Ι.Ν. Τιμίου Προδρόμου
  • Αρχική
  • Ο Επίσκοπος
  • Ιερός Ναός
  • Ειδήσεις
  • Ανακοινώσεις
  • Κήρυγμα
  • Αρθρογραφία
    • Ιστορικά
    • Αντιαιρετικά
    • Θεολογικά
    • Διάφορα
  • Εορτολόγιο
  • Radio
  • Επικοινωνία

Η ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΜΕΤΑ - ΓΛΩΣΣΑ ΤΩΝ ΥΠΕΡΦΥΩΝ ΕΣΧΑΤΟΛΟΓΙΚΩΝ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΝ

2/24/2014

0 Comments

 
Γράφει ο π. Νικηφόρος Νάσσος,
εφημέριος του Ιερού Ναού Γενεθλίου του Τιμίου Προδρόμου Βόλου
Picture
(ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΗ ΜΕΛΕΤΗ ΜΑΣ ΠΕΡΙ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ ΘΕΟΥ ΚΑΙ ΚΟΛΑΣΕΩΣ)

Μέ­σα στή ζω­ή τῆς Ἐκκλη­σί­ας, ἔχου­με τήν εὐκαι­ρί­α καί τή δυ­να­τότητα ―μέσῳ ἀνα­λο­γιῶν, μεταφορῶν, ἀνα­γωγῶν, συμ­βο­λι­σμῶν, εἰκό­νων καί πα­ρα­στά­σε­ων― νά «ἀνι­χνεύ­σου­με» κά­πως τίς ἐπου­ρά­νιες καὶ πνευ­μα­τικὲς πραγ­μα­τι­κό­τη­τες, νά ψηλα­φή­σου­με τὸ Ἐπέ­κει­να, ἀλλά καὶ νά κα­τα­νο­ή­σου­με, στὰ μέ­τρα, βε­βαί­ως, τῆς κτι­στό­τη­τάς μας «ἐν εἰκό­νι», τά «ὑπέρ νοῦν καί αἴσθη­σιν», ἀφοῦ καὶ ἡ γλῶσσα τῆς Ἁγ. Γραφῆς καὶ ὅλης τῆς χριστια­νικῆς Θε­ο­λο­γί­ας εἶναι εἰκο­νο­λο­γι­κή καί, ἑπο­μέ­νως, αὐτές οἱ με­τα­φυ­σικὲς καὶ ὑπερ­βα­τικὲς «εἰκό­νες», ὅπως και ἀλλοῦ ἐπι­ση­μά­να­με, ἐκφρά­ζουν τὸ βα­θύ καὶ ἀποφατικὸ θε­ο­λο­γι­κὰ πε­ριε­χόμενο τῆς Ὀρθο­δό­ξου δι­δα­σκα­λί­ας μας. Ἀλλά, καί γε­γο­νό­τα καί πε­ρι­στα­τι­κά, τά ὁποῖα μᾶς δι­η­γεῖται ἡ Πα­τε­ρι­κή Γραμ­μα­τεί­α τῆς Ἐκκλη­σί­ας μας, συ­ντε­λοῦν στὴν ἔτι πε­ραι­τέ­ρω ἐμβά­θυν­σή μας στὰ πε­ρί τῆς «ἄλλης ζωῆς», ὑπό τήν δι­πλῆ της ὄψη, ὡς Πα­ρα­δείσου καί Κο­λάσε­ως.
Στὴ συ­νέ­χεια, θὰ ἔχου­με τὴν εὐκαι­ρί­α νὰ ἐξε­τά­σου­με πῶς αὐτὲς οἱ δύ­ο αἰώ­νιες κα­τα­στά­σεις, ὁ Παρά­δει­σος καὶ ἡ Κό­λα­ση, ἑρμη­νεύ­ο­νται ἀπὸ τοὺς ἁγίους καὶ θε­ο­πνεύ­στους Πα­τέ­ρες τῆς Ἐκκλη­σί­ας μας, οἱ ὁποῖοι, ὅσο τοὺς ἀξί­ω­σε ὁ Θε­ός, κατὰ τὸ μέ­τρο τῆς ἀρετῆς τους, ἀλλὰ καὶ κατὰ τὰ φυ­σικὰ ὅρια τῆς κτι­στό­τη­τας, εἰσῆλθαν στὸν Θεῖο «γνό­φο» καὶ μᾶς εἶπαν ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα τοὺς ἀπο­κα­λύφθη­σαν, ἄν καὶ ὄχι, βε­βαί­ως, ὅλα, ἀλλὰ με­ρι­κά, καὶ τοῦτο, διό­τι ὅλα τὰ τοῦ «ἄλλου κό­σμου» δὲν εἶναι δυ­νατὸν ἀπὸ πεπε­ρα­σμέ­νους θνη­τούς, ἀκό­μη καὶ Ἁγίους, νὰ γί­νουν γνω­στά καί ἀντι­λη­πτά.
Οἱ δύ­ο αὐτὲς αἰώ­νιες, μετὰ θά­να­τον, κα­τα­στά­σεις δὲν μπο­ρεῖ νὰ συλ­ληφθοῦν λο­γι­κά, οὔτε ἐπα­κριβῶς νὰ πε­ρι­γρα­φοῦν, ἀλλ᾿ οὔτε καί νὰ ἀντι­κει­με­νο­ποι­η­θοῦν μὲ βά­ση τὰ ἀνθρώπινα κρι­τή­ρια, ἀφοῦ ἀπο­τελοῦν ὑπερ­βα­τι­κές πραγ­μα­τι­κό­τη­τες, ποὺ ξε­περ­νοῦν κά­θε ἀνθρω­πί­νως νο­η­τό ὁρι­σμό. Οἱ διάφορες εἰκό­νες, ποὺ χρη­σι­μο­ποιοῦνται στὴ Γρα­φή σχε­τικὰ μὲ τὸν Πα­ρά­δει­σο καὶ τὴν Κό­λα­ση, καὶ οἱ ὁποῖες συμ­βαί­νει νὰ φαί­νο­νται, κάποιες ἴσως φορὲς, ἀκό­μα καὶ ἀντι­φα­τικὲς με­τα­ξύ τους, δὲν μπο­ρεῖ νὰ πα­ρουσιά­σουν τὴν ἀκρί­βεια τῶν πραγ­μά­των, ἀλλὰ τὸ πῶς πε­ρί­που μπο­ρεῖ νὰ (δι)αἰσθαν­θεῖ ἀμυ­δρὰ ὁ ἄνθρω­πος τὸν ἐπου­ρά­νιο ἐκεῖνο κό­σμο, τὸν πνευ­μα­τι­κό.
Ἡ ἀντι­φα­τι­κό­τη­τα (πα­ρα­δο­ξό­τη­τα) ἤ καί ἡ ἀσά­φεια[1] τῶν εἰκο­νι­σμῶν αὐτῶν περὶ τοῦ Πα­ρα­δεί­σου καὶ τῆς Κο­λά­σε­ως ὑπη­ρε­τεῖ, σύμ­φω­να πά­ντα μὲ τοὺς Πα­τέ­ρες τῆς Ἐκκλη­σί­ας, κά­ποια σκο­πι­μότητα. Οἱ θε­ό­πνευ­στοι ἑρμηνευ­τές ἐξη­γοῦν ὅτι αὐτὲς ὑφί­στα­νται, ἀκριβῶς γιὰ νὰ μὴν προ­σκολλη­θεῖ ὁ ἄνθρω­πος σ᾿ αὐτήν καθ᾿ ἑαυ­τήν τὴν «εἰκό­να» καὶ τὴν πα­ρο­μοί­ω­ση, ἀλλ᾿ «ἀνα­γωγι­κά» νὰ ὑπερ­βεῖ ὅλες αὐτὲς τὶς ἐγκο­σμιοκρα­τικὲς καὶ ἀνθρώ­πι­νες γε­νικὰ πα­ρα­στά­σεις, καὶ νὰ νο­ή­σει «ὑπέρ λό­γον» τὴν ἐπου­ρά­νια πραγ­ματι­κό­τη­τα ὡς τε­λεί­ως δια­φο­ρε­τικὴ ἀπὸ τὰ πα­ρι­στά­με­να σχή­μα­τα· καὶ αὐτὸ, βέ­βαια, θὰ γί­νει μὲ τὴ βα­σικὴ θε­ο­λο­γικὴ ἀρχὴ τῆς «ὀντο­λο­γικῆς δια­φορᾶς» με­ταξὺ κτιστοῦ καὶ ἀκτίστου, ὅτι δη­λαδὴ με­ταξὺ κτι­στῶν καὶ ἀκτίστων πραγ­μα­τι­κο­τήτων δὲν ὑφίσταται ὀντο­λο­γικῶς καμί­α ὁμοιό­τη­τα καὶ καμί­α ἀνα­λογί­α! Ὁ ἅγιος Συ­μεὼν ὁ Νέ­ος Θε­ο­λό­γος θὰ ἐρω­τή­σει χαρα­κτη­ρι­στι­κά: «Τῷ ἀκτί­στῳ τὸ κτι­στόν γάρ, πῶς πο­τέ ἐξι­σω­θείῃ»; Καί ὁ Μέ­γας Ὁμο­λο­γη­τής, Μά­ξι­μος, θὰ συ­μπλη­ρώ­σει ὅτι «ἀκτί­στου καὶ κτι­στοῦ ἄπει­ρον τὸ μέ­σον ἐστι καὶ διά­φο­ρον»! Τὸ ἄκτι­στο δὲν ὑπάρ­χει τρό­πος νὰ χω­ρέ­σει στὸ κτι­στό· καὶ τὸ ἄπει­ρο δὲν ὑπάρ­χει τρό­πος νὰ νο­η­θεῖ ἀπὸ τὸ πε­πε­ρασμέ­νο καὶ ἀτε­λές. Θὰ πρέ­πει δὲ ἐν προ­κει­μένῳ νὰ γνω­ρί­ζου­με ὅτι ἡ διά­κρι­ση κτι­στοῦ καὶ ἀκτίστου εἶναι πρω­τεύ­ου­σα καὶ θε­με­λιώ­δης στὴν Ὀρθό­δο­ξη Θε­ο­λογί­α, ὅλες δὲ οἱ ἄλλες δια­κρί­σεις, ποὺ υἱο­θε­τοῦνται, δηλ. αἰσθη­τοῦ―νο­η­τοῦ, ὕλης―πνεύ­μα­τος, σώ­μα­τος―ψυχῆς κ.λπ., εἶναι δευτερεύ­ου­σες[2]. Ἐντού­τοις, ἡ Ὀρθό­δο­ξη Πα­τε­ρικὴ Θε­ο­λο­γί­α δὲν ἀπορ­ρί­πτει πα­ντελῶς τὴ φυ­σικὴ Ἀπο­κά­λυ­ψη, μέ­σα ἀπὸ τὰ «ἴχνη» καὶ τοὺς «τύ­πους» τῆς ὁποί­ας γνω­ρί­ζου­με τὰ Θεῖα προ­σό­ντα τοῦ (Θεί­ου) ἐκ-τυ­πωτῆ, κατὰ μί­α θε­ο­πρεπῆ ἀνα­λο­γί­α καὶ ὁμοιό­τητα.
Ἀφοῦ, λοιπόν, δὲν ὑφί­στα­ται κα­μί­α «φυσικὴ» ὁμοιό­τη­τα με­ταξὺ ἀκτίστου καὶ κτι­στοῦ, Θε­οῦ καὶ κό­σμου, ἐπου­ρα­νί­ων κα­τα­στά­σε­ων καὶ ἐπι­γείων, εἶναι αὐτονό­η­το ὅτι δὲν μπο­ρεῖ νὰ ὑπάρ­ξει καὶ κα­μί­α ἀπό­λυ­τη καὶ ἀκριβὴς (φω­το­γρα­φικὴ) πε­ρι­γρα­φή τοῦ ἀκτίστου (βλ. Ἀπο­φα­τι­σμό). Ἔτσι, ὅ,τι ἀπὸ τὸν ὁρατὸ/αἰσθητὸ κό­σμο χρη­σι­μο­ποιεῖται πρὸς πε­ρι­γραφὴ τῶν Ἐπέκεινα εἶναι συμ­βο­λι­κό. Ὁ Πα­ρά­δει­σος καὶ ἡ Κό­λαση, ὡς δύ­ο αἰώ­νιες κα­τα­στάσεις, βλέπου­με νὰ παρου­σιά­ζονται καὶ σὲ διάφορα ἐνύ­πνια καὶ ὁρά­μα­τα, ἀλλὰ πά­λι εἰκο­νι­κά, διό­τι δὲν ἐξη­γεῖται κατὰ δια­φο­ρε­τικὸ τρό­πο ἡ δι­πλῆ ὄψη τῆς αἰω­νί­ου κα­τα­στά­σε­ως καὶ ζωῆς· βλέ­πει λ.χ. κά­ποιος σὲ ὄνει­ρο τὸν κε­κοι­μη­μέ­νο οἰκεῖο του μέ­σα σὲ ἕνα τόπο πά­γκα­λο-αἰσθη­τό, ἕνα καταπρά­σι­νο κῆπο μὲ πο­λύ­χρω­μα ἄνθη κ.λπ., ἤ, ἀντί­θε­τα, μπορεῖ νὰ τὸν δεῖ (ὡς ἔνδει­ξη κο­λα­σμοῦ) μέ­σα σὲ ἕνα πυ­κνὸ σκο­τά­δι, πε­ρι­στοι­χι­σμένο ἀπό φλό­γες πυρός, τι­μω­ρού­με­νον μὲ διάφορα ὑλικὰ εἴδη βα­σάνων. Δὲν εἶναι, ὅμως, ἔτσι στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ὁ Πα­ρά­δει­σος καὶ ἡ Κό­λα­ση (ὡς πρό­γευση, βέ­βαια, μέ­χρι τὴ Β’ Πα­ρου­σί­α, ἀλλ᾿ οὔτε καὶ μελ­λο­ντι­κά), ἀφοῦ αὐτὰ ὅλα, ὡς εἰκό­νες ἐκ τῆς ἐδῶ πραγματικότητας, δὲν μπο­ροῦν νὰ πε­ρι­γρά­ψουν, ὅπως εἴπα­με, ἐπα­κριβῶς τὴν ὑπερ­βα­τι­κό­τη­τα τῆς «ἄλλης ζωῆς»· ἁπλῶς ἐμφα­νί­ζο­νται στὸν αἰσθητὸ ἄνθρω­πο ἔτσι, διό­τι μὲ αὐτὲς μό­νο τὶς (αἰσθητὲς) κα­τη­γο­ρί­ες σκέ­ψεις τῆς ἐδῶ ζωῆς, τὶς ὁποῖες, ἀναγκαστικὰ ὡς αἰσθητὸς ὀργανισμός, ἔχει προσλάβει ἀπὸ τὸ οἰκεῖο του (φυσικὸ καὶ κοινωνικὸ) περιβάλλον, μπο­ρεῖ νὰ αἰσθά­νε­ται καὶ ἀντι­λαμ­βά­νε­ται.
Ὅταν, λοι­πόν, θε­ο­λο­γικῶς ἀνα­φε­ρό­μα­στε στὸν ἐσχα­το­λο­γι­κό Πα­ρά­δει­σο, δὲν τὸν ἐννο­οῦμε ὡς ἕνα αἰσθη­τό τό­πο, ὅπως κά­ποιοι ἀρχαῖοι ἑρμη­νευ­τές. Δὲν εἶναι τό­πος ὁ Πα­ράδει­σος, οὔτε ἡ Κό­λαση, ἀλλὰ τρό­πος ζωῆς∙ εἶναι κα­τα­στά­σεις πνευ­ματι­κές. Το­νίζου­με δὲ μὲ ἔμφα­ση ὅτι ἡ ἐκδοχὴ τοῦ Πα­ραδεί­σου καὶ τῆς Κο­λά­σε­ως ὡς τό­πων αἰσθητῶν, ὅπως, γιὰ πα­ρά­δειγ­μα, ἀπα­ντοῦν στὸν Ἰσλα­μι­σμό, εἶναι κα­θαρὰ εἰδω­λολα­τρι­κή, λ.χ. μὲ τὶς γνω­στές φω­τιὲς (Inferno) τοῦ Δά­ντη κ.λπ., ὅπως δυ­στυχῶς ἀκό­μα πι­στεύ­ουν ἤδη ἀπὸ τὸν Με­σαί­ω­να οἱ Φράγκοι, ποὺ ἔπλα­σαν τὸ σχε­τι­κό μύθο. Ἀφοῦ, λοιπὸν, δὲν πρόκειται περὶ τό­που, ἀλλὰ τρόπου ζωῆς αἰω­νί­ου, ἂς δοῦμε πῶς πε­ρι­γρά­φε­ται ἀπὸ τοὺς ἁγίους Πα­τέ­ρες ὁ τρό­πος αὐτός, δηλ. ἡ δι­πλῆ ὄψη τῆς αἰω­νιό­τη­τας, τὴν ὁποί­α θὰ ἀντι­με­τω­πίσου­με ὑποχρεωτικὰ κά­πο­τε ὅλοι οἱ θνη­τοί.
Τό­σο ἡ Ἁγί­α Γραφὴ, ὅσο καὶ οἱ Πα­τέ­ρες τῆς Ἐκκλη­σί­ας, το­νί­ζουν ὅτι κατὰ τὴν ἔνδο­ξη Β’ Πα­ρου­σί­α θὰ ἐμφα­νι­σθεῖ ὁ Θε­άν­θρω­πος Ἰη­σοῦς Χρι­στὸς «ἐν τῇ δόξῃ Αὐτοῦ», δηλ. μέ­σα σὲ ὅλη Του τὴ Θεί­α Δό­ξα, ἤτοι λου­σμέ­νος μέ­σα στὸ ἄκτι­στο Φῶς τῆς θε­ό­τη­τάς Του, τὸ ὁποῖο Φῶς ὁ ἴδιος «ὡς ἱμά­τιον πε­ρι­βάλλε­ται». Αὐτὴ ἡ με­τοχὴ (κοι­νω­νί­α) καὶ ἡ θέ­α (θε­ω­ρί­α) τοῦ Θε­οῦ ἐκ μέ­ρους τοῦ ἀνθρώ­που εἶναι ὁ Πα­ράδει­σος, ἀνάλο­γα, βε­βαί­ως, μὲ τὸν βαθ­μὸ ἀσκη­τικῆς προ­πα­ρα­σκευῆς καὶ βου­λη­τικῆς δε­κτι­κό­τη­τας τοῦ κάθε ἀνθρώπου.
Ἄς ἀνα­φέ­ρου­με, ὅμως, κά­ποιες γνῶμες ἁγί­ων Πα­τέρων, οἱ ὁποῖοι μέσα ἀπὸ τὶς ἀπο­κα­λυ­πτι­κές ἐμπει­ρί­ες τους μᾶς δια­φω­τί­ζουν μὲ σχε­τικὲς εἰκό­νες γιὰ γε­γο­νότα καὶ πραγ­μα­τι­κό­τητες, σχε­τικὰ μὲ τὸ τό­σο ση­μα­ντικὸ αὐτὸ ζή­τημα τῆς μετὰ θά­να­το κα­τα­στά­σε­ώς μας, τὸ ὁποῖο ἀπο­τε­λεῖ ὄντως «Λυ­δί­α λί­θο» τοῦ Χρι­στια­νι­σμοῦ[3]. Ἀρχί­ζου­με ἀπὸ τὸν Μέ­γα Βασί­λειο, τὸν φω­στή­ρα τῆς Και­σα­ρείας καὶ συ­μπά­σης τῆς Ἐκκλη­σί­ας τοῦ Χρι­στοῦ. Αὐτὸς ὁ πνευ­μα­τέμ­φο­ρος Πα­τήρ ἑρμη­νεύ­ει ἕνα στί­χο τοῦ ἱε­ροῦ Ψαλ­τῆρος τοῦ Δα­βίδ καὶ μᾶς ὁμι­λεῖ γιὰ πῦρ αἰώ­νιο καὶ ἄκαυστο, ποὺ ὑπάρ­χει καὶ ἐνέχει δι­πλῆ ἰδιό­τη­τα: φω­τι­στικὴ καὶ καυ­στι­κή. Τὸ σχε­τικὸ Ψαλ­μικὸ (28) αὐτὸ χω­ρί­ο γράφει: «Φωνὴ Κυ­ρίου δια­κό­πτο­ντος φλό­γα πυρὸς». Ὁ πε­φω­τι­σμένος ἱε­ράρχης πα­ρα­τη­ρεῖ ὅτι, ἐπειδὴ ἀκριβῶς τὸ πῦρ ἔχει δύ­ο ἰδιό­τη­τες, ὅπως εἴπα­με, τὴ φω­τι­στικὴ καὶ τὴν καυ­στι­κή, ἡ φωνὴ τοῦ Κύ­ριου θὰ δια­κό­ψει τὸ πῦρ αὐτὸ «ὡς ἀλα­μπὲς μὲν εἶναι τὸ πῦρ τῆς κο­λά­σε­ως, ἄκαυ­στον δὲ τὸ φῶς τῆς ἀνα­παύ­σε­ως δια­μεῖναι»[4], δηλα­δή τὸ πῦρ τῆς Κο­λά­σε­ως θὰ εἶναι ἀλα­μπές, ἐνῶ τὸ φῶς τῆς ἀνα­παύ­σε­ως (Σαββατικό), στὸ ὁποῖο θὰ με­τέ­χουν οἱ δί­καιοι, θὰ πα­ρα­μέ­νει ἄκαυ­στο, δη­λαδὴ δὲν θὰ καί­ει[5]. Μὲ ἄλλα λό­για, αὐτὸ τὸ Φῶς ἔχει δι­πλῆ ἰδιό­τη­τα: φω­τί­ζει καὶ καί­ει· εἶναι φω­τι­στικό, ἀλλὰ καὶ καυ­στικὸ (κολα­στικό). Ὅσοι, λοι­πόν, ἔχουν κα­ταλ­λή­λως πνευ­μα­τικὰ ἑτοι­μα­σθεῖ ἀπὸ τὸν πα­ρό­ντα κό­σμο, θὰ βιώνουν καὶ θὰ βλέ­πουν αἰω­νί­ως τὸ Φῶς εὐερ­γε­τικὰ καὶ θὰ δέ­χονται τὴ φω­τι­στι­κή του Χά­ρη. Ὅσοι, ἀντί­θε­τα, δὲν ἑτοι­μά­σθη­καν πνευματικά, ἀλλὰ πα­ρέ­μει­ναν ἀναί­σθη­τοι καὶ ἀμε­τα­νό­η­τοι ἕως θα­νά­του, θὰ βλέ­πουν (με­τέχουν) ἀνα­γκαστικὰ καὶ αὐτοὶ μὲν τὸ ἴδιο Φῶς, ἀλλ᾿ ὡς πῦρ, «καιό­με­νοι» αἰω­νί­ως· καὶ αὐτὸ συ­νι­στᾶ τὴ λε­γό­με­νη Κό­λα­ση. Εἶναι, νο­μί­ζου­με, κα­τα­νο­ητὰ τὰ ἀνω­τέ­ρω. Μπο­ροῦμε νὰ τὰ φα­ντα­στοῦμε, χρη­σι­μο­ποιώντας ―τη­ρου­μέ­νων πά­ντο­τε τῶν ἀνα­λο­γιῶν καὶ τῆς «ὀντο­λο­γικῆς δια­φορᾶς»― πα­ρα­δείγ­μα­τα ἀπὸ τὴ ζωὴ αὐτή, ὅπως θὰ δοῦμε στὴ συνέχεια.
Μετὰ τὸν Μ. Βα­σί­λειο, καὶ ὁ ἄλλος «φω­στὴρ τῆς Τρι­ση­λί­ου Θε­ότητος» καὶ τῆς Θε­ο­λο­γί­ας ἐπώ­νυ­μος, ἅγιος Γρη­γό­ριος, ὁμι­λεῖ καὶ αὐτὸς περὶ τῆς δι­πλῆς κα­τα­στά­σε­ως, δηλ. τῆς δι­πλῆς μετοχῆς τοῦ ἀνθρώ­που στὶς Θεῖες ἐνέρ­γειες, χρη­σι­μο­ποιώ­ντας τὸ πα­ρά­δειγ­μα τοῦ Ἡλί­ου, γιὰ νὰ δεί­ξει ὅτι, ὅπως ὁ αἰσθητὸς Ἥλιος φω­τί­ζει ἀλλὰ καὶ συγ­χρό­νως καί­ει, ἔτσι θὰ ἐνερ­γή­σει καὶ ὁ νο­η­τός τῆς «Δι­καιο­σύ­νης Ἥλιος» Χρι­στὸς στὸν μέλ­λο­ντα αἰώ­να, τη­ρου­μέ­νων, βε­βαί­ως, πά­ντο­τε, ὅπως εἴπαμε, τῶν ἀνα­λο­γιῶν. Ὁ Ἥλιος εἶναι ἕνας, το­νί­ζει ὁ ἅγιος Γρη­γό­ριος ὁ Θε­ο­λό­γος, ἀλλὰ τοὺς μὲν ὑγιεῖς ὀφθαλ­μοὺς φω­τί­ζει, τοὺς δὲ ἀσθε­νεῖς τυ­φλώ­νει: «Εἷς ἥλιος, ἀλλὰ φω­τί­ζει μὲν τὴν ὑγιαί­νου­σαν ὄψιν, ἀμαυ­ροῖ δὲ τὴν ἀσθε­νοῦσαν»[6]. Ὅπως, λοιπόν, ὁ Ἥλιος εἶναι ἕνας, ἀλλά ἐνερ­γεῖ διαφόρως, ἔτσι καὶ ὁ Ἕνας Κύ­ριος τοῦ πα­ντός, διὰ τῆς πα­ρου­σί­ας Του προ­κα­λεῖ σὲ ἄλλους μὲν τὴν ὀδύνη, σὲ ἄλλους δὲ τὴν ἡδονὴ[7] (καταστάσεις, ποὺ ἀρχί­ζουν, ὅπως ἀνα­φέ­ρα­με, ἀπὸ αὐτὴν ἐδῶ τὴ ζωή), ἀνά­λο­γα μὲ τὴ στά­ση τοῦ κά­θε ἀνθρώπου ἀπέ­να­ντί Του: «Εἷς Χρι­στός, ἀλλ᾿ εἰς πτῶσιν κεῖται καὶ ἀνά­στα­σιν. Πτῶσιν μὲν τοῖς ἀπίστοις, ἀνά­στα­σιν δὲ τοῖς πι­στεύ­ου­σι»[8].
Τὸ αὐτὸ θὰ δι­δά­ξει καὶ ὁ ἅγιος Γρη­γό­ριος ὁ Πα­λαμᾶς, γράφο­ντας ὅτι ὁ Ἥλιος τῆς Ἀλη­θείας καὶ τῆς Δι­καιο­σύ­νης, Χρι­στὸς, «οὐ φύ­σιν μό­νον ἔχων καὶ φυ­σικὴν λα­μπρό­τη­τα καὶ δό­ξαν, ἀλλὰ καὶ θέ­λη­σιν κα­τάλ­λη­λον, οἷς ἄν ἐθέλῃ μό­νοις, καὶ ἐφ᾿ ὅσον θέλῃ, προ­μηθῶς καὶ σω­τηρίως ἐπι­λά­μπει»[9].
Πέ­ραν, ὅμως, τῶν Πα­τε­ρικῶν αὐτῶν ἀνα­φορῶν, τίς ὁποῖες πλού­σια μᾶς πα­ρέ­χει ἡ Φιλο­κα­λί­α τῶν ἱερῶν Νη­πτικῶν, πού ἀπο­τε­λεῖ, θά λέ­γα­με, τὸ Πανε­πι­στή­μιο τῆς πνευ­μα­τικῆς πο­λι­τεί­ας τῶν Χρι­στιανῶν, ἄν θε­λή­σου­με νά προ­σβλέ­ψου­με στήν ἐκκλη­σια­στι­κή μας Εἰκο­νο­γρα­φί­α, θά δοῦμε ἕναν Ὀρθό­δο­ξο τρό­πο ἐξει­κο­νι­σμοῦ τοῦ Πα­ρα­δεί­σου καί τῆς Κο­λά­σε­ως. Οἱ δύ­ο με­τά θά­να­τον αἰώ­νιες αὐτὲς κα­τα­στά­σεις ἀπο­τυ­πώ­νο­νται στὴ γνω­στή Βυ­ζα­ντινὴ εἰκό­να τῆς Δευ­τέ­ρας Πα­ρου­σί­ας, ἡ ὁποί­α ὑπάρ­χει στοὺς ἱε­ροὺς να­ούς, στούς νάρ­θη­κες πολ­λῶν ἱερῶν Μονῶν καί στίς οἰκί­ες τῶν Χρι­στιανῶν. Στήν ἀνω­τέ­ρω ἀπει­κό­νι­ση πα­ρουσιά­ζε­ται ἕνας (ἄλλος, ἀντίστοιχος τῆς ἐπίγειας Ἐδὲμ) «πο­ταμὸς πυρὸς» (μιὰ καυτὴ λά­βα), ὁ ὁποῖος, κατὰ τὸν ἱ. Χρυ­σό­στο­μο, κατ’ ἀκρίβεια δὲν πη­γά­ζει (ὅπως ἐσφαλ­μέ­να νομί­ζουν πολ­λοί)[10] ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Θρό­νο τοῦ Θε­οῦ (διό­τι τό­τε θὰ σή­μαι­νε ὅτι καὶ τὸ κακὸ προ­έρ­χε­ται ἀπό τὸν Θε­ό, ὅπως πρέ­σβευε ὁ Ζω­ρο­α­στρι­σμός καὶ κάθε διαρχικὸ σύστημα), ἀλλὰ διέρ­χε­ται ἔμπρο­σθεν τοῦ Θρόνου, φλογίζοντας (ὡς ἄλλα πυριφλεγῆ Χερουβείμ, ἡ «φλογίνη» ρομφαία[11] τῶν ὁποίων στὴν Ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννη φαίνεται νὰ βγαίνει ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Χριστοῦ) τοὺς ἐχθροὺς (ἁμαρτωλοὺς) τοῦ Θεοῦ καὶ συ­μπα­ρα­σύρο­ντάς τους, προ­κειμένου νὰ κρι­θοῦν[12]. Ἀνθρωποπαθῶς, τὴν Κόλαση (πύρινη λάβα), λοιπόν, τὴν «ἀνάβει» μὲν ἡ «πνοὴ τοῦ Κυρίου»[13] ―ὄντας πολὺ «θυμωμένος» μὲ τὶς ἁμαρτίες τῶν ἀνθρώπων[14], ὅπως ὁ (πυρίπνευστος) ταῦρος ἤ δράκων[15]―, ἀλλ’ αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι καὶ ἡ Κόλαση (ἀρνητικὴ Θεία ἐνέργεια) συνιστᾶ μέρος τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ (ὅπως καὶ ἡ ἀνθρώπινη ψυχὴ, ποὺ κτίζεται ἀπὸ τὴν πνοὴ τοῦ Θεοῦ, χωρὶς νὰ ἀποτελεῖ μέρος Του), ἀλλ’, ὁπωσδήποτε, ὅτι τὴν ἐνεργεῖ ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Οἱ ἅγιοι Πατέρες, ἀναφερόμενοι σ᾿ αὐτὸ τὸ κολαστικὸ πῦρ, δὲν ὁμιλοῦν θεοπρεπῶς, ὅπως θὰ ὁμιλοῦσαν γιὰ τὰ πρόσωπα τῆς Ἁγ. Τριάδας, ἀλλὰ μὲ εἰκόνες πιὸ ὑποδεέστερες καὶ ὑλικές. Ὁ καπνὸς (πύρινη πνοή), ποὺ συμβολίζει τὸν «θυμὸ» τοῦ Θεοῦ, πηγάζει ὄχι ἀπὸ τὴ φύση Του, ἀλλ’ ἀπὸ τὴν ἐνέργειά (δόξα) Του[16]. Μεταφορικά, ὅλος ὁ Θεῖος αὐτὸς θυμὸς περικλείεται στὶς χρυσὲς φιάλες τοῦ βιβλίου τῆς Ἀποκαλύψεως, ποὺ κρατοῦν στὰ χέρια τους κλεισμένες μέχρι τὴ Δευτέρα Παρουσία οἱ Ἄγγελοι[17]. Ὁ μὲν Μ. Βασίλειος γράφει ὅτι τὸ καυστικὸ πῦρ αὐτὸ τῆς Κολάσεως ἀναπνέουν οἱ δαίμονες «διὰ τὴν πικρίαν τῆς προαιρέσεως»[18], ὁ δὲ ἱερὸς Χρυσόστομος τὸ παρομοιάζει μὲ τὸ καυτὸ νερὸ τοῦ λουτροῦ[19] ἤ τὴ θέρμη τοῦ πυρετοῦ. Συνεπῶς, τὸ πῦρ τῆς Κολάσεως μπορεῖ μὲν νὰ ἐκληφθεῖ ὡς Θεία (ἄκτιστη) ἐνέργεια[20], ὄχι ὅμως τῆς ἴδιας φύσεως μὲ τὶς ὑπόλοιπες ἄκτιστες ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ, ἐφόσον οἱ ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ ποικίλουν[21]. Ἡ ἔκχυση τοῦ Θείου πνεύματος δὲν ταυτίζεται μὲ τὴν οὐσία αὐτοῦ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀλλὰ συνιστᾶ ἄκτιστη ἐνέργεια, ἡ ὁποία μερίζεται «ἀμερίστως»[22]. Τὸ δὲ «διέρ­χε­ται ἔμπρο­σθεν» ση­μαί­νει ὅτι ἡ Κό­λα­ση εἶναι ἐν γνώ­σει μὲν (κατὰ πα­ρα­χώ­ρη­ση) τοῦ Θε­οῦ, ἀλλὰ δὲν ὀφεί­λε­ται στὸν Ἴδιο, ἀλλὰ στὴν ἀνθρώ­πι­νη βού­λη­ση, ἡ ὁποί­α μετα­βάλ­λει τὴ Θεί­α Ἀγά­πη σὲ κα­κί­α καὶ μῖσος. Ὁ πο­τα­μός, λοι­πόν, αὐτός χω­ρί­ζε­ται σὲ δύ­ο μέ­ρη: τὸ πά­νω μέ­ρος του εἶναι «χρυ­σί­ζον», λα­μπε­ρό, φω­τεινό· ἐκεῖ βλέ­που­με νὰ βρίσκο­νται ὅλοι οἱ ἀπ᾿ αἰῶνος Δί­καιοι καὶ Ἅγιοι· ὅλοι δηλ. οἱ δί­καιοι τῆς Πα­λαιᾶς Δια­θή­κης, αὐτοί οἱ ὁποῖοι διά τῆς θε­ωρί­ας τοῦ ἀσάρ­κου Λό­γου θε­ώ­θη­καν· ἐκεῖ καὶ ὅλοι οἱ με­τά ταῦτα Ἅγιοι τῆς καινῆς κτί­σε­ως «ἐν Χρι­στῷ» καὶ οἱ σε­σω­σμέ­νοι ὅλων τῶν αἰώ­νων, εὑρι­σκό­με­νοι μέσα στὸ Θεῖο, ἄκτι­στο καὶ ἀΐ­διο Φῶς τοῦ Σωτήρα Ἰη­σοῦ Χρι­στοῦ. Ἀντί­θε­τα, τώ­ρα, βλέ­που­με ἀπό ἕνα ση­μεῖο καὶ με­τά (πρός τά κά­τω) αὐτόν τὸν ἴδιο πο­τα­μό τῆς εἰκό­νας νὰ γί­νε­ται πύ­ρι­νος, αἱμα­τώ­δης καί φο­βε­ρός στή θέ­α! Ἐκεῖ μέ­σα βλέ­που­με νὰ πέ­φτουν οἱ μισό­κα­λοι δαί­μονες, ἀλλά … δυ­στυχῶς καί οἱ ἀμε­τα­νό­η­τοι ἄνθρω­ποι, ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι ἀρνή­θη­καν τὴν προ­σφε­ρό­με­νη ἀπό τὴ ζω­ή αὐτή ἀγά­πη καὶ λυ­τρω­τικὴ Χά­ρη τοῦ Τρια­δι­κοῦ Θε­οῦ. Κατὰ συ­νέ­πεια, ὁ πο­τα­μός αὐτός μὲ τὸν συμ­βο­λι­σμό του, ὅπως πα­ρου­σιά­ζε­ται, ἀπο­τε­λεῖ μιὰ πα­ρα­στα­τι­κή καὶ πολύ ἐκφρα­στι­κή εἰκό­να πε­ρί τοῦ Πα­ρα­δεί­σου καὶ τῆς Κο­λά­σε­ως. Ὅπως εἴπα­με, Πα­ρά­δει­σος καὶ Κό­λαση (ὡς πο­ταμὸς, ἤτοι ὡς ἡ ἄκτι­στη ἐνέρ­γεια τοῦ Ἁγί­ου Πνεύ­μα­τος, μὲ τὸν γνω­στὸ ἀπὸ τὴν Καινὴ Δια­θή­κη συμ­βο­λι­σμό τοῦ ὕδα­τος) «με­τέ­χο­νται» καὶ θε­ω­ροῦνται, δηλ. διέρ­χονται μπρο­στά, ἀλλὰ «χρωματί­ζο­νται» καὶ δια­χω­ρί­ζο­νται (δηλ. λει­τουρ­γοῦν/ἐπε­νερ­γοῦν καὶ ἐκδη­λώ­νο­νται δια­φο­ρε­τι­κά), ἀνάλο­γα μὲ τὶς πνευ­μα­τικὲς προ­ϋ­πο­θέ­σεις τοῦ κά­θε ἀνθρώ­που. Ὁ Θε­άν­θρω­πος Ἰη­σοῦς Χριστός «κεῖται εἰς πτῶ­σιν καὶ ἀνά­στα­σιν πολ­λῶν», ὅπως προ­φη­τικὰ ἀλλὰ καὶ πολὺ εὔστο­χα εἶχε πεῖ ὁ ἅγιος Συ­με­ών ὁ Θε­οδόχος στήν Ὑπε­ρα­γί­α Θε­ο­τόκο, κατὰ τὴν ἡμέ­ρα τῆς Ὑπα­πα­ντῆς. Εἶναι νο­μί­ζου­με κατανο­η­τό· «κεῖται εἰς πτῶσιν καί ἀνά­στα­σιν πολ­λῶν», ἀνά­λο­γα μέ τόν τρό­πο, πού προ­σπε­λά­ζει ὁ ἄνθρω­πος τόν Ἰη­σοῦ Χρι­στό. Ὅποιος ἀντιτίθεται στὸν Χριστό (ἀντί-χριστος), «[ὁ πεσὼν ἐπὶ τὸν λίθον τοῦτον] συνθλασθήσεται· ἐφ᾿ ὅν δ᾿ ἄν πέσῃ λικμήσει αὐτόν»[23]. 
____________________________________________________________________________
[1] Ἰω. Χρυσ., Εἰς τήν ἀσά­φειαν τῆς Πα­λαιᾶς Δια­θή­κης, MPG 56, 175-270.
[2] Βλ. Ν. Μα­τσού­κα, Δογ­μα­τι­κή και Συμ­βο­λι­κή Θε­ο­λογί­α, σ. 108.
[3] Βλ. π. Γ. Με­ταλ­λη­νοῦ, Δο­κί­μια Ορ­θό­δο­ξης μαρ­τυ­ρί­ας, σ. 178.
[4] Βλ. Μ. Βασι­λεί­ου, Ἔργα, Ε­ΠΕ 5, 120.
[5] Βλ. Ἱε­ρο­θέ­ου, Μη­τρ. Ναυ­πά­κτου, Ἡ ζω­ή με­τά τόν θά­να­το, σ. 190.
[6] Βλ. Γρη­γο­ρί­ου Θε­ο­λόγου, Ἔργα, Ε­ΠΕ 5, 382.
[7] Πρβλ. Ἀρχιμ. Ε Βίττη, Ἡδονὴ καὶ ὀδύνη. Ὁ διπλὸς καρπὸς τῆς αἰσθήσεως: Ὁ ὑπαρξιακὸς ἄξονας ἡδονῆς - ὀδύνης καὶ ἡ ὑπέρβασή του: Νηπτικὴ Ἁγιοπατερικὴ θεώρηση, ἐκδ. Ἀκρίτας, Ἀθήνα 1994.
[8] Ὅπ.π., σ. 382.
[9] Γρη­γο­ρί­ου Πα­λαμᾶ, Ὁμι­λί­α ΛΕ’, 11.
[10] Βλ. καὶ σχετικὴ διαμάχη Καθηγητῶν Π. Χρήστου [«Μάξιμος Ομολογητής και Νικόλαος Ματσούκας», Κληρονομία 12, 1 (1980) 206-207] καὶ Ν. Ματσούκα (Μιὰ ἀπάντηση στὸν κ. Παναγιώτη Χρήστου, Θεσσαλονίκη 1981).
[11] Γεν. 3, 24.
[12] Ἰω. Χρυσ., Εἰς Ψαλμ. 6, 4, MPG 55, 77, Εἰς Ματθ. 54, 6, MPG 58, 540, Εἰς Φιλιπ. 7, MPG 62, 227, Εἰς Ἑβρ. 1, 4, MPG 63, 18. Πρβλ. Α’ Κορ. 3, 13.
[13] Ἡσ. 30, 33.
[14] Ἡσ. 30, 27.
[15] Πρβλ. εἰκονογραφικὲς παραστάσεις τῆς Κολάσεως στὴν Κοπτικὴ Ἐκκλησία [O. F. A. Meinardus, “An Inquiry: The Coptic Iconography of Hell”, Ἐκκλησία καὶ Θεολογία 6 (1985) 719].
[16] Ἡσ. 8, 11. 13.
[17] Ἀπ. 15, 7-8. 
[18] Εἰς Ψαλμ. 33, MPG 30, 372A-B.
[19] Ἀνάλογα, ὁ ὅσιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης (Κλῖμαξ, Λόγ. Δ’, 17) παρομοιάζει τὴν ἐσχατολογικὴ φλόγα τῆς Κολάσεως μὲ τὴ φωτιὰ τῆς μαγειρικῆς ἑστίας.
[20] Βλ. π. Ἰ. Romanides, “Orthodox and Vatican Agreement Balamand, Lebanon, June 1993”, Θεολογία 64/4 (1993) 576, π. Ἰ. Ρωμανίδου, «Ἐκκλησιαστικαὶ Σύνοδοι καὶ Πολιτισμός», Θεολογία 66/4 (1995) 646-680.
[21] Μ. Ἀθανασίου, Ἐπιστολὴ περὶ τῶν γενομένων ἐν τῇ Ἀριμίνῳ τῆς Ἰταλίας, καὶ ἐν Σελευκείᾳ τῆς Ἰσαυρίας συνόδων, ΜPG 26, 753, Μ. Βασιλείου, Ἐπιστολὴ 234 Ἀμφιλοχίῳ Ἰκονίου, ΜPG 32, 869: «αἱ μὲν ἐνέργειαι τοῦ Θεοῦ ποικίλαι, ἡ δὲ οὐσία ἁπλῆ»).
[22] Γρηγορίου Παλαμᾶ, «Κεφάλαια φυσικά, θεολογικά, ἠθικά τε καὶ πρακτικά», Φιλοκαλία τῶν ἱερῶν Νηπτικῶν, τ. Δ’, σ. 161. Πρβλ. Ἰωὴλ 3, 1.
[23] Ματθ. 21, 44.

0 Comments



Leave a Reply.

    Θεολογικά

    Αρχείο άρθρων  

    January 2018
    May 2017
    September 2016
    August 2016
    July 2016
    June 2016
    May 2016
    March 2016
    February 2016
    January 2016
    December 2015
    October 2015
    August 2015
    July 2015
    June 2015
    May 2015
    March 2015
    January 2015
    November 2014
    October 2014
    September 2014
    August 2014
    July 2014
    June 2014
    May 2014
    April 2014
    March 2014
    February 2014
    January 2014
    December 2013
    November 2013
    October 2013
    September 2013

Powered by Create your own unique website with customizable templates.