Γράφει ο ο εφημέριος του Ι.Ν. Τιμίου Προδρόμου,
Ιερομόναχος π. Νικηφόρος Νάσσος
Ιερομόναχος π. Νικηφόρος Νάσσος
«Ἐνθέοις πράξεσι, τὸ σῶμα σὺν τῇ ψυχῇ, νομίμως προκαθηράμενος, τῷ τῆς θεολογίας ὄρει προσέβης, τὰ θεῖα μυσταγωγούμενος, Θεοφάντορ Γρηγόριε· καὶ τὸν ἄδυτον ὑπελθὼν γνόφον, τὴν θεοτύπωτον ἐδέξω νομοθεσίαν, ὁμοούσιον, ἐγγεγραμμένην Τριάδα».1
Στίς 25 τοῦ μηνός Ἰανουαρίου, ἡ Ἐκκλησία μας προβάλλει τό ὑψηλό ἀνάστημα, τόν «τριαδικόν Θεολόγον», τόν ἀετό τῆς Θεολογίας καί «ἀκρότατον νοῦν», τό Ναζιανζηνό Πατέρα καί ἀειλαμπῆ φωστῆρα, ἕνα ἐκ τῶν τριῶν Μεγάλων Ὀἰκουμενικῶν Διδασκάλων, τόν Γρηγόριο, Ἀρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως (+391).
Υἱός τοῦ Γρηγορίου, πρώην εἰδωλολάτρου καί μετέπειτα ὀρθοδόξου Ἐπισκόπου τῆς Ναζιανζοῦ καί τῆς εὐλαβεστάτης Νόνας, Καππαδόκης τό γένος, ἔδειξε πολύ νωρίς ὁποῖος ἔμμελε γενέσθαι. Ἀπό τῆς νεαρᾶς του ἡλικίας, ἐστράφη στή θύραθεν παιδεία, σπούδασε, στήν Ἀθῆνα, ὅπου συνεδέθη μέ τόν Μ. Βασίλειο μέ ἄρρηκτη ἑνότητα ἰσοβίως, ἔχοντας καί οἱ δύο τά πάντα κοινά καί μία ψυχή πού συνέδεε δύο ξεχωριστά σώματα, ὅπως ὁ ἴδιος τά περιγράφει στά περίφημα «ἔπη» του: «Τά πάντα μέν δή κοινά, καί ψυχή μία, δυοῖν δέουσα σωμάτων διάστασιν».
Στή συνέχεια ὁ Γρηγόριος στρέφεται πρός τήν ὀρθόδοξη Χριστιανική παιδεία, τήν ἀληθινή φιλοσοφία, ἐμβαθύνοντας στό νόημα τῶν θείων Γραφῶν. Μετά τήν ἐπιστροφή του ἀπό τήν Ἀθῆνα καί τήν ἐπί ἕνα χρόνο ἄσκηση τῆς ρητορικῆς στή Ναζιανζό, ἀναχωρεῖ γιά τήν ἔρημο ἡ ὁποία καθ᾿ ὅλο τό διάστημα τῆς ἐπιγείου ζωῆς του τόν ἤλκυε φοβερά, καί ἀσκεῖται στόν Πόντο ἐπί μακρόν. Ἐκεῖ ἀπολαμβάνει ἀκορέστως καί μετά «ἀπαθοῦς πάθους» τό γλυκύτατον τῆς ἡσυχίας μέλι, γευόμενος «κατ᾿ αἴσθησιν ψυχῆς» τήν θεία ἀγάπη, τό «ἄκρον τῶν ἐφετῶν», αὐτήν τήν πανευδαίμονα θεία κατάσταση τήν ὁποῖα ὀ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος ὀνομάζει «μέθην ψυχῆς», «πηγήν πυρός» καί «μακαρίαν μανίαν»….
Ἐκεῖ «ἐκαθάρθη, ἐφωτίσθη, ἐθεώθη», πράγματα πού ἀποτελοῦν προϋποθέσεις τῆς ἀληθινῆς θεολογίας, ὅπως ὁ ἴδιος ἐπισημαίνει2.
Ἐπιστρέφει ἔπειτα στόν κόσμο πρός βοήθειαν τοῦ προβεβηκότως στήν ἡλικία πατρός του καί συνεχίζει αὐτοῦ τό ἔργο στή Ναζιανζό. Ὑπό πίεσιν δέχεται τούς τρεῖς βαθμούς τῆς ἱερωσύνης, ὅπως ταπεινοφρόνως τό καταθέτει στόν λίαν ἀξιόλογο ἐκεῖνο ἀπολογητικό του λόγο «Περι τῆς εἰς τόν Πόντον φυγῆς», λέγοντας στήν ἀρχή τήν περιεκτική φράση: «Ἥττημαι καί τήν ἧτταν ὁμολογῶ»3…
Κατά διαστήματα, βεβαίως, πρίν καί ἐνδιάμεσα ἀπό τήν ἀνάδειξή του στά ὑψηλά ἀξιώματα ἀναχωρεῖ γιά τήν ἀγαπημένη του ἡσυχία τήν ὁποία ὀνομάζει «μητέρα καί συνεργόν τῆς θείας ἀναβάσεως καί θεοποιόν»4, ἀλλά πάλι ἐπιστρέφει γιά νά ἀναχωρήσει ἐκ νέου ὅταν ἐκλεγεῖ Ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, μέ συνοδική ἀπόφαση τό ἔτος 381 μ. Χ.
Τά τελευταῖα χρόνια τῆς ἁγιασμένης ζωῆς του ὁ Γρηγόριος, ἀναχωρεῖ γιά τόν Πόντο, ὅπου ὁ ὑμνητικός αὐτός ἐρωδιός τῆς Ἁγίας Τριάδος γράφει τά θαυμάσια «ἔπη» του, ἡρεμεῖ καί προσεύχεται καί διδάσκει ἐκ τοῦ μακρόθεν τήν Ἐκκλησία, λέγοντας «μνημονευτέον Θεοῦ μᾶλλον ἤ ἀναπνευστέον»…
Τό εὐλογημένο τέλος τῆς ἐδῶ παροικίας, τόν βρίσκει στό οἰκογενειακό του ἀγρόκτημα τό ἔτος 391 μ. Χ. καί εἰσέρχεται πλέον στήν Αἰωνία καί ἄληκτο ζωή, τήν ὁποία ἀπό ἐδῶ προγευστικῶς ἐβίωνε…
Ὁ Ἅγιος αὐτός Πατήρ, μᾶς δίδαξε, πέραν τῶν ἄλλων, ποιά εἶναι ἡ ἀληθής Θεολογία καί ὅτι τό νά ὁμιλεῖς γιά τόν Θεό δέν εἶναι εὔκολο πρᾶγμα, οὔτε τοῦ καθενός, οὔτε αὐτῶν πού βρίσκονται προσκολημμένοι στά βιοτικά καί τά πάθη, ἀλλά εἶναι ἔργο τό ὁποῖο συντελεῖται ἀπό ὁλίγους καί ὑπό ὅρους πνευματικούς. Εἶναι ὑπόθεση αὐτῶν πού πέρασαν τίς πνευματικές ἐξετάσεις, πού πορεύθηκαν ἀπό τήν κάθαρση στό φωτισμό καί τή θεωρία, ἤ τουλάχιστον τῶν ἀγωνιζομένων νά καθαρθοῦν. «Οὐ παντός, ὦ οὖτοι, τό περί Θεοῦ φιλοσοφεῖν, οὐ παντός, οὐχ οὕτω τό πρᾶγμα εὔωνον καί τῶν χαμαί ἐρχομένων. Προσθήσω δε, οὐδέ πάντοτε, οὐδέ πᾶσιν οὐδέ πάντα, ἀλλ᾿ ἔστίν ὅτε καί οἷς καί ἐφ᾿ ὅσον. Οὐ πάντων μέν, ὅτι τῶν ἐξητασμένων καί διαβεβηκότων ἐν θεωρίᾳ καί πρό τούτων, καί ψυχήν καί σῶμα κεκαθαρμένων ἤ καθαιρομένων τό μετριώτατον». 5
Τέτοιος Θεολόγος ἐμπειρικός ὑπῆρξε ὁ Γρηγόριος! Ἡ ἐπίκληση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πού κάνει σέ μία ὁμιλία του στήν Πεντηκοστή λέγοντας: «παρέστω μοι τό Πνεῦμα καί διδότω λόγον»6, φανερώνει αὐτή τήν καθοδηγητική ἔμπνευση τοῦ Παρακλήτου, τήν ὁποία εἶχε ὡς θεοκίνητο ὄργανο τῆς Χάριτος καί ἔνεκα τῆς ὁποίας εἰσῆλθε στό «ἀπόθετον κάλλος» τῆς Γραφῆς, ὅπου ἑρμήνευσε, δίδαξε καί θεολόγησε ἀπλανῶς7. Ὁ ἴδιος μᾶς μίλησε καί γιά τρεῖς μεταθέσεις βίου, τίς ὁποίες ἀποκαλεῖ «σεισμούς γῆς», καί πρόκειται γιά τρία μεγάλα μεταβατικά στάδια στήν ἱστορία τοῦ κόσμου:
«Δύο γεγόνασι μεταθέσεις βίων ἐπιφανεῖς ἐκ παντός αἰῶνος, αἵ καί δύο διαθῆκαι καλοῦνται καί σεισμοί γῆς διά τό τοῦ πράγματος περιβόητον∙ ἡ μέν ἀπό τῶν εἰδώλων ἐπί τόν νόμον, ἡ δέ ἀπό τοῦ νόμου εἰς τό εὐαγγέλιον. Καί τρίτον σεισμόν εὐαγγελιζόμεθα τήν ἐντεῦθεν ἐπί τά ἐκεῖσε μετάστασιν, τά μηκέτι κινούμενα μηδέ σαλευόμενα».8
Παρά τήν ὑψηλή διείσδυση, ἀλλά καί τήν ἔξίσου ὑψηλή ἀρετή τοῦ θεοφόρου αὐτοῦ Πατρός, ἡ ταπεινοφροσύνη ἦταν «σύνοικός» του σέ ὅλη του τη ζωή, γι᾿ αὐτό καί τόν βλέπουμε νά ἐλεεινολογεῖ τόν ἑαυτό του, εἴτε ἐπειδή τόν ἄφησε ἐλεύθερο νά περπατεῖ στά θεολογικά ὕψη τά ὁποῖα τοῦ ἄνοιξε ὁ Θεός, εἴτε γιά τίς ἀστοχίες πού θεωροῦσε ὅτι ἔπρατε, εἴτε γιά ἄλλους λόγους, μάλιστα δέ, σέ κάποιο κείμενό του φθάνει νά παρακαλεῖ τόν Κύριο νά τόν βγάλει «ἀπό τήν φοβερή ἄβυσσο τῆς πνευματικῆς ἀναισθησίας»!.. Μᾶς θυμίζει τόν συνώνυμό του Γρηγόριο, τον Ἀρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης τόν Παλαμᾶ, τόν ὁποίον, κατά τόν βιογράφο του, βλέπουμε νοερῶς νά φωνάζει μετά συντριβῆς καί θρήνου μέσα στίς λευκές καί ἀτελείωτες νύχτες τοῦ Ἁγίου Ὄρους : «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, φώτισόν μου τό σκότος»…
Ἄν ὁ Εὐαγγελιστής τῆς Ἀγάπης, ἀπόστολος Ἰωάννης εἶναι ὁ τῆς Θεολογίας ἀετός, πού ἀνῆλθε καί κατόπτευσε τό φῶς, ὁ τριαδικός Θεολόγος Γρηγόριος εἶναι ὁ «πληγωμένος Ἀετός», ὅπως τόν ὀνόμασε ὁ μακαριστός μεγάλος Πατρολόγος, Στ. (μετέπειτα Γεράσιμος μοναχός) Παπαδόπουλος…
____________________________________________________________________________
1 Ἰδιόμελον τῆς Λιτῆς, ἀπό την Ἀσματική ἀκολουθία τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου.
2 «Καθαρθῆναι δεῖ πρῶτον, εἶτα καθάραι, σοφισθῆναι καί οὕτω σοφίσαι, γενέσθαι φῶς καί φωτίσαι, ἐγγίσαι Θεῷ καί προσαγαγεῖν ἄλλους». ΕΠΕ, 1, 164.
3 ΕΠΕ, 1, 74.
4 ΕΠΕ, 1,216.
5 MPG. 36, 13 CD.
6 MPG. 36, 436.
7
8 MPG. 36, 160, Λόγ. 31, 25.
Στίς 25 τοῦ μηνός Ἰανουαρίου, ἡ Ἐκκλησία μας προβάλλει τό ὑψηλό ἀνάστημα, τόν «τριαδικόν Θεολόγον», τόν ἀετό τῆς Θεολογίας καί «ἀκρότατον νοῦν», τό Ναζιανζηνό Πατέρα καί ἀειλαμπῆ φωστῆρα, ἕνα ἐκ τῶν τριῶν Μεγάλων Ὀἰκουμενικῶν Διδασκάλων, τόν Γρηγόριο, Ἀρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως (+391).
Υἱός τοῦ Γρηγορίου, πρώην εἰδωλολάτρου καί μετέπειτα ὀρθοδόξου Ἐπισκόπου τῆς Ναζιανζοῦ καί τῆς εὐλαβεστάτης Νόνας, Καππαδόκης τό γένος, ἔδειξε πολύ νωρίς ὁποῖος ἔμμελε γενέσθαι. Ἀπό τῆς νεαρᾶς του ἡλικίας, ἐστράφη στή θύραθεν παιδεία, σπούδασε, στήν Ἀθῆνα, ὅπου συνεδέθη μέ τόν Μ. Βασίλειο μέ ἄρρηκτη ἑνότητα ἰσοβίως, ἔχοντας καί οἱ δύο τά πάντα κοινά καί μία ψυχή πού συνέδεε δύο ξεχωριστά σώματα, ὅπως ὁ ἴδιος τά περιγράφει στά περίφημα «ἔπη» του: «Τά πάντα μέν δή κοινά, καί ψυχή μία, δυοῖν δέουσα σωμάτων διάστασιν».
Στή συνέχεια ὁ Γρηγόριος στρέφεται πρός τήν ὀρθόδοξη Χριστιανική παιδεία, τήν ἀληθινή φιλοσοφία, ἐμβαθύνοντας στό νόημα τῶν θείων Γραφῶν. Μετά τήν ἐπιστροφή του ἀπό τήν Ἀθῆνα καί τήν ἐπί ἕνα χρόνο ἄσκηση τῆς ρητορικῆς στή Ναζιανζό, ἀναχωρεῖ γιά τήν ἔρημο ἡ ὁποία καθ᾿ ὅλο τό διάστημα τῆς ἐπιγείου ζωῆς του τόν ἤλκυε φοβερά, καί ἀσκεῖται στόν Πόντο ἐπί μακρόν. Ἐκεῖ ἀπολαμβάνει ἀκορέστως καί μετά «ἀπαθοῦς πάθους» τό γλυκύτατον τῆς ἡσυχίας μέλι, γευόμενος «κατ᾿ αἴσθησιν ψυχῆς» τήν θεία ἀγάπη, τό «ἄκρον τῶν ἐφετῶν», αὐτήν τήν πανευδαίμονα θεία κατάσταση τήν ὁποῖα ὀ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος ὀνομάζει «μέθην ψυχῆς», «πηγήν πυρός» καί «μακαρίαν μανίαν»….
Ἐκεῖ «ἐκαθάρθη, ἐφωτίσθη, ἐθεώθη», πράγματα πού ἀποτελοῦν προϋποθέσεις τῆς ἀληθινῆς θεολογίας, ὅπως ὁ ἴδιος ἐπισημαίνει2.
Ἐπιστρέφει ἔπειτα στόν κόσμο πρός βοήθειαν τοῦ προβεβηκότως στήν ἡλικία πατρός του καί συνεχίζει αὐτοῦ τό ἔργο στή Ναζιανζό. Ὑπό πίεσιν δέχεται τούς τρεῖς βαθμούς τῆς ἱερωσύνης, ὅπως ταπεινοφρόνως τό καταθέτει στόν λίαν ἀξιόλογο ἐκεῖνο ἀπολογητικό του λόγο «Περι τῆς εἰς τόν Πόντον φυγῆς», λέγοντας στήν ἀρχή τήν περιεκτική φράση: «Ἥττημαι καί τήν ἧτταν ὁμολογῶ»3…
Κατά διαστήματα, βεβαίως, πρίν καί ἐνδιάμεσα ἀπό τήν ἀνάδειξή του στά ὑψηλά ἀξιώματα ἀναχωρεῖ γιά τήν ἀγαπημένη του ἡσυχία τήν ὁποία ὀνομάζει «μητέρα καί συνεργόν τῆς θείας ἀναβάσεως καί θεοποιόν»4, ἀλλά πάλι ἐπιστρέφει γιά νά ἀναχωρήσει ἐκ νέου ὅταν ἐκλεγεῖ Ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, μέ συνοδική ἀπόφαση τό ἔτος 381 μ. Χ.
Τά τελευταῖα χρόνια τῆς ἁγιασμένης ζωῆς του ὁ Γρηγόριος, ἀναχωρεῖ γιά τόν Πόντο, ὅπου ὁ ὑμνητικός αὐτός ἐρωδιός τῆς Ἁγίας Τριάδος γράφει τά θαυμάσια «ἔπη» του, ἡρεμεῖ καί προσεύχεται καί διδάσκει ἐκ τοῦ μακρόθεν τήν Ἐκκλησία, λέγοντας «μνημονευτέον Θεοῦ μᾶλλον ἤ ἀναπνευστέον»…
Τό εὐλογημένο τέλος τῆς ἐδῶ παροικίας, τόν βρίσκει στό οἰκογενειακό του ἀγρόκτημα τό ἔτος 391 μ. Χ. καί εἰσέρχεται πλέον στήν Αἰωνία καί ἄληκτο ζωή, τήν ὁποία ἀπό ἐδῶ προγευστικῶς ἐβίωνε…
Ὁ Ἅγιος αὐτός Πατήρ, μᾶς δίδαξε, πέραν τῶν ἄλλων, ποιά εἶναι ἡ ἀληθής Θεολογία καί ὅτι τό νά ὁμιλεῖς γιά τόν Θεό δέν εἶναι εὔκολο πρᾶγμα, οὔτε τοῦ καθενός, οὔτε αὐτῶν πού βρίσκονται προσκολημμένοι στά βιοτικά καί τά πάθη, ἀλλά εἶναι ἔργο τό ὁποῖο συντελεῖται ἀπό ὁλίγους καί ὑπό ὅρους πνευματικούς. Εἶναι ὑπόθεση αὐτῶν πού πέρασαν τίς πνευματικές ἐξετάσεις, πού πορεύθηκαν ἀπό τήν κάθαρση στό φωτισμό καί τή θεωρία, ἤ τουλάχιστον τῶν ἀγωνιζομένων νά καθαρθοῦν. «Οὐ παντός, ὦ οὖτοι, τό περί Θεοῦ φιλοσοφεῖν, οὐ παντός, οὐχ οὕτω τό πρᾶγμα εὔωνον καί τῶν χαμαί ἐρχομένων. Προσθήσω δε, οὐδέ πάντοτε, οὐδέ πᾶσιν οὐδέ πάντα, ἀλλ᾿ ἔστίν ὅτε καί οἷς καί ἐφ᾿ ὅσον. Οὐ πάντων μέν, ὅτι τῶν ἐξητασμένων καί διαβεβηκότων ἐν θεωρίᾳ καί πρό τούτων, καί ψυχήν καί σῶμα κεκαθαρμένων ἤ καθαιρομένων τό μετριώτατον». 5
Τέτοιος Θεολόγος ἐμπειρικός ὑπῆρξε ὁ Γρηγόριος! Ἡ ἐπίκληση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πού κάνει σέ μία ὁμιλία του στήν Πεντηκοστή λέγοντας: «παρέστω μοι τό Πνεῦμα καί διδότω λόγον»6, φανερώνει αὐτή τήν καθοδηγητική ἔμπνευση τοῦ Παρακλήτου, τήν ὁποία εἶχε ὡς θεοκίνητο ὄργανο τῆς Χάριτος καί ἔνεκα τῆς ὁποίας εἰσῆλθε στό «ἀπόθετον κάλλος» τῆς Γραφῆς, ὅπου ἑρμήνευσε, δίδαξε καί θεολόγησε ἀπλανῶς7. Ὁ ἴδιος μᾶς μίλησε καί γιά τρεῖς μεταθέσεις βίου, τίς ὁποίες ἀποκαλεῖ «σεισμούς γῆς», καί πρόκειται γιά τρία μεγάλα μεταβατικά στάδια στήν ἱστορία τοῦ κόσμου:
«Δύο γεγόνασι μεταθέσεις βίων ἐπιφανεῖς ἐκ παντός αἰῶνος, αἵ καί δύο διαθῆκαι καλοῦνται καί σεισμοί γῆς διά τό τοῦ πράγματος περιβόητον∙ ἡ μέν ἀπό τῶν εἰδώλων ἐπί τόν νόμον, ἡ δέ ἀπό τοῦ νόμου εἰς τό εὐαγγέλιον. Καί τρίτον σεισμόν εὐαγγελιζόμεθα τήν ἐντεῦθεν ἐπί τά ἐκεῖσε μετάστασιν, τά μηκέτι κινούμενα μηδέ σαλευόμενα».8
Παρά τήν ὑψηλή διείσδυση, ἀλλά καί τήν ἔξίσου ὑψηλή ἀρετή τοῦ θεοφόρου αὐτοῦ Πατρός, ἡ ταπεινοφροσύνη ἦταν «σύνοικός» του σέ ὅλη του τη ζωή, γι᾿ αὐτό καί τόν βλέπουμε νά ἐλεεινολογεῖ τόν ἑαυτό του, εἴτε ἐπειδή τόν ἄφησε ἐλεύθερο νά περπατεῖ στά θεολογικά ὕψη τά ὁποῖα τοῦ ἄνοιξε ὁ Θεός, εἴτε γιά τίς ἀστοχίες πού θεωροῦσε ὅτι ἔπρατε, εἴτε γιά ἄλλους λόγους, μάλιστα δέ, σέ κάποιο κείμενό του φθάνει νά παρακαλεῖ τόν Κύριο νά τόν βγάλει «ἀπό τήν φοβερή ἄβυσσο τῆς πνευματικῆς ἀναισθησίας»!.. Μᾶς θυμίζει τόν συνώνυμό του Γρηγόριο, τον Ἀρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης τόν Παλαμᾶ, τόν ὁποίον, κατά τόν βιογράφο του, βλέπουμε νοερῶς νά φωνάζει μετά συντριβῆς καί θρήνου μέσα στίς λευκές καί ἀτελείωτες νύχτες τοῦ Ἁγίου Ὄρους : «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, φώτισόν μου τό σκότος»…
Ἄν ὁ Εὐαγγελιστής τῆς Ἀγάπης, ἀπόστολος Ἰωάννης εἶναι ὁ τῆς Θεολογίας ἀετός, πού ἀνῆλθε καί κατόπτευσε τό φῶς, ὁ τριαδικός Θεολόγος Γρηγόριος εἶναι ὁ «πληγωμένος Ἀετός», ὅπως τόν ὀνόμασε ὁ μακαριστός μεγάλος Πατρολόγος, Στ. (μετέπειτα Γεράσιμος μοναχός) Παπαδόπουλος…
____________________________________________________________________________
1 Ἰδιόμελον τῆς Λιτῆς, ἀπό την Ἀσματική ἀκολουθία τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου.
2 «Καθαρθῆναι δεῖ πρῶτον, εἶτα καθάραι, σοφισθῆναι καί οὕτω σοφίσαι, γενέσθαι φῶς καί φωτίσαι, ἐγγίσαι Θεῷ καί προσαγαγεῖν ἄλλους». ΕΠΕ, 1, 164.
3 ΕΠΕ, 1, 74.
4 ΕΠΕ, 1,216.
5 MPG. 36, 13 CD.
6 MPG. 36, 436.
7
8 MPG. 36, 160, Λόγ. 31, 25.