Ή Α' Κοινή Δήλωση περί της Χριστολογίας (Παράρτημα Ι ) πού
υιοθετήθηκε άπό τη Μικτή Επιτροπή του θεολογικού Διαλόγου μεταξύ
των Ορθοδόξων καί Ανατολικών Όρθοδόξων Εκλησιών κατά την
ιστορική συνάντησι στή Μονή αγίου Παϊσίου, από 20ης μέχρι 24ης Ιουνίου
1989, αποτελεί τήν βάση της Β' Κοινής Δηλώσεως περί των ακολούθων
θέσεων της κοινής πίστεως και ερμηνείας καί γιά τις διαδικασίες πού
πρέπει νά αναληφθούν γιά τήν πλήρη κοινωνία τών δύο οίκογενειων
Εκλησιών εν Χριστώ τω Κυρίω ημών, ό όποιος προσευχήθηκε ίνα ώσι
έν.'.
1. Οι δύο οικογένειες συμφωνούν στην καταδίκη της Εύτυχιανικής
αιρέσεως. Οί δύο οικογένειες ομολογούν ότι ο Λόγος, το δεύτερον
πρόσωπον της Αγίας Τριάδος, ο μονογενής παρά του Πατρός πρό τών
αιώνων καί ομούσιος μέ Αυτόν ένσαρκώθη καί εγενήθη έκ της
Παρθένου Μαρίας της Θεοτόκου. Κατά πάντα ομούσιος μέ ημάς, τέλειος
άνθρωπος μέ ψυχή, σώμα και νούν· έσταυρώθη, άπέθανε,ενέταφιάσθη
καί ανέστη έκ νεκρών τήν τρίτην ημέραν και ανελήφθη στον επουράνιο
Πατέρα, όπου κάθεται εκ δεξιών του Πατρός ως κύριος πάσης Κτίσεως.
Κατά τήν Πεντηκοστή δια της ελεύσεως του αγίου Πνεύματος έφανέρωσε
τήν Εκλησία ώς το Σώμα Του. Προσδοκώμεν την έλευσίν Του πάλιν είς
την πληρότητα της δόξης Του σύμφωνα μέ τίς Γραφές.
2. Οί δύο οικογένειες καταδικάζουν τήν Νεστοριανικήν αίρεσι καί τον
κρυπτονεστοριανισμόν του θεοδωρήτου Κύρου. Συμφωνούν ότι δέν άρκεί
απλώς νά ομολογήσουμε οτι ό Χριστός είναι ομούσιος καί μέ τόν Πατέρα
καί μέ ημάς, κατά φύσιν θεός καί κατά φύσιν άνθρωπος. Είναι αναγκαίο
νά βεβαιώσουμε καί ότι ό Λόγος, ό οποίος είναι κατά φύσιν θεός, έγινε
κατά φύσιν άνθρωπος δια της ένσαρκώσεώς Του όταν ήλθε τό πλήρωμα
του χρόνου.
3. Οί δύο οικογένειες συμφωνούν ότι ή ύπόστασις του Λόγου έγινε
σύνθετος δια της ενώσεως της θείας άκτιστης φύσεως Αυτού καί της
φυσικής αυτής θελήσεως καί ενεργείας (τήν οποίαν έχει κοινήν μέ τόν
Πατέρα καί τό άγιον Πνεύμα), μετά της κτιστής ανθρωπινής φύσεως τήν
οποίαν προσέλαβε καί ώκειοποίησε κατά τήν ένανθρώπησιν, μαζί μέ τήν
φυσικήν της θέλησι και ενέργεια.
4. Οί δύο οικογένειες συμφωνούν οτι οί φύσεις ενώθηκαν ύποστατικώς καί
φυσικώς μετά των ιδίων ενεργειών και θελήσεων αυτών άσυγχύτως,
άτρέπτως, αδιαιρέτως, άχωρίστως και ότι διακρίνονται "τη θεωρία μόνη".
5. Οί δύο οικογένειες συμφωνούν ότι ό θέλων καί ενεργών είναι πάντοτε ή
μία 'Υπόστασις του Λόγου σεσαρκωμένη.
6. Οί δύο οικογένειες συμφωνούν είς τήν άπόριψιν τών ερμηνειών τών
Συνόδων πού δέν συμφωνούν πλήρως με τον όρον της Τρίτης
Οικουμενικής Συνόδου καί τήν επιστολή (43) τού Κυρίλλου Αλεξανδρείας
προς τόν 'Ιωάνην Αντιοχείας.
7. Οί "Ορθόδοξοι συμφωνούν οτι οί Ανατολικοί "Ορθόδοξοι θά συνεχίσουν
νά χρησιμοποιούν τήν Παραδοσιακήν Κυρίλλειον ορολογία "μία φύσις του
θεού Λόγου σεσαρκωμένη" έφ' όσον δι αυτής ενούν τήν διπλήν
όμουσιότητα τού Λόγου, τήν οποίαν ήρνείτο ό Ευτυχής. Οί "Ανατολικοί
"Ορθόδοξοι συμφωνούν οτι οί Ορθόδοξοι δικαίως χρησιμοποιούν τήν
διατύπωσιν δύο φύσεις, αφού δέχονται τήν διάκρισιν "τή θεωρία μόνη".
Τήν όρθήν ένοιαν τής τοιαύτης χρήσεως εκθέτει ό άγιος Κύριλλος εις την
προς τον Ιωάνην "Αντιοχείας "Επιστολήν του καί είς τάς έπιστολάς προς
τόν "Ακάκιον Μελιτινής (ΡG 7, 184-201), τόν Εύλόγιον (ΡG 7, 24 - 28)
καί τόν Σούκενσον (ΡG 7, 28 - 249).
8. Οί δύο οικογένειες αποδέχονται τίς τρείς πρώτες Οικουμενικές
Συνόδους, οί οποίες αποτελούν τήν κοινήν μας κληρονομιά. Σχετικά μέ
τίς τέσσερες μεταγενέστερες Συνόδους τής Ορθοδόξου Εκλησίας, οί
Ορθόδοξοι δηλώνουν ότι δι" αυτούς τά ανωτέρω σημεία 1 - 7 είναι οί
διδασκαλίες καί τών μεταγενεστέρων τεσσάρων Συνόδων τής τής
Ορθοδόξου Εκλησίας. Καί οί Ανατολικοί Ορθόδοξοι θεωρούν τήν
δήλωσιν αυτήν ως ερμηνεία των Ορθοδόξων. Μέ τήν άλληλοκατανόησιν
αυτήν οί Ανατολικοί Ορθόδοξοι ανταποκρίνονται είς τήν αυτήν θετικώς.
Σχετικά μέ τήν διδασκαλία τής Ζ' Οικουμενικής Συνόδου τής Ορθοδόξου
Εκλησίας οί Ανατολικοί Ορθόδοξοι συμφωνούν ότι η θεολογία καί ή
πράξις τής προσκυνήσεως των Εικόνων που έθέσπισε ή Σύνοδος είναι σέ
βασική συμφωνία προς τήν διδασκαλία καί πράξι τών Ανατολικών
Όρθοδόξων, πολύ πρό της συγκλήσεως τής Συνόδου, καί ότι έπ αυτού δέν
διαφωνούμεν.
9. 'Υπό τό φώς τής ημετέρας Κοινής Δηλώσεως έπί τής Χριστολογίας ώς
καί έπί τών ανωτέρω κοινών θέσεων έχομεν τώρα κατανοήσει σαφώς ότι
καί οί δύο οικογένειες διετήρησαν πάντοτε πιστώς τήν αυτήν αυθεντική
Ορθόδοξη Χριστολογική πίστι καί τήν αδιάκοπη συνέχεια τής
Αποστολικής Παραδόσεως, άν καί μπορεί κάποτε νά έχρησιμοποίησαν
χριστολογικούς όρους μέ διαφόρους τρόπους. Ακριβώς αυτή ή κοινή πίστις
καί συνεχής πιστότης προς τήν αποστολική παράδοσι πρέπει νά γίνη ή
βάσις τής ένότητός μας καί κοινωνίας.
10. Οί δύο οικογένειες συμφωνούν ότι όλοι οί άναθεματισμοί καί
καταδίκες άπό τό παρελθόν πού σήμερα μάς διαιρούν πρέπει νά αρθούν
άπό τήν Εκλησία γιά να φύγη μέ τήν χάρι και την δύναμι του θεού τό
τελευταίο εμπόδιο γιά τήν πλήρη ένωσι και κοινωνία. Οί δύο οικογένειες
συμφωνούν καί τών καταδικών θά πραγματοποιηθή μέ βάσι τήν
συμφωνία ότι οί Σύνοδοι καί οί Πατέρες, οί όποιοι άναθεματίσθηκαν και
καταδικάσθηκαν στό παρελθόν δεν είναι αιρετικοί.
Ώς έκ τούτου συνιστούμε στις Εκλησίες τά εξής πρακτικά βήματα.
Α. Οί Ορθόδοξοι πρέπει νά άρουν όλους τους άναθεματισμούς καί
καταδίκες πού υπάρχουν κατά πασών των Ανατολικών Ορθοδόξων
Συνόδων καί Πατέρων, τους οποίους έχουν αναθεματίσει η καταδικάσει
στο παρελθόν.
Β. Οί "Ανατολικοί Ορθόδοξοι πρέπει συγχρόνως νά άρουν όλα τά
αναθέματα καί τίς καταδίκες κατά πασών τών Όρθοδόξων Συνόδων και
Πατέρων, τους οποίους έχουν αναθεματίσει η καταδικάσει στό παρελθόν.
Γ. Ό τρόπος μέ τόν όποιον θά αρθούν οί άναθεματισμοί πρέπει
ν'άποφασισθή χωριστά από τήν κάθε μιά Εκλησία.
Προσβλέποντες στή δύναμι τού αγίου Πνεύματος, του Πνεύματος τής
αληθείας, ένότητος καί αγάπης, υποβάλουμε την Κοινή Δήλωσι καί
Προτάσεις, στίς σεβάσμιες Εκλησίες γιά ένημέρωσι καί ενέργεια.
Προσευχόμεθα όπως αυτό τό Πνεύμα μας οδηγήσει στην ενότητα γιά τήν
οποία ό Κύριος προσευχήθηκε καί προσεύχεται.
Υπογραφές
στην Β' Κοινή Δήλωσι καί Προτάσεις στίς Εκλησίες
Σαμπεζύ, 28 Σεπτεμβρίου 190
(Ακολουθούν οι υπογραφές των συμμετεχόντων)
Ή πιό πάνω "Κοινή Δήλωσις" η "Κοινή Όμολογία Όρθοδόξου πίστεως",
πού υπεγράφη άπό τους οικουμενιστές "Ορθοδόξους" καί τους
Μονοφυσίτες, δέν είναι τίποτε άλλο άπό συμφωνία Ενώσεώς τους.
Τί λένε;
Λένε, ότι ολοκληρώθηκε ό μεταξύ τους θεολογικός Διάλογος.
"Οτι έληξαν οί μεταξύ τους συζητήσεις. Καί ότι κατέληξαν σέ πλήρη
συμφωνία σ' όλα τά ζητήματα καί σέ κοινές διαπιστώσεις. κι οι
διαπιστώσεις αυτές είναι οι ακόλουθες:
α) "Οτι πάντοτε στό παρελθόν μέχρι σήμερα είχαν τήν ίδια πίστι.
β) "Οτι οί Μονοφυσίτες θά εξακολουθούν νά χρησιμοποιούν τήν ορολογία
"μία φύσις του θεού Λόγου σεσαρκωμένη".
γ) "Οτι οί Μονοφυσίτες θά εξακολουθούν ν' αναγνωρίζουν τρείς
Οικουμενικές Συνόδους.
δ) "Οτι οί "Ορθόδοξοι" θά άρουν τ' αναθέματα καί τίς καταδίκες εναντίον
των αιρετικών Συνόδων των Μονοφυσιτών, ώς καί εναντίον των
αιρετικών αρχηγών τους, όπως είναι ό Διόσκουρος, ό Σεβήρος, ό Τιμόθεος
Αίλουρος κ.ά., τους οποίους αυτοί τιμούν ώς αγίους καί Πατέρες της
"εκλησίας" τους!
"Ηδη, άπό τό 1964, πού άρχισε ανεπίσημα ό μεταξύ τους "θεολογικός
Διάλογος" στην πόλι Άάρχους της Δανίας, στό περιθώριο της 'Έπιτροπής
"Πίστις καί Τάξις",του λεγομένου Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκλησιών",
χαράχθηκε η ακολουθητέα 'γραμμή' γιά τήν ένωσι, σύμφωνα μέ τίς
κατευθύνσεις του οικουμενισμού. Σέ "κοινή "Εκθεσι", πού συνετάγη στην
πρώτη αυτή ανεπίσημη σύσκεψι τών οίκουμενιστών "Όρθοδόξων" καί
Μονοφυσιτών, έλέγοντο τά εξής:
"Έν τη ουσία του Χριστολογικού Δόγματος εύρομεν εαυτούς έν πλήρει
συμφωνία. Διά μέσου της διαφόρου ορολογίας, της χρησιμοποιουμένης ύφ'
εκάστης πλευράς είδομεν εκφραζομένην τήν άλήθειαν.. Διεπιστώσαμεν
την ανάγκην όπως πορευθώμεν ομού προς τά εμπρός". Μέ τά δεδομένα της συσκέψεως του Όρχους, κατά τά οποία οί
Μονοφυσίτες "έχουν τήν αυτήν πίστιν" μέ εμάς τους Ορθοδόξους άρχισε
επίσημα ό "θεολογικός Διάλογος" τό 1985 γιά τήν ένωσι. Δέν είναι, λοιπόν,
καθόλου παράδοξο τό ότι οι οικουμενιστές "Όρθόδοξοι" άπεδέχθησαν γιά
τους αίρετικούς Μονοφυσίτες τήν ονομασία "Ανατολικοί Όρθόδοξοι" καί
γιά τίς "Εκλησίες" τους τήν ονομασία Ανατολικές Όρθόδοξες Εκλησίες"!
Καί φθάνουμε στην τελευταία συνάντησι στίς 28 Σεπτεμβρίου 190 στό
Σαμπεζύ της Γενεύης, πού υπεγράφη ή "Κοινή δήλωσις" ή "Κοινή
ομολογία Όρθοδόξου πίστεως , κατά την 'Έκλ. Αλήθεια". Σ' αυτή, στην
παράγραφο 9 γράφουν:
"'Υπό τό φως της ημετέρας Κοινής Δηλώσεως επί της Χριστολογίας ώς καί
επί τών ανωτέρω κοινών θέσεων έχομεν τώρα κατανοήσει σαφώς ότι καί οί
δύο οικογένειες διετήρησαν πάντοτε πιστώς τήν αυτήν αυθεντική
'Ορθόδοξη χριστολογική πίστι καί τήν αδιάκοπη συνέχεια της αποστολικής
παραδόσεως, άν καί μπορεί κάποτε να έχρησιμοποίησαν Χριστολογικούς
όρους μέ διαφόρους τρόπους. Ακριβώς αύτη ή κοινή πίστις καί συνεχής
πιστότης προς τήν αποστολική παράδοσι πρέπει νά γίνη βάσις της ενότητος
και κοινωνίας' !
O ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΜΕ ΤΟΥΣ ΜΟΝΟΦΥΣΙΤΕΣ
Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου
Στην Ιεραρχία του Οκτωβρίου 204 σε σχετική εισήγηση για τους
διαλόγους της Ορθόδοξης Εκλησίας με τις διάφορες Ομολογίες
υποστηρίχθηκε η άποψη ότι στον διάλογο της Εκκλησίας με τους
χαρακτηριζόμενους ως Αντιχαλκηδονίους (Μονοφυσίτες) επιτεύχθηκε
συμφωνία στο Χριστολογικό δόγμα, αλλά υπάρχει διαφωνία, διότι οι
Μονοφυσίτες αρνήθηκαν να δεχθούν τις μετά την Γ΄ Οικουμενικές
Συνόδους, ιδιαιτέρως την Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο της Χαλκηδόνος.
Το απλό όμως ερώτημα είναι: Πώς είναι δυνατόν να θεωρηθή ότι επήλθε
συμφωνία στο Χριστολογικό δόγμα, όταν οι λεγόμενοι Αντιχαλκηδόνιοι
δεν παραδέχονται τις Οικουμενικές εκείνες Συνόδους (Δ΄, Ε΄, ΣΤ΄) που
οριοθέτησαν την ορθόδοξη διδασκαλία στο Χριστολογικό δόγμα, δηλαδή
στο δόγμα που αφορά τον τρόπο ενώσεως των δύο φύσεων στον Χριστό;
Θα ήθελα στην συνέχεια να παρουσιάσω με απλό –όσον είναι δυνατόν– και σύντομο τρόπο μερικά ενδιαφέροντα σημεία.
1. Η θεωρία του Νεοχαλκηδονισμού
Η άποψη ότι υπάρχει ταύτιση στο Χριστολογικό δόγμα, καίτοι δεν
γίνονται αποδεκτές οι μετά την Γ΄ Οικουμενικές Σύνοδοι από τους
Μονοφυσίτες, δείχνει ότι: ή οι Πατέρες των Οικουμενικών Συνόδων δεν
αντελήφθησαν τα θέματα αυτά ή ότι ισχύει η παράδοξη θεωρία των
ξένων, αλλά και μερικών δικών μας θεολόγων, περί του
νεοχαλκηδονισμού, ότι δηλαδή υπάρχει μια εξέλιξη στις αποφάσεις των
Οικουμενικών Συνόδων. Σύμφωνα με την θεωρία αυτή η Γ΄ Οικουμενική
Σύνοδος που στηρίχθηκε στον άγιο Κύριλλο Αλεξανδρείας είναι μια
μονοφυσιτίζουσα Σύνοδος, η Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος που στηρίχθηκε στο
Τόμο του Πάπα Λέοντος διόρθωσε την Γ΄ Οικουμενική Σύνοδο και η Ε΄
Οικουμενική Σύνοδος επανήλθε στις αποφάσεις της Γ΄ Οικουμενικής
Συνόδου.
Η παραδοχή όμως μιας τέτοιας θεώρησης των πραγμάτων ανατρέπει τα
θεμέλια της Εκλησίας και υπονομεύει το “πνεύμα” και την υποδομή των
Οικουμενικών Συνόδων. Παρουσιάζει δε τους Πατέρας της Εκλησίας ως
στοχαζομένους και όχι ως ενεργουμένους από το Άγιον Πνεύμα και την
δική τους εν πνεύματι εμπειρία της αποκαλυπτικής αληθείας. Οι Πατέρες
όμως των Οικουμενικών Συνόδων, κατά τον λόγο του αγίου Γρηγορίου
του Θεολόγου εργάσθηκαν αλιευτικώς (όπως οι άγιοι Απόστολοι) και όχι
αριστοτελικώς (δηλαδή οι φιλόσοφοι) ήταν, κατά τον άγιο Γρηγόριο τον
Παλαμά, “πάσχοντες τα θεία και ου διανούμενοι”.
Επομένως, η μη παραδοχή από τους λεγομένους Αντιχαλκηδονίους των
αποφάσεων των Δ΄, Ε΄, και ΣΤ΄ Οικουμενικών Συνόδων, αλλά και η
θεωρία μερικών ορθοδόξων θεολόγων περί νεοχαλκηδονισμού, στην
ουσία έχουν κοινό παρονομαστή και δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτές
από την Ορθόδοξη Εκλησία.
Ακριβώς για τον λόγο αυτό δεν μπορούμε, από ορθοδόξου πλευράς, να
κάνουμε λόγο για Αντιχαλκηδονίους ή Προχαλκηδονίους, αλλά για
Μονοφυσίτας, αφού οι ονομαζόμενοι Αντιχαλκηδόνιοι πιστεύουν ότι ναι
μεν η ένωση στον Χριστό έγινε από δύο φύσεις, αλλά μετά την ένωση
υπάρχει μία φύση στον Χριστό. Μερικοί λεγόμενοι Αντιχαλκηδόνιοι
υποστηρίζουν ότι καίτοι υπάρχει μία φύση στον Χριστό μετά την ένωση,
εν τούτοις όμως δεν αναιρέθηκε η ανθρώπινη φύση. Και αυτή η άποψη
είναι παράδοξη. Πώς είναι δυνατόν να υπάρχη μία φύση στον Χριστό
μετά την ένωση, “μή αναιρουμένης της ανθρωπίνης φύσεως” και πώς
υφίσταται αυτή η ανθρώπινη φύση μόνη της, χωρίς να μη θεωρήται αυτό
νεστοριανισμός, τον οποίο οι Αντιχαλκηδόνιοι θέλουν να πολεμούν;
Αυτός είναι ο λόγος που με κάνει να τους ονομάζω Μονοφυσίτες και όχι
Αντιχαλκηδονίους ή Προχαλκηδονίους.
2. Οι βασικές Χριστολογικές διαφορές
Το ότι όμως δεν ευσταθεί η άποψη ότι συμφώνησαν οι Ορθόδοξοι με τους
Μονοφυσίτες στο Χριστολογικό δόγμα φαίνεται από την διαφορά
ερμηνείας σε μερικές χαρακτηριστικές χριστολογικές φράσεις, που
αποτελούν τον πυρήνα της διαφοράς.
Στα όσα θα γράψω στην συνέχεια θα γίνη προσπάθεια να
παρουσιασθούν απλοποιημένα –όσο μπορεί να γίνη αυτό– τα σημεία
αυτά. Και λέγω όσο μπορεί να γίνη αυτό, γιατί τα δογματικά θέματα δεν
απλοποιούνται πολύ.
α) “Μία φύσις του Λόγου σεσαρκωμένη”
Η πρώτη φράση στην οποία φαίνεται η Χριστολογική διαφορά μεταξύ των
αγίων Πατέρων και των Μονοφυσιτών είναι η φράση του αγίου Κυρίλλου
Αλεξανδρείας: “μία φύσις του Λόγου σεσαρκωμένη”. Οι όροι φύση και υπόσταση στην θύραθεν φιλοσοφία ταυτίζονταν
ενοιολογικά, άλλωστε ο όρος φύση προέρχεται από το ρήμα πεφυκέναι
και ο όρος υπόσταση προέρχεται από το ρήμα υφεστάναι και δηλώνει την
ύπαρξη. Με αυτήν την ένοια, δηλαδή της υπάρξεως, τους
χρησιμοποιούσαν οι Αλεξανδρινοί Πατέρες. Οι Καππαδόκες, όμως,
Πατέρες διεχώρισαν την φύση από την υπόσταση και ταύτισαν την φύση
με την ουσία, και την υπόσταση με το πρόσωπο. Έτσι καθόρισαν την
έκφραση “δύο φύσεις, έν πρόσωπον” στον Χριστό.
Πολλοί θεολόγοι παρετήρησαν ότι σε κείμενα του αγίου Κυρίλλου
εναλλάσσονται οι όροι “φύσις” και “υπόστασις” και ότι άλλοτε
χρησιμοποιείται ο όρος “φύσις” αντί του όρου “υπόστασις” και άλλοτε
χρησιμοποιείται ο όρος “υπόστασις” αντί του όρου “φύσις”. Σε επιστολή
του προς τον Θεοδώρητο γράφει: “Η φύσις του Λόγου ήγουν η υπόστασις,
ό εστιν αυτός ο Λόγος”. Εδώ φαίνεται ότι συνδέεται η φύση με την
υπόσταση και με αυτήν την ένοια φαίνεται ότι χρησιμοποιούσε και την
φράση “μία φύσις του Λόγου σεσαρκωμένη”. Δεν μιλούσε όμως ποτέ για
μία ουσία σεσαρκωμένη. Επομένως, όπως υποστηρίζεται, χρησιμοποιούσε
την φράση “μία φύσις του Λόγου σεσαρκωμένη” με την ένοια της μιας
υποστάσεως του Λόγου σεσαρκωμένης, όπως το λέγει στην τρίτη
επιστολή του προς Νεστόριο “υποστάσει μια τη του Λόγου
σεσαρκωμένη”, προκειμένου να αντιμετωπίση την αίρεση του
Νεστοριανισμού που υποστήριζε την άποψη ότι στον Χριστό υπάρχει
ένωση των δύο φύσεων-υποστάσεων και ότι μια τέτοια ένωση απετέλεσε
το ένα πρόσωπο της οικονομίας. Οπότε με αυτήν την ένοια
χρησιμοποιείται καταχρηστικώς η εναλλαγή φύσεως και υποστάσεως για
να αντιμετωπισθή ο Νεστοριανισμός. Άλλωστε η υπόσταση του Θεού
Λόγου έγινε υπόσταση και της ανθρωπίνης φύσεως, αφού η ανθρώπινη
φύση στον Χριστό δεν είναι ανυπόστατη ούτε αυθυπόστατη, αλλά είναι
ενωμένη με την θεία φύση στην υπόσταση του Λόγου και γι' αυτό και
ονομάζεται και ενυπόστατη.
Βέβαια, η εναλλαγή αυτή των όρων φύσεως και υποστάσεως από τον άγιο
Κύριλλο σε μερικά χωρία δεν σημαίνει ότι ταυτίζει ενοιολογικά τους
όρους φύση και υπόσταση, όπως έκανε ο Σεβήρος, αλλά χρησιμοποιεί
τους όρους “καταχρηστικώς”, χωρίς να ταυτίζη την φύση με την
υπόσταση ως ένοιες και ως “πράγματα”, αλλά τις θεωρούσε ως
υπάρξεις. Μάλιστα υπάρχουν μαρτυρίες σύμφωνα με τις οποίες ο άγιος
Κύριλλος θεωρούσε ότι άλλο είναι η φύση και άλλο η υπόσταση, όπως
επίσης υπάρχουν άλλα χωρία του αγίου Κυρίλλου, στα οποία γίνεται
λόγος για δύο φύσεις στον Χριστό και για την καθ' υπόσταση ένωση των
δύο φύσεων. Άλλωστε αυτό φαίνεται από το ότι στην Δ΄ Οικουμενική
Σύνοδο οι Πατέρες μελέτησαν τα “δώδεκα κεφάλαια” του αγίου Κυρίλλου
Αλεξανδρείας σε σχέση με τον Τόμο του Πάπα Λέοντος και διεπίστωσαν
την συμφωνία μεταξύ αυτών.
Οι Πατέρες της Εκλησίας, και προσωπικώς και Συνοδικώς, ερμήνευσαν
σωστά την φράση του αγίου Κυρίλλου “μία φύσις του Λόγου
σεσαρκωμένη”. Ο άγιος Ιωάνης ο Δαμασκηνός λέγει ότι δεν
διαπράτουμε σφάλμα με το να λέμε με αυτήν την φράση απόλυτα μία
υπόσταση του Θεού Λόγου, αλλά προχωρεί για να πη ότι ο άγιος
Κύριλλος με την φράση “μία φύσις του Λόγου σεσαρκωμένη” δεν δήλωνε
ούτε μόνη την υπόσταση, ούτε το κοινό των υποστάσεων, “αλλά την
κοινήν φύσιν εν τη του Λόγου υποστάσει ολικώς θεωρουμένην”, δηλαδή
την κοινή φύση της θεότητος την ενθεωρουμένη στην υπόσταση του
Λόγου. Δηλαδή, δεν παραμένει στην φράση “μία φύσις”, αλλά επιμένει
στην φράση “μία φύσις του Λόγου”, που δηλώνει την ενυπόστατη ουσία.
Επίσης, ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής θεωρεί ότι με την φράση αυτή ο
άγιος Κύριλλλος ομολογούσε περιφραστικώς τις δύο φύσεις του Χριστού,
ήτοι με την λέξη “φύσις” ενούσε την θεία φύση και με την λέξη
“σεσαρκωμένη” ενούσε την ανθρώπινη φύση.0
Επομένως, η φράση αυτή του αγίου Κυρίλλου χρησιμοποιείται και
εναντίον του Νεστοριανισμού, με την ένοια “μία φύσις - υπόστασις του
Λόγου σεσαρκωμένη”, για να αποκλεισθούν τα δύο πρόσωπα - υποστάσεις στον Χριστό, και εναντίον του Μονοφυσιτισμού, με την ένοια
της ενώσεως της κοινής φύσεως με την ανθρώπινη φύση στην υπόσταση
του Λόγου, χωρίς να συμβή κράση ή σύγχυση ή φυρμός ή τροπή, αφού
όπως γράφει σε επιστολή του προς τον Ιωάνη Αντιοχείας, “μένει γαρ ό
εστιν αεί και ουκ ηλλοίωται, ουδ' αν αλλοιωθείη πώποτε και μεταβολής
έσται δεκτική”, και στην Β΄ επιστολή του προς Νεστόριον γράφει: “είς δε
εξ αμφοίν Χριστός και Υιός, ουχ ως της των φύσεων διαφοράς
ανηρημένης δια την ένωσιν…”.
Οι Μονοφυσίτες όμως την φράση του αγίου Κυρίλλου “μία φύσις του
Λόγου σεσαρκωμένη” την ερμήνευσαν σύμφωνα με την δική τους
παράδοση, που ταυτίζει ενοιολογικά την φύση με την υπόσταση,
εντελώς διαφορετικά από την παράδοση των Καππαδοκών Πατέρων και
του αγίου Κυρίλλου. Έτσι οδηγούνται στην μία φύση και τον
Μονοφυσιτισμό. Αυτό το απέκρουε ο άγιος Κύριλλος στα κείμενά του. Ο
άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής μαρτυρεί ότι ο Σεβήρος “ταυτόν οίδεν
αλλήλαις, όρω τε και λόγω την φύσιν και την υπόστασιν” και μάλιστα
“κακούργως ταυτόν είναι λέγει τη φύσει την υπόστασιν…”, ο δε άγιος
Ιωάνης ο Δαμασκηνός τονίζει ότι “τούτό εστι το ποιούν τοις αιρετικοίς
την πλάνην, το ταυτόν λέγειν την φύσιν και την υπόστασιν”.
Το θέμα αυτό θα διασαφηνισθή ακόμη περισσότερο με τα όσα θα
γραφούν στην συνέχεια, αλλά πάντως πρέπει να υπογραμμισθή ότι
χρειάζεται μεγάλη προσοχή στην ερμηνεία του αγίου Κυρίλλου
Αλεξανδρείας.
β) “Δύο φύσεις τη θεωρία μόνη”
Η δεύτερη φράση, στην οποία φαίνεται η χριστολογική διαφοροποίηση
μεταξύ της Ορθοδόξου Εκλησίας και των Μονοφυσιτών, είναι η φράση
του αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας περί του ότι κατανοείται η φυσική
διαφορά των δύο φύσεων στον Χριστό “τή θεωρία μόνη”, δηλαδή στον
Χριστό υπάρχουν “δύο φύσεις τη θεωρία μόνη”. Ο άγιος Κύριλλος
χρησιμοποιούσε την φράση αυτή εναντίον του Νεστορίου που υπεστήριζε
την πραγματική διαίρεση των δύο φύσεων. Οι Πατέρες της Εκλησίας
ερμήνευσαν αυτήν την φράση με την ένοια ότι στον Χριστό ενώθηκαν οι
δύο φύσεις “ασυγχύτως, ατρέπτως, αδιαιρέτως, αχωρίστως”, αλλά και των
δύο φύσεων –θείας και ανθρωπίνης– υπόσταση είναι ο Λόγος, δηλαδή
χρησιμοποιήθηκε για να αποκλεισθή η διαίρεση των δύο φύσεων στον
Χριστό. Οπότε μετά την ένωση των δύο φύσεων δεν μπορούν να
υφίστανται αυτές οι φύσεις στον Χριστό ως ιδιοϋπόστατες και χωρισμένες
φύσεις, δηλαδή δεν υφίστανται χωριστά ως ιδιαίτερες υποστάσεις.
Άλλωστε και η προσληφθείσα ανθρώπινη φύση δεν ήταν πριν την
πρόσληψη αυθυπόστατη. Έτσι οι δύο φύσεις στον Χριστό, μετά την
υποστατική ένωση, δεν υπάρχουν ως ξεχωριστές, ανεξάρτητες μεταξύ
τους και αυθυπόσταστες, αφού και των δύο φύσεων υπόσταση έγινε ο
Λόγος, και με αυτό το σκεπτικό γίνεται λόγος για δύο φύσεις “τή θεωρία
μόνη”.
Οι Μονοφυσίτες όμως την φράση αυτή την ενούν με την άποψη ότι
μετά την ένωση των δύο φύσεων δεν μπορούμε να μιλούμε για δύο
φύσεις, αφού απετέλεσαν μία φύση, γι’ αυτό με την φράση “τή θεωρία
μόνη” πρέπει να θεωρήται ότι δεν υφίσταται η ανθρώπινη φύση μετά την
ένωση των δύο φύσεων στον Χριστό, αλλά μόνον θεωρητικώς και κατ'
επίνοιαν μπορούμε να μιλούμε για δύο φύσεις με ιδιαίτερες ενέργειες.
Επομένως οι Πατέρες της Εκλησίας χρησιμοποιούν την φράση “δύο
φύσεις τη θεωρία μόνη” με την ένοια ότι οι δύο φύσεις στον Χριστό δεν
διακρίνονται ανεξάρτητες μεταξύ τους, λόγω της υποστατικής ενώσεως,
ούτε είναι ιδιαίτερες υποστάσεις, ενώ οι Μονοφυσίτες την φράση αυτήν
την χρησιμοποιούν με την ένοια ότι δεν υφίσταται η ανθρώπινη φύση
στον Χριστό, μετά την ένωση.
γ) “Σύνθετος φύσις”, “σύνθετος υπόστασις”
Η τρίτη φράση στην οποία φαίνεται η διαφορά στην Χριστολογία μεταξύ
των Ορθοδόξων και των Μονοφυσιτών είναι οι εκφράσεις “σύνθετος
φύσις” και “σύνθετος υπόστασις”. Κατά την ερμηνεία των αγίων Πατέρων μπορούμε να μιλούμε,
αναφερόμενοι στον Χριστό, για “σύνθετον υπόστασιν”, ότι δηλαδή η
υπόσταση του Λόγου είναι η υπόσταση και των δύο φύσεων, ήτοι της
θείας και της ανθρωπίνης φύσεως. Αυτό σημαίνει ότι διατηρούνται τα
ιδιώματα των δύο φύσεων, αλλά και οι δύο φύσεις ενεργούν στην ενιαία
υπόσταση του Λόγου, “μετά της θατέρου κοινωνίας”. Έτσι οι δύο φύσεις
(θεία και ανθρώπινη) είναι ενωμένες μεταξύ τους στην μία σύνθετη
υπόσταση.2
Οι μονοφυσίτες δεν παραδέχονται τον όρο “σύνθετος υπόστασις” και
κάνουν λόγο για “σύνθετον φύσιν”, ότι δηλαδή μετά την ένωση των δύο
φύσεων αποτελέσθηκε μία φύση. Αυτό δεν μπορεί να γίνη παραδεκτό από
ορθοδόξου πλευράς, γιατί όπως υποστήριξαν οι Πατέρες της Εκλησίας,
ιδίως ο άγιος Ιωάνης ο Δαμασκηνός, ο όρος σύνθετος φύση σημαίνει ότι
χάνουν τα ιδιώματα οι δύο φύσεις που ενώνονται, γιατί αποτελούν μία
τρίτη ενιαία φύση, οπότε ο Χριστός δεν θα ήταν ούτε ομούσιος με τον
Πατέρα, ούτε ομούσιος με την Μητέρα. Για παράδειγμα, εάν ενώσουμε
μερικά είδη, ήτοι το νερό, το αλάτι, το λάδι κλπ. γίνεται μια καινούρια
φύση. Γι' αυτό “αδύνατόν εστιν εκ δύο φύσεων μίαν φύσιν σύνθετον
γενέσθαι”.
δ) “Εκ δύο φύσεων”, “εν δύο φύσεσιν”
Το τέταρτο σημείο που διαφοροποιεί την χριστολογία των Ορθοδόξων και
των Μονοφυσιτών είναι οι φράσεις “εκ δύο φύσεων” και “εν δύο
φύσεσιν”.
Οι Πατέρες της Εκλησίας, όπως το διατύπωσαν και συνοδικώς,
εκφράζουν την αλήθεια ότι στον Χριστό υπάρχουν δύο φύσεις που
ενώθηκαν στην υπόσταση του Λόγου, ότι η ένωση έγινε “εκ δύο φύσεων” ,
αλλά συγχρόνως ο Χριστός ενεργεί “εν δύο φύσεσιν”, αφού δεν
καταργούνται ούτε συμφύρονται τα ιδιώματα κάθε φύσεως μετά την
ένωση. Και ακόμη κάθε φύση ενεργεί στην υπόσταση του Λόγου “μετά
της θατέρου κοινωνίας”.
Οι Μονοφυσίτες δεν μπορούν να αποδεχθούν αυτήν την ορθόδοξη
διδασκαλία και πιστεύουν ότι καίτοι ο Χριστός αποτελέσθηκε από δύο
φύσεις –θεία και ανθρώπινη– εν τούτοις μετά την ένωση υπάρχει μία
φύση στον Χριστό. Αυτό ανατρέπει ολόκληρο το Χριστολογικό δόγμα. Η
άποψη μερικών Μονοφυσιτών ότι, παρά την ενιαία φύση, δεν αναιρείται η
ανθρώπινη φύση μετά την ένωση, δεν μπορεί να γίνη αποδεκτή, διότι
οδηγεί κατ' ευθείαν στον Νεστοριανισμό.
Σε αυτές τις βασικές τέσσερεις φράσεις φαίνεται η διαφορά της
Χριστολογίας μεταξύ Ορθόδοξης Εκλησίας και Μονοφυσιτών. Επειδή οι
Μονοφυσίτες δεν μπορούν να παρακάμψουν τις ερμηνείες στις φράσεις
αυτές –κλειδιά- γι’ αυτό και δεν επιτυγχάνεται η ένωση μεταξύ της
Ορθοδόξου Εκλησίας και Μονοφυσιτών και γι’ αυτό δεν μπορούμε να
κάνουμε λόγο για το ότι συμφώνησαν οι Ορθόδοξοι με τους Μονοφυσίτες,
κατά τον διάλογο, πάνω στο Χριστολογικό δόγμα.3
3. Εμπειρική δογματική
Βέβαια κάποιος που διαβάζει τέτοια κείμενα που αναλύουν τα δόγματα
της Εκλησίας μπορεί να θεωρήση ότι οι Πατέρες της Εκλησίας
φιλοσοφούσαν, όπως έκαναν και οι θεολόγοι των Μονοφυσιτών και γι'
αυτό πρέπει να παρακάμπονται αυτές οι φιλοσοφικές αναλύσεις για να
αποκτήσουμε κοινωνία μεταξύ μας.
Η άποψη αυτή δεν ευσταθεί. Οι Πατέρες της Εκλησίας, όταν
οριοθέτησαν το ορθόδοξο δόγμα, και στην προκειμένη περίπτωση το
Χριστολογικό, δεν το έκαναν για να αναπτύξουν την φιλοσοφία. Εκτός
από την αποδοχή της μαρτυρίας των Προφητών και των Αποστόλων
είχαν και δική τους αποκαλυπτική πείρα. Με την αποκαλυπτική εμπειρία,
κατά την θεοπτία των τριών Φώτων της Αγίας Τριάδος, είχαν εμπειρία ότι
το Δεύτερο Πρόσωπο της Αγίας Τριάδος ενηνθρώπησε και επομένως και
αυτή η τεθεωθείσα ανθρώπινη φύση στον Χριστό έγινε πηγή της ακτίστου
Χάριτος και ενεργείας του Θεού. Έβλεπαν το ένα Φώς που ήταν πηγή των
άλλων Τριών Φώτων και ήταν άσαρκο (Πατέρας), έβλεπαν ένα άλλο Φώς,
που προερχόταν από το Πρώτο, αλλά ήταν σεσαρκωμένο (Χριστός) και
έβλεπαν ένα άλλο Φώς που προερχόταν από το Πρώτο, αλλά δεν ήταν
σεσαρκωμένο (Άγιον Πνεύμα).
Έπειτα, όταν κοινωνούσαν του Σώματος και του Αίματος του Χριστού,
κατά την θεία Ευχαριστία, ευρισκόμενοι οι ίδιοι σε κατάσταση εμπειρίας,
αισθάνονταν πνευματικά το τεθεωμένο Σώμα του Χριστού δια του οποίου
ενεργούσε η άκτιστος ενέργεια του Θεού, οπότε αντιλαμβάνονταν ότι δεν
ήταν ένας κοινός άρτος, αφού αλλοίωνε και μεταμόρφωνε την όλη
ύπαρξή τους.
Το ίδιο αισθάνονταν, όταν πρόφεραν με κατάνυξη το όνομα του Χριστού,
του ενανθρωπήσαντος Υιού και Λόγου του Θεού.
Και στις τρεις αυτές περιπτώσεις (θεοπτία, θεία Κοινωνία, νοερά
προσευχή) βίωναν ενυπόστατο άκτιστο φως και ενυπόστατη θεία
ενέργεια, γι' αυτό και είχαν προσωπική πείρα του Τριαδικού Θεού και της
ενεργείας Του.
Αυτήν την εμπειρία που είχαν οι άγιοι Πατέρες, την εξέφρασαν με τους
όρους που χρησιμοποιούσαν την εποχή εκείνη για να ανατρέψουν τις
αιρέσεις των στοχαστών θεολόγων που δεν είχαν προσωπική
αποκαλυπτική εμπειρία. Αυτή είναι η διαφορά μεταξύ των αγίων
Πατέρων και των αιρετικών.4
4. Τρία κείμενα
Τα θέματα αυτά που παρουσίασα με συνοπτικό και απλό τρόπο είναι
σοβαρά και βεβαίως απαιτείται μελέτη σε βάθος. Υπάρχουν τρία βασικά
κείμενα τα οποία χρήζουν βαθυτέρας μελέτης από όσους ενδιαφέρονται
περισσότερο. Το ένα είναι τα “δώδεκα κεφάλαια” του αγίου Κυρίλλου
Αλεξανδρείας, που ευρίσκονται στην Γ΄ επιστολή του αγίου αυτού Πατρός
προς τον Νεστόριο, το δεύτερο είναι οι “διαλλαγές” του Ιωάνου που
ανευρίσκονται στην επιστολή του αγίου Κυρίλλου προς τον Ιωάνη
Αντιοχείας, και το τρίτο είναι ο “Τόμος” του Πάπα Ρώμης Λέοντος.
Υπάρχει μια θεολογική ενότητα μεταξύ των τριών αυτών κειμένων,
δηλαδή το ένα δεν αναιρεί τα άλλα, αφού και τα τρία αυτά κείμενα
εγράφησαν με διαφορετική αφορμή. Το γεγονός είναι ότι και τα τρία αυτά
κείμενα συνδέονται στενά με τον όρο της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου και
τους όρους των μετέπειτα Συνόδων ήτοι της Ε΄ και της ΣΤ΄ Οικουμενικής
Συνόδου.
Το συμπέρασμα είναι ότι δεν μπορεί να υποστηριχθή από ορθοδόξου
πλευράς ότι επετεύχθη συμφωνία μεταξύ Ορθοδόξων και
Αντιχαλκηδονίων στην Χριστολογία, και ότι η διαφωνία υπάρχει μόνον
ως προς την αναγνώριση των Οικουμενικών Συνόδων. Κάτι τέτοιο είναι
αντιφατικό. Πώς επήλθε συμφωνία στο Χριστολογικό δόγμα, όταν δεν
γίνονται αποδεκτές οι Οικουμενικές Σύνοδοι που το καθόρισαν;
Επίσης, ο ορθότερος χαρακτηρισμός των ανθρώπων αυτών δεν είναι
απλώς Αντιχαλκηδόνιοι ή Προχαλκηδόνιοι, αλλά Μονοφυσίτες, αφού
δέχονται την άποψη ότι ο Χριστός αποτελέσθηκε “εκ δύο φύσεων”, αλλά
δεν παραδέχονται συγχρόνως και την ορθόδοξη διδασκαλία ότι ο Χριστός
ενεργεί και “εν δύο φύσεσιν” “εν μια υποστάσει”.–
υιοθετήθηκε άπό τη Μικτή Επιτροπή του θεολογικού Διαλόγου μεταξύ
των Ορθοδόξων καί Ανατολικών Όρθοδόξων Εκλησιών κατά την
ιστορική συνάντησι στή Μονή αγίου Παϊσίου, από 20ης μέχρι 24ης Ιουνίου
1989, αποτελεί τήν βάση της Β' Κοινής Δηλώσεως περί των ακολούθων
θέσεων της κοινής πίστεως και ερμηνείας καί γιά τις διαδικασίες πού
πρέπει νά αναληφθούν γιά τήν πλήρη κοινωνία τών δύο οίκογενειων
Εκλησιών εν Χριστώ τω Κυρίω ημών, ό όποιος προσευχήθηκε ίνα ώσι
έν.'.
1. Οι δύο οικογένειες συμφωνούν στην καταδίκη της Εύτυχιανικής
αιρέσεως. Οί δύο οικογένειες ομολογούν ότι ο Λόγος, το δεύτερον
πρόσωπον της Αγίας Τριάδος, ο μονογενής παρά του Πατρός πρό τών
αιώνων καί ομούσιος μέ Αυτόν ένσαρκώθη καί εγενήθη έκ της
Παρθένου Μαρίας της Θεοτόκου. Κατά πάντα ομούσιος μέ ημάς, τέλειος
άνθρωπος μέ ψυχή, σώμα και νούν· έσταυρώθη, άπέθανε,ενέταφιάσθη
καί ανέστη έκ νεκρών τήν τρίτην ημέραν και ανελήφθη στον επουράνιο
Πατέρα, όπου κάθεται εκ δεξιών του Πατρός ως κύριος πάσης Κτίσεως.
Κατά τήν Πεντηκοστή δια της ελεύσεως του αγίου Πνεύματος έφανέρωσε
τήν Εκλησία ώς το Σώμα Του. Προσδοκώμεν την έλευσίν Του πάλιν είς
την πληρότητα της δόξης Του σύμφωνα μέ τίς Γραφές.
2. Οί δύο οικογένειες καταδικάζουν τήν Νεστοριανικήν αίρεσι καί τον
κρυπτονεστοριανισμόν του θεοδωρήτου Κύρου. Συμφωνούν ότι δέν άρκεί
απλώς νά ομολογήσουμε οτι ό Χριστός είναι ομούσιος καί μέ τόν Πατέρα
καί μέ ημάς, κατά φύσιν θεός καί κατά φύσιν άνθρωπος. Είναι αναγκαίο
νά βεβαιώσουμε καί ότι ό Λόγος, ό οποίος είναι κατά φύσιν θεός, έγινε
κατά φύσιν άνθρωπος δια της ένσαρκώσεώς Του όταν ήλθε τό πλήρωμα
του χρόνου.
3. Οί δύο οικογένειες συμφωνούν ότι ή ύπόστασις του Λόγου έγινε
σύνθετος δια της ενώσεως της θείας άκτιστης φύσεως Αυτού καί της
φυσικής αυτής θελήσεως καί ενεργείας (τήν οποίαν έχει κοινήν μέ τόν
Πατέρα καί τό άγιον Πνεύμα), μετά της κτιστής ανθρωπινής φύσεως τήν
οποίαν προσέλαβε καί ώκειοποίησε κατά τήν ένανθρώπησιν, μαζί μέ τήν
φυσικήν της θέλησι και ενέργεια.
4. Οί δύο οικογένειες συμφωνούν οτι οί φύσεις ενώθηκαν ύποστατικώς καί
φυσικώς μετά των ιδίων ενεργειών και θελήσεων αυτών άσυγχύτως,
άτρέπτως, αδιαιρέτως, άχωρίστως και ότι διακρίνονται "τη θεωρία μόνη".
5. Οί δύο οικογένειες συμφωνούν ότι ό θέλων καί ενεργών είναι πάντοτε ή
μία 'Υπόστασις του Λόγου σεσαρκωμένη.
6. Οί δύο οικογένειες συμφωνούν είς τήν άπόριψιν τών ερμηνειών τών
Συνόδων πού δέν συμφωνούν πλήρως με τον όρον της Τρίτης
Οικουμενικής Συνόδου καί τήν επιστολή (43) τού Κυρίλλου Αλεξανδρείας
προς τόν 'Ιωάνην Αντιοχείας.
7. Οί "Ορθόδοξοι συμφωνούν οτι οί Ανατολικοί "Ορθόδοξοι θά συνεχίσουν
νά χρησιμοποιούν τήν Παραδοσιακήν Κυρίλλειον ορολογία "μία φύσις του
θεού Λόγου σεσαρκωμένη" έφ' όσον δι αυτής ενούν τήν διπλήν
όμουσιότητα τού Λόγου, τήν οποίαν ήρνείτο ό Ευτυχής. Οί "Ανατολικοί
"Ορθόδοξοι συμφωνούν οτι οί Ορθόδοξοι δικαίως χρησιμοποιούν τήν
διατύπωσιν δύο φύσεις, αφού δέχονται τήν διάκρισιν "τή θεωρία μόνη".
Τήν όρθήν ένοιαν τής τοιαύτης χρήσεως εκθέτει ό άγιος Κύριλλος εις την
προς τον Ιωάνην "Αντιοχείας "Επιστολήν του καί είς τάς έπιστολάς προς
τόν "Ακάκιον Μελιτινής (ΡG 7, 184-201), τόν Εύλόγιον (ΡG 7, 24 - 28)
καί τόν Σούκενσον (ΡG 7, 28 - 249).
8. Οί δύο οικογένειες αποδέχονται τίς τρείς πρώτες Οικουμενικές
Συνόδους, οί οποίες αποτελούν τήν κοινήν μας κληρονομιά. Σχετικά μέ
τίς τέσσερες μεταγενέστερες Συνόδους τής Ορθοδόξου Εκλησίας, οί
Ορθόδοξοι δηλώνουν ότι δι" αυτούς τά ανωτέρω σημεία 1 - 7 είναι οί
διδασκαλίες καί τών μεταγενεστέρων τεσσάρων Συνόδων τής τής
Ορθοδόξου Εκλησίας. Καί οί Ανατολικοί Ορθόδοξοι θεωρούν τήν
δήλωσιν αυτήν ως ερμηνεία των Ορθοδόξων. Μέ τήν άλληλοκατανόησιν
αυτήν οί Ανατολικοί Ορθόδοξοι ανταποκρίνονται είς τήν αυτήν θετικώς.
Σχετικά μέ τήν διδασκαλία τής Ζ' Οικουμενικής Συνόδου τής Ορθοδόξου
Εκλησίας οί Ανατολικοί Ορθόδοξοι συμφωνούν ότι η θεολογία καί ή
πράξις τής προσκυνήσεως των Εικόνων που έθέσπισε ή Σύνοδος είναι σέ
βασική συμφωνία προς τήν διδασκαλία καί πράξι τών Ανατολικών
Όρθοδόξων, πολύ πρό της συγκλήσεως τής Συνόδου, καί ότι έπ αυτού δέν
διαφωνούμεν.
9. 'Υπό τό φώς τής ημετέρας Κοινής Δηλώσεως έπί τής Χριστολογίας ώς
καί έπί τών ανωτέρω κοινών θέσεων έχομεν τώρα κατανοήσει σαφώς ότι
καί οί δύο οικογένειες διετήρησαν πάντοτε πιστώς τήν αυτήν αυθεντική
Ορθόδοξη Χριστολογική πίστι καί τήν αδιάκοπη συνέχεια τής
Αποστολικής Παραδόσεως, άν καί μπορεί κάποτε νά έχρησιμοποίησαν
χριστολογικούς όρους μέ διαφόρους τρόπους. Ακριβώς αυτή ή κοινή πίστις
καί συνεχής πιστότης προς τήν αποστολική παράδοσι πρέπει νά γίνη ή
βάσις τής ένότητός μας καί κοινωνίας.
10. Οί δύο οικογένειες συμφωνούν ότι όλοι οί άναθεματισμοί καί
καταδίκες άπό τό παρελθόν πού σήμερα μάς διαιρούν πρέπει νά αρθούν
άπό τήν Εκλησία γιά να φύγη μέ τήν χάρι και την δύναμι του θεού τό
τελευταίο εμπόδιο γιά τήν πλήρη ένωσι και κοινωνία. Οί δύο οικογένειες
συμφωνούν καί τών καταδικών θά πραγματοποιηθή μέ βάσι τήν
συμφωνία ότι οί Σύνοδοι καί οί Πατέρες, οί όποιοι άναθεματίσθηκαν και
καταδικάσθηκαν στό παρελθόν δεν είναι αιρετικοί.
Ώς έκ τούτου συνιστούμε στις Εκλησίες τά εξής πρακτικά βήματα.
Α. Οί Ορθόδοξοι πρέπει νά άρουν όλους τους άναθεματισμούς καί
καταδίκες πού υπάρχουν κατά πασών των Ανατολικών Ορθοδόξων
Συνόδων καί Πατέρων, τους οποίους έχουν αναθεματίσει η καταδικάσει
στο παρελθόν.
Β. Οί "Ανατολικοί Ορθόδοξοι πρέπει συγχρόνως νά άρουν όλα τά
αναθέματα καί τίς καταδίκες κατά πασών τών Όρθοδόξων Συνόδων και
Πατέρων, τους οποίους έχουν αναθεματίσει η καταδικάσει στό παρελθόν.
Γ. Ό τρόπος μέ τόν όποιον θά αρθούν οί άναθεματισμοί πρέπει
ν'άποφασισθή χωριστά από τήν κάθε μιά Εκλησία.
Προσβλέποντες στή δύναμι τού αγίου Πνεύματος, του Πνεύματος τής
αληθείας, ένότητος καί αγάπης, υποβάλουμε την Κοινή Δήλωσι καί
Προτάσεις, στίς σεβάσμιες Εκλησίες γιά ένημέρωσι καί ενέργεια.
Προσευχόμεθα όπως αυτό τό Πνεύμα μας οδηγήσει στην ενότητα γιά τήν
οποία ό Κύριος προσευχήθηκε καί προσεύχεται.
Υπογραφές
στην Β' Κοινή Δήλωσι καί Προτάσεις στίς Εκλησίες
Σαμπεζύ, 28 Σεπτεμβρίου 190
(Ακολουθούν οι υπογραφές των συμμετεχόντων)
Ή πιό πάνω "Κοινή Δήλωσις" η "Κοινή Όμολογία Όρθοδόξου πίστεως",
πού υπεγράφη άπό τους οικουμενιστές "Ορθοδόξους" καί τους
Μονοφυσίτες, δέν είναι τίποτε άλλο άπό συμφωνία Ενώσεώς τους.
Τί λένε;
Λένε, ότι ολοκληρώθηκε ό μεταξύ τους θεολογικός Διάλογος.
"Οτι έληξαν οί μεταξύ τους συζητήσεις. Καί ότι κατέληξαν σέ πλήρη
συμφωνία σ' όλα τά ζητήματα καί σέ κοινές διαπιστώσεις. κι οι
διαπιστώσεις αυτές είναι οι ακόλουθες:
α) "Οτι πάντοτε στό παρελθόν μέχρι σήμερα είχαν τήν ίδια πίστι.
β) "Οτι οί Μονοφυσίτες θά εξακολουθούν νά χρησιμοποιούν τήν ορολογία
"μία φύσις του θεού Λόγου σεσαρκωμένη".
γ) "Οτι οί Μονοφυσίτες θά εξακολουθούν ν' αναγνωρίζουν τρείς
Οικουμενικές Συνόδους.
δ) "Οτι οί "Ορθόδοξοι" θά άρουν τ' αναθέματα καί τίς καταδίκες εναντίον
των αιρετικών Συνόδων των Μονοφυσιτών, ώς καί εναντίον των
αιρετικών αρχηγών τους, όπως είναι ό Διόσκουρος, ό Σεβήρος, ό Τιμόθεος
Αίλουρος κ.ά., τους οποίους αυτοί τιμούν ώς αγίους καί Πατέρες της
"εκλησίας" τους!
"Ηδη, άπό τό 1964, πού άρχισε ανεπίσημα ό μεταξύ τους "θεολογικός
Διάλογος" στην πόλι Άάρχους της Δανίας, στό περιθώριο της 'Έπιτροπής
"Πίστις καί Τάξις",του λεγομένου Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκλησιών",
χαράχθηκε η ακολουθητέα 'γραμμή' γιά τήν ένωσι, σύμφωνα μέ τίς
κατευθύνσεις του οικουμενισμού. Σέ "κοινή "Εκθεσι", πού συνετάγη στην
πρώτη αυτή ανεπίσημη σύσκεψι τών οίκουμενιστών "Όρθοδόξων" καί
Μονοφυσιτών, έλέγοντο τά εξής:
"Έν τη ουσία του Χριστολογικού Δόγματος εύρομεν εαυτούς έν πλήρει
συμφωνία. Διά μέσου της διαφόρου ορολογίας, της χρησιμοποιουμένης ύφ'
εκάστης πλευράς είδομεν εκφραζομένην τήν άλήθειαν.. Διεπιστώσαμεν
την ανάγκην όπως πορευθώμεν ομού προς τά εμπρός". Μέ τά δεδομένα της συσκέψεως του Όρχους, κατά τά οποία οί
Μονοφυσίτες "έχουν τήν αυτήν πίστιν" μέ εμάς τους Ορθοδόξους άρχισε
επίσημα ό "θεολογικός Διάλογος" τό 1985 γιά τήν ένωσι. Δέν είναι, λοιπόν,
καθόλου παράδοξο τό ότι οι οικουμενιστές "Όρθόδοξοι" άπεδέχθησαν γιά
τους αίρετικούς Μονοφυσίτες τήν ονομασία "Ανατολικοί Όρθόδοξοι" καί
γιά τίς "Εκλησίες" τους τήν ονομασία Ανατολικές Όρθόδοξες Εκλησίες"!
Καί φθάνουμε στην τελευταία συνάντησι στίς 28 Σεπτεμβρίου 190 στό
Σαμπεζύ της Γενεύης, πού υπεγράφη ή "Κοινή δήλωσις" ή "Κοινή
ομολογία Όρθοδόξου πίστεως , κατά την 'Έκλ. Αλήθεια". Σ' αυτή, στην
παράγραφο 9 γράφουν:
"'Υπό τό φως της ημετέρας Κοινής Δηλώσεως επί της Χριστολογίας ώς καί
επί τών ανωτέρω κοινών θέσεων έχομεν τώρα κατανοήσει σαφώς ότι καί οί
δύο οικογένειες διετήρησαν πάντοτε πιστώς τήν αυτήν αυθεντική
'Ορθόδοξη χριστολογική πίστι καί τήν αδιάκοπη συνέχεια της αποστολικής
παραδόσεως, άν καί μπορεί κάποτε να έχρησιμοποίησαν Χριστολογικούς
όρους μέ διαφόρους τρόπους. Ακριβώς αύτη ή κοινή πίστις καί συνεχής
πιστότης προς τήν αποστολική παράδοσι πρέπει νά γίνη βάσις της ενότητος
και κοινωνίας' !
O ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΜΕ ΤΟΥΣ ΜΟΝΟΦΥΣΙΤΕΣ
Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου
Στην Ιεραρχία του Οκτωβρίου 204 σε σχετική εισήγηση για τους
διαλόγους της Ορθόδοξης Εκλησίας με τις διάφορες Ομολογίες
υποστηρίχθηκε η άποψη ότι στον διάλογο της Εκκλησίας με τους
χαρακτηριζόμενους ως Αντιχαλκηδονίους (Μονοφυσίτες) επιτεύχθηκε
συμφωνία στο Χριστολογικό δόγμα, αλλά υπάρχει διαφωνία, διότι οι
Μονοφυσίτες αρνήθηκαν να δεχθούν τις μετά την Γ΄ Οικουμενικές
Συνόδους, ιδιαιτέρως την Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο της Χαλκηδόνος.
Το απλό όμως ερώτημα είναι: Πώς είναι δυνατόν να θεωρηθή ότι επήλθε
συμφωνία στο Χριστολογικό δόγμα, όταν οι λεγόμενοι Αντιχαλκηδόνιοι
δεν παραδέχονται τις Οικουμενικές εκείνες Συνόδους (Δ΄, Ε΄, ΣΤ΄) που
οριοθέτησαν την ορθόδοξη διδασκαλία στο Χριστολογικό δόγμα, δηλαδή
στο δόγμα που αφορά τον τρόπο ενώσεως των δύο φύσεων στον Χριστό;
Θα ήθελα στην συνέχεια να παρουσιάσω με απλό –όσον είναι δυνατόν– και σύντομο τρόπο μερικά ενδιαφέροντα σημεία.
1. Η θεωρία του Νεοχαλκηδονισμού
Η άποψη ότι υπάρχει ταύτιση στο Χριστολογικό δόγμα, καίτοι δεν
γίνονται αποδεκτές οι μετά την Γ΄ Οικουμενικές Σύνοδοι από τους
Μονοφυσίτες, δείχνει ότι: ή οι Πατέρες των Οικουμενικών Συνόδων δεν
αντελήφθησαν τα θέματα αυτά ή ότι ισχύει η παράδοξη θεωρία των
ξένων, αλλά και μερικών δικών μας θεολόγων, περί του
νεοχαλκηδονισμού, ότι δηλαδή υπάρχει μια εξέλιξη στις αποφάσεις των
Οικουμενικών Συνόδων. Σύμφωνα με την θεωρία αυτή η Γ΄ Οικουμενική
Σύνοδος που στηρίχθηκε στον άγιο Κύριλλο Αλεξανδρείας είναι μια
μονοφυσιτίζουσα Σύνοδος, η Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος που στηρίχθηκε στο
Τόμο του Πάπα Λέοντος διόρθωσε την Γ΄ Οικουμενική Σύνοδο και η Ε΄
Οικουμενική Σύνοδος επανήλθε στις αποφάσεις της Γ΄ Οικουμενικής
Συνόδου.
Η παραδοχή όμως μιας τέτοιας θεώρησης των πραγμάτων ανατρέπει τα
θεμέλια της Εκλησίας και υπονομεύει το “πνεύμα” και την υποδομή των
Οικουμενικών Συνόδων. Παρουσιάζει δε τους Πατέρας της Εκλησίας ως
στοχαζομένους και όχι ως ενεργουμένους από το Άγιον Πνεύμα και την
δική τους εν πνεύματι εμπειρία της αποκαλυπτικής αληθείας. Οι Πατέρες
όμως των Οικουμενικών Συνόδων, κατά τον λόγο του αγίου Γρηγορίου
του Θεολόγου εργάσθηκαν αλιευτικώς (όπως οι άγιοι Απόστολοι) και όχι
αριστοτελικώς (δηλαδή οι φιλόσοφοι) ήταν, κατά τον άγιο Γρηγόριο τον
Παλαμά, “πάσχοντες τα θεία και ου διανούμενοι”.
Επομένως, η μη παραδοχή από τους λεγομένους Αντιχαλκηδονίους των
αποφάσεων των Δ΄, Ε΄, και ΣΤ΄ Οικουμενικών Συνόδων, αλλά και η
θεωρία μερικών ορθοδόξων θεολόγων περί νεοχαλκηδονισμού, στην
ουσία έχουν κοινό παρονομαστή και δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτές
από την Ορθόδοξη Εκλησία.
Ακριβώς για τον λόγο αυτό δεν μπορούμε, από ορθοδόξου πλευράς, να
κάνουμε λόγο για Αντιχαλκηδονίους ή Προχαλκηδονίους, αλλά για
Μονοφυσίτας, αφού οι ονομαζόμενοι Αντιχαλκηδόνιοι πιστεύουν ότι ναι
μεν η ένωση στον Χριστό έγινε από δύο φύσεις, αλλά μετά την ένωση
υπάρχει μία φύση στον Χριστό. Μερικοί λεγόμενοι Αντιχαλκηδόνιοι
υποστηρίζουν ότι καίτοι υπάρχει μία φύση στον Χριστό μετά την ένωση,
εν τούτοις όμως δεν αναιρέθηκε η ανθρώπινη φύση. Και αυτή η άποψη
είναι παράδοξη. Πώς είναι δυνατόν να υπάρχη μία φύση στον Χριστό
μετά την ένωση, “μή αναιρουμένης της ανθρωπίνης φύσεως” και πώς
υφίσταται αυτή η ανθρώπινη φύση μόνη της, χωρίς να μη θεωρήται αυτό
νεστοριανισμός, τον οποίο οι Αντιχαλκηδόνιοι θέλουν να πολεμούν;
Αυτός είναι ο λόγος που με κάνει να τους ονομάζω Μονοφυσίτες και όχι
Αντιχαλκηδονίους ή Προχαλκηδονίους.
2. Οι βασικές Χριστολογικές διαφορές
Το ότι όμως δεν ευσταθεί η άποψη ότι συμφώνησαν οι Ορθόδοξοι με τους
Μονοφυσίτες στο Χριστολογικό δόγμα φαίνεται από την διαφορά
ερμηνείας σε μερικές χαρακτηριστικές χριστολογικές φράσεις, που
αποτελούν τον πυρήνα της διαφοράς.
Στα όσα θα γράψω στην συνέχεια θα γίνη προσπάθεια να
παρουσιασθούν απλοποιημένα –όσο μπορεί να γίνη αυτό– τα σημεία
αυτά. Και λέγω όσο μπορεί να γίνη αυτό, γιατί τα δογματικά θέματα δεν
απλοποιούνται πολύ.
α) “Μία φύσις του Λόγου σεσαρκωμένη”
Η πρώτη φράση στην οποία φαίνεται η Χριστολογική διαφορά μεταξύ των
αγίων Πατέρων και των Μονοφυσιτών είναι η φράση του αγίου Κυρίλλου
Αλεξανδρείας: “μία φύσις του Λόγου σεσαρκωμένη”. Οι όροι φύση και υπόσταση στην θύραθεν φιλοσοφία ταυτίζονταν
ενοιολογικά, άλλωστε ο όρος φύση προέρχεται από το ρήμα πεφυκέναι
και ο όρος υπόσταση προέρχεται από το ρήμα υφεστάναι και δηλώνει την
ύπαρξη. Με αυτήν την ένοια, δηλαδή της υπάρξεως, τους
χρησιμοποιούσαν οι Αλεξανδρινοί Πατέρες. Οι Καππαδόκες, όμως,
Πατέρες διεχώρισαν την φύση από την υπόσταση και ταύτισαν την φύση
με την ουσία, και την υπόσταση με το πρόσωπο. Έτσι καθόρισαν την
έκφραση “δύο φύσεις, έν πρόσωπον” στον Χριστό.
Πολλοί θεολόγοι παρετήρησαν ότι σε κείμενα του αγίου Κυρίλλου
εναλλάσσονται οι όροι “φύσις” και “υπόστασις” και ότι άλλοτε
χρησιμοποιείται ο όρος “φύσις” αντί του όρου “υπόστασις” και άλλοτε
χρησιμοποιείται ο όρος “υπόστασις” αντί του όρου “φύσις”. Σε επιστολή
του προς τον Θεοδώρητο γράφει: “Η φύσις του Λόγου ήγουν η υπόστασις,
ό εστιν αυτός ο Λόγος”. Εδώ φαίνεται ότι συνδέεται η φύση με την
υπόσταση και με αυτήν την ένοια φαίνεται ότι χρησιμοποιούσε και την
φράση “μία φύσις του Λόγου σεσαρκωμένη”. Δεν μιλούσε όμως ποτέ για
μία ουσία σεσαρκωμένη. Επομένως, όπως υποστηρίζεται, χρησιμοποιούσε
την φράση “μία φύσις του Λόγου σεσαρκωμένη” με την ένοια της μιας
υποστάσεως του Λόγου σεσαρκωμένης, όπως το λέγει στην τρίτη
επιστολή του προς Νεστόριο “υποστάσει μια τη του Λόγου
σεσαρκωμένη”, προκειμένου να αντιμετωπίση την αίρεση του
Νεστοριανισμού που υποστήριζε την άποψη ότι στον Χριστό υπάρχει
ένωση των δύο φύσεων-υποστάσεων και ότι μια τέτοια ένωση απετέλεσε
το ένα πρόσωπο της οικονομίας. Οπότε με αυτήν την ένοια
χρησιμοποιείται καταχρηστικώς η εναλλαγή φύσεως και υποστάσεως για
να αντιμετωπισθή ο Νεστοριανισμός. Άλλωστε η υπόσταση του Θεού
Λόγου έγινε υπόσταση και της ανθρωπίνης φύσεως, αφού η ανθρώπινη
φύση στον Χριστό δεν είναι ανυπόστατη ούτε αυθυπόστατη, αλλά είναι
ενωμένη με την θεία φύση στην υπόσταση του Λόγου και γι' αυτό και
ονομάζεται και ενυπόστατη.
Βέβαια, η εναλλαγή αυτή των όρων φύσεως και υποστάσεως από τον άγιο
Κύριλλο σε μερικά χωρία δεν σημαίνει ότι ταυτίζει ενοιολογικά τους
όρους φύση και υπόσταση, όπως έκανε ο Σεβήρος, αλλά χρησιμοποιεί
τους όρους “καταχρηστικώς”, χωρίς να ταυτίζη την φύση με την
υπόσταση ως ένοιες και ως “πράγματα”, αλλά τις θεωρούσε ως
υπάρξεις. Μάλιστα υπάρχουν μαρτυρίες σύμφωνα με τις οποίες ο άγιος
Κύριλλος θεωρούσε ότι άλλο είναι η φύση και άλλο η υπόσταση, όπως
επίσης υπάρχουν άλλα χωρία του αγίου Κυρίλλου, στα οποία γίνεται
λόγος για δύο φύσεις στον Χριστό και για την καθ' υπόσταση ένωση των
δύο φύσεων. Άλλωστε αυτό φαίνεται από το ότι στην Δ΄ Οικουμενική
Σύνοδο οι Πατέρες μελέτησαν τα “δώδεκα κεφάλαια” του αγίου Κυρίλλου
Αλεξανδρείας σε σχέση με τον Τόμο του Πάπα Λέοντος και διεπίστωσαν
την συμφωνία μεταξύ αυτών.
Οι Πατέρες της Εκλησίας, και προσωπικώς και Συνοδικώς, ερμήνευσαν
σωστά την φράση του αγίου Κυρίλλου “μία φύσις του Λόγου
σεσαρκωμένη”. Ο άγιος Ιωάνης ο Δαμασκηνός λέγει ότι δεν
διαπράτουμε σφάλμα με το να λέμε με αυτήν την φράση απόλυτα μία
υπόσταση του Θεού Λόγου, αλλά προχωρεί για να πη ότι ο άγιος
Κύριλλος με την φράση “μία φύσις του Λόγου σεσαρκωμένη” δεν δήλωνε
ούτε μόνη την υπόσταση, ούτε το κοινό των υποστάσεων, “αλλά την
κοινήν φύσιν εν τη του Λόγου υποστάσει ολικώς θεωρουμένην”, δηλαδή
την κοινή φύση της θεότητος την ενθεωρουμένη στην υπόσταση του
Λόγου. Δηλαδή, δεν παραμένει στην φράση “μία φύσις”, αλλά επιμένει
στην φράση “μία φύσις του Λόγου”, που δηλώνει την ενυπόστατη ουσία.
Επίσης, ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής θεωρεί ότι με την φράση αυτή ο
άγιος Κύριλλλος ομολογούσε περιφραστικώς τις δύο φύσεις του Χριστού,
ήτοι με την λέξη “φύσις” ενούσε την θεία φύση και με την λέξη
“σεσαρκωμένη” ενούσε την ανθρώπινη φύση.0
Επομένως, η φράση αυτή του αγίου Κυρίλλου χρησιμοποιείται και
εναντίον του Νεστοριανισμού, με την ένοια “μία φύσις - υπόστασις του
Λόγου σεσαρκωμένη”, για να αποκλεισθούν τα δύο πρόσωπα - υποστάσεις στον Χριστό, και εναντίον του Μονοφυσιτισμού, με την ένοια
της ενώσεως της κοινής φύσεως με την ανθρώπινη φύση στην υπόσταση
του Λόγου, χωρίς να συμβή κράση ή σύγχυση ή φυρμός ή τροπή, αφού
όπως γράφει σε επιστολή του προς τον Ιωάνη Αντιοχείας, “μένει γαρ ό
εστιν αεί και ουκ ηλλοίωται, ουδ' αν αλλοιωθείη πώποτε και μεταβολής
έσται δεκτική”, και στην Β΄ επιστολή του προς Νεστόριον γράφει: “είς δε
εξ αμφοίν Χριστός και Υιός, ουχ ως της των φύσεων διαφοράς
ανηρημένης δια την ένωσιν…”.
Οι Μονοφυσίτες όμως την φράση του αγίου Κυρίλλου “μία φύσις του
Λόγου σεσαρκωμένη” την ερμήνευσαν σύμφωνα με την δική τους
παράδοση, που ταυτίζει ενοιολογικά την φύση με την υπόσταση,
εντελώς διαφορετικά από την παράδοση των Καππαδοκών Πατέρων και
του αγίου Κυρίλλου. Έτσι οδηγούνται στην μία φύση και τον
Μονοφυσιτισμό. Αυτό το απέκρουε ο άγιος Κύριλλος στα κείμενά του. Ο
άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής μαρτυρεί ότι ο Σεβήρος “ταυτόν οίδεν
αλλήλαις, όρω τε και λόγω την φύσιν και την υπόστασιν” και μάλιστα
“κακούργως ταυτόν είναι λέγει τη φύσει την υπόστασιν…”, ο δε άγιος
Ιωάνης ο Δαμασκηνός τονίζει ότι “τούτό εστι το ποιούν τοις αιρετικοίς
την πλάνην, το ταυτόν λέγειν την φύσιν και την υπόστασιν”.
Το θέμα αυτό θα διασαφηνισθή ακόμη περισσότερο με τα όσα θα
γραφούν στην συνέχεια, αλλά πάντως πρέπει να υπογραμμισθή ότι
χρειάζεται μεγάλη προσοχή στην ερμηνεία του αγίου Κυρίλλου
Αλεξανδρείας.
β) “Δύο φύσεις τη θεωρία μόνη”
Η δεύτερη φράση, στην οποία φαίνεται η χριστολογική διαφοροποίηση
μεταξύ της Ορθοδόξου Εκλησίας και των Μονοφυσιτών, είναι η φράση
του αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας περί του ότι κατανοείται η φυσική
διαφορά των δύο φύσεων στον Χριστό “τή θεωρία μόνη”, δηλαδή στον
Χριστό υπάρχουν “δύο φύσεις τη θεωρία μόνη”. Ο άγιος Κύριλλος
χρησιμοποιούσε την φράση αυτή εναντίον του Νεστορίου που υπεστήριζε
την πραγματική διαίρεση των δύο φύσεων. Οι Πατέρες της Εκλησίας
ερμήνευσαν αυτήν την φράση με την ένοια ότι στον Χριστό ενώθηκαν οι
δύο φύσεις “ασυγχύτως, ατρέπτως, αδιαιρέτως, αχωρίστως”, αλλά και των
δύο φύσεων –θείας και ανθρωπίνης– υπόσταση είναι ο Λόγος, δηλαδή
χρησιμοποιήθηκε για να αποκλεισθή η διαίρεση των δύο φύσεων στον
Χριστό. Οπότε μετά την ένωση των δύο φύσεων δεν μπορούν να
υφίστανται αυτές οι φύσεις στον Χριστό ως ιδιοϋπόστατες και χωρισμένες
φύσεις, δηλαδή δεν υφίστανται χωριστά ως ιδιαίτερες υποστάσεις.
Άλλωστε και η προσληφθείσα ανθρώπινη φύση δεν ήταν πριν την
πρόσληψη αυθυπόστατη. Έτσι οι δύο φύσεις στον Χριστό, μετά την
υποστατική ένωση, δεν υπάρχουν ως ξεχωριστές, ανεξάρτητες μεταξύ
τους και αυθυπόσταστες, αφού και των δύο φύσεων υπόσταση έγινε ο
Λόγος, και με αυτό το σκεπτικό γίνεται λόγος για δύο φύσεις “τή θεωρία
μόνη”.
Οι Μονοφυσίτες όμως την φράση αυτή την ενούν με την άποψη ότι
μετά την ένωση των δύο φύσεων δεν μπορούμε να μιλούμε για δύο
φύσεις, αφού απετέλεσαν μία φύση, γι’ αυτό με την φράση “τή θεωρία
μόνη” πρέπει να θεωρήται ότι δεν υφίσταται η ανθρώπινη φύση μετά την
ένωση των δύο φύσεων στον Χριστό, αλλά μόνον θεωρητικώς και κατ'
επίνοιαν μπορούμε να μιλούμε για δύο φύσεις με ιδιαίτερες ενέργειες.
Επομένως οι Πατέρες της Εκλησίας χρησιμοποιούν την φράση “δύο
φύσεις τη θεωρία μόνη” με την ένοια ότι οι δύο φύσεις στον Χριστό δεν
διακρίνονται ανεξάρτητες μεταξύ τους, λόγω της υποστατικής ενώσεως,
ούτε είναι ιδιαίτερες υποστάσεις, ενώ οι Μονοφυσίτες την φράση αυτήν
την χρησιμοποιούν με την ένοια ότι δεν υφίσταται η ανθρώπινη φύση
στον Χριστό, μετά την ένωση.
γ) “Σύνθετος φύσις”, “σύνθετος υπόστασις”
Η τρίτη φράση στην οποία φαίνεται η διαφορά στην Χριστολογία μεταξύ
των Ορθοδόξων και των Μονοφυσιτών είναι οι εκφράσεις “σύνθετος
φύσις” και “σύνθετος υπόστασις”. Κατά την ερμηνεία των αγίων Πατέρων μπορούμε να μιλούμε,
αναφερόμενοι στον Χριστό, για “σύνθετον υπόστασιν”, ότι δηλαδή η
υπόσταση του Λόγου είναι η υπόσταση και των δύο φύσεων, ήτοι της
θείας και της ανθρωπίνης φύσεως. Αυτό σημαίνει ότι διατηρούνται τα
ιδιώματα των δύο φύσεων, αλλά και οι δύο φύσεις ενεργούν στην ενιαία
υπόσταση του Λόγου, “μετά της θατέρου κοινωνίας”. Έτσι οι δύο φύσεις
(θεία και ανθρώπινη) είναι ενωμένες μεταξύ τους στην μία σύνθετη
υπόσταση.2
Οι μονοφυσίτες δεν παραδέχονται τον όρο “σύνθετος υπόστασις” και
κάνουν λόγο για “σύνθετον φύσιν”, ότι δηλαδή μετά την ένωση των δύο
φύσεων αποτελέσθηκε μία φύση. Αυτό δεν μπορεί να γίνη παραδεκτό από
ορθοδόξου πλευράς, γιατί όπως υποστήριξαν οι Πατέρες της Εκλησίας,
ιδίως ο άγιος Ιωάνης ο Δαμασκηνός, ο όρος σύνθετος φύση σημαίνει ότι
χάνουν τα ιδιώματα οι δύο φύσεις που ενώνονται, γιατί αποτελούν μία
τρίτη ενιαία φύση, οπότε ο Χριστός δεν θα ήταν ούτε ομούσιος με τον
Πατέρα, ούτε ομούσιος με την Μητέρα. Για παράδειγμα, εάν ενώσουμε
μερικά είδη, ήτοι το νερό, το αλάτι, το λάδι κλπ. γίνεται μια καινούρια
φύση. Γι' αυτό “αδύνατόν εστιν εκ δύο φύσεων μίαν φύσιν σύνθετον
γενέσθαι”.
δ) “Εκ δύο φύσεων”, “εν δύο φύσεσιν”
Το τέταρτο σημείο που διαφοροποιεί την χριστολογία των Ορθοδόξων και
των Μονοφυσιτών είναι οι φράσεις “εκ δύο φύσεων” και “εν δύο
φύσεσιν”.
Οι Πατέρες της Εκλησίας, όπως το διατύπωσαν και συνοδικώς,
εκφράζουν την αλήθεια ότι στον Χριστό υπάρχουν δύο φύσεις που
ενώθηκαν στην υπόσταση του Λόγου, ότι η ένωση έγινε “εκ δύο φύσεων” ,
αλλά συγχρόνως ο Χριστός ενεργεί “εν δύο φύσεσιν”, αφού δεν
καταργούνται ούτε συμφύρονται τα ιδιώματα κάθε φύσεως μετά την
ένωση. Και ακόμη κάθε φύση ενεργεί στην υπόσταση του Λόγου “μετά
της θατέρου κοινωνίας”.
Οι Μονοφυσίτες δεν μπορούν να αποδεχθούν αυτήν την ορθόδοξη
διδασκαλία και πιστεύουν ότι καίτοι ο Χριστός αποτελέσθηκε από δύο
φύσεις –θεία και ανθρώπινη– εν τούτοις μετά την ένωση υπάρχει μία
φύση στον Χριστό. Αυτό ανατρέπει ολόκληρο το Χριστολογικό δόγμα. Η
άποψη μερικών Μονοφυσιτών ότι, παρά την ενιαία φύση, δεν αναιρείται η
ανθρώπινη φύση μετά την ένωση, δεν μπορεί να γίνη αποδεκτή, διότι
οδηγεί κατ' ευθείαν στον Νεστοριανισμό.
Σε αυτές τις βασικές τέσσερεις φράσεις φαίνεται η διαφορά της
Χριστολογίας μεταξύ Ορθόδοξης Εκλησίας και Μονοφυσιτών. Επειδή οι
Μονοφυσίτες δεν μπορούν να παρακάμψουν τις ερμηνείες στις φράσεις
αυτές –κλειδιά- γι’ αυτό και δεν επιτυγχάνεται η ένωση μεταξύ της
Ορθοδόξου Εκλησίας και Μονοφυσιτών και γι’ αυτό δεν μπορούμε να
κάνουμε λόγο για το ότι συμφώνησαν οι Ορθόδοξοι με τους Μονοφυσίτες,
κατά τον διάλογο, πάνω στο Χριστολογικό δόγμα.3
3. Εμπειρική δογματική
Βέβαια κάποιος που διαβάζει τέτοια κείμενα που αναλύουν τα δόγματα
της Εκλησίας μπορεί να θεωρήση ότι οι Πατέρες της Εκλησίας
φιλοσοφούσαν, όπως έκαναν και οι θεολόγοι των Μονοφυσιτών και γι'
αυτό πρέπει να παρακάμπονται αυτές οι φιλοσοφικές αναλύσεις για να
αποκτήσουμε κοινωνία μεταξύ μας.
Η άποψη αυτή δεν ευσταθεί. Οι Πατέρες της Εκλησίας, όταν
οριοθέτησαν το ορθόδοξο δόγμα, και στην προκειμένη περίπτωση το
Χριστολογικό, δεν το έκαναν για να αναπτύξουν την φιλοσοφία. Εκτός
από την αποδοχή της μαρτυρίας των Προφητών και των Αποστόλων
είχαν και δική τους αποκαλυπτική πείρα. Με την αποκαλυπτική εμπειρία,
κατά την θεοπτία των τριών Φώτων της Αγίας Τριάδος, είχαν εμπειρία ότι
το Δεύτερο Πρόσωπο της Αγίας Τριάδος ενηνθρώπησε και επομένως και
αυτή η τεθεωθείσα ανθρώπινη φύση στον Χριστό έγινε πηγή της ακτίστου
Χάριτος και ενεργείας του Θεού. Έβλεπαν το ένα Φώς που ήταν πηγή των
άλλων Τριών Φώτων και ήταν άσαρκο (Πατέρας), έβλεπαν ένα άλλο Φώς,
που προερχόταν από το Πρώτο, αλλά ήταν σεσαρκωμένο (Χριστός) και
έβλεπαν ένα άλλο Φώς που προερχόταν από το Πρώτο, αλλά δεν ήταν
σεσαρκωμένο (Άγιον Πνεύμα).
Έπειτα, όταν κοινωνούσαν του Σώματος και του Αίματος του Χριστού,
κατά την θεία Ευχαριστία, ευρισκόμενοι οι ίδιοι σε κατάσταση εμπειρίας,
αισθάνονταν πνευματικά το τεθεωμένο Σώμα του Χριστού δια του οποίου
ενεργούσε η άκτιστος ενέργεια του Θεού, οπότε αντιλαμβάνονταν ότι δεν
ήταν ένας κοινός άρτος, αφού αλλοίωνε και μεταμόρφωνε την όλη
ύπαρξή τους.
Το ίδιο αισθάνονταν, όταν πρόφεραν με κατάνυξη το όνομα του Χριστού,
του ενανθρωπήσαντος Υιού και Λόγου του Θεού.
Και στις τρεις αυτές περιπτώσεις (θεοπτία, θεία Κοινωνία, νοερά
προσευχή) βίωναν ενυπόστατο άκτιστο φως και ενυπόστατη θεία
ενέργεια, γι' αυτό και είχαν προσωπική πείρα του Τριαδικού Θεού και της
ενεργείας Του.
Αυτήν την εμπειρία που είχαν οι άγιοι Πατέρες, την εξέφρασαν με τους
όρους που χρησιμοποιούσαν την εποχή εκείνη για να ανατρέψουν τις
αιρέσεις των στοχαστών θεολόγων που δεν είχαν προσωπική
αποκαλυπτική εμπειρία. Αυτή είναι η διαφορά μεταξύ των αγίων
Πατέρων και των αιρετικών.4
4. Τρία κείμενα
Τα θέματα αυτά που παρουσίασα με συνοπτικό και απλό τρόπο είναι
σοβαρά και βεβαίως απαιτείται μελέτη σε βάθος. Υπάρχουν τρία βασικά
κείμενα τα οποία χρήζουν βαθυτέρας μελέτης από όσους ενδιαφέρονται
περισσότερο. Το ένα είναι τα “δώδεκα κεφάλαια” του αγίου Κυρίλλου
Αλεξανδρείας, που ευρίσκονται στην Γ΄ επιστολή του αγίου αυτού Πατρός
προς τον Νεστόριο, το δεύτερο είναι οι “διαλλαγές” του Ιωάνου που
ανευρίσκονται στην επιστολή του αγίου Κυρίλλου προς τον Ιωάνη
Αντιοχείας, και το τρίτο είναι ο “Τόμος” του Πάπα Ρώμης Λέοντος.
Υπάρχει μια θεολογική ενότητα μεταξύ των τριών αυτών κειμένων,
δηλαδή το ένα δεν αναιρεί τα άλλα, αφού και τα τρία αυτά κείμενα
εγράφησαν με διαφορετική αφορμή. Το γεγονός είναι ότι και τα τρία αυτά
κείμενα συνδέονται στενά με τον όρο της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου και
τους όρους των μετέπειτα Συνόδων ήτοι της Ε΄ και της ΣΤ΄ Οικουμενικής
Συνόδου.
Το συμπέρασμα είναι ότι δεν μπορεί να υποστηριχθή από ορθοδόξου
πλευράς ότι επετεύχθη συμφωνία μεταξύ Ορθοδόξων και
Αντιχαλκηδονίων στην Χριστολογία, και ότι η διαφωνία υπάρχει μόνον
ως προς την αναγνώριση των Οικουμενικών Συνόδων. Κάτι τέτοιο είναι
αντιφατικό. Πώς επήλθε συμφωνία στο Χριστολογικό δόγμα, όταν δεν
γίνονται αποδεκτές οι Οικουμενικές Σύνοδοι που το καθόρισαν;
Επίσης, ο ορθότερος χαρακτηρισμός των ανθρώπων αυτών δεν είναι
απλώς Αντιχαλκηδόνιοι ή Προχαλκηδόνιοι, αλλά Μονοφυσίτες, αφού
δέχονται την άποψη ότι ο Χριστός αποτελέσθηκε “εκ δύο φύσεων”, αλλά
δεν παραδέχονται συγχρόνως και την ορθόδοξη διδασκαλία ότι ο Χριστός
ενεργεί και “εν δύο φύσεσιν” “εν μια υποστάσει”.–