεβαιώνει ὁ Εὐαγγελιστής Ματθαῖος, «ἔπεσον ἐπὶ πρόσωπον αὐτῶν καὶ ἐφοβήθησαν σφόδρα».13
Αὐτή ἡ φανέρωση τῆς θεϊκῆς Δόξης εἶναι οὐσιαστικά φανέρωση «ἐν δυνάμει» τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Καί ἡ Βασιλεία συνδέεται πάντοτε μέ τόν Βασιλέα καί δέν μπορεῖ νά χωριστεῖ ἀπό αὐτόν. Ὅπου ὁ Βασιλεύς, ἐκεῖ καί ἡ Βασιλεία. Εἶναι πολύ σημαντικό νά κατανοηθεῖ ὅτι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, πού εἶδαν ἔκθαμβοι οἱ Μαθηταί τοῦ Κυρίου στό Θαβώρ ἦταν ἡ φανέρωση τῆς θεουργηθεῖσης ἀνθρωπίνης φύσεως τοῦ Χριστοῦ. Εἶδαν δηλαδή ἕνα ἤδη συντελεσμένο γεγονός. Δέν ἦρθε τότε κάτι πού δέν ὑπῆρχε προηγουμένως, ἀλλά φανερώθηκε αὐτό πού ὑπῆρχε καί θά ὑπάρχει πάντοτε. Ἡ φωτεινή ἐπιφάνεια στό ὄρος τῆς Μεταμορφώσεως ἀποτελεῖ μιά ἀποκαλυπτική ἐκδήλωση τῆς θεώσεως τοῦ ἀνθρωπίνου προσλήμματος. Καί εἶναι γεγονός ὅτι «ὅπως τό Ἄκτιστο Φῶς, πού φανερώθηκε κατά τήν Μεταμόρφωση στούς Μαθητές, ὑπῆρχε ἐξαρχῆς καί παραμένει αἰώνια στή θεανθρώπινη ὑπόσταση τοῦ Χριστοῦ, ἔτσι καί ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, πού ἦρθε στόν κόσμο μέ τόν Χριστό, φανερώνεται μερικές φορές στούς πιστούς, ὡς προανάκρουσμα τοῦ Μέλλοντος Αἰῶνος».14
Εἶναι γνωστόν ὅτι κατά τήν δογματική Διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅπως τήν ἐκφράζει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, ἡ ἀνθρώπινη φύση ἐθεώθη ἀπό τήν ὑποστατική ἕνωση καί κοινωνία της μέ τόν Θεό Λόγο, ἡ ὁποία ἕνωση ἔλαβε χώρα τή στιγμή τῆς συλλήψεως τοῦ Χριστοῦ μέσα στήν ἡγιασμένη γαστέρα τῆς Παναγίας. Τότε ἀκριβῶς, ἡ θεότητα, σύμφωνα μέ τήν Δογματική, ἐθέωσε τήν ἀνθρώπινη φύση. Καί κατά τήν Μεταμόρφωση στό Θαβώρ φανερώνεται στούς Μαθητές αὐτό ἀκριβῶς τό γεγονός, δηλαδή ἡ θεουργηθεῖσα ἀνθρώπινη φύση ἀπό τήν πρόσληψή της ἀπό τόν Θεό Λόγο.
Ἐπιπλέον, σημειώνεται ἡ θεολογική ἀλήθεια ὅτι κατά τήν Φρικτή Μεταμόρφωση τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ, ἐπέλαμψε τό φῶς τῆς θεότητος, τό ὁποῖο ἐλάμπρυνε τήν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Κυρίου, αὐτή ἡ ὁποία εἶναι ἡ πηγή τοῦ φωτός καί τῆς ἀκτίστου Χάριτος. Ὑπάρχει βεβαίως τό ἐρώτημα, πῶς μπόρεσαν, χοϊκά μάτια νά δοῦν τό φῶς, νά κατοπτεύσουν τά «ὑπέρ φύσιν»; Μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος μέ τούς σωματικούς ὀφθαλμούς νά δεῖ τό ἄκτιστο, τό αἰώνιο καί ἄχρονο, τό ἄπειρο καί ἀπερίγραπτο; Ἔχουμε ἐν προκειμένῳ τήν Πατερική, θεολογική ἀπάντηση. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ὁμιλεῖ γιά «μετασκευή» τῶν ὀφθαλμῶν τῶν Μαθητῶν, ὥστε νά δοῦν τό φῶς, τό ὁποῖο, ὡς ἄκτιστο εἶναι κατ᾿ οὐσίαν διάφορο ἀπό κάθε κτιστό φῶς. Ὁ Ἁγιορείτης μεγάλος καί ἐμπειρικός θεολόγος15 γράφει ὅτι οἱ τρεῖς Ἀπόστολοι, μέ μιά ἁγιοπνευματική ἐναλλαγή τῶν αἰσθήσεων μπόρεσαν καί εἶδαν τό ἄκτιστο, Θαβώριο φῶς, τό ὁποῖο ὁ ἴδιος ἀποκαλεῖ «προοίμιον τῆς Βασιλείας». Οὔτε τό φῶς, λέγει, ἦταν αἰσθητό, οὔτε οἱ Μαθητές τό εἶδαν μέ αἰσθητούς ὀφθαλμούς, ἀλλά μέ ὀφθαλμούς πού εἶχαν πρωτίστως μετασκευαστεῖ μέ τή δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. «Οὐκοῦν, οὐδέ τό φῶς ἐκεῖνο αἰσθητόν, οὐδέ οἱ ὁρῶντες αἰσθητικοῖς ἁπλῶς ἑώρων ὀφθαλμοῖς, ἀλλά μετασκευασθεῖσι τῇ δυνάμει τοῦ θείου Πνεύματος. Ἐνηλλάγησαν οὖν, καί οὕτω τήν ἐναλλαγήν εἶδον».16 Ἔτσι, ὁ θεοφόρος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἔρχεται νά μᾶς διασαφίσει ὅτι ἡ θέα τοῦ Θεοῦ, ἡ κατόπτευση τοῦ ἀκτίστου φωτός τῆς Χάριτος εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἱκανώσεως τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν Παράκλητο. Αὐτό ἔλαβε χώρα κατά τήν Μεταμόρφωση. Πρόκειται δηλαδή περί Μεταμορφώσεως τῶν Μαθητῶν ἐπάνω στό Θαβώρ, προκειμένου νά δοῦν τό θεῖον φῶς.
Στόν Δ΄ Ἀντιρρητικό λόγο του ὁ ἁγιώτατος Ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης Γρηγόριος θά ἐπανατονίσει τήν ἴδια θεολογική θέση, παρουσιάζοντας σχετική γνώμη τοῦ πρό αὐτοῦ μεγάλου θεολόγου, ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ. Ὁ ἱερός Μάξιμος, γράφει ὅτι οἱ μύσται τοῦ Λόγου καί Μαθηταί ἀνεβιβάσθησαν ἀπό τήν σάρκα στό πνεῦμα μέ τήν μεταβολή τῶν αἰσθήσεων τήν ὁποῖα ἐνήργησε σ᾿ αὐτούς τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. Καί μετά ἀπό τήν παράθεση αὐτῆς τῆς θέσεως, ἐρωτᾶ ἀποφαντικῶς ὁ Ἀθωνίτης θεολόγος, Γρηγόριος: «Ὁρᾶς ὡς Πνεῦμα γεγονότας καί Πνεύματι ὁρῶντες ἐκεῖνο ἐθεάσαντο το φῶς»; Βλέπεις ὅτι εἶδαν ἐκεῖνο τό φῶς, ἀφοῦ ἔγιναν πνεῦμα καί εἶδον μέ Πνεῦμα; Πάντως, κατά τόν αὐτόν Πατέρα, τό φῶς δίδεται σέ ὅσους τό ζητοῦν, κατά τό μέτρο τοῦ καθενός καί μπορεῖ νά εἶναι μικρή ἤ μεγάλη ἡ ἐμπειρία τοῦ φωτός, ἀνάλογα μέ τήν ἀξία αὐτῶν πού τή δοκιμάζουν. «Καί τό μέν θεῖον τοῦτο φῶς, μέτρῳ δίδοται, καί μᾶλλον καί ἧττον ἐπιδέχεται, κατά τήν ἀξίαν τῶν ὑποδεχομένων ἀμερίστως μεριζόμενον»17…
Αὐτό τό θεῖον φῶς τῆς Μεταμορφώσεως πού περιβάλλει τόν Κύριο καί τούς Μαθητές καί εἶναι Χάρις καί ἄκτιστη ἐνέργεια Θεοῦ, ὁ ἐκ τῆς Δύσεως Βαρλαάμ Καλαβρός, ἐκπροσωπώντας τήν θεολογική ἀλλοίωση τοῦ δυτικοῦ κόσμου ἐξελάμβανε ὡς κτιστό. Τό θεωροῦσε ὡς ἀστραπή πού γίνεται καί ἀπογίνεται, δηλαδή ἕνα «σύμβολο», ἕνα φαινόμενο περιορισμένο μέσα στό χῶρο καί τόν χρόνο. Τότε ἀκριβῶς, τόν 14ο αἰῶνα ἔλαβε χώρα ἡ μεγάλη μάχη περί τοῦ φωτός καί περί τοῦ μεθεκτοῦ τοῦ Θεοῦ. Στήν κορυφαία αὐτή θεολογική σύγκρουση τῶν δύο κόσμων, πρωτοστάτης ὑπῆρξε ὁ Κορυφαῖος τῶν Ἡσυχαστῶν, ὁ φωτόμορφος Πατήρ, Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, αὐτός ὁ βιωματικός καί ὄχι διανοούμενος διδάσκαλος, ὁ «κῆρυξ τῆς Χάριτος καί τοῦ φωτός». Οἱ ἀγῶνες τοῦ Ἁγίου ἱεράρχου ὑπῆρξαν ἀνυπέρβλητοι! Ἔπρεπε νά θεολογηθεῖ ἀπλανῶς ἡ φύση τοῦ Θαβωρίου φωτός καί νά ἐξασφαλισθεῖ ἁγιοπνευματικά τό δυνατόν τῆς σωτηρίας καί θεώσεως πού συντελεῖται μέ τή μετοχή στήν ἄκτιστη Ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Αὐτή τή δυνατότητα τῆς σωτηρίας καί θεώσεως ἀπέκλειαν οἱ ὀρθολογιστές τῆς Δύσεως, ἀφοῦ ταύτιζαν οὐσία καί ἐνέργεια στόν Θεό. Ἡ διαφοροποίηση τούτη δέν εἶναι καθόλου ἀσήμαντη! Διότι, κατά τούς παπικούς, ὁ Θεός εἶναι ἕνας ἥλιος ὁ ὁποῖος κρατάει «γιά τόν ἑαυτό του» τό φῶς καί τήν λαμπρότητα καί δέν τά ἐξαποστέλλει στή γῆ. Ἀντίθετα, κατά τήν ὀρθόδοξη Θεολογία ὅπως τήν ἐξέφρασε ὁ ὑψίνους Παλαμᾶς, ὁ Ἥλιος τῆς Δικαιοσύνης Κύριος εἶναι «τοῖς πᾶσι μεθεκτός», ἀφοῦ οἱ θεῖες ἀκτῖνες-ἐνέργειές Του ἔρχονται δραστικῶς πρός ἐμᾶς. Οἱ θεῖες, ἄκτιστες ἐνέργειες τοῦ Νοητοῦ Ἡλίου «πρός ἡμᾶς καταβαίνουσιν», ἔγραφε τόν 4ο αἰῶνα ὁ οὐρανοφάντωρ Μ. Βασίλειος καί μᾶς περιλάμπουν, φωτίζουν καί θεώνουν χαρισματικῶς. Ἡ Διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ γιά τήν φύση τοῦ Θαβωρείου φωτός κατοχυρώθηκε Συνοδικῶς, στίς λεγόμενες ἡσυχαστικές Συνόδους τοῦ 14ου αἰῶνος καί ἔγινε ὁμολογία τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ἀκοῦμε κάθε χρόνο στό γνωστό «Συνοδικόν τῆς Ὀρθοδοξίας» πού διαβάζουμε τήν Α΄Κυριακή τῶν Νηστειῶν.18
Πέραν τῶν ὅσων ἀκροθιγῶς τονίστηκαν, εἶναι ἀνάγκη νά γνωρίζουμε ὅτι ἡ Μεταμόρφωση τοῦ Κυρίου, κατά τήν ὁποία ὁ Θεάνθρωπος ἐπάνω στό Θαβώρ «ἀνοίγει παράθυρο» στόν κόσμο τῆς Βασιλείας Του, δέν ἀποτελεῖ μόνο ἕνα ἱστορικό γεγονός, ἀλλά καί ἐσχατολογικό. Δέν ἔχει δηλαδή μόνο ἱστορική διάσταση, ἀλλά καί ἐσχατολογική. Τό γεγονός τῆς Μεταμορφώσεως ὑπογραμμίζει τήν ἐσχατολογική σπουδαιότητα πού ἔχει τό ἀνθρώπινο σῶμα γιά τήν ὀρθόδοξη ἀνθρωπολογία. Στό Ὄρος Θαβώρ, κατά τήν Φρικτή Μεταμόρφωση τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, ἡ θεία δόξα φανερώνεται καί διά τοῦ σώματος καί οἱ Μαθηταί βεβαιώνονται ὅτι «ἐν αὐτῷ κατοικεῖ πᾶν τό πλήρωμα τῆς θεότητος σωματικῶς».19 Ὁμοίως καί γιά τούς πιστούς, ἡ μεταμόρφωση καί ἡ χαρισματική θέωσή τους δέν εἶναι μόνο γεγονός πνευματικό, ἀλλά καί σωματικό. Δηλαδή θεοῦται ὁ καθόλου ἄνθρωπος, καί ἡ ψυχή καί τό σῶμα, ὅπως τονίζει πάλι ὁ Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς. Καί ὁ Ὁμολογητής Μάξιμος θά γράψει ὅτι «τό σῶμα συνθεοῦται τῇ ψυχῇ, κατά τήν ἀναλογοῦσαν αὐτῷ μέθεξιν τῆς θεώσεως».20 Ἔτσι, ἡ Μεταμόρφωση, ἐπισημαίνει τήν Δευτέραν ἔλευση τοῦ Χριστοῦ21, ὅταν θά φανερωθεῖ «ἐν τῆ αὐτῇ δόξῃ», ὅπως καί στό Θαβώρ, φέροντας τό δεδοξασμένο σῶμα τῆς Ἀναστάσεως. Προεικονίζει δέ τήν κηρυττομένη Ἀνάσταση τῶν Νεκρῶν22, οἱ ὁποῖοι θά ἀναστηθοῦν φέροντες σώματα φωτεινά, ὅπως ἐκεῖνο τοῦ Ὄρους τῆς Μεταμορφώσεως. Ὁ μεγάλος βυζαντινός θεολόγος, Γρηγόριος Παλαμᾶς θά γράψει καί πάλι ὅτι «τό μέγα θέαμα τοῦ φωτός τῆς τοῦ Κυρίου Μεταμορφώσεως, τῆς ὀγδόης, ἤτοι τοῦ μέλλοντος αἰῶνος ἐστί τό μυστήριον».23
Ἡ Μεταμόρφωση, ἀκόμη, δείχνει τόν σκοπό τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Αὐτός ὁ σκοπός δέν εἶναι μιά ἁπλή βελτίωση τῶν ἠθῶν, ἀλλά ἡ προσωπική ἀνάβαση τοῦ κάθε πιστοῦ στό πνευματικό Θαβώρ, ὅπου θά δεῖ τήν «Δόξαν τοῦ Θεοῦ», θά δεχθεῖ τήν κατά Θεόν ἀλλοίωση, θά «προσλάβει φῶς» καί θά μεταρσιωθεῖ ἀπό τήν Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Τό Δοξαστικό τῆς Λιτῆς τῆς Ἑορτῆς (ψαλλόμενο μάλιστα στόν πανηγυρικό ἦχο πλ. τοῦ α΄) ἐκφράζει ἀκριβῶς αὐτή τήν πραγματικότητα καί τή θεία στοχοθεσία. Λέγει ὁ θεολογικώτατος ὕμνος: «Δεῦτε ἀναβῶμεν εἰς τὸ ὄρος Κυρίου, καὶ εἰς τὸν οἶκον τοῦ Θεοῦ ἡμῶν, καὶ θεασώμεθα τὴν δόξαν τῆς Μεταμορφώσεως αὐτοῦ, δόξαν ὡς μονογενοῦς παρὰ Πατρός, φωτὶ προσλάβωμεν φῶς, καὶ μετάρσιοι γενόμενοι τῷ πνεύματι, Τριάδα ὁμοούσιον ὑμνήσωμεν εἰς τοὺς αἰῶνας». Ἡ φράση «φωτί προσλάβωμεν φῶς» ἔχει ἰδιαίτερη σημασία, καθόσον ἡ θεία, ἄπλετος φωτοχυσία περιλάμπει τόν ἄνθρωπο, τόν ἀλλοιώνει ἐν Πνεύματι, τόν καθιστᾶ ὅπως λέμε «πνευματικόν» μέ τήν θεολογική ἔννοια τοῦ ὅρου· ὄχι διανοητικά καί λογικά καλλιεργημένο, ἀλλά κατά Θεόν πεφωτισμένο. Γι᾿ αὐτό πρέπει νά ἀκολουθοῦμε τήν προτροπή τῶν Ἁγίων καί ἐν προκειμένῳ τοῦ Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ὁ ὁποῖος μετά ἀπό μία ὁμιλία πού ἐξεφώνησε στό ποίμνιό του στήν Θεσσαλονίκη περί τοῦ φωτός, ἔδωσε αὐτή τήν πατερική προτροπή: «ὁδεύσωμεν τοίνυν προς τήν λάμψιν τοῦ φωτός ἐκείνου». Ἄς προχωρήσουμε πρός τήν λάμψη τοῦ θείου φωτός.
Εἶναι ἀνάγκη, τέλος, νά συνειδητοποιήσουμε ὅτι «ἡ προσωπική Μεταμόρφωση τοῦ Θεανθρώπου Κυρίου μας ἀποτελεῖ τόν προάγγελο καί τῆς δικῆς μας μεταμορφώσεως ἀπό τή μεταπτωτική κατάσταση τῆς φθορᾶς πού βιώνουμε, ὡς μέτοχοι τῆς πεπτωκυΐας ἀνθρωπίνης φύσεως».24 Γι᾿ αὐτή τήν πνευματική «ἐπί τά βελτίῳ» μεταμόρφωση τῶν πιστῶν κάνει λόγο ὁ θεορρήμων Παῦλος στό ἐντυπωσιακό ἐκεῖνο χωρίο: «ἡμεῖς δέ οἱ πάντες ἀνακεκαλυμμένω προσώπῳ τήν δόξαν Κυρίου κατοπτριζόμενοι τήν αὐτήν εἰκόνα μεταμορφούμεθα ἀπό δόξης εἰς δόξαν, καθάπερ ἀπό Κυρίου Πνεύματος».25 Αὐτό ἐφαρμόζεται μέσα στόν κόσμο ἀπό τούς δούλους τοῦ Θεοῦ, τούς ἀγωνιστάς τῆς ἀρετῆς. Κυρίως ὅμως πραγματώνεται στόν Ὀρθόδοξο Μοναχισμό, μέσα στά πλαίσια τοῦ ὁποίου σημειώνονται ἀναβάσεις «ἀπό δόξης εἰς δόξαν», σέ μιά πορεία ἀνοδική καί μεταμορφωτική, ἐν μέσῳ ὠδίνων καί ὀδυνῶν. Θαβώρ καί Μοναχισμός συνδέονται ἄρρηκτα καί θαυμαστά. Γιά τούς ἀφιερωμένους στόν Θεό ὀρθοδόξους Μοναχούς, ἡ Ἑορτή τῆς Μεταμορφώσεως εἶναι μιά πολύ μεγάλη καί φαεσφόρος Ἐορτή. Ἔχει γραφεῖ ὅτι ἡ Μεταμόρφωση εἶναι τό «Πάσχα τῶν Μοναχῶν»! Οἱ πραγματικοί Μοναχοί, «εὐφραινόμενοι καί μεθύοντες τῷ Πνεύματι» ὅπως θά ἔλεγε ὁ ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος26, χρησιμοποιώντας τήν κατά Θεόν ἄσκηση ὡς «ἐργαλεῖο» γιά τήν κάθαρση, εἰσχωροῦν μέ μέθεξη ψυχῆς καί παφλασμούς θείας ἀγάπης στά «ἄδυτα» τοῦ θείου, ἀποφατικοῦ Μυστηρίου τῆς «ὀγδόης ἡμέρας» καί ἀξιώνονται τῆς θέας τοῦ Θαβωρείου φωτός. Ἄγνωστα εἶναι ὅλα αὐτά στούς ἐν τῷ κόσμῳ Χριστιανούς. Ἀλλά αὐτά τά «ἄγνωστα» συνιστοῦν τήν πεμπτουσία τῆς Πίστεώς μας καί αὐτά κηρύττει ἡ Ἐκκλησία διαχρονικῶς! Δέν διδάσκει μιά στεῖρα ἠθικολογία (πού μπορεῖ νά ὑπάρχει καί σέ διάφορα θρησκεύματα ἤ ἰδεολογίες), οὔτε ἕναν καθωσπρεπισμό ἤ ἀκτιβισμό, ἀλλά φανερώνει τήν ὀντολογία τοῦ Χριστιανισμοῦ. Αὐτή συνίσταται στήν διά τοῦ πνευματικοῦ ἀγῶνος ἐπίτευξη τῆς θεωρία τοῦ φωτός. Ὄλες οἱ ἀρετές καί οἱ ἐντολές συντείνουν στήν ἐντός τοῦ ἀνθρώπου ἐπενέργεια τῆς Χάριτος, σέ ὅποιο μέτρο μπορεῖ κανείς νά τήν ἀξιωθεῖ, ἔστω καί ὡς κάθαρση ἀπό τά πάθη. «Σκοπός τῆς πνευματικῆς ζωῆς, εἶναι ἡ ἀπόκτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος», θά μᾶς πεῖ ὁ κυριολεκτικά λουσμένος στό Θαβώριον φῶς, Ὅσιος Σεραφείμ τοῦ Σαρώφ.
Εἴθε νά μεταμορφωθοῦμε ἐν Χριστῷ καί νά βιώσουμε ὅλοι «ὅσον ἔνεστιν» ὑπαρξιακά τήν Δόξαν τοῦ Θαβωρίου φωτός, ὡς ἐσχατολογική πρόγευση τῶν ἐπουρανίων καί ἀτελευτήτων ἀγαθῶν, «ἅ ἠτοίμασεν ὁ Θεός τοῖς ἀγαπῶσιν Αὐτόν».27
__________________________________________________________________
1 Τροπάριον τοῦ Κανόνος τῆς Ἑορτῆς, Ἑννάτη Ὠδή, Β΄Κανών.
2 MPG. 96, 548 C.
3Βλ. Γ. Μαντζαρίδη, Ἡ Μεταμόρφωση τοῦ Σωτῆρος, Περιοδικό «Ὀρθόδοξη Μαρτυρία» (Κύπρου), ἀρ. 49/ Ἄνοιξη-Καλοκαίρι 1996.
4 Μάρκ. 9, 1.
5MPG. 123, 577.
6 Μάρκ. 9, 2.
7 Γ. Μαντζαρίδη ὅπου π. Ἡ Μεταμόρφωση…
8 ΕΠΕ, 9, 12.
9 Ἔξοδ. 20, 21.
10 Γ΄ Βασιλ. 19, 12.
11 Μάρκ. 9, 4.
12 Α΄ Τροπάριον τῆς Λιτῆς
13 Ματθ. 17, 6.
14 Γ. Μαντζαρίδη, ὅπου π. Ἡ Μεταμόρφωση τοῦ Σωτῆρος…
15«Ταῦτα ὑπό τῶν Γραφῶν ἐδιδάχθημεν, ταῦτα παρά τῶν ἡμετέρων Πατέρων παρελάβομεν. ταῦτα διά τῆς μικρᾶς ἔγνωμεν πεῖρας». Βλ. Ἁγ. Γρηγορίου Παλαμᾶ, Ἁγιορειτικός Τόμος, Φιλοκαλία, ἐκδ. Ἀστήρ, Ἀθῆναι 1957-1963, τόμ. Δ', σελ. 192.
16 Ὁμιλία ΛΔ΄, Εἰς τήν Σεπτήν Μεταμόρφωσιν…, ΕΠΕ, 10, 374.
17 MPG. 151, 448 B.
18«Τοῖς φρονοῦσι καί λέγουσι, τό λάμψαν ἀπό τοῦ Κυρίου ἐπί τῆς θείας αὐτοῦ Μεταμορφώσεως φῶς,ποτέ μέν εἶναι ἴνδαλμα, και κτίσμα, και φάσμα ἐπί βραχύ φανέν, και διαλυθέν παραχρῆμα…μή ὁμολογοῦσι δέ, κατά τάς τῶν Ἀγίων θεοπνεύστους θεολογίας καί τό τῆς Ἐκκλησίας εὐσεβές φρόνημα, μήτε κτίσμα εἶναι τό θειότατον ἐκεῖνο φῶς, μήτε οὐσίαν Θεοῦ, ἀλλ᾿ ἄκτιστον καί φυσικήν χάριν καί ἔλλαμψιν καί ἐνέργειαν, ἐξ αὐτῆς τῆς θείας οὐσίας ἀχωρίστως ἀεί προϊοῦσαν, ΑΝΑΘΕΜΑ».
19 Κολ. 2, 9.
20 Κεφ. Γνωστικά, 2, 88, MPG. 90, 1168A.
21 Βλ. τροπάρια Κανόνος τοῦ Ὄρθρου τῆς Ἑορτῆς: «Ἵνα δείξῃς ἐμφανῶς τήν ἀπόρρητον δευτέραν κατάβασιν, ὅπως ὁ Ὕψιστος Θεός ὀφθήσῃ ἐστώς ἐν μέσῳ θεῶν, τοῖς Ἀποστόλοις ἐν Θαβώρ, Μωσεῖ σύν Ἠλίᾳ τε ἀρρήτως ἔλαμψας».( Ὠδή Ἑννάτη).
22 Βλ. Β΄ Ἰδιόμελο τοῦ ἐσπερινοῦ: «Δεῖξαι βουλόμενος τῆς Ἀναστάσεως την λαμπρὀτητα».
23 Ὁμιλία ΛΔ΄, 6.
24 Βλ. Λ. Σκόντζου, «Ἐπόπται γενηθέντες τῆς ἐκείνου μεγαλειότητος» (Ἄρθρο).
25 Κορ. Β΄, 3, 18.
26 Ὁμιλίαι πνευματικαί, 18, 7, MPG. 34, 640 B.
27 Α΄Κορ. 2, 9.